Τιμάμε γόνιμα έναν
απελθόντα πολιτικό, όταν κρατάμε ζωντανή την ανάμνηση της προσφοράς του.
Αλλά
και των λαθών του.
Ο μονοδιάστατος εξωραϊσμός ικανοποιεί την ορμέμφυτη ροπή μας
προς τον μανιχαϊσμό: την αυτασφάλιση που τη θωρακίζουν οι σχηματικές
οριοθετήσεις του «καλού» και του «κακού», του «σωτήρα» ή του «ολετήρα», της
«ευλογίας» ή της «κατάρας».
Αλλά και μας παγιδεύει ο μανιχαϊσμός στην ηδονική
παραίτηση από τη διακινδύνευση (ευθύνη) της κριτικής σκέψης, στο βόλεμα της
μονοτροπίας του ποιμνιοστασίου.
Γιατί οι άνθρωποι
ειδωλοποιούμε με τόσην ευκολία έναν πολιτικό ή ένα κόμμα, έναν ποδοσφαιριστή ή
μια ομάδα ποδοσφαιρική, έναν τραγουδιστή ή ένα μουσικό συγκρότημα – γιατί
φανατιζόμαστε με το επικαιρικό, το συμπτωματικό, το εφήμερο;
Την απάντηση θα
ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο να τη σπουδάζαμε έγκαιρα, στο σχολείο:
μας χρειάζεται
τόσο όσο και η πρακτική αριθμητική, η γραμματική, το συντακτικό.
Η υπέρβαση της
πολωτικής μονομέρειας είναι κατόρθωμα ελευθερίας – προϋποθέτει κριτική σκέψη,
ετοιμότητα απροκατάληπτων αναθεωρήσεων, επομένως αποδέσμευση από τις
εγωκεντρικές ενορμήσεις.
Φανατικός είναι, κατά κανόνα, ο ανασφαλής, δηλαδή ο
μειονεκτικός ή ο νάρκισσος.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι
οι διχασμοί και οι πολώσεις είναι φυλετικό (περίπου) ιδίωμά μας των Ελλήνων.
Ο
ισχυρισμός αυτός, στη γενικότητά του, μοιάζει υπεκφυγή, ερμηνευτική προσφυγή σε
κάποιο είδος πεπρωμένου.
Θα ήταν μάλλον γονιμότερο να μελετήσουμε,
συγκεκριμένα, τους δυο μεγάλους διχασμούς που έζησε στα νεώτερα χρόνια ο
Ελληνισμός, κυριολεκτικά αδελφοκτόνους και εφιαλτικούς σε συνέπειες:
Τον
διχασμό Βενιζελικών - βασιλικών και κομμουνιστών - πατριωτών.
Ηταν και οι δυο διχασμοί
μια άλογη έκρηξη πρωτογονισμού ή αποτέλεσμα της σύγχυσης κριτηρίων που
προκαλείται από την απώλεια συλλογικής ταυτότητας;
Υποχρεώθηκαν οι Ελληνες (εκ
των πραγμάτων ή εκ παραδρομής – από συγκυριακό εκτροχιασμό) σε βίαιη διακοπή -
ρήξη - άρνηση της μακραίωνης πολιτικής τους παράδοσης:
Να εγκαταλείψουν τη
ζωτική γι’ αυτούς προτεραιότητα των «σχέσεων κοινωνίας», την αυτοδιαχείριση της
ζωής τους σε «πόλιν» ή «κοινότητα».
Και από κοσμοπολίτες διαχειριστές ενός
μοντέλου διεθνικής «τάξης πραγμάτων» βρέθηκαν επαρχιώτες του βαλκανικού
περιθώριου, μεταπράτες δάνειων θεσμών και δομών ενός τεχνητού «εθνικού
κράτους», ταπεινωτικά επιτροπευόμενου.
Αποδείχθηκε πως, όσο
στενεύουν τα σύνορα, μικραίνουν και τα αναστήματα.
Πώς λειτούργησαν ως εξουσία ο
Βενιζέλος και ο Καραμανλής στο ελλαδικό κρατίδιο, πώς ο Μακάριος και ο
Χριστόφιας στην Κύπρο;
Σίγουρα ο Καραμανλής και ο Χριστόφιας δεν δίχασαν, ο
Βενιζέλος και ο Μακάριος έσπειραν ανίατο διχασμό – γιατί;
Μια πρώτη (επιπόλαιη
ίσως) απάντηση θα μπορούσε να είναι: Καραμανλής και Χριστόφιας διαχειρίστηκαν
την παγιωμένη πια επικράτηση του Ιστορικού Υλισμού, ενώ Βενιζέλος και Μακάριος
είχαν ακόμα να αναμετρηθούν με το κληροδότημα της ελληνικότητας.
Στο ιστορικο-υλιστικό
πεδίο ο Καραμανλής ήταν συνεπής και διαυγής:
Διακήρυξε, χωρίς περιφράσεις, ότι
«ανήκομεν εις την Δύσιν» - πολιτικό του όραμα ήταν ο μιμητικός «εκσυγχρονισμός»
και η «πρόοδος».
Να γίνουμε οι Ελληνες «Ευρωπαίοι», έστω με την τριτοκοσμική
εκδοχή της «ανάπτυξης»: το γιαπί, την πολυκατοικία. Νομιμοποίησε τους
αυτουργούς της κομμουνιστικής ανταρσίας διαβλέποντας, με εκπληκτική οξυδέρκεια,
την ενοείδεια των δύο όψεων του Ιανού - Ιστορικού Υλισμού.
Κατηγορήθηκε για
«σοσιαλμανία», ενώ διέλυσε το «Λαϊκό» κόμμα –το μόνο που διέσωζε κάποιες
σημαίνουσες σταθερές πατριωτισμού– με στόχο μοναδικό να μονοιάσουν οι Ελληνες,
να μην εμποδίσουν οι διχοστασίες τον εξευρωπαϊσμό τους, τον ηδονικό
(καταναλωτικό) εξανδραποδισμό τους.
Με φυσικό χάρισμα
ηγετικής παρουσίας ο Καραμανλής, σοβαρότητα και στιβαρότητα επιβλητική,
αποδείχθηκε κορυφαίος στη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής, στην ταύτιση της
πολιτικής με τα «δημόσια έργα».
Δεν αξιώθηκε ανάλογο αντιπολιτευτικό αντίλογο,
γι’ αυτό και στη μετα-καραμανλική Ελλάδα ο τριτοκοσμικός χαρακτήρας του
«εκσυγχρονισμού» είναι σωστός εφιάλτης ομοιομορφοποίησης: δεν μπορείς να
ξεχωρίσεις αν βρίσκεσαι στη Βέροια ή στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Σπάρτη ή στη
Λαμία, στα Καλάβρυτα ή στον Τύρναβο.
Τα ίδια και με το κόμμα του: χωρίς
ιδεολογική ραχοκοκαλιά, χωρίς πολιτική ταυτότητα, ψάχνει αδιάκοπα για τον
αποτελεσματικότερο μάνατζερ, τον ταλαντούχο αντιγραφέα της επιτυχίας: έναν
αντι-Ανδρέα ή έναν αντι-Τσίπρα.
Δεν είναι ασέβεια η
κριτική αντικειμενικότητα, ασέβεια είναι ο μονομερής εκθειασμός της μεγαλοσύνης
των μεγάλων, η μυθοποίησή τους που τους απομονώνει από την ιστορική και την
κοινωνική πραγματικότητα, προκειμένου να τροφοδοτείται με επιδερμικές
συγκινήσεις η ψυχολογία της μάζας.
Ή, το βδελυρότερο, να θυσιάζεται η αλήθεια
ενός μεγάλου ανθρώπου, με τις αρετές του και τα ελαττώματά του, στον βωμό της
κομματικής εκμετάλλευσης.
Christos Yiannaras
€ $ ●► « » ▲▼◄
ΠΗΓΗ://www.yannaras.gr/diakinduneusi-kritikis-optikis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου