Ο
«γρίφος της Χάγης» είναι περίπλοκος &ι δεν είναι σαφές αν η κοινή γνώμη και οι
πολιτικές ηγεσίες είναι διατεθειμένες να αναλάβουν το κόστος ενός συμβιβασμού
Η πρόσφατη υπογραφή του Μνημονίου Συναντίληψης μεταξύ
της Αγκυρας και της (αυτή τη στιγμή διεθνώς αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ)
κυβέρνησης του Φαγέζ αλ Σαράζ στη Λιβύη
Η προσφυγή & οι «γκρίζες ζώνες»
Από τη συνάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον
τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις 31 Μαΐου 1975 στις Βρυξέλλες
Η καινοφανής θεωρία για τις βραχονησίδες
Οι «γκρίζες ζώνες» - Η μονομερής προσφυγή το ’76 & το Πρακτικό της Βέρνης
Το ζήτημα της Χάγης ετέθη στη συνάντηση των κ.κ.
Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της πρόσφατης
Συνάντησης των Ηγετών του ΝΑΤΟ, χωρίς να συζητηθούν λεπτομέρειες
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η κυβέρνηση
του Κωνσταντίνου Καραμανλή άρχισε να αναζητεί τρόπους να υπερκεράσει τις
τουρκικές αναθεωρητικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος, η προσφυγή στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αναδείχθηκε σε
μία από τις βασικές παραμέτρους της ελληνικής πολιτικής στις σχέσεις της με την
Τουρκία.
Πρόκειται για μία ιστορία όχι ευθύγραμμη, αλλά γεμάτη με πολλές,
ενίοτε απότομες, στροφές.
Η Ελλάδα επιδίωξε εκείνη την εποχή να βρει λύση, ακόμη
και προσφεύγοντας μονομερώς στο ICJ, χωρίς αποτέλεσμα. Ακολούθησε μία μακρά
«ψυχροπολεμική» περίοδος που εκτονώθηκε με την «κρίση των Ιμίων» του 1996, η
οποία ακολουθήθηκε από μία νέα απόπειρα για δικαστική επίλυση των εκκρεμοτήτων
των δύο πλευρών μέσω του διαύλου των διερευνητικών επαφών, με την προοπτική της
παραπομπής των εκκρεμών διαφορών στο ICJ. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: αρνητικό.
Το χάσμα των δύο πλευρών έχει από τότε, παρά τις διακυμάνσεις, παραμείνει
αγεφύρωτο και οι προοπτικές δεν δείχνουν ευοίωνες.
για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη
Μεσόγειο έχει επαναφέρει, στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, τη συζήτηση περί
Χάγης.
Η χαρακτηριστικότερη δημόσια παρέμβαση για τη σκοπιμότητα προσφυγής στο
Διεθνές Δικαστήριο, ώστε να υπάρξει μία οριστική διευθέτηση των διαφορών με την
Τουρκία, προήλθε από την Ντόρα Μπακογιάννη.
Η πρώην υπουργός Εξωτερικών δήλωσε
πρόσφατα ότι «πρέπει να συμφωνήσουμε στη διαδικασία με την Τουρκία, στο
συνυποσχετικό, πιστεύω ότι πρέπει να πάμε γιατί στην εξωτερική πολιτική το
«κάθε πέρσι και καλύτερα» είναι μία πραγματικότητα».
Η κυρία Μπακογιάννη δεν
ήταν η μόνη που έθιξε το ζήτημα αυτό, καθώς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος το
ανέδειξε μέσω αρθρογραφίας του.
Ωστόσο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος
Πέτσας υπήρξε αρκετά πιο προσεκτικός πριν από λίγες ημέρες.
Αν και σημείωσε ότι
μία προσφυγή στο ICJ παραμένει μέσα στις επιλογές της ελληνικής πλευράς, η
προτεραιότητα της Αθήνας στην παρούσα φάση είναι η αναχαίτιση της τουρκικής
προκλητικότητας.
Ο «γρίφος της Χάγης» είναι όμως περίπλοκος και δεν
είναι σαφές αν η κοινή γνώμη και οι πολιτικές ηγεσίες είναι διατεθειμένες να
αναλάβουν το κόστος ενός συμβιβασμού.
Το ζήτημα ηγέρθη, σύμφωνα με συγκλίνουσες
πληροφορίες, στη συνάντηση των κ.κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν στο περιθώριο της πρόσφατης Συνάντησης των Ηγετών του ΝΑΤΟ, χωρίς να
συζητηθούν λεπτομέρειες.
Κάτι τέτοιο θα ήταν πρόωρο, καθώς η Αθήνα έχει ως
προτεραιότητα «να ακυρώσει πολιτικά και νομικά» το τουρκολιβυκό Μνημόνιο
Συναντίληψης σε όλα τα διεθνή fora.
Πόσο εύκολο θα ήταν άλλωστε, από πολιτικής απόψεως,
για την κυβέρνηση Μητσοτάκη να επανεκκινήσει τις διερευνητικές επαφές με σκοπό
την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύνταξη του απαραίτητου συνυποσχετικού για
προσφυγή στη Χάγη, όταν επικρέμαται το τετελεσμένο του Μνημονίου Συναντίληψης;
Σύμφωνα με υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές, αλλά και
διαχρονικούς παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τους οποίους συνομίλησε
«Το Βήμα» τις τελευταίες ημέρες, ο σκόπελος της σύνταξης συνυποσχετικού δεν
είναι διόλου αμελητέος, ακόμη και αν κάποιος υποθέσει ότι οι δύο χώρες
συμφωνήσουν στην επανάληψη των ανενεργών διερευνητικών επαφών.
Πέραν της διαχρονικής δυσανεξίας της Αγκυρας για
προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα αλλά και της μη αναγνώρισης εκ μέρους
της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι αρκετά πιθανό η
τουρκική πλευρά να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια πιέσεων που έχει στις
διερευνητικές επαφές προτού συμφωνήσει επί ενός συνυποσχετικού.
Αλλωστε, αυτός
είναι ο σκοπός των διερευνητικών συνομιλιών, που ουσιαστικά επιδιώκουν να
καθαρίσουν το τοπίο από ορισμένα θέματα και να προετοιμάσουν το έδαφος για μία
δικαστική προσφυγή.
Είναι όμως εξίσου πιθανό, επιμένουν οι ίδιες πηγές, η
Τουρκία να επιμείνει για την παραπομπή όχι μόνο της οριοθέτησης της
υφαλοκρηπίδας αλλά και έτερων ζητημάτων στο δικαστήριο.
Αυτό, επισήμως, είναι
κάτι που δεν συζητεί η ελληνική πλευρά.
Οφείλει επίσης να σημειωθεί ότι ένα
συνυποσχετικό αποτελεί διεθνή συμφωνία, όπερ σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα
θα χρειαστεί την έγκριση του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Το περιεχόμενό του θα είναι κομβικό ώστε να λάβει το
«πράσινο φως».
Τι θα συμβεί λοιπόν αν η Αγκυρα επιμένει να θέτει ζήτημα
«γκρίζων ζωνών»;
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει εκφράσει, με δήλωσή της από το
2015, την επιφύλαξή της και έχει εξαιρέσει ρητά τα θέματα κυριαρχίας από τη
δικαιοδοσία του ICJ.
Η μονομερής προσφυγή το ’76 & το Πρακτικό της Βέρνης
Μετά την έναρξη της διαφοράς με την Τουρκία για την
υφαλοκρηπίδα τον Νοέμβριο του 1973, την κρίση με τις έρευνες του ωκεανογραφικού
πλοίου «Candarli» τον Μάιο του 1974 και την πτώση της δικτατορίας, η Αθήνα
έβαλε για πρώτη φορά στο τραπέζι την προσφυγή στη Χάγη.
Η ιστορία είναι
διδακτική και η δυσανεξία της Αγκυρας σε κάτι τέτοιο δεν άργησε να φανεί.
Με μια ρηματική διακοίνωση ιδιαίτερης σημασίας στις 6
Φεβρουαρίου 1975 η Τουρκία χαιρέτισε μεν την πρόταση της Ελλάδος για
διακανονισμό της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα, αλλά έθεσε για πρώτη φορά επί
τάπητος την ύπαρξη ζωτικών ζητημάτων που αφορούν το Αιγαίο, όπως π.χ. το εύρος
της αιγιαλίτιδας ζώνης και τη χρήση του εναέριου χώρου.
Με τον τρόπο αυτόν η
Τουρκία κέρδισε χώρο για διαπραγματευτικούς ελιγμούς. Οι εξελίξεις δεν άργησαν
να έλθουν.
Στις 17-19 Μαΐου 1975 οι υπουργοί Εξωτερικών Μπίτσιος και
Τσαγλαγιαγκίλ συναντήθηκαν στη Ρώμη, όπου η ελληνική πλευρά παρουσίασε μάλιστα
προς διαπραγμάτευση σχέδιο συνυποσχετικού.
Η τουρκική πλευρά όμως απέφυγε κάθε
δέσμευση και δήλωσε ότι δεν είναι έτοιμη να συζητήσει το σχέδιο προτού
προηγηθούν ουσιαστικές πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Η συνάντηση Καραμανλή - Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες
Υπό την πίεση όμως των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ, η
ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να πραγματοποιηθεί συνάντηση του Κωνσταντίνου
Καραμανλή με τον τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις 31 Μαΐου στις
Βρυξέλλες.
Στο Κοινό Ανακοινωθέν που ακολούθησε αναφερόταν ότι οι δύο άνδρες
«είχαν την ευκαιρία να προχωρήσουν σε μια εξέταση των προβλημάτων» και
«αποφάσισαν ότι αυτά τα προβλήματα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά μέσω
διαπραγματεύσεων και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου μέσω του ICJ».
Οταν όμως, λίγο αργότερα, συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί συνάντηση
εμπειρογνωμόνων για την υφαλοκρηπίδα στο Παρίσι (τον Σεπτέμβριο του 1975), η
τουρκική πλευρά αρνήθηκε να δεχθεί την έκδοση κοινής ανακοίνωσης στην οποία θα
γινόταν μνεία για την επεξεργασία συνυποσχετικού.
Η Αγκυρα υποστήριξε, σε δική της ανακοίνωση, ότι το
ζήτημα της υφαλοκρηπίδας δεν μπορεί να απομονώνεται από ένα ευρύτερο φάσμα
προβλημάτων και ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι διακανονισμού του – η παραπομπή
στο Διεθνές Δικαστήριο είναι μόνο ένας εξ αυτών.
Η τουρκική υπαναχώρηση
ακολουθήθηκε, τον Ιούλιο του 1976, από την έξοδο στο Αιγαίο του γνωστού
ωκεανογραφικού σκάφους «Hora/Sismik» που εισήλθε, στις 5 Αυγούστου 1976, σε
περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου,
το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την προσφυγή της Ελλάδας στο Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά της Τουρκίας, επικαλούμενο απειλή διατάραξης της ειρήνης
και παράλληλα τη μονομερή προσφυγή στο ICJ για την οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας, καταθέτοντας ταυτόχρονα αίτηση λήψης προσωρινών μέτρων κατά της
Τουρκίας.
Η αποτυχία της Αθήνας & το Πρακτικό της Βέρνης
Σύμφωνα με έγκριτους νομικούς, η σωρευτική προσφυγή σε
Συμβούλιο Ασφαλείας και Διεθνές Δικαστήριο δεν ήταν η καταλληλότερη επιλογή.
Είναι ενδεικτικό ότι ο τότε υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος είχε
διαφωνήσει.
Στη μεν πρώτη, το Συμβούλιο Ασφαλείας μάλλον υιοθέτησε τις
τουρκικές απόψεις, καθώς υποδείκνυε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων, αγνοώντας
την υποχρέωση προσφυγής στο ICJ, ενώ μιλούσε για εναπομείνασες νομικές
διαφορές, και όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα.
Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας
επηρέασε αρνητικά την προσφυγή στο ICJ για τα προσωρινά μέτρα, αλλά και αυτή
για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η αποτυχία της Αθήνας να καταγάγει μια
«πολιτική» νίκη στη Χάγη είχε ως ουσιαστικό αποτέλεσμα το Πρακτικό της Βέρνης
της 11ης Νοεμβρίου 1976 που ουσιαστικά καθιέρωσε ένα moratorium σχετικά με
οποιασδήποτε πράξη κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου,
το οποίο δοκιμάστηκε στην κρίση του Μαρτίου 1987.
Πάντως, η κρίση των Ιμίων το 1996 έφερε στο τραπέζι
άλλο ένα ζήτημα, αυτό των «γκρίζων ζωνών». Η καινοφανής αυτή τουρκική θεωρία
περί νησίδων και βραχονησίδων ακαθόριστης κυριαρχίας είχε έναν βασικό στόχο: να
τοποθετηθεί σε άλλη βάση το ζήτημα του καθορισμού των γραμμών βάσεως σε
περίπτωση προσφυγής στο ICJ για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Οι διερευνητικές
επαφές, παράγωγο της κρίσης των Ιμίων, δεν μπόρεσαν να λύσουν τα προβλήματα και
η Αγκυρα δεν εγκατέλειψε ποτέ πλήρως τη θεωρία αυτή κατά τη διάρκεια των
συνομιλιών.
Κρίσιμο ζήτημα οι προς οριοθέτηση περιοχές
Ετερο κρίσιμο ζήτημα σε περίπτωση που οι δύο πλευρές
κινηθούν προς την οδό της Χάγης θα είναι οι επικαλυπτόμενες περιοχές στις
οποίες θα γίνει οριοθέτηση.
Σύμφωνα με όσα είχαν συμφωνηθεί κατά την
προετοιμασία της έναρξης των διερευνητικών επαφών, την περίοδο 2000-2002, αυτές
αφορούσαν μόνο το Αιγαίο Πέλαγος.
Η σημασία της Ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν
εκείνη την περίοδο η ίδια με τη σημερινή, άρα η κατάσταση είναι πλέον πολύ
διαφορετική.
Ο κ. Βενιζέλος είχε δώσει μία διπλή εντολή όταν ήταν υπουργός
Εξωτερικών την περίοδο 2013-2014. Είχε ζητήσει από την ομάδα των διερευνητικών
επαφών υπό τον πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη να συζητηθεί ως «πακέτο» η
οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) τόσο στο
Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ παράλληλα έπρεπε να παύσει η
συζήτηση περί του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Και τούτο καθώς ήδη από
το 2002 οι δύο χώρες συνομιλούσαν επί διαφόρων σεναρίων επιλεκτικής επέκτασής
τους.
Ο Νίκος Κοτζιάς που τον διαδέχθηκε φέρεται να επανέφερε το προηγούμενο
μοντέλο των διερευνητικών επαφών, αλλά παράλληλα ήταν αμφίθυμος σχετικά με την
εμπιστοσύνη που είχε στη διαπραγματευτική ομάδα.
Αρνητικό τετελεσμένο η συμφωνία με τη Λιβύη
Το μείζον ερώτημα στην παρούσα φάση είναι υπό ποιες
προϋποθέσεις θα δεχόταν η Αθήνα να οδηγηθεί στη Χάγη.
Οι γνωρίζοντες αποκλείουν
μάλλον το ενδεχόμενο μονομερούς προσφυγής, αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο
αυτό.
Το Μνημόνιο Συναντίληψης Τουρκίας – Λιβύης έχει δημιουργήσει ένα
σοβαρότατο αρνητικό τετελεσμένο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμη
και αν οι συνθήκες στη Λιβύη μεταβληθούν.
Το Μνημόνιο θα επηρέαζε κάθε
μελλοντική διαπραγμάτευση για οριοθέτηση, αν και ακόμη πιο επικίνδυνο είναι το
περιεχόμενο της επιστολής του Μονίμου Αντιπροσώπου στα Ηνωμένα Εθνη Φεριντούν
Σινιρλίογλου με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2019.
Αυτός είναι ο λόγος που η Ειδική
Νομική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών αποδίδει τέτοια έμφαση στην
εμπεριστατωμένη απάντησή της.
Θα μπορούσε η Αθήνα να ζητήσει από την Αγκυρα την άρση
της τουρκολιβυκής συμφωνίας προτού καθίσει ξανά στο τραπέζι των συνομιλιών;
Τι
ανταλλάγματα θα ζητούσε η Τουρκία;
Μήπως θα ήταν καλύτερο να επιδιωχθεί η άρση
των συνεπειών της συμφωνίας αυτής εντός πλαισίου διερευνητικών επαφών;
Τα ερωτήματα αυτά, όπως και εκείνο για πιθανή κατάθεση
συντεταγμένων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, θα είναι αμείλικτα.
Αθανασόπουλος Άγγελος Αλ. ΠΗΓΗ:Το Βήμα
Αθανασόπουλος Άγγελος Αλ. ΠΗΓΗ:Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου