Μία από τις σημαντικότερες διαρθρωτικές ανισορροπίες
της διεθνούς οικονομίας είναι η αδυναμία της να δημιουργεί θέσεις εργασίας εκεί
όπου ζει το εργατικό δυναμικό.
Πράγματι, 100 εκατ. άτομα προστίθενται κάθε
χρόνο στον παγκόσμιο πληθυσμό, χωρίς ωστόσο να μπορούν να βρουν εργασία και
ιδιαίτερα εκεί που ζουν με τις οικογένειες τους.
Αποτέλεσμα αυτής της
κατάστασης είναι το ένα έβδομο του παγκόσμιου πληθυσμού (1 δισ. άτομα περίπου)
να είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι.
Δεν μπορούν να βρουν εργασία στον τόπο
που γεννήθηκαν, καθώς στις υπανάπτυκτες, κατά βάση, οικονομίες δεν
δημιουργούνται θέσεις εργασίας ικανές να απασχολήσουν το εργατικό τους
δυναμικό.
Η ανισορροπία αυτή οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των
μεταναστών τις τελευταίες δεκαετίες με ρυθμό τουλάχιστον 6 εκατ. τον χρόνο,
κυρίως από τις υπανάπτυκτες και τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις ανεπτυγμένες
χώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, 220 εκατ.
άτομα, δηλαδή το 3,4% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε άλλη χώρα από την χώρα
γέννησης ή υπηκοότητας.
Έτσι, από την πλευρά των χωρών προέλευσης των
μεταναστών η κύρια αιτία είναι η εμβάθυνση της απόκλισης (άνιση ανάπτυξη,
επιδείνωση των ανισοτήτων, φτωχοποίηση, κ.λ.π.) μεταξύ υπανάπτυκτων και
ανεπτυγμένων χωρών καθώς και οι πολεμικές συρράξεις.
Από την πλευρά των χωρών
υποδοχής των μεταναστών η κύρια αιτία είναι ότι η μετανάστευση έχει ως άμεση
επίδραση την ανανέωση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού.
Επίσης, την
τόνωση της ανάπτυξης χωρίς να προκαλούνται πληθωριστικές πιέσεις, λόγω του
χαμηλού μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους των μεταναστών.
Αυτοί ακριβώς οι λόγοι έχουν προσδώσει στην
μετανάστευση το χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής συνιστώσας για τις χώρες
υποδοχής.
Ταυτόχρονα, έχουν αναδειχθεί στις συγκεκριμένες χώρες, απόψεις και
διεκδικήσεις, ιδιαίτερα από τις κοινωνικές δυνάμεις, για την αναγκαιότητα
πολιτικών ρύθμισης και διαχείρισης του μεταναστευτικού φαινομένου στην
κατεύθυνση «μετανάστες ισότιμοι πολίτες».
Ταυτόχρονα, όμως, στις χώρες υποδοχής, ιδιαίτερα στις
ΗΠΑ και την Ευρώπη, έχουν αναδειχθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αντιλήψεις
και απόψεις οι οποίες θεωρούν τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα ως
αιτία, μεταξύ των άλλων, των προβλημάτων της ανεργίας, της εγκληματικότητας,
των χαμηλών μισθών, των ανισοτήτων, κ.λ.π.
Αυτό μάλιστα γίνεται σε τέτοιο βαθμό
που στις συγκεκριμένες χώρες οι πολιτικές δυνάμεις που ενσωμάτωσαν στο
πρόγραμμα τους την ξενοφοβική, εθνικιστική ή και ρατσιστική ατζέντα, να ασκούν
σήμερα κυβερνητική πολιτική αντίστοιχου χαρακτήρα, περιεχομένου και
προσανατολισμού. Αυτό γίνεται σε χώρες όμως, οι ΗΠΑ, Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία.
Διαίρεση παρά ενότητα
Στην κατεύθυνση αυτή, χαρακτηριστική περίπτωση
αποτελεί η πρόσφατη (28-29/6/2018) Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι
εργασίες της οποίας οδηγούσαν περισσότερο την εύθραυστη συνεκτικότητα της
Ευρώπης σε διαίρεση παρά σε ενότητα.
Συνέβη σε σημείο που οι ξενοφοβικές και μη
ξενοφοβικές απόψεις και πολιτικές, ώθησαν το κείμενο συμπερασμάτων του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην συμβιβαστική στρατηγική «Ευρώπη Φρούριο», με
αποτέλεσμα να διασωθεί, κατά τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, η εύθραυστη συνοχή
και ενότητα της ΕΕ.
Στην κατεύθυνση αυτή η νέα στρατηγική που διαπερνά το
κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρεται:
●►στον αποτελεσματικό και αυστηρότερο έλεγχο των
εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. και στην αυξημένη εξωτερική δράση,
●►στους εντατικότερους ελέγχους των συνόρων με την
Τουρκία και στην ενεργοποίηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας,
●►στις πλατφόρμες αποβίβασης,
●►στην παρεμπόδιση νέων διαδρομών,
●►στην επαναπροώθηση, σε περίπτωση απόρριψης, των
αιτούντων άσυλο που έχουν καταγραφεί στο σύστημα Εurodac στην Ελλάδα και την
Ισπανία, μετά τον έλεγχο που θα πραγματοποιείται στα κλειστά κέντρα ασύλου στα
γερμανικά σύνορα,
●►στην χρηματοδότηση με 500 εκατ. ευρώ του Ταμείου
Υποδομών της ΕΕ για την Αφρική, και
●►στην εθελοντική δημιουργία στο έδαφος τους κέντρων
υποδοχής προσφύγων και μεταναστών από Ισπανία και Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, η ΕΕ επιλέγει την στρατηγική «Ευρώπη
Φρούριο» την χρονική περίοδο κατά την οποία οι αιτούντες άσυλο σε χώρες της
Ένωσης σταδιακά μειώνονται, προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2014.
Πράγματι, από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία των αιτούντων άσυλο σε χώρες της ΕΕ, προκύπτει ότι από 563.345 αιτήσεις το 2014, αυξήθηκαν σε 1.257.610 το 2015, μειώθηκαν σε 1.206.120 το 2016 και σε 649.855 αιτήσεις το 2017.
Πράγματι, από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία των αιτούντων άσυλο σε χώρες της ΕΕ, προκύπτει ότι από 563.345 αιτήσεις το 2014, αυξήθηκαν σε 1.257.610 το 2015, μειώθηκαν σε 1.206.120 το 2016 και σε 649.855 αιτήσεις το 2017.
Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, όπου το 2017, ενώ οι
αιτήσεις ασύλου μειώθηκαν συνολικά στις χώρες της ΕΕ κατά 46%, στην χώρα μας
αυξήθηκαν κατά 14% (57.000 αιτήσεις ασύλου) σε σχέση με το 2016, κατέχοντας
έτσι την πρώτη θέση στην Ευρώπη σε αναλογία αιτούντων άσυλο προς πληθυσμό της
χώρας (5.295 άτομα ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμό)(Τ. Γεωργιοπούλου, 2018).
Πορεία αποσύνθεσης
Όμως, στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται η ΕΕ να
κατανοήσει ότι η επιλογή της συμβιβαστικής στρατηγικής «Ευρώπη Φρούριο» για το
μεταναστευτικό - προσφυγικό ζήτημα που αντιμετωπίζει, αποτελεί πρόκριμα της
πορείας αποσύνθεσης και διάλυσης της.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι απαιτείται
μία νέα θεώρηση για το μεταναστευτικό-προσφυγικό φαινόμενο στην ΕΕ.
Η μετανάστευση και το προσφυγικό δεν αποτελούν ζήτημα δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά αποτελούν, κατά βάση, ζητήματα σχεδιασμού, οργάνωσης, ρύθμισης, λειτουργίας και νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής (και των κρατών-μελών) αγοράς εργασίας.
Η μετανάστευση και το προσφυγικό δεν αποτελούν ζήτημα δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά αποτελούν, κατά βάση, ζητήματα σχεδιασμού, οργάνωσης, ρύθμισης, λειτουργίας και νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής (και των κρατών-μελών) αγοράς εργασίας.
Επιπλέον, στην ΕΕ αποτελούν μία πραγματικότητα, η
οποία θα πρέπει να θεωρηθεί ως θετική πρόκληση και όχι ως αρνητική απειλή.
Μία
τέτοια θεώρηση θα απομακρύνει την ΕΕ από τις εθνικιστικές, ξενοφοβικές, κ.λ.π.
πολιτικές μετανάστευσης και θα την οδηγήσει στην διαμόρφωση μίας ολοκληρωμένης
ευρωπαϊκής μεταναστευτικής-προσφυγικής πολιτικής τόσο στις χώρες υποδοχής, όσο
και στις χώρες προέλευσης.
Κεντρικό στόχο αυτής της πολιτικής αποτελεί η
αναπτυξιακή και χρηματοδοτική αντιμετώπιση των αιτίων στις χώρες προέλευσης.
Επίσης, η κοινωνική-οικονομική διαχείριση του φαινομένου στις χώρες υποδοχής,
στην κατεύθυνση ότι «η μετανάστευση και το προσφυγικό φαινόμενο δεν είναι
ιστορικά ατυχήματα», ούτε είναι πορεία από την χώρα προέλευσης στον
«κοινωνικό-οικονομικό καιάδα».
Αποτελούν πηγή πολιτισμικού, οικονομικού και
κοινωνικού πλουτισμού.
Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου