Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει παύσει να μας εκπλήσσει εδώ και
χρόνια.
Μετά την αρχική εκείνη περίοδο μέλιτος και διεθνών ραψωδιών περί
«μετριοπαθούς» Ισλάμ αλά Ερντογάν, που δήθεν θα αποτελούσε τον διδασκαλικό πόλο
«δημοκρατίας» για τις μουσουλμανικές χώρες, οι επικίνδυνοι, προκλητικοί, και
ανερμάτιστοι χειρισμοί του demi-sultan (του «ημίσεως σουλτάνου») προκαλούν
αυξανόμενη δυσφορία και ανησυχία εντός και εκτός Τουρκίας.
Ήδη, ακόμη και οι εκ
πεποιθήσεως νεροκουβαλητές της Τουρκίας στην Δύση δυσφορούν με τους
επικίνδυνους ισλαμικούς ακροβατισμούς της Άγκυρας στην Συρία, αλλά και για τις
μαζικές διώξεις, φυλακίσεις, και εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το ersatz
πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου.
Το τελευταίο πυροτέχνημα του demi-sultan είναι η
ξαφνική δήλωση του περί την Συνθήκη της Λωζάννης (1923).
Το πυροτέχνημα
ανετάραξε το ελληνικό πολιτικό τέλμα και οδήγησε στις συνήθεις «σκληρές» πλην
αβλαβείς δηλώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο κύριος Πρωθυπουργός πρόφθασε κι αυτός
να προειδοποιήσει ότι η τουρκική αμφισβήτηση είναι «επικίνδυνη» αλλά, πρόσθεσε
αμέσως, επαναλαμβάνοντας το αιώνιο μοτίβο των «ηγετών» μας, ότι η Ελλάς θα
μείνει προσηλωμένη στην «νομιμότητα» και δεν πρόκειται να ακολουθήσει το
παράδειγμα της Τουρκίας.
Ανεξαρτήτως του αν ο ημί-σουλτάνος βρίσκεται σε
πανικό, όπως διατείνεται Τούρκος καθηγητής, επειδή αντιμετωπίζει ογκούμενα
αδιέξοδα και χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για να συσπειρώσει τους οπαδούς του, ή
επιδιώκει πραγματικά μια εκ βάθρων αναδιάταξη στο Αιγαίο με ή χωρίς πόλεμο, η
«νομιμόφρων» Ελλάς βρίσκεται προ στρατηγικού διλλήματος: είτε η ανίατος
δουλικότης — επίσημη, πραγματική, και αποδεδειγμένη - που την διακρίνει εδώ και
δεκαετίες στα ελληνοτουρκικά θα εγκαταλειφθεί, είτε η «νομιμότητα» και η «προσήλωση»
θα μεταβάλει την Ελλάδα σε βιλαέτι της νεο-ισλαμικής Τουρκίας για να
αποκαταστηθεί και η ιστορική συνέχεια που τόσο επιθυμούν «κύκλοι» της Εσπερίας
αλλά ίσως & των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όπως δε και στο παρελθόν βεβαίως, ο κύριος Τσίπρας
ουδεμίαν απολύτως ουσιαστική βοήθεια από «φίλους» και «συμμάχους» δεν πρέπει να
περιμένει παρ’ όλα όσα Twitter τιτιβίζουν ακόμη οι παρ’ ημίν ακάματοι αλλά
μάλλον γραφικοί πλέον «ευρωπαϊστές»
(Σημείωση: η καταστροφή που άρχισε το 2010
μέσω και εξ αιτίας των «ευρωπαϊκών θεσμών», και ανεξαρτήτως των εγκληματικών
ευθυνών της ελληνικής «ηγεσίας», θα έπρεπε να είχε διδάξει πολλά σε πολλούς,
πλην όμως ο Έλλην εγκέφαλος πάσχει, ως φαίνεται, από εκ γενετής διασπάσεις
νευρώνων και ατροφίας λοβών).
Η στρατηγική αντίληψη και πρακτική ουδέποτε απετέλεσαν
πεδίο άμιλλας και δημιουργίας εν Ελλάδι. Μια σύντομη, αλλά ιστορική, αναλαμπή
ήταν το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία όμως κι αυτή
κατέληξε, μετά από μνημειώδεις επιτυχίες, στην Καταστροφή του 1922. Οι μεταπολεμικές
ελληνικές ηγεσίες απλώς αδιαφόρησαν προτιμώντας παιδαριώδεις κομματισμούς και
αλλήθωρους «εκσυγχρονισμούς» και «πορείες προς τα εμπρός» της συμφοράς.
Αγνοώντας τα αυτονόητα και επιμένοντας στην ανάδειξη αχρείων, μετρίων, και
δημαγωγών ως «εκσυγχρονιστών», η ελληνική πολιτική τάξη έχει πετύχει να
μεταβάλει την χώρα σε εύκολη λεία για «σκοτεινούς κύκλους» που μόνο σκοτεινοί
δεν είναι, αλλά και που κανείς δεν θέλει να θίξει δημοσίως και επί της ουσίας
φοβούμενος το προσωπικό κόστος.
Για το ήδη διαμορφούμενο νέο και διογκούμενο
στρατηγικό αδιέξοδο, όμως, υπάρχει λύσις και φέρει το όνομα «Παναγιώτης
Κονδύλης».
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998), άγνωστος στους
πολλούς αλλά γνωστότατος & εξαίρετης φήμης στο εξωτερικό & ιδίως στην
Γερμανία, άφησε πίσω του, μετά τον θάνατο του από ιατρικό λάθος σε ιδιωτικό
θεραπευτήριο των Αθηνών, ένα τεράστιο, νευρώδες & πολυσχιδές πνευματικό
έργο.
Η Στρατηγική και οι γεωστρατηγικές αναλύσεις του για το μέλλον του
Ελληνισμού αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα αυτού του έργου.
Ο Κονδύλης δεν συντηρούσε (και μάλιστα απεχθάνονταν)
τις πολυφορεμένες αυταπάτες των αυτοχθόνων.
Στα ελληνοτουρκικά ήταν άτεγκτος.
Χωρίς ουμανιστικές κορώνες, ανοησίες περί «ελληνοτουρκικής φιλίας», και
κομπογιαννίτικες θεωρίες δια το «δεν απαιτούμε τίποτε από κανέναν» είχε
υιοθετήσει έναν «σκληρό», δηλαδή ρεαλιστικό, τόνο που απετέλεσε ανάθεμα για την
πλειονότητα των εν Ελλάδι «επιστημόνων» & «πανεπιστημιακών» της κενής
πολυλογίας.
Με λίγα λόγια, η φιλοσοφική και πρακτική του προσέγγιση ήταν το άκρο
αντίθετο της αρνήσεως της πλειοψηφικής μερίδας της ελληνικής intelligentsia να
αποδεχθεί ό,τι θεωρεί επώδυνο και πολιτικά «απαράδεκτο» ιδιαιτέρως στα περί
αμύνης και ασφάλειας της χώρας («Παναγιώτης Κονδύλης:
Πως τον δέχτηκαν στην
Ελλάδα»).
Σήμερα, λοιπόν, που ο κύριος Τσίπρας και οι συν αυτώ
αναζητούν το νέο «αφήγημα», εν όψει εκπεφρασμένης πλέον δημοσίως τουρκικής
απειλής που σκοπεύει την καρδιά της ελληνικής ασφάλειας και ακεραιότητας, δεν
έχουν παρά να αφήσουν τις συσκέψεις και τις δηλώσεις και να αρχίσουν να
διαβάζουν Κονδύλη (τα χωρία που ακολουθούν προέρχονται όλα από το σύντομο
κείμενο του Κονδύλη με τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός
ελληνοτουρκικού πολέμου»).
Επιλεκτικά και ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα εξής.
Πρώτα-πρώτα το κείμενο υιοθετεί μια διάγνωση που
συνοψίζει το πρόβλημα άριστα, με ιδιαίτερη μάλιστα πλέον σημασία για τα μετά το
2009-2010 και τις κυβερνήσεις-παρωδία της περιόδου:
Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμμία [ιστορική]
φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να
αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του...
Η αποδεδειγμένη ανικανότητα
του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος - δηλαδή να επιτελέσει
την κατ' εξοχήν αποστολή του - συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον.
Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει
ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.
Δεύτερον, οι «Γεωπολιτικές» προσφέρουν την σωστή
«ανάγνωση» του τι μπορεί να επιτύχει και τι όχι η σημερινή Ελλάς των μνημονίων,
της «ενωμένης» αλλά διαλυομένης Ευρώπης, και της συνεχούς μειώσεως πόρων και
αντοχών κοινωνίας και ενόπλων δυνάμεων:
Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε
ότι ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να
διεξαχθούν πειράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα στενότερα σε
χώρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και σε μεσοπρόθεσμη απλώς
ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Το λυπηρό παράδοξο
σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά
φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα
τη χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα κάμει σε
δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος
χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα
δεδομένα.....
Τρίτον, γίνεται η κρίσιμος επισήμανση του βασικού
«εργαλειακού» μοχλού κατάρρευσης της μεταχουντικής Ελλάδος, δηλαδή της
εξάρτησης των πάντων από έναν ανούσιο, ιδιοτελή, ανάπηρο, και αέναο «διάλογο»,
δημιούργημα αποκλειστικά των «δημοκρατικών δυνάμεων» προς όφελος του
πελατειακού κράτους, πρακτική που εν καιρώ υιοθέτησε και η «συντηρητική» και
«νεοφιλελεύθερη» πλευρά:
Την [συνετή] σκέψη σε ιστορικές και στρατηγικές
διαστάσεις την κατάπιε εντελώς σχεδόν, μαζί με όσα θα έπρεπε να τη στηρίζουν
έμπρακτα, το πελατειακό σύστημα, το δούναι και λαβείν, το οποίο τελευταία, στο
πλαίσιο του ακάθεκτου εκσυγχρονισμού μας, έχει πάρει την πολιτισμένη ονομασία
του «διαλόγου» - διαλόγου οπισθοβούλου, πολυδαιδάλου καί πολυμήχανου, διαλόγου
των πάντων με τους πάντες περί των πάντων εις πάντας τόπους και πάντας χρόνους.
Όποιος δεν μετέχει σε τέτοιους διάλογους και δεν υπόκειται στις σκοπιμότητές
τους, έχει την ελευθερία - και την υποχρέωση - να σταθμίσει
στρατηγικά έναν ενδεχόμενο πόλεμο [με ό,τι αναπτύξαμε προηγουμένως].
Τέταρτον, οι «Γεωπολιτικές» προειδοποιούν ότι η
Τουρκία, ανεξαρτήτως εσωτερικών πιέσεων, συγκρούσεων, και αντιφάσεων, βρίσκεται
σε αναπότρεπτη και νομοτελειακή πορεία επεκτάσεως — κάτι που κανένας απολύτως
Έλλην «αρχηγός» δεν έχει αναγνωρίσει δημοσίως και αγνοεί επιπλέον επιδεικτικά
αναπαυόμενος σε αίολες δήθεν άμυνες, όπως το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», την
καιόμενη και μη φλεγόμενη «ευρωπαϊκή πορεία» της Τουρκίας, και το διεθνές
δίκαιο:
Αυτή η πληθώρα διάχυτης και ακαταστάλαχτης ανθρώπινης
[εσωτερικής τουρκικής] ενέργειας ζητά να διοχετευθεί.... [και] θα διοχετευθεί
σε δραστηριότητες συναπτόμενες άμεσα ή έμμεσα με τον προσδιορισμό και την
έμπρακτη προάσπιση της τουρκικής ταυτότητας και της θέσης της μέσα στον κόσμο.
Μόνον εκεί όπου κοχλάζει νεανικό αίμα γεννιούνται ιδέες ικανές να
κινητοποιήσουν μάζες, όσο «πρωτόγονες» κι αν φαίνονται οι ιδέες αυτές στα μάτια
δημογραφικά φθινόντων γειτόνων εκλεπτυσμένων από την ξαφνική ευζωία ή
διανοουμένων που εξ επαγγέλματος παράγουν ιδεολογίες του ειρηνιστικού
ευδαιμονισμού υπό τις διαφορετικότερες μορφές.
Οι 36 σελίδες των «Γεωπολιτικών», κυριολεκτικώς σε
κάθε τους γραμμή, μεταδίδουν μια βαθύτατη ανησυχία για την Νιρβάνα που
περιβάλει τους «ευρωπαίους» Έλληνες της «Ευρωπαϊκής ένταξης» «...η οποία στην
ουσία της δεν είναι παρά η διαφοροτρόπως καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία
άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας».
Και προειδοποιούν ότι
«...η Τουρκία – ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμα, αλλά με
ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ενέργειας - κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από
τα σύνορά της μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές
καί ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς καί ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές καί
ιστορικές συγγένειες».
Το καλοκαίρι του 1974, η Τουρκία απέδειξε εμπράκτως
ότι δεν διστάζει εκεί όπου ανακαλύπτει εθνικό στρατηγικό συμφέρον και το
διεκδικεί με πόλεμο.
Όπως και το 1922, οι «σύμμαχοι» μας το ‘74 έμειναν
αμέτοχοι και στις επόμενες δεκαετίες επιδεικτικά «πολιτικά ορθοί», πάντοτε προς όφελος της
Άγκυρας.
Με δικαιολογία την εγκληματική ενέργεια της χούντας κατά του Μακαρίου,
οι «φίλοι» μας ανενδοίαστα αλλά «διπλωματικά» επικρότησαν τον ακρωτηριασμό της
Κύπρου και δημιούργησαν και συντηρούν μονομερώς έναν τεράστιο μηχανισμό
«ειρηνευτικής διπλωματίας» που, ακόμη και σήμερα, εργάζεται υπέρ των «δικαίων»
της Τουρκίας.
Είναι φυσικά άχρηστο να επαναλάβουμε εδώ ότι ο κύριος
Τσίπρας, στην απολύτως υποθετική περίπτωση που θα ήθελε να επαναπροσδιορίσει το
ελληνικό στρατηγικό «αφήγημα» με βάση την ατράνταχτη λογική του Κονδύλη, θα
βρισκόταν προ ανταρσίας στις τάξεις των «συντρόφων» που, έντρομοι, θα
ανακάλυπταν ίσως ότι, πράγματι, η χώρα όχι μόνον απειλείται, αλλά είναι και
ουσιαστικά παράλυτη μετά από τόσες δεκαετίες εθελουσίας νανοποίησης.
Όσο για
την αυτοαποκαλούμενη «αντιπολίτευση», οι εκπρόσωποι της θα εκτόξευαν αμέσως τις
αιώνιες καταδίκες των κυβερνόντων και θα υπόσχονταν ότι, μόλις αυτοί γίνουν
κυβέρνηση, θα καταργήσουν αμέσως τις καταστροφικές για την Πατρίδα αποφάσεις
των προηγουμένων.
Η ανάγνωση του Κονδύλη, ακόμη και στην ύστατη αυτή
στιγμή, μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε μια φιλότιμη και πραγματική
προσπάθεια μιας έστω και εν μέρει ανάταξης των εθνικών στόχων και της άμυνας
του Έθνους.
Η πραγματικότητα όμως μας προσγειώνει βάναυσα.
Και όπως μου δήλωσε ευθαρσώς παλιός συνεργάτης, και
κατά τ’ άλλα λογικός και πραγματικός πατριώτης, σε συζήτηση για τοις απειλές του
ημίσεως σουλτάνου, «ε, δεν μπορούμε να γίνουμε Ισραήλ... επειδή το θέλει ο
Ερντογάν!...»
Μυστήριον και ζόφος η ψυχή του Έλληνος
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τάσσος Συμεωνίδης (Ακαδημαικός Σύμβουλος) Copyright: Research Institute for European and American Studies (www.rieas.gr) Publication date: 2 October 2016 Note: The article reflects the opinion of the author and not necessarily the views of the Re-search Institute for European and American Studies (RIEAS)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΗΓΗ:www.rieas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου