Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Αντί πολιτικού σχολίου ... «Ὁ Ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ» του Γ. Σεφέρη!

                                                                        «ΚΙΧΛΗ»
                                       Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα,
                                                 τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι.
                                                                 (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)
Τὸν εἶδα χτὲς νὰ σταματᾶ στὴν πόρτα
κoιτῶ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου θἄ᾿ταν
ἑφτὰ περίπου μιὰ γυναίκα ἦταν μαζί του.
Εἶχε τὸ φέρσιμο τοῦ Ἐλπήνορα, λίγο πρὶν πέσει
νὰ τσακιστεῖ, κι ὅμως δὲν ἦταν μεθυσμένος.
Μιλοῦσε πολὺ γρήγορα, κι ἐκείνη
κοίταζε ἀφηρημένη πρὸς τοὺς φωνογράφους-
τὸν ἔκοβε καμιὰ φορὰ νὰ πεῖ μία φράση
κι ἔπειτα κοίταζε μ᾿ ἀνυπομονησία
ἐκεῖ ποὺ τηγανίζουν ψάρια - σὰν τὴ γάτα.
Αὐτὸς ψιθύριζε μ᾿ ἕνα ἀποτσίγαρο σβηστὸ στὰ χείλια:
- Ἄκουσε ἀκόμη τοῦτο. Στὸ φεγγάρι
τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε σὰν τὸ καλάμι
ἀνάμεσα σὲ ζωντανοὺς καρποὺς — τ᾿ ἀγάλματα -
κι ἡ φλόγα γίνεται δροσερὴ πικροδάφνη,
ἡ φλόγα ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, θέλω νὰ πῶ.
- Εἶναι τὸ φῶς... ἴσκιοι τῆς νύχτας...
- Ἴσως ἡ νύχτα ποὺ ἄνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινὸς κόρφος, καὶ σὲ γέμισε ἄστρα
κόβοντας τὸν καιρό.
Κι ὅμως τ᾿ ἀγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τὸν πόθο
στὰ δυό, σὰν τὸ ροδάκινο κι ἡ φλόγα
γίνεται φίλη μὰ στὰ μέλη κι ἀναφιλητὸ
κι ἔπειτα φύλλο δροσερὸ ποὺ παίρνει ὁ ἄνεμος -
λυγίζουν γίνουνται ἀλαφριὰ μ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο βάρος.
Δὲν τὸ ξεχνᾶς.
- Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.

-Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις;
θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ σπασμένα μέλη τους,
μὲ τὴν ἀλλοτινὴ μορφή τους ποὺ δὲ γνώρισες
κι ὅμως τὴν ξέρεις.
Ὅπως ὅταν
στὰ τελευταῖα τῆς νιότης σου ἀγαπήσεις
γυναίκα ποὺ ἔμεινε ὄμορφη, κι ὅλο φοβᾶσαι,
καθὼς τὴν κράτησες γυμνὴ τὸ μεσημέρι,
τὴ μνήμη ποὺ ξυπνᾶ στὴν ἀγκαλιά σου-
φοβᾶσαι τὸ φιλὶ μὴ σὲ προδώσει
σ᾿ ἄλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
ποὺ ὡστόσο θὰ μποροῦσαν νὰ στοιχειώσουν
τόσο εὔκολα τόσο εὔκολα καὶ ν᾿ ἀναστήσουν
εἴδωλα στὸν καθρέφτη, σώματα ποὺ ἦταν μία φορὰ-
τὴν ἡδονή τους.
Ὅπως ὅταν
γυρίζεις ἀπ᾿ τὰ ξένα καὶ τύχει ν᾿ ἀνοίξεις
παλιὰ κασέλα κλειδωμένη ἀπὸ καιρὸ
καὶ βρεῖς κουρέλια ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσες
σὲ ὄμορφες ὧρες, σὲ γιορτὲς μὲ φῶτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, ποὺ ὅλο χαμηλώνουν
καὶ μένει μόνο τὸ ἄρωμα τῆς ἀπουσίας
μιᾶς νέας μορφῆς.
Ἀλήθεια, τὰ συντρίμμια
δὲν εἶναι ἐκεῖνα - ἐσὺ ῾σαι τὸ ρημάδι -
σὲ κυνηγοῦν μὲ μία παράξενη παρθενιὰ
στὸ σπίτι στὸ γραφεῖο στὶς δεξιώσεις
τῶν μεγιστάνων, στὸν ἀνομολόγητο φόβο τοῦ ὕπνου-
μιλοῦν γιὰ περιστατικὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μὴν ὑπάρχουν
ἢ νὰ γινόντουσαν χρόνια μετὰ τὸ θάνατό σου,
κι αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιατί...
-Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.
Καληνύχτα.
-... γιατὶ τ᾿ ἀγάλματα δὲν εἶναι πιὰ συντρίμμια,
εἴμαστε ἐμεῖς. 
Τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριὰ ... καλή-
νύχτα.
Ἐδῶ χωρίστηκαν. Αὐτὸς ἐπῆρε
τὴν ἀνηφόρα ποὺ τραβάει κατὰ τὴν Ἄρκτο
κι αὐτὴ προχώρεσε πρὸς τὸ πολύφωτο ἀκρογιάλι
ὅπου τὸ κύμα πνίγεται στὴ βοὴ τοῦ ραδιοφώνου:
                                            €  € ●► « » ◄ ▼▲  $    $  ●►  ▲▼◄ « » ●► € €
                             ΠΗΓΗ:://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/kixlh.htm
                                       €€   ●► « » ◄ ▼▲  $    $  ●►  ▲▼◄ « » ●► €€
Στην ελληνική μυθολογία 
ο Ελπήνορας ή Ελπήνωρ ήταν σύντροφος του Οδυσσέα, αναφερόμενος στην Οδύσσεια.
Στην Οδύσσεια
Ο Ελπήνορας δεν διακρινόταν για τη δύναμη ή την ευφυία του, ωστόσο επέζησε του Τρωικού Πολέμου. Μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι, αλλά, όπως και οι άλλοι σύντροφοι του Οδυσσέα, επαναφέρθηκε στην ανθρώπινη μορφή του. 
Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από το νησί της Κίρκης, όταν όλοι συγκεντρώθηκαν και «το γλέντησαν», ο Ελπήνορας, μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε στη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης. 
Το πρωί, όταν τον φώναξαν για να φύγουν, εκείνος ξύπνησε, αλλά ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην οροφή, έπεσε κάτω από ψηλά και σκοτώθηκε. 
Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν και απέπλευσαν.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. 
Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: 
επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.
Ο θάνατος του Ελπήνορα από δυστύχημα εξ απροσεξίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιστέγασμα της απερίσκεπτης συμπεριφοράς των συντρόφων του Οδυσσέα σε όλο το έπος, συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με την παροιμιώδη εξυπνάδα του ίδιου του Οδυσσέα, η οποία έτσι τονίζεται περισσότερο.
                                              €€   ●► « » ◄ ▼▲  $  €  $  ●►  ▲▼◄ « » ●► €€
ΠΗΓΗ://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CF%80%CE%AE%CE%BD%CF%89%CF%81

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου