Ο Σημίτης ψάχνει δικαίωση, κρύβοντας την παγίδα στην
απόφαση του Ελσίνκι
Ο Σημίτης & η «χαμένη ευκαιρία»
Για μία ακόμα φορά με άρθρο του, αυτή τη φορά στα Νέα,
ο Κώστας Σημίτης προσπαθεί να δικαιώσει την πολιτική της κυβέρνησής του το 1999
στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι.
Όπως και τις προηγούμενες κατηγορεί την
διάδοχη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή ότι εγκατέλειψε την πολιτική του, με
αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Η απόφαση του Ελσίνκι είχε δύο σκέλη.
Το ένα αφορούσε
την αποσύνδεση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ από την επίλυση
του Κυπριακού.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία μεγάλη διπλωματική επιτυχία, η
οποία ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα με την ένταξη.
Υπάρχει, όμως, και ένα
δεύτερο σκέλος που αφορούσε στα ελληνοτουρκικά.
Υπενθυμίζουμε ότι τότε είχε συμπεριληφθεί στην απόφαση
της συνόδου κορυφής ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος, όπως ήταν η
Τουρκία, «να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς
συνοριακής διαφοράς.
Αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς
Δικαστηρίου».
Ο τέως πρωθυπουργός κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ του 2004,
επειδή δεν χρησιμοποίησε αυτή τη ρήτρα.
Η απόφαση του Ελσίνκι όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά,
όμως, προσέφερε στην Άγκυρα πολύτιμο δώρο.
Με την υπογραφή της Αθήνας η ΕΕ
αναγνώρισε ότι υπάρχει εκκρεμής συνοριακή διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πάγια ελληνική θέση από το 1974 ήταν πως η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η
οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Όλα τα άλλα προβλήματα δημιουργούνται από τις
μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη
έκανε ένα βήμα πίσω με το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης, αλλά η μεγάλη ζημιά
έγινε στο Ελσίνκι δύο χρόνια αργότερα.
Ελληνικά νησιά προς μοίρασμα!
Υπενθυμίζω πως από το 1996, η Άγκυρα έχει προσθέσει
στο καλάθι των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και την επεκτατική θεωρία περί
“γκρίζων ζωνών”, με την οποία για πρώτη φορά αμφισβήτησε όχι κάποια κυριαρχικά
δικαιώματα, αλλά την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Όπως είναι
γνωστό, μάλιστα, σύντομα δεκάδες ελληνικές νησίδες έγιναν από “γκρίζες ζώνες”,
τουρκικό έδαφος!
Όταν, λοιπόν, το 1999 αναγνωρίζεις την ύπαρξη
συνοριακής διαφοράς, ουσιαστικά αναγνωρίζεις εμμέσως πλην σαφώς ότι υφίστανται
“γκρίζες ζώνες”.
Με τον τρόπο αυτό υπονομεύθηκε και το χαρτί της παραπομπής στο
Διεθνές Δικαστήριο.
Εάν ποτέ η Άγκυρα αποδεχόταν την παραπομπή στη Χάγη, το
Δικαστήριο θα ζητούσε από τα δύο μέρη να πουν ποια είναι η επικράτεια του
καθενός, ώστε με βάση αυτές να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα.
Στο σημείο εκείνο θα ανέκυπτε πρόβλημα, επειδή η
Τουρκία θα ισχυριζόταν πως και κατοικημένα νησιά, όπως π.χ. το Αγαθονήσι,
ανήκουν σ’ αυτήν και όχι στην Ελλάδα.
Δεδομένου ότι στο Ελσίνκι η Αθήνα έχει
αναγνωρίσει την ύπαρξη συνοριακής διαφοράς, η Άγκυρα θα το επικαλείτο, ζητώντας
από το Δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δεκάδες “γκρίζα” νησιά ανήκει στην
Ελλάδα και ποιο στην Τουρκία.
Με άλλα λόγια στο τραπέζι θα έμπαιναν για μοίρασμα
μόνο ελληνικά εδάφη.
Δηλαδή, η Ελλάδα θα είχε μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο
να κερδίσει.
Στην ιδανική για την Ελλάδα περίπτωση το Δικαστήριο θα της
παραχωρούσε αυτά που ήδη κατέχει. Μόνο που στη διεθνή πολιτική, αλλά και στα
διεθνή δικαστήρια οι ιδανικές αποφάσεις είναι εξαίρεση.
Ποιο κράτος, άλλωστε,
θα έθετε στην κρίση κάποιων δικαστών μέρος της επικράτειάς του, επειδή ένας
γείτονας το αμφισβητεί; Αυτός, σύμφωνα με όσα μου είχε πει ο τότε υπουργός
Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης, ήταν η αιτία που η κυβέρνηση Καραμανλή δεν βάδισε
στον ολισθηρό δρόμο που είχε ανοίξει η κυβέρνηση Σημίτη.
Ο Σημίτης δεν κάνει, βεβαίως, καμία αναφορά σ’ αυτή
την παγίδα.
Αντιθέτως, μιλάει για χαμένη ευκαιρία και κινδυνολογεί, αποδίδοντας
εμμέσως πλην σαφώς τις τωρινές απειλές της Τουρκίας σ’ εκείνη τη “χαμένη
ευκαιρία”.
Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως στο άρθρο του αναφέρεται σε «εκκρεμείς διαφορές» κι όχι σε «επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς», όπως είναι η ακριβής μετάφραση του επίμαχου σημείου των συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής.
Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως στο άρθρο του αναφέρεται σε «εκκρεμείς διαφορές» κι όχι σε «επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς», όπως είναι η ακριβής μετάφραση του επίμαχου σημείου των συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής.
Αποκρύπτει (με ενοχή;) την κρίσιμη λέξη "συνοριακή".
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ο όρος
"συνοριακή" δεν αφορά τις "γκρίζες ζώνες", αλλά τα χωρικά
ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) και την υφαλοκρηπίδα.
Αυτό δεν ισχύει. Τα όρια της
υφαλοκρηπίδας δεν αποτελούν σύνορο και ως εκ τούτου η υπαρκτή διαφορά αναφορικά
με την οριοθέτηση δεν είναι και δεν είχε ποτέ χαρακτηρισθεί
"συνοριακή".
Αναφορικά με τα χωρικά ύδατα, η επέκτασή τους στα 12
μίλια γίνεται με μονομερή πράξη από το παράκτιο κράτος, χωρίς προηγούμενη
διαπραγμάτευση με τα γειτονικά.
Αυτό προβλέπει σαφώς το Διεθνές Δίκαιο.
Η
Ελλάδα δεν τα έχει επεκτείνει, επειδή η Τουρκία έχει χαρακτηρίσει παρανόμως,
την επέκταση αιτία πολέμου. Η ΕΕ, λοιπόν, είναι αδύνατον να χαρακτηρίσει
"συνοριακή διαφορά" την επέκταση των χωρικών υδάτων, επειδή πρόκειται
για νόμιμο δικαίωμα που ασκείται μονομερώς.
Αυτό, άλλωστε, έχουν πράξει και όλα
τα παράκτια κράτη-μέλη.
Επιπροσθέτως, η Ελλάδα δεν είχε τότε ανακοινώσει (ούτε
μέχρι τώρα) πως επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, ώστε να προκύψει πρόβλημα και
πολύ περισσότερο "συνοριακή διαφορά".
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, πως
στο άρθρο του ο Σημίτης, αναφερόμενος στα χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) κάνει
λόγο για διαφορά.
Ακόμα μία σύγχυση εννοιών, ακόμα μία μετατροπή της απειλής
χρήσης στρατιωτικής εκ μέρους της Τουρκίας σε διαφορά.
Λυγερός Σταύρος 17 Δεκεμβρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου