Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Πενήντα χρόνια μετά...


Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 εντάσσεται στο πλαίσιο που δημιουργούν δύο σημαντικά στοιχεία στη μετεμφυλιακή ελληνική πολιτική:
Το πρώτο συνίσταται στην κρίση του μετεμφυλιακού κράτους, των πολιτικών δομών και πρακτικών οι οποίες επικρατούν από το τέλος της δεκαετίας του ’40 και αμφισβητούνται ανοιχτά από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Το δεύτερο είναι ο υφέρπων αντικοινοβουλευτισμός του σώματος των αξιωματικών. 
Η ροπή αυτή είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του σώματος ήδη από τη Μεσοπολεμική περίοδο αλλά αποκτά ένα ορισμένο ιδεολογικό περιεχόμενο στη μετεμφυλιακή περίοδο
Ο κοινοβουλευτισμός δεν αμφισβητείται ανοιχτά αλλά αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, ιδίως ως προς την ικανότητά του να αναχαιτίσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο. 
Την αφοσίωση των αξιωματικών, ιδίως αυτών που εντάχθηκαν στον Ιερό Δεσμό Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) το 1944-1951, κερδίζει αρχικά ένας ισχυρός στρατιωτικός, ο στρατάρχης Παπάγος και στη συνέχεια, μετά το θάνατό του τον Οκτώβριο του 1955, το στέμμα ως μόνιμος θεσμικός παράγων. 
Η αφοσίωση προς το θρόνο ήταν εν τούτοις περισσότερο χλιαρή από όσο υπέθεταν πολιτικοί παράγοντες και ξένες δυνάμεις την εποχή εκείνη. Πολιτικοί με ισχυρή προσωπικότητα όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχαν επίσης κάποια επιρροή στο στρατό αλλά όχι μόνιμη ή αδιαμφισβήτητη. 
Το 1959-60 φαίνεται ότι διέθετε κάποια απήχηση και ο στρατηγός Γρίβας μετά τον τερματισμό του αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά η προσπάθειά του να οργανώσει υποστηρικτές του εξουδετερώθηκε γρήγορα από την κυβέρνηση Καραμανλή. 
Ορισμένοι από τους εμπλεκόμενους θα βρίσκονταν αναμεμιγμένοι στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ το 1965, ένδειξη της ύπαρξης ενός έμψυχου δυναμικού που απέβλεπε στην αναδιάταξη των ενδοστρατιωτικών ισορροπιών.
Ένας πρόσθετος παράγων επηρεάζει τη στάση του στρατού και αυτός είναι η ενδο-στρατιωτική διαφοροποίηση μεταξύ ανώτατων και μέσων-κατώτερων αξιωματικών.
Αυτή η διαφοροποίηση συντελείται το 1955-56 όταν η παλαιά ηγεσία του ΙΔΕΑ, εν όψει του βιολογικού τέλους του Παπάγου, συντάσσεται με το στέμμα
Οι αξιωματικοί χαμηλότερων βαθμών αποξενώνονται καθώς η ανοδική κινητικότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη και οι αποδοχές τους παραμένουν χαμηλές. Από αυτή τη μερίδα δυσαρεστημένων αξιωματικών προέρχεται η ηγετική ομάδα του πραξικοπήματος του 1967.
Αυτό που σφραγίζει τις εξελίξεις και οδηγεί στη δικτατορία είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συμπλέκονται οι δύο παράγοντες που περιγράφονται στην αρχή του κειμένου. 
Είναι η οξεία και μακρόσυρτη πολιτική κρίση του 1965 η οποία παραμένει ανεπίλυτη όταν διαλύεται η Βουλή στις 14 Απριλίου και προκηρύσσονται εκλογές για τις 28 Μαΐου 1967.
                                                       Το μετεμφυλιακό σύστημα εξουσίας
Ποιες ήταν οι δομές του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος οι οποίες και προκαλούσαν τη δυσλειτουργία του; 
Ήταν η ενισχυμένη παρουσία των δύο εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, του στέμματος και του στρατού. 
Το πολιτικό τους βάρος συνιστούσε παρέκκλιση από τις προδιαγραφές ενός ορθόδοξου κοινοβουλευτικού καθεστώτος επίκεντρο του οποίου αποτελούν το κοινοβούλιο και η εξαρτώμενη από αυτό κυβέρνηση. 
Το στέμμα διέθετε μακρά παρεμβατική παράδοση στην ελληνική πολιτική ακόμα και μετά την εισαγωγή της δημοκρατικής αρχής, της «εθνικής κυριαρχίας», στο σύνταγμα του 1864 ή την αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης, δηλαδή της εξάρτησης της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής το 1875. 
Αυτό που η ελληνική πολιτειακή θεωρία αποκαλούσε βασιλευομένη δημοκρατία ήταν στην πραγματικότητα μια συνταγματική μοναρχία η οποία λειτουργούσε πολύ πιο αστάθμητα σε σχέση με τις συνταγματικές μοναρχίες της δυτικής Ευρώπης που είχαν ενσωματώσει πλήρως την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. 
Η πολιτική κρίση του Ιουλίου του 1965 ήταν συνεπώς το τελευταίο μείζον επεισόδιο σε μια μακρά ιστορική παράδοση κατά την οποία το στέμμα επεδίωκε να διατηρήσει ορισμένα πεδία μακριά από την εξουσία των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. 
Στην προκειμένη περίπτωση το διακύβευμα ήταν ο στρατός εν ονόματι της μη πολιτικοποίησης και της πιθανής διάβρωσής του από φιλοκομμουνιστικά  ή ουδετερόφιλα στοιχεία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Ο στρατός συνιστούσε το δεύτερο εξωκοινοβουλευτικό κέντρο εξουσίας με επιρροή ασύμβατη προς τις προδιαγραφές ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. 
Δεν συνιστούσε ένα κατά κυριολεξία αυτόνομο πόλο.
Αυτό συνέβη για ένα μικρό μόνο διάστημα κατά την περίοδο Ιανουαρίου 1949-Μαΐου 1951, δηλαδή στην τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου και την πρώτη μετεμφυλιακή όταν ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος διοικούσε ακώλυτα από την πολιτική εξουσία τις ένοπλες δυνάμεις. 
Η θεσμική αυτή παρέκκλιση τερματίστηκε με την παραίτηση του Παπάγου το Μάιο του 1951 αλλά θα παρέμεναν μετά την επικράτησή του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 στοιχεία που αναδείκνυαν το στρατό σε ένα χωριστό πεδίο και μηχανισμό από το υπόλοιπο κράτος. 
Ο πολιτικός προσανατολισμός του σώματος των αξιωματικών ήταν κυρίως συντηρητικός
Τα παλαιά δίκτυα του ΙΔΕΑ ο οποίος εγγυάτο τον αντικομμουνιστικό προσανατολισμό των ενόπλων δυνάμεων παρέμεναν ενεργά αν και η οργάνωση τυπικά πρέπει να είχε διαλυθεί με την επικράτηση του Παπάγου το 1952. 
Υπήρχε όπως προαναφέρθηκε μια προσήλωση στο στέμμα αν και όχι τόσο βαθιά όσο πιστευόταν στα ανάκτορα. 
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αν και αυτό το στοιχείο επισημαινόταν στις εκθέσεις των Αμερικανών και Βρετανών στρατιωτικών ακολούθων οι τελευταίοι δεν εξήγαγαν από αυτή τη διαπίστωση τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, δηλαδή ότι σε ενδεχόμενη κρίση ο στρατός δε θα παρέμενε κατ’ ανάγκη αφοσιωμένος στο θρόνο. 
Πέραν της μάλλον χλιαρής αφοσίωσης στο στέμμα και του υφέρποντος αντικοινοβουλευτισμού οι πολιτικές επιρροές στο στρατό ήταν ποικίλες. 
Ο Καραμανλής διέθετε αρκετούς υποστηρικτές καθώς ήταν ισχυρή προσωπικότητα, αναμφισβήτητος ηγέτης της Δεξιάς έως το 1963 και εγνωσμένος αντικομμουνιστής.
Η διαφοροποίηση εντός του σώματος των αξιωματικών είναι για μεγάλο διάστημα ανεπαίσθητη. 
Το 1957-58 ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγος Νικολόπουλος εντόπισε μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών που ενεργούσε αυτόνομα, μεταξύ αυτών πρωταίτιοι του πραξικοπήματος του 1967, αλλά η εισήγησή του για εκκαθάρισή της δεν γίνεται δεκτή. 
Αντίθετα, αποστρατεύεται ο ίδιος. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι της απόφασης της κυβέρνησης Καραμανλή η οποία ήταν αρκετά ισχυρή για να εκκαθαρίσει μια αντιπειθαρχική κίνηση αυτής της μορφής. Μπορεί να υποτεθεί ότι οι αιτιάσεις του αρχηγού του ΓΕΣ δε θεωρήθηκαν από την κυβέρνηση Καραμανλή βάσιμες ή ότι εν πάση περιπτώσει θεωρήθηκαν υπερβολικές εν όψει και της όξυνσης του αντικομμουνιστικού κλίματος μετά την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το Μάιο του 1958.
Η αυτονόμηση πάντως μιας μερίδας στρατιωτικών και η αποστασιοποίησή τους από τον κοινοβουλευτικό συντηρητισμό φαίνεται να έχουν ως αφετηρία την πολιτική κρίση που ξέσπασε μετά την καταγγελία των εκλογών του Οκτωβρίου του 1961 ως διαβλητών και της ανάληψης του ανένδοτου αγώνα από την Ένωση Κέντρου υπό το Γεώργιο Παπανδρέου. 
Από την άνοιξη του 1963 καταγράφονται σε αρχειακές πηγές κινήσεις του απόστρατου πλέον αρχηγού του ΓΕΣ αντιστρατήγου Καρδαμάκη με την υποστήριξη και πάλι ορισμένων κατόπιν πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1967 αλλά αυτές δεν απέδωσαν κάτι συγκεκριμένο. 
Το ζήτημα του στρατού και των ισορροπιών με την πολιτική εξουσία θα τίθετο εκ των πραγμάτων το Νοέμβριο του 1963 με την αιφνίδια επικράτηση της Ένωσης  Κέντρου στις εκλογές. 
Η κυβέρνηση μειοψηφίας της Ένωσης Κέντρου υπό τον Παπανδρέου δεν έθεσε το θέμα στο βασιλιά καθώς επεδίωκε την ταχεία εκκαθάριση της πολιτικής κατάστασης υπέρ της. 
Στις αρχές του 1964 όμως, όταν η επίτευξη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας από την  Ένωση Κέντρου ήταν αναμενόμενη, οι αντιδράσεις εντός του στρατού ήταν εντεινόμενες και κατευνάστηκαν με παρεμβάσεις του στέμματος και του αμερικανικού παράγοντα.
Ο τρίτος παράγων του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος ήταν το κοινοβούλιο και τα κόμματα. Όπως προαναφέρθηκε λειτουργούσαν με περιορισμούς τους οποίους έθεταν τα εξωκοινοβουλευτικά κέντρα εξουσίας και ένα νομικό πλαίσιο εκτάκτων μέτρων που απέκλειε ή δυσχέραινε τη συμμετοχή των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου. 
Επρόκειτο για τη θέση σε παρανομία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τη διατήρηση του θεσμού της εκτόπισης, της αρμοδιότητας των στρατοδικείων για την εκδίκαση αδικημάτων του νόμου περί κατασκοπείας και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. 
Η κοινοβουλευτική ζωή εξελισσόταν επηρεαζόμενη από ποικίλες παρεμβάσεις, συχνά με τη χρήση των προνομίων του στέμματος, ιδίως της διάλυσης της Βουλής και του διορισμού πρωθυπουργού. Παρά ταύτα όμως η κοινοβουλευτική και εκλογική πολιτική δεν ήταν πάντοτε στερημένη περιεχομένου και νομιμοποιητικής αξίας και εξέφραζε πραγματικές ροπές και πολιτικά ρεύματα. Ήταν όμως κατά κάποιο τρόπο επιτηρούμενη. 
Βασικό στοιχείο της ήταν η αντικομμουνιστική αξιοπιστία.
Δεν ήταν μόνο η κομμουνιστική Αριστερά η οποία είχε τεθεί υπό περιορισμό.
Ήταν και η λεγόμενη Κεντροαριστερά ή Αριστερά του Κέντρου η οποία δεν ήταν αξιόπιστη από την οπτική του αντικομμουνισμού, της εθνικοφροσύνης. 
Η πολιτική της αμνηστίας της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ) του Νικολάου Πλαστήρα και εν συνεχεία η πολιτική συνεργασιών του Γεωργίου Καρτάλη με την Αριστερά συνιστούσαν «συνοδοιπορία» η οποία ήταν «εθνικώς ύποπτη» και καταδικαστέα.
Υπήρχε ένας ακόμα παράγων ο οποίος αν και εξωτερικός προς το πολιτικό σύστημα ήταν καθοριστικός για την επιβίωσή του. Επρόκειτο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. 
Η παρέμβαση τους το Μάρτιο του 1947 με το δόγμα Truman ήταν αποφασιστική για την έκβαση του εμφυλίου πολέμου υπέρ των αστικών δυνάμεων. 
Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου και για ένα βραχύ διάστημα ο αμερικανικός παράγων, χρησιμοποιώντας το εργαλείο της βοήθειας, θα υποστήριζε κεντρώα σχήματα σε μια προσπάθεια χαλάρωσης της πόλωσης και προώθησης μιας προσεκτικής πολιτικής φιλελευθεροποίησης. 
Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίχθηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Κέντρου υπό το στρατηγό Πλαστήρα, υποστηρικτή της αμνηστίας για τους ηττημένους του εμφυλίου. 
Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε σύντομα υπό το βάρος του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 1950 και της μετάπτωσης, σε παγκόσμια κλίμακα, στις στρατιωτικές όψεις της πολιτικής της ανάσχεσης του κομμουνισμού. 
Στο πλαίσιο αυτό η αμερικανική πολιτική στρεφόταν στην υποστήριξη  συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών υψηλότερης αντικομμουνιστικής αξιοπιστίας σε σχέση με τα κόμματα του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς. 
Έτσι η Ουάσιγκτον θα υποστήριζε απροκάλυπτα κατά το 1952 την εκλογική επικράτηση του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου ηγέτη ενός ανανεωμένου κόμματος της Δεξιάς, του Ελληνικού Συναγερμού, και από τον Οκτώβριο του 1955, μετά το θάνατο του Παπάγου, θα υπεστήριζε την επιλογή του βασιλιά Παύλου για την πρωθυπουργία, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η σταθερότητα της μακράς συντηρητικής διακυβέρνησης (1952-1963) ήταν όμως επισφαλής λόγω του Κυπριακού το οποίο έθεσε σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Αμερικανούς και Βρετανούς συμμάχους της και ενίσχυσε ουδετερόφιλες τάσεις της κοινής γνώμης κατά τη δεκαετία του 1950.
Η αμερικανική παρέμβαση υπέρ της Δεξιάς το 1952, η συμβίωση των ΗΠΑ με τις συντηρητικές κυβερνήσεις και η μη υποστήριξη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα εν όψει των Βρετανικών και Τουρκικών αντιδράσεων ενίσχυσαν και κατέστησαν μόνιμο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής τον αντιαμερικανισμό.
Σταδιακά, εκτός της Αριστεράς, μόνιμοι επικριτές της Αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα θα γίνονταν η Αριστερά του Κέντρου υπό το Γεώργιο Καρτάλη και περιστασιακά αλλά συχνά και πιο μετριοπαθείς ομάδες και πολιτικοί του Κέντρου, όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ακόμα και ένας σημαντικός πολιτικός συντηρητικής προέλευσης όπως ο Σπύρος Μαρκεζίνης.
Μετά την εκλογική επιτυχία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), νόμιμης έκφρασης του παράνομου ΚΚΕ το Μάιο του 1958 οι Αμερικανοί  υπεστήριξαν επίμονα την ενοποίηση των δυνάμεων του Κέντρου σε μια προσπάθεια απομόνωσης της κομμουνιστικής Αριστεράς και προβολής μιας ενδο-αστικής εναλλακτικής λύσης για την πολιτική και κοινωνική δυσαρέσκεια.
Ο αμερικανικός παράγων παρακολουθούσε επικριτικά τον ανένδοτο αγώνα της Ένωσης Κέντρου μετά τις εκλογές του 1961 καθώς οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η διαρκής αμφισβήτηση και μαζική κινητοποίηση υπονόμευε τα θεμέλια του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος.
Παρά το γεγονός ότι το έργο της κυβέρνησης Καραμανλή εκτιμάτο και ο ίδιος θεωρείτο ισχυρός πολιτικός η Ουάσιγκτον ήταν διατεθειμένη από την άνοιξη του 1963 και μετά να συνεργαστεί με μια κυβέρνηση Κέντρου αν αυτή απέφευγε οποιαδήποτε συνεργασία με την Αριστερά.
     Το πολιτικό άνοιγμα: Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου
Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου εισήγαγε με ομολογουμένως απρογραμμάτιστο τρόπο μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση καθώς και μια εκτεταμένη πολιτική αναδιανομής στην οικονομία με το διπλασιασμό των γεωργικών επιδοτήσεων και την αύξηση των μισθών. 
Αυτή απέβλεπε στην αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου το οποίο είχε στηριχθεί στις χαμηλές αμοιβές και αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων σε ρυθμό χαμηλότερο από το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας. 
Στόχος ήταν η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς μέσω της αύξησης της αγοραστικής δύναμης ενώ δεν έλειπαν ασφαλώς οι εκλογικές σκοπιμότητες καθώς η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου απέβλεπε σε νέες εκλογές.  Στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών αν και η κυβέρνηση δεν επεδίωξε τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ χαλάρωσε την ατμόσφαιρα πολιτικών ελέγχων και απελευθέρωσε περί τους 900 φυλακισμένους κομμουνιστές. 
Υπολείπονταν πλέον μόνο 100 οι οποίοι είχαν καταδικαστεί με βάση το νόμο περί κατασκοπείας. 
Στην εξωτερική πολιτική επεδίωξε επίσης την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων με το Ανατολικό μπλοκ στο πλαίσιο της ύφεσης μεταξύ των δύο συνασπισμών και την προώθηση των οικονομικών σχέσεων, ιδίως την απορρόφηση ελληνικών γεωργικών προϊόντων.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Κέντρου δε θα προκαλούσε πιθανότατα κραδασμούς στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες αν δε μεσολαβούσε η νέα κρίση του Κυριακού το 1963-64 καθώς οι βασικές παραδοχές της γεωπολιτικούς ανάλυσης του Παπανδρέου ήταν ατλαντικές. 
Οι Αμερικανοί ήταν καχύποπτοι έναντι της πολιτικής αδέσμευτης ανεξαρτησίας του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου ο οποίος είχε την υποστήριξη του Τρίτου κόσμου, του Ανατολικού μπλοκ και του ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου, του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ).
Προκειμένου να τεθεί η Κύπρος υπό τον έλεγχο της Ατλαντικής Συμμαχίας η Ουάσιγκτον ευνοούσε μια ελληνοτουρκική συμφωνία που θα απέτρεπε και το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικών κρίσεων οι οποίες υπονόμευαν τη συνοχή της νοτιο-ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Τη διάσταση μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον προκάλεσε η απροθυμία του Γεωργίου Παπανδρέου να επιχειρήσει τον εξαναγκασμό των Ελληνοκυπρίων και του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην αποδοχή του σχεδίου Acheson, μιας λύσης που θα προέβλεπε την ένωση του μεγαλύτερου μέρους της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι εδαφικού ανταλλάγματος για την Τουρκία.
Την απόρριψη οποιουδήποτε ανταλλάγματος υποστήριξε ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου εντάσσοντάς την σε ένα νέο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής η οποία θα έθετε σε απόλυτη προτεραιότητα τα εθνικά συμφέροντα έναντι των ατλαντικών.
Λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ελλάδας οι αλλαγές αυτές δεν συνιστούσαν αλλαγή καθεστώτος.
Ήταν όμως κάτι περισσότερο από μια απλή εναλλαγή στην εξουσία.
Η δυναμική των αλλαγών προκαλούσε την αντίδραση των εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας που ανησυχούσαν από μια μετατόπιση του πολιτικού βάρους προς το κοινοβούλιο.               
Ήδη από τον Ιανουάριο του 1965 τα ανάκτορα αναζητούσαν μια εναλλακτική κυβέρνηση την οποία θα σχημάτιζαν διαφωνούντες της Ένωσης Κέντρου με την κοινοβουλευτική υποστήριξη της ΕΡΕ και του κόμματος των Προοδευτικών. 
Το Φεβρουάριο ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωνε δημόσια ότι το κόμμα του θα υποστήριζε τέτοια λύση.
Όταν το Μάιο του 1965 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη μιας ομάδας αξιωματικών η οποία υποτίθεται ότι συνδεόταν με τον Ανδρέα Παπανδρέου η υπόθεση εξελίχθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση του στέμματος με την κυβέρνηση του Κέντρου που απαιτούσε πλέον τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.
Οι διαφωνίες σχετικά με το στρατό άγγιζαν θεμελιώδεις παραδοχές του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. 
Το στέμμα όπως και η κοινοβουλευτική συντηρητική αντιπολίτευση θεωρούσαν ότι η απώλεια του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων συνιστούσε οριστική απώλεια της ιδιάζουσας επιρροής για το θρόνο και της προοπτικής επανόδου στην εξουσία για την ΕΡΕ. 
Η τελευταία παρέμενε αμήχανη ενώπιον της αντοχής της λαϊκής απήχησης του Κέντρου και καθώς δεν μπορούσε να ελπίζει σε ταχεία εκλογική ανάκαμψη υποστήριζε τα σενάρια διάσπασης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Ένωσης Κέντρου. 
Η συντηρητική μερίδα του Κέντρου διαφωνούσε με την οικονομική πολιτική αναδιανομής όπως και με την απόρριψη του αμερικανικού σχεδίου Acheson  για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι εδαφικής αποζημίωσης της Τουρκίας. 
Περισσότερο όλων όμως ήταν ανήσυχη από την άνοδο της πολιτικής επιρροής του Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος έθετε σοβαρή υποψηφιότητα για τη διαδοχή ως φορέας μιας περισσότερο ριζοσπαστικής αντίληψης του Κέντρου. 
Από το φθινόπωρο του 1965 και εξής η Ουάσιγκτον κατέληγε ότι δεν ήταν επιθυμητή η επιστροφή της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι είχε ισχυροποιηθεί στο εσωτερικό της η κεντροαριστερά υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος επέκρινε σφοδρά την εξάρτηση της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιτίθετο στο στέμμα και το στρατό, τους θεσμούς δηλαδή που υποστήριζαν τη διατήρηση στενών ελληνο-αμερικανικών σχέσεων.
Το φθινόπωρο του 1965 η κρίση μόνο προσωρινά διευθετήθηκε με το σχηματισμό της τρίτης κυβέρνησης των αποστατών της Ένωσης Κέντρου με την εξασφάλιση οριακής πλειοψηφίας στη Βουλή με τη συνδρομή της ΕΡΕ και του κόμματος των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. 
Το ζήτημα όμως της έλλειψης νομιμοποίησης παρέμενε καθώς ήταν προφανές ότι οι αποστάτες δεν είχαν εξασφαλίσει αξιόλογο λαϊκό έρεισμα αφού οι υποστηρικτές της Ένωσης Κέντρου και της Αριστεράς κινητοποιήθηκαν εναντίον αυτού που θεωρούσαν ως απαράδεκτη απόπειρα χειραγώγησης του Κοινοβουλίου και της λαϊκής θέλησης.
                                                             Εξομάλυνση ή εκτροπή;
Από το Σεπτέμβριο του 1966 το στέμμα θα αναζητούσε μια συμβιβαστική λύση με το Γεώργιο Παπανδρέου. Στα ανάκτορα κατανοείτο ότι η Ένωση Κέντρου διατηρούσε την απήχησή της σε αντίθεση με την κυβέρνηση αποστατών. 
Ήδη από τον Ιανουάριο του 1966 είχε απομακρυνθεί από τη θέση του αρχηγού του πολιτικού γραφείου ο Κωνσταντίνος Χοϊδάς ο οποίος είχε ταυτιστεί με την πολιτική της σύγκρουσης με το Γεώργιο Παπανδρέου και είχε αντικατασταθεί από το διπλωμάτη Δημήτριο Μπίτσιο που αποκατέστησε διαύλους επικοινωνίας με το Κέντρο. Το περίγραμμα του συμβιβασμού ήταν βέβαια ετεροβαρές. 
Ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου έπρεπε να αναλάβει την υποχρέωση να παύσουν οι επιθέσεις εναντίον του θρόνου. Πέραν αυτού θα ψηφιζόταν η απλή αναλογική σε μια εμφανή προσπάθεια να δυσχερανθεί η εξασφάλιση απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την Ένωση Κέντρου ενώ οι εκλογές οι οποίες προβλέπονταν για το τέλος Μαΐου του 1967 θα διεξάγονταν από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Στη σύνθεση της θα είχε βαρύνοντα λόγο το στέμμα. 
Το γεγονός ότι ο Παπανδρέου δέχθηκε να συζητήσει σε τέτοια βάση και να καταλήξει σε συμφωνία με αυτούς τους όρους ερμηνεύεται από την πεποίθηση που είχε σχηματίσει ο έμπειρος πολιτικός ότι η εκλογική επικράτηση του Κέντρου ήταν βέβαιη και ότι συνεπώς αυτό που προείχε ήταν η διεξαγωγή της εκλογικής αναμέτρησης. 
Σε αντίθετη περίπτωση, ανησυχούσε ο Παπανδρέου, η διάσταση με το στέμμα θα μπορούσε να εξωθήσει το θρόνο σε στρατιωτική επέμβαση. 
Ήταν χαρακτηριστικό πάντως ότι και ο Παπανδρέου, όπως και όλοι οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες, διαμόρφωναν την πολιτική τους στη βάση της παραδοχής ότι οι ένοπλες δυνάμεις ελέγχονταν από το στέμμα και ότι η επιβολή δικτατορίας  ήταν θέμα που αναγόταν σε απόφαση του βασιλιά. 
Ο τελευταίος προειδοποιούσε με έμμεσο τρόπο τους ενδιαφερομένους για τη σχετική του δυνατότητα η οποία θα αποδεικνυόταν πάντως πλασματική. 
Έτσι στις αρχές Οκτωβρίου 1966 ένας γνώριμος της αθηναϊκής σκηνής, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Cyrus Sulzberger, προειδοποιούσε με άρθρο του στους New York Times ότι ο βασιλιάς ενδεχομένως να κατέφευγε σε εξωκοινοβουλευτική λύση αν δε βρισκόταν ένας συμβιβασμός στην πολιτική διαμάχη. Παράλληλα με τις συζητήσεις με τον Παπανδρέου τα ανάκτορα βρίσκονταν σε επαφή και την ηγετική ομάδα της ΕΡΕ. Η τελευταία θα καλείτο να αποτελέσει την «εφεδρική» λύση σε περίπτωση που επιτυγχανόταν μεν συμβιβασμός αλλά αυτός τελικά κατέρρεε και το στέμμα θα είχε να αντιμετωπίσει μαζική κινητοποίηση εναντίον των επιλογών του. Στο πλαίσιο  αυτό εξεταζόταν και η επιβολή κατάστασης πολιορκίας. Αυτός ήταν ο καμβάς της λεγόμενης εκτροπής από το σύνταγμα.
Ο συμβιβασμός φάνηκε να επιτυγχάνεται στις 18 Δεκεμβρίου 1966 με τη συμφωνία μεταξύ Παπανδρέου, Κανελλόπουλου και στέμματος. 
Η ψήφιση της απλής αναλογικής, ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό τον απολαμβάνοντα την εμπιστοσύνη του θρόνου Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η ψήφιση της απλής αναλογικής και η διεξαγωγή των εκλογών στις 28 Μαΐου 1967 συνιστούσαν τα βασικά σημεία της συμφωνίας. 
Θα προέκυπτε όμως ένα βασικό ζήτημα που θα καθιστούσε τελικά ατελέσφορο το συμβιβασμό. 
Αυτό αφορούσε το ρόλο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αυτός ήταν αρχηγός μιας δυναμικής και ισχυρής κεντροαριστεράς της Ένωσης Κέντρου η οποία εν ονόματι του λαού επιτίθετο σε μια «ολιγαρχία» που συμπεριλάμβανε το στέμμα, το στρατό, τη συντηρητική παράταξη και την επιχειρηματική τάξη. 
Ο Ανδρέας  είχε κρατηθεί μακριά από τη διαπραγμάτευση από τον πατέρα του Γεώργιο Παπανδρέου ακριβώς διότι αντιτίθετο στην έννοια του συμβιβασμού και πίστευε ότι η μαζική κινητοποίηση ήταν επαρκής πολιτική συνθήκη για την αποτροπή στρατιωτικής επέμβασης και τη διεξαγωγή των εκλογών. 
Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί, οι οποίοι αν και δεν διέθεταν την επιρροή του παρελθόντος ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι, πίστευαν ότι η στρατιωτική επέμβαση ήταν υπόθεση του βασιλιά και των στρατηγών.
 Όπως προαναφέρθηκε, οι εκθέσεις των στρατιωτικών ακολούθων που επεσήμαιναν τη μάλλον χαλαρή αφοσίωση των αξιωματικών στο στέμμα δε λαμβάνονταν υπόψη ως προς τις πολιτικές τους συνέπειες. 
Ο Βρετανός πρεσβευτής θα ομολογούσε ευθύς μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ότι η πρεσβεία του είχε λάβει πληροφορίες τον Ιανουάριο του 1967 για κίνηση συνταγματαρχών. 
Οι Αμερικανοί είχαν επίσης πληροφορηθεί την ύπαρξη ομάδας συνταγματαρχών και κατώτερων βαθμών αξιωματικών ήδη από τους τελευταίους μήνες του 1966. 
Η πληροφόρησή τους για τις κινήσεις της ομάδας διακόπηκε όμως τον Ιανουάριο του 1967 και με εξαίρεση τον αναλυτή του State Department για τις Ελληνικές υποθέσεις Χαρίλαο Λαγουδάκη φαίνεται ότι δεν αναζητήθηκαν άλλες πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξή της.
Το στέμμα, η συντηρητική παράταξη και η ηγεσία του στρατού που παρέμενε πιστή στο θρόνο αλλά όχι κατ’ ανάγκη στον κοινοβουλευτισμό είχαν εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο στη δημιουργία του οποίου είχαν κατά πολύ συμβάλει. Καλλιεργώντας την κινδυνολογία και ανήσυχοι από την προοπτική της επικράτησης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές η οποία ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη είχαν προκαλέσει βαθιές ανησυχίες σε μεγάλη μερίδα της κοινωνικής βάσης της συντηρητικής παράταξης και του σώματος των αξιωματικών. Αν και αυτοί συνιστούσαν τη μειοψηφία αποτελούσαν εν τούτοις μια κρίσιμη μάζα ως προς τη δημιουργία συνθηκών για την ανάληψη του εγχειρήματος στρατιωτικής επέμβασης. 
Τόσο το στέμμα όμως όσο και η ηγεσία της συντηρητικής παράταξης στην πλειοψηφία της κατανοούσαν ότι ένα πραξικόπημα στην Ευρώπη της δεκαετίας του ΄60 αλλά και στο ελληνικό πολιτικό πλαίσιο θα ήταν μια στρατηγική υψηλού κινδύνου με αβέβαιη έκβαση και κυρίως εντελώς αβέβαιη έξοδο από αυτό. 
Η μοναρχία θα επιβαρυνόταν ιστορικά με άλλη μία εκτροπή από το σύνταγμα όπως είχε συμβεί με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Από την πλευρά εξάλλου της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης θα ήταν πράγματι πολιτικά και ιστορικά παράδοξο να επιχειρηθεί επιβολή δικτατορίας ή έστω καθεστώτος εκτάκτων εξουσιών, όπως κατ’ ευφημισμό θα μπορούσε να αποκληθεί, από μια κοινοβουλευτική παράταξη.
Τα ανάκτορα και η ΕΡΕ θα οδηγούνταν στο σχηματισμό μονοκομματικής συντηρητικής κυβέρνησης στις 3 Απριλίου και, παρά την αποτυχία της τελευταίας να βρει συμμάχους στη Βουλή, στη διάλυση της τελευταίας και στην προκήρυξη εκλογών στις 14 Απριλίου. 
Οι εκλογές επρόκειτο να διεξαχθούν στις 28 Μαΐου με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. 
Καθώς η Βουλή δεν είχε ψηφίσει τελικά αναλογικό σύστημα η επικράτηση της Ένωση Κέντρου θα ήταν πλήρης.
Την κατάσταση «ιστορικού δισταγμού» αποτύπωνε η αναβλητικότητα στο ζήτημα της λεγόμενης εκτροπής από το σύνταγμα. 
Ο βασιλιάς φερόταν σύμφωνα με αμερικανικές πηγές να εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής εκτάκτων μέτρων αλλά τοποθετούσε τη λήψη της απόφασης στα μέσα Μαΐου. 
Ταυτόχρονα πηγές προερχόμενες από την τότε κυβέρνηση ισχυρίζονταν ότι έκτακτα μέτρα θα επιβάλλονταν μόνο σε περίπτωση διασάλευσης της τάξης από τις προσκείμενες στον Ανδρέα Παπανδρέου δυνάμεις ακόμα και τη μέρα διεξαγωγής των εκλογών ή ευθύς μετά.
Τον ιστορικό αυτό δισταγμό δε συμμερίζονταν η ηγετική τριανδρία, ο συνταγματάρχης Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Παττακός και ο συνταγματάρχης Μακαρέζος, της ομάδας των συνταγματαρχών καθώς και οι υποστηρικτές τους. Επρόκειτο, όπως θα σημείωνε λίγους μήνες μετά ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, για ένα «νέο είδος πολιτικού Έλληνα» ο οποίος ήταν αγροτικής ή πληβειακής καταγωγής αλλά είχε κάποια ικανότητα στην επιδίωξη και διαχείριση εξουσίας. 
Ήταν αντικομμουνιστές αλλά τους διακατείχε ταυτόχρονα και κάποια αποστροφή προς την πολιτική, επιχειρηματική και πνευματική ελίτ καθώς και στον κύκλο των ανακτόρων. 
Ήταν ένα «κατεστημένο» του οποίου τη «σάρωση», σύμφωνα με το Μακαρέζο, αναλάμβαναν οι συνταγματάρχες.
Συνοψίζοντας, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν συνέπεια κυρίως της αδυναμίας του στέμματος και της κοινοβουλευτικής συντηρητικής παράταξης να αντιληφθούν ότι το καθεστώς των ελέγχων και περιορισμών της μετεμφυλιακής εποχής ήταν παρωχημένο. Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι ρίζες της κρίσης ήταν ελληνικές ο αμερικανικός παράγων έπαιξε κάποιο αρνητικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. 
Η αμερικανική πολιτική μεταβλήθηκε κατά τη μετάβαση από τη διοίκηση Kennedy (1961-1963) στη διοίκηση Johnson (1963-1969). 
Ενώ από την πρώτη  αναζητήθηκαν εναλλακτικά σχήματα προς το συντηρητισμό ως εκφραστές των αιτημάτων κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής,  από τη δεύτερη αποδόθηκε προτεραιότητα στα συμφέροντα ασφαλείας και όχι στην ενίσχυση της διαδικασίας πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής. 
Η διαδικασία εκσυγχρονισμού θεωρήθηκε ότι ήταν παράγων πολιτικής αστάθειας σε χώρες με έλλειψη συνεργατικής πολιτικής κουλτούρας και κατ’ ακολουθία ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις θα μπορούσαν να είναι στοιχεία εκσυγχρονισμού και κυρίως σταθεροποίησης υπό το πρίσμα των αμερικανικών στρατηγικών συμφερόντων.  
Δεν πρέπει τέλος να παραβλέπεται ότι η πολιτική κρίση και το αδιέξοδο του Απριλίου του 1967 δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της ιδεολογικής και πολιτικής ακαμψίας του στέμματος και της συντηρητικής παράταξης αλλά και της αναλυτικής και στρατηγικής αδυναμίας της κεντροαριστεράς υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου να διαγνώσει τα όρια της πολιτικής ανοχής αλλά και τις ρήξεις εντός του συντηρητικού μπλοκ. 
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε ότι το κλειδί των εξελίξεων στο στρατό κατείχε ο βασιλιάς και ότι αυτός θα υποχρεωνόταν σε αποδοχή της εκλογικής νίκης της Ένωσης Κέντρου υπό την πίεση της μαζικής κινητοποίησης που ενθάρρυνε η κεντροαριστερά του κόμματος. 
Η τακτική αυτή όμως ενέτεινε την πόλωση και τη φοβία του συντηρητικού στρατοπέδου με συνέπεια την ενίσχυση εν τέλει των δυνατοτήτων της ομάδας των συνταγματαρχών οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από τους δισταγμούς του μετεμφυλιακού κατεστημένου.
                                                                        Σωτήρης Ριζάς
                                         Διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας 
                                               Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών
                                                            ΠΗΓΗ:www.clioturbata.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου