Πριν λίγα χρόνια ο φίλος μου και ταλαντούχος φωτογράφος Δημήτρης Τσουμπλέκας (που έμενε επίσης στο Μαρούσι πριν πάει στο Βερολίνο) είχε εκθέσει μια καταπληκτική φωτογραφία, όπου μια κατσίκα βόσκαγε δίπλα σε μια πολυεθνική. Τίτλος: ΜΑΡΟΥΣΙ. Τα γέλια που έκανα όταν την είδα ακόμα τα θυμάμαι!
Ήταν η επιτομή αυτού που λέμε μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις. Γιατί το Μαρούσι δεν του φτάνουν χίλιες λέξεις για να περιγραφεί. Είναι μια τεράστια πόλη μέσα στην πόλη Αθήνα που τα έχει όλα και συμφέρει. Έχει, πρώτα απ΄όλα, κάποια από τα παλιά του σπίτια από τότε που το Μαρούσι ήταν τόπος καλοκαιρινών διακοπών των Αθηναίων, όπως και η Κηφισιά. Αυτά τα σπιτάκια είναι γεμάτα γιαγιάδες και εξαφανίζονται ταχύτατα μαζί με τις γιαγιάδες. Στο δρόμο μου, τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξαφανίστηκαν από το 1996 που έγινα κάτοικος Μαρουσιού τρείς γιαγιάδες μαζί με τα αντίστοιχα σπιτάκια τους.
Στη θέση τους σηκώθηκαν στο λεπτό τεράστιες πολυκατοικίες, λουσάτες και στελεχάτες. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι έχουμε το μεγαλύτερο αριθμό στελεχών ανά τετραγωνικό μέτρο σε όλη την Αττική. Κάπου πρέπει να στεγαστούν και αυτά τα στελέχη, έτσι δεν είναι;
Δίπλα μου ακριβώς είχα τον τελευταίο μου φάρο, την πολυαγαπημένη μου κυρία Πολυξένη που τάιζε τα αδέσποτα του δρόμου και χάριζε σε μένα τη θέα του υπέροχου τεράστιου κήπου της, γεμάτου συκιές και πασχαλιές. Πάει και η κυρία Πολυξένη όμως. Αυτή ταΐζει τα αδέσποτα του παραδείσου τώρα ενώ εμείς τρέμουμε τη μέρα που θα ξημερώσει κι αντί να ακούσουμε τα εκατοντάδες πουλιά στα δέντρα της αυλής της, θα ακούσουμε τη μπουλντόζα που θα ρίχνει το σπιτάκι της. Αυτό σας το λέω, δεν θα το αντέξω. Θα πάρω σιντί με πουλοσυναυλία και θα τη προγραμματίσω να παίζει κάθε που πηγαίνει έξι η ώρα.
Το Μαρούσι είναι αλήθεια το συμπάθησα, μολονότι κρατάω τις επιφυλάξεις της υιοθετημένης. Πρώτα απ΄όλα έχει ένα ωραίο κολυμβητήριο, ανοιχτό αλλά με θερμαινόμενο νερό -αν και ο δήμαρχος τελευταία έγινε φραγκοφονιάς: αφενός μας έβαλε είσοδο, αφετέρου δε άφησε και δημότες άλλων δήμων να λούονται, έναντι περισσοτέρων ευρώ, με αποτέλεσμα να γίνεται του τρελού το πανηγύρι το καλοκαίρι.
Έχει επίσης ένα ζωντανό, πολύχρωμο και ελαφρώς παλαβό κέντρο με καφέ, πράσινο, γεφυράκια (κακογουστίξ αλλά που ξυπνούν μέσα σου το βλαμμένο παιδί) και μαγαζιά που συνδυάζουν επίσης την κατσίκα με τον μάνατζερ: Μπορείς να δεις τα πανάκριβα σύνολα υψηλής ραπτικής αλλά και φουστίτσες τύπου επαρχία στα φίφτυς.
Εγώ σπανίως τα τιμώ αφού δεν είμαι ούτε η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ούτε και η Άννα Φόνσου στον πειρασμό.
Για μένα το Μαρούσι είναι τρία μαγαζιά που δεν αλλάζω με τίποτα–όλα γύρω από την Πλατεία Κασταλίας. Το μπαρ της γειτονιάς (τύπου η παμπ της γειτονιάς στην Αγγλία) Blue Print. Είναι ξύλινο και από το πρωί γεμάτο πιτσιρίκια που το σκάνε από το σχολείο για να παίξουν τάβλι. Το απόγευμα βγαίνουν τα ζευγαράκια για καφέ και το βράδυ έρχονται όλοι για ροκ μουσική με εξάρσεις μέταλ στο βιντεογουολ και πολλές φτηνές μπύρες. Άλλο χοτ σποτ είναι ο φούρνος με ξύλα «ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΝ».
Εκεί φύεται ένα απίστευτο κουλούρι με τυρί, με χόρτα ή με ελιές –άσε τα τραγανά, χρυσαφένια ψωμιά με τα σουσάμια. Τέλος θέλω να αποτίσω φόρο τιμής στη Ντόρια (του κομμωτηρίου Wave), το κορίτσι που έδωσε στα κομμωτήρια μια πρωτοφανή αίγλη wellness. Δεν κάθεται λεπτό αυτή η κοπέλα: Αλλάζει το ντεκόρ κάθε δεκαπενθήμερο, τρέχει από το Λονδίνο στο Μπαλί για να βελτιώσει τις τεχνικές της στο haιr styling αλλά και στο μασάζ, γιόγκα, θεραπεία ουράνιου τόξου και ψυχολογική υποστήριξη του κακοκουρεμένου πελάτη. Είναι πάντα ντυμένη σαν μοντέλο για φωτογράφηση, κάνει μαθήματα φωνητικής, αλλάζει το χρώμα του μαλλιού της κάθε τρία λεπτά και φωτίζει τα μουτρωμένα μούτρα μας σε ένα λεπτό!
της Λένας Διβάνη 12/03/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου