Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ναταλί Ρασούλη: «Μάγκας είναι αυτός που δεν πουλιέται…»

Συνάντησα τη Ναταλί Ρασούλη μέσα σε μια «Βαβέλ». 
Εναν δικό της χώρο, ιδιαίτερο, πολύχρωμο και πολυπολιτισμικό. Ηθελα να τη γνωρίσω.
Αναρωτιόμουν πάντα πώς πέρασε η κόρη ενός από τους μεγαλύτερους Ελληνες στιχουργούς, του Μανώλη Ρασούλη, από το λαϊκό πάλκο στο metal γκρουπ Septic Flesh και στους Chaostar κάνοντας μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό.
Κριτικές στον βρετανικό και τον γαλλικό Τύπο τη χαρακτηρίζουν «ηλεκτρική Κάλλας» και καινούργια Λίζα Τζέραρντ.
Στην Ιαπωνία δε, σε metal site, ψηφίζεται ως η καλύτερη metal τραγουδίστρια στον κόσμο.
Παράλληλα βέβαια τραγουδά και ελληνικά τραγούδια σε προσωπικές δουλειές και συμμετοχές.
Η Ναταλί Ρασούλη μιλάει με πάθος για τη μουσική, τον πατέρα της και τη μέχρι τώρα πορεία της.
Μια πορεία που, αν κρίνω από το σπινθηροβόλο βλέμμα της γυναίκας που έχω απέναντί μου, θα συνεχιστεί δυναμικά και ουσιαστικά στον χώρο της μουσικής,
Ναταλί, σε ποιο μέρος βρισκόμαστε;
 Στη Βαβέλ. Εναν πυρήνα τέχνης. Αλλά δεν είναι η Βαβέλ που χωρίζει τους λαούς γιατί μιλάνε άλλη γλώσσα. Είναι η Βαβέλ που ενώνει τους λαούς. Εδώ μιλάμε την ίδια γλώσσα μέσω της τέχνης. Ενώνονται οι πολιτισμοί, οι παραδόσεις, τα έθιμα. Κυρίως ενώνονται οι άνθρωποι.
Αυτό το βλέπεις εφικτό σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μια χώρα σαν τη δική μας ας πούμε;
Αυτή είναι η ευχή μου! Οχι μόνο δική μου, αλλά και πολλών ανθρώπων. 
Ενωνόμαστε με αυτούς τους ανθρώπους που έχουν το ίδιο όραμα. 
Δεν το λέω ουτοπικά, ούτε ρομαντικά. Το λέω ουσιαστικά. 
Μιλάω για έναν πλανήτη χωρίς σύνορα αλλά με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού, της κάθε περιοχής. Μ’ αρέσουν τα διαφορετικά χρώματα, όχι ένα ανακάτεμα χρωμάτων.
Τα δικά σου χρώματα ποια είναι; Ποια είναι δηλαδή τα δικά σου δυνατά χαρακτηριστικά;
Εχω μια δυναμικότητα που είναι ριψοκίνδυνη πολλές φορές.
Τι σημαίνει αυτό;
Πιστεύω πως είμαι ένας δίκαιος άνθρωπος, με αποτέλεσμα να μπαίνω μέσα σ' όλα. Αυτό εμπεριέχει κινδύνους. Από μικρή είχα βρεθεί μέσα σε καβγάδες, σε πορείες, σε καταλήψεις…
Και τι έκαναν οι γονείς σου;
Ηταν κι αυτοί τέτοιοι άνθρωποι. 
Για να σου δώσω να καταλάβεις ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου Μάρθα Συμεωνίδου στο Λονδίνο. Κρητικοί και οι δύο. 
Η μαμά μου σπούδαζε εδώ Αγγλική Φιλολογία, είχε μεγάλη αγάπη για την Αγγλία και πήγε εκεί. Δούλευε δασκάλα στα σχολεία της Αγίας Σοφίας και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στους Γουλανδρήδες. 
Ταυτοχρόνως, γνωρίστηκε με τον πατέρα μου, που είχε πάει στην Αγγλία στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας. 
Ο πατέρας μου εκεί ανακάλυψε τον Τρότσκι.
Και πώς ένας τροτσκιστής έριξε μια καθηγήτρια Αγγλικών των Γουλανδρήδων;
Α, η μαμά μου, παρ' όλο που δεν μπήκε ποτέ στην οργάνωση, βοήθησε πάρα πολύ. 
Ηταν και είναι πολύ δυναμικός τύπος. Στο σπίτι την φωνάζαμε «Κόναν», πολύ δυνατός άνθρωπος, εκείνη κι αν έμπλεκε σε ξύλο και καβγάδες! Αρπαζε τους συντρόφους από τον γιακά. 
Αυτό ιντρίγκαρε τον πατέρα μου. Οι Ελληνες στο εξωτερικό τότε προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο πιο πολύ μπορούσαν στον αγώνα κατά της χούντας. Αγώνες, διαδηλώσεις, οι γονείς μου ήταν εκεί, στους δρόμους, πουλούσαν εφημερίδες και φώναζαν γι’ αυτό.
Και το ’73 γεννιέσαι εσύ, το βλασταράκι δύο πολύ δυναμικών ανθρώπων…
Ναι. Με βαφτίζουν Ναταλία-Οραλί. Ναταλία με έβγαλαν από τη γυναίκα του Τρότσκι. 
Το Οραλί είναι το όνομα της Σμυρνιάς γιαγιάς, από της μητέρας μου τη μεριά. Από το Αουρέλια βγαίνει. Ηρθαν πρόσφυγες με το κάψιμο της Σμύρνης στην Ελλάδα. 
Μεγαλώνοντας βγήκα και εγώ λίγο ίδια στην ιδιοσυγκρασία με τους γονείς μου.
Μετά το Λονδίνο ήρθατε στην Αθήνα. Σε ποια γειτονιά;
Στο Παγκράτι. Βέβαια για ένα πολύ μικρό διάστημα, όταν χώριζαν οι γονείς μου και γινόταν χαμός, πήγα στους παππούδες και στις γιαγιάδες στην Κρήτη.
Πότε πρωτοκατάλαβες την ιδιαίτερη παρουσία του πατέρα σου στα καλλιτεχνικά πράγματα;
Μετά την εφηβεία! 
Από μικρή όμως έμαθα καλά τη γλώσσα της μουσικής. 
Πριν μιλήσω και περπατήσω. Ηταν και οι δυο γονείς μου μουσικοί.
Διαφοροποιήθηκες γρήγορα όμως από το είδος της μουσικής που έκανε ο πατέρας σου…
Σπούδασα κλασική μουσική. Θα σου πω όμως τι έγινε. 
Οταν χώρισαν οι γονείς μου, ήμουν πολύ μικρή. 
Ο καθένας είχε τον σύντροφό του. 
Ενα μικρό παιδί επηρεάζεται από όλο το περιβάλλον. 
Είχα την τύχη ο τότε σύντροφος της μητέρας μου να είναι πιανίστας. 
Θυμάμαι ότι αυτός έβαλε τα δαχτυλάκια μου όταν ήμουν τεσσάρων χρονών πάνω στα πλήκτρα του πιάνου. Εκείνος κατάλαβε πιο πολύ την κλίση μου στη μουσική. 
Οι γονείς μου είχαν τα δικά τους με τα χωρίσματα. Αρχισε να μου μαθαίνει τις πρώτες νότες και έτσι ξεκίνησα να παίζω πιάνο. Εκείνος λοιπόν είπε στους γονείς μου: 
«Παιδιά, το παιδί σας το έχει!» Και οι γονείς μου αμέσως ενδιαφέρθηκαν να με στείλουν στο ωδείο. Αν κι ο πατέρας μου δεν ήταν υπέρ των ωδείων! Ετσι με πήγε η μαμά μου.
Γιατί ήταν κατά των ωδείων ο Μανώλης Ρασούλης;
Πίστευε ότι θα αλλοιωθώ! 
Ισως αυτή να ήταν η μεγαλύτερή μας κόντρα.
Πώς άρχισαν όλα;
Εγώ μάθαινα βιολί. Γύρω στα είκοσι ανακαλύπτω την όπερα! Επαθα πλάκα! 
Είπα αυτό θέλω εγώ να τραγουδάω! Ούτως ή άλλως τραγουδούσα πια επαγγελματικά. 
Είχα την τύχη να έχω καθηγητή Ιστορίας στο Γυμνάσιο στο Παγκράτι τον Ηλία Κατσούλη. 
Ημουν πολύ τυχερή. 
Επειδή έπαιζα κιθάρα, άρχισε να με βάζει στις γιορτές να παίζω και να τραγουδάω. 
Και μετά κάποιες ξαδέρφες μου είπαν στον πατέρα μου «βρε Μανώλη, τι ωραία που τραγουδάει η κόρη σου!» Εγώ δεν είχα τέτοια βίτσια να γίνω τραγουδίστρια. 
Επαιζα, τραγούδαγα γιατί το ευχαριστιόμουνα. 
Στα δεκαπέντε μου ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν ένα μεγάλο όνομα στον χώρο της μουσικής, αλλά ποτέ δεν πήγα να του πω «μπαμπά, βάλε με να τραγουδήσω κι εγώ σ’ ένα δίσκο». 
Στην αρχή μ’ έβαλε να τραγουδήσω σε μια συναυλία και μετά άρχισα να τραγουδάω πλέον επαγγελματικά τη νύχτα στα κέντρα.
Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Δεκαπέντε χρονών στο «Επειγόντως», όταν επανήλθε ο Ακης Πάνου στη σκηνή. Τραγούδαγα το βράδυ και το πρωί πήγαινα σχολείο.
Ηταν μεγάλο γεγονός τότε στη νύχτα αυτό. Πες μας για εκείνη τη συνεργασία σας…
Ο Ακης δεν ήθελε να βγει στη σκηνή. 
Ο πατέρας μου τον έπεισε με κάποιο τρόπο και επανήλθε, ήταν μεγάλη στιγμή για το ελληνικό τραγούδι. Ηταν πολύ αγαπημένοι φίλοι. 
Τότε ήμουν μικρή και δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς σε τι συμμετείχα. 
Ο Ακης ήταν μια φοβερή προσωπικότητα, λίγο φοβιστική για μια δεκαπεντάχρονη έφηβη!
Ηταν κλειστός και αυστηρός όσο λένε;
Ναι ήταν, αλλά μεγάλος μάγκας! 
Σταδιακά μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι ήταν μεγάλη τύχη το ότι γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο!
Πώς τον ορίζεις τον μεγάλο μάγκα;
Ο Πάνου ήταν μεγάλος μάγκας, ντόμπρος, ειλικρινής, με αρχές και ιδεολογία που δεν την πούλαγε. Μάγκας είναι αυτός που δεν πουλιέται...
Βέβαια όπως κατέληξε η κατάσταση με τον Ακη Πάνου κάποιοι λένε ότι ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα…
Εγώ δεν νομίζω ότι ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα! Ούτε αιρετικός! Ηταν μάγκας. 
Μπορεί να έγραψε ο πατέρας μου «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», αλλά είχαν μείνει κάποιοι…
● Δεν τους πάτησε όλους το τρένο;
Οχι ευτυχώς! Μάλιστα εξαιτίας του συγκεκριμένου τραγουδιού γνωρίστηκαν οι δυο τους! 
Ο Ακης τσατίστηκε όταν το άκουσε, έλεγε «ποιος είναι αυτός που θα μας πει ότι οι μάγκες δεν υπάρχουν πια;» 
Είχαν βέβαια ιδεολογικές διαφορές. 
Πρόσφατα έβλεπα ένα βίντεο που μιλάει ο πατέρας μου κι αναφέρεται σ’ αυτό λέγοντας: 
«Εχουμε ιδεολογικές διαφορές με τον Ακη Πάνου, γιατί αλλιώς θα ήμασταν σαν κάτι γκραν γκινιόλ σιαμαία!» 
Μέχρι το τέλος όμως ήταν ένα αυτοί οι δύο άνθρωποι.
Κι έτσι πολύ μικρή εσύ αποκτάς τον τσαμπουκά της σκηνής και παίρνεις και την επιβεβαίωση του χειροκροτήματος...
Το είχα ήδη αυτό από το σχολείο. Ξέρεις, το πιο σκληρό κοινό είναι τα παιδιά. 
Αν καταφέρεις να επιβιώσεις στο σχολείο, τα υπόλοιπα έρχονται πιο εύκολα. 
Συνέχιζα βέβαια να σπουδάζω κλασική μουσική. 
Γύρω στα είκοσι ανακαλύπτω την Κάλλας και παθιάζομαι! Ο πατέρας μου έπαθε μεγάλο σοκ. Τσακωθήκαμε και μαλώσαμε. Μου έλεγε «θα χαλάσεις τη φωνή σου, δεν θα είσαι πια αυτό που ήσουν», του έλεγα «βρε παιδί μου, κάτσε, περίμενε». 
Κάπως τον ηρέμησα, είδε ότι δεν αλλοιώθηκε η φωνή μου, έλα όμως που τότε εγώ έμπλεξα και με το metal! Από το ένα σοκ στο άλλο ο Ρασούλης!
Και αρχίζεις να κάνεις άλλες καλλιτεχνικές παρέες; Σε άλλα πεδία;
Ταυτόχρονα ήμουν σε όλα. 
Κατά βάθος αυτό το γούσταρε ο πατέρας μου. 
Η μαμά βέβαια το στήριζε πάντα. Ερχόταν μαζί μου στις συναυλίες, θυμάμαι, δώδεκα χρονών, ήρθαν οι Iron Maiden στην Ελλάδα και πήγαμε μαζί. 
Αυτό που ήμουν και είμαι ως προσωπικότητα καλλιτεχνική είναι όπως θυμάμαι μια μέρα, μια Κυριακή, που το πρωί έπαιζα σε μια συμφωνική ορχήστρα νέων βιολί στο Μέγαρο Μουσικής, το απόγευμα είχα παράσταση στο Ρόδον με τους Septic Flesh και το βράδυ έβγαλα τα καρφιά και τα δέρματα και πήγα και τραγούδησα στο πάλκο με τον πατέρα μου «γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.λπ. 
Αυτό είμαι.
Πάντως, Ναταλί, για να μπούμε λιγάκι και στο σήμερα, δεν θυμάμαι άλλη εποχή που να λείπει από τα καλλιτεχνικά πράγματα αυτό που λέμε καλό ελληνικό τραγούδι. Εσύ τι λες;
Τώρα σκέφτομαι πως εκείνες τις εποχές γινόντανε το μάλε-βράσε στον κόσμο και οι καλλιτέχνες ήταν δημιουργοί. 
Οταν άρχισε, για καλό μεν, να κατασταλάζει το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και να αναπτύσσεται η ΑΕΠΙ -που τώρα πια έγινε μια μαύρη σελίδα- και να παίρνουν χρήματα οι δημιουργοί, έχω την εντύπωση ότι πολλοί γράφανε τραγούδια μόνο για να παίρνουν πνευματικά δικαιώματα. Για να γίνουν γνωστοί και να βγάλουνε και χρήματα. 
Μέχρι τότε ήταν το status των τραγουδιστών που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει για πολύ ακόμη, είναι οι βασιλιάδες! Οχι καλώς, αλλά κυριαρχούν. 
Αυτοί τραγουδούσαν στα κέντρα, έπαιρναν μεροκάματο, οι δημιουργοί πεθαίνανε στην ψάθα. 
Οταν όμως άρχισαν και οι δημιουργοί να παίρνουν τρελές αμοιβές, μπασταρδεύτηκε το πράγμα. 
Γι' αυτό αναπτύχθηκε μια «γκλαμουροσκυλίλα» που είναι τα φράγκα, τα ντραγκς, οι μπράβοι και η νύχτα. 
Μια νύχτα που δεν έχει καμιά σχέση με το ελληνικό τραγούδι.
Ποιες ωραίες νύχτες θυμάσαι;
Είναι πάρα πολλές, αλλά οι πιο ωραίες ήταν οι καλοκαιρινές μετά από συναυλίες οι οποίες ήταν πάντα μια μέθεξη. 
Οχι αυτό το επιτηδευμένα διονυσιακό, που τάχα μου πας στο Ηρώδειο και εκστασιάζεσαι. 
Αυτό το πηγαίο, με τραγούδια ουσιαστικά που λέγανε το κάτι παραπάνω. 
Αυτές οι στιγμές μού λείπουν, οι καλοκαιρινές συναυλίες με τον πατέρα μου, οι συναυλίες του Σεπτέμβρη με τον Νίκο Παπάζογλου, για μένα αυτό ήταν το ελληνικό τραγούδι της μέθεξης και ταυτόχρονα του αγωνιστικού τραγουδιού, του πολιτικού, του φιλοσοφικού, με πολύ χιούμορ.
Το χιούμορ είναι ένα από τα βασικά υλικά των στίχων του Ρασούλη…
Ε μα πια, είχαμε βαρεθεί να κλαίμε γιατί μας παράτησε κάποιος ή να είμαστε συνέχεια κάτι αγέλαστοι και σοβαροί.
Πάντως να σου πω την αλήθεια, μετά από όλα αυτά που μου περιγράφεις, δυσκολεύομαι να σε φανταστώ να βγαίνεις στη σκηνή σαν τραγουδίστρια death metal ή στην όπερα!
Εχει αλλάξει λίγο πια η σελίδα, αλλά το γούσταρα και το γουστάρω! Βέβαια αλλάζεις μεγαλώνοντας. Πάντως αυτό το θεατρικό στο metal, που το βρήκα και στο κλασικό τραγούδι, μου αρέσει πάρα πολύ! 
Μ’ αρέσει πάντως που στις metal συναυλίες ο κόσμος δεν κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι πίνοντας το ποτό του, αλλά χορεύει και χτυπιέται!
Είχε έρθει ο Ρασούλης σε τέτοια συναυλία; Μη μου πεις ότι χτυπιόταν κιόλας;
Οχι!!! Αλλά οι Septic πηγαίναμε μετά τις δικές μας συναυλίες καμιά φορά και χορεύαμε το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας». 
Στις εκπομπές του όμως στο ραδιόφωνο έβαζε και τραγούδια των Septic Flesh.
Είχε έρθει ποτέ να σου πει αυτό το τραγούδι το έγραψα για σένα;
Οχι. Εμαθα μετά τον θάνατό του, η Βάσω Αλαγιάννη μού το είπε, ότι έγραψε για μένα το τραγούδι «Τα μαλλιά σου είναι μια πατρίδα».
Τι λέει;
«Τα μαλλιά σου είναι μια πατρίδα/γεμάτη σπασμένα σύνορα/κι έχεις το κορμί στους τέσσερις ανέμους/ στις τέσσερις αγάπες/στις πέντε ερημιές…»
Δεν το ήξερα. Εχει γράψει βέβαια τραγούδια για να πω εγώ, που μας έφεραν άλλες κόντρες.
Γιατί;
Π.χ. στο πρώτο μου ελληνικό CD υπάρχει ένα ρεφρέν μέσα που έγραψε και λέει, «τα αηδόνια δεν σπουδάζουν στα ωδεία», εκεί δηλαδή που σπούδαζα εγώ τόσα χρόνια και μου ‘λεγε «όχι Ναταλί, εκεί δεν μαθαίνεις το ουσιαστικό, εκεί μαθαίνεις μόνο τεχνική!» 
Οπότε όταν μου το έφερε αυτό, του λέω «δεν θα το πω!», «θα το πεις», «όχι δεν θα το πω!»
Τελικά;
Το είπα. Πήρε την εκδίκησή του!
Ηρθαν ποτέ οι δύο μουσικοί κόσμοι, της Ναταλίας και του Μανώλη, αρκετά κοντά;
Σιγά σιγά, ειδικά τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, είχαμε μάθει να ακούμε ο ένας τις μουσικές προτιμήσεις του άλλου. 
Ερχόταν στο σπίτι , καθόμασταν στο σαλόνι, έβαζα εγώ μουσικές που μου άρεσαν, έβαζε εκείνος μουσικές που του άρεσαν, και ήμασταν έτσι για ώρες.
Ηταν φίλοι και με τον Τζίμη Πανούση, αν δεν κάνω λάθος.
 Τον αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου γιατί είχαν ένα ιδιαίτερο χιούμορ και οι δύο και επίσης ήταν και οι δύο εξωστρεφείς. Μου στοίχισε πολύ ο θάνατος του Τζίμη. 
Οπως και ο πατέρας μου, ήταν κι αυτός μια βόμβα στα θεμέλια του συστήματος. 
Τώρα ποντάρω μόνο στον Αγγελάκα.
Ποιο τραγούδι του πατέρα σου τραγουδάς στις συναυλίες;
Πολλά, αλλά θα σου πω το «Μανιφέστο»: 
«Είμαστε αυτοί που είμαστε/ και μεις και τα παιδιά μας/ευγένεια στους τρόπους μας/ απάγκια στην καρδιά μας/ εμείς δεν ξανοιχτήκαμε στις δόξες και στα πλούτη/ μας έφτανε ένα τρίχορδο, δυο ούζα κι ένα ούτι».
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν μια εποχή και μια γενιά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πια. Μόνο λίγοι.
Τι δεν πρόλαβες να του πεις;
Δεν πρόλαβα να του πω πόσο θα ήθελα να γνωρίσει πιο πολύ τον Αλέξανδρο, τον γιο μου. 
Αυτά τα δυόμισι χρόνια που έζησαν μαζί είχε πάθει μεγάλο έρωτα με τον εγγονό του. 
Θα ήθελα να του πω ότι λυπάμαι που δεν πρόλαβε να ξαναγεννηθεί μέσα από τον Αλέξανδρο, όπως ξαναγεννήθηκα κι εγώ.
Κι αν έμπαινε τώρα με το γνωστό καπέλο και χαμόγελο, τι θα μας έλεγε;
Θα ήταν η καλύτερή του! Θα καθόμασταν όλοι εδώ αραγμένοι και θα κουβεντιάζαμε για όσα συμβαίνουν εντός κι εκτός Ελλάδας...
Ναταλί, ποιους στίχους του κρατάς σαν φυλαχτό;
«Εδώ στη γιορτή του πόνου/ντύνομαι να μην κρυώνω/ του Ουλιάνωφ το μειδίαμα/Σαντάλια του Χριστού, φορώ στα πόδια μου/Πραίτορες, βράχοι πάνω μου σωρό/μα ‘γώ θα αναστηθώ».


                            ΠΗΓΗ://www.efsyn.gr/arthro/magkas-einai-aytos-poy-den-poylietai

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου