Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἐπενοήθη τὸ 1930 ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη
Μπριὰν καὶ μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ἀπὸ τὸν στρατηγὸ ντὲ Γκώλ, ὡς
πολιτικὴ ἕνωση μεταξὺ κρατῶν ποὺ ἦταν ἡνωμένοι ἀπὸ ἕναν κοινὸ ἑβραιοχριστιανικὸ
πολιτισμό.
Στὸ βιβλίο του «Les chênes qu’on abat» (Οἱ δρῦς ποὺ ξυλεύονται),
1971, ὁ André Malraux κατέγραψε τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Στρατηγοῦ:
«Ἡ Εὐρώπη, τὸ
γνωρίζετε ὅσο τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, θὰ ὑπάρξῃ ὡς συμφωνία μεταξὺ τῶν κρατῶν ἤ
τίποτα. Συνεπῶς τίποτα. Εἴμεθα οἱ τελευταῖοι Εὔρωπαῖοι τῆς Εὐρώπης ἡ ὁποία ὑπῆρξε
ἡ Χριστιανοσύνη»
Οἱ τεχνοκράτες τῶν Βρυξελλῶν ἐθυσίασαν πρὸς χάριν τῆς
οἰκονομίας ὅ,τιδήποτε ἐστερέωνε τὴν Εὐρώπη,
δηλαδὴ τὸν πολιτισμό της.
Καὶ ὁ πολιτισμός της ἐβασίζετο, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ῥώμης, ἐπὶ τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης.
Θέλοντας νὰ ὁραματισθοῦν ὑπερβολικὰ μεγάλως οἱ
τεχνοκράτες τῶν Βρυξελλῶν ἐπέβαλον στὸν Valéry Giscard d’Estaing νὰ συντάξῃ τὸ
κείμενο ἑνὸς εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος, τὸ 2002-2003, μὲ κατεύθυνση ἀποκλειστικῶς
τὴν οἰκονομία, καλύπτοντας τὸ σύνολο τῶν
χωρῶν τῆς Εὐρώπης, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Τουρκίας, ἕνα κείμενο στὸ ὁποῖο ἀπουσίαζον
τὰ στοιχεῖα τῆς πολιτισμικῆς ἑνότητος τῆς Εὐρώπης:
Οὕτε λέξη γιὰ τὴν
χριστιανοσύνη καὶ τὴν γλῶσσα τοῦ πολιτισμοῦ της. Αὐτὸ τὸ Σύνταγμα ἀπερρίφθη μὲ
τὰ δημοψηφίσματα τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ὁλλανδίας, τὸ 2005.
Ἐξῆντα χρόνια μετὰ τὴν συνθήκη τῆς Ῥώμης, ἱδρυτικὴ
συνθήκη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, στὶς 24 Μαρτίου 2017, οἱ 27 χῶρες τῆς Εὐρώπης,
χωρὶς τὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, συνηντήθησαν στὸ Βατικανὸ ὑπὸ τὴν σκέπη τοῦ πάπα
Φραγκίσκου, μέσα στὶς κραυγὲς ἀγανακτήσεως τοῦ προέδρου τῆς Τουρκίας Ἔρντογαν,
ποὺ ἀπεκάλεσε τὴν Ἡνωμένη Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀποκλεισθῆ, χριστιανικὴ
σταυροφορία κατὰ τοῦ Ἰσλάμ.
Τὴν ἴδια στιγμή, καὶ παρὰ τὴν παρουσία στὴν
βατικανικὴ τελετή, τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἀλέξη Τσίπρα, ἡ Ἑλλὰς, μητέρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
πολιτισμοῦ, ἐβυθίζετο μέσα σὲ ἕνα οἰκονομικὸ χάος χωρὶς προηγούμενο.
Ἀλλὰ ἐφαίνετο
πλέον ὅτι ἦτο πολὺ ἀργά.
Τὸ κακὸ εἶχε συντελεσθῆ.
Χωρὶς πολιτισμικὴ πυξίδα τὸ εὐρωπαϊκὸ
σκάφος ἐκάθητο στὴν ξέρα.
Στὶς 28 Ἰουνίου 2016, τὸ «Monde des Blogs» ἐδημοσίευε
μία ἔκκληση μὲ τίτλο «Europe : le grec comme langue officielle de l’Union
européenne», τριῶν γάλλων διανοουμένων: τοὺς Pierre Berringer, ἐκδότης, Yves Canier, καθηγητὴς κλασσικῆς
φιλολογίας καὶ Catherine Teuler, καθηγήτρια
ἀγγλικῶν.
Αὐτοὶ οἱ τρεῖς συνάδελφοι ὑπεστήριζαν τὴν γνωστὴ θέση τοῦ Δημήτρη
Κιτσίκη ποὺ ἐπαρουσιάζετο ἀνελλιπῶς ἀπὸ δεκάδες χρόνια στὰ γραπτά του, τὶς ὁμιλίες
του καὶ τὴν διδασκαλία του, σὲ διάφορες γλῶσσες, μία θέση ποῦ ἐβασίζετο στὸ ἀκόλουθο
σκεπτικό :
Οἱ εὐρωπαϊκοὶ θεσμοὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίσουν νὰ
λειτουργοῦν μὲ τὸ πλῆθος δεκάδων ἐπισήμων γλωσσῶν ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὰ ἀγγλικὰ,
ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ παγκόσμια lingua franca ἐμπορίου, νὰ ἐπιβάλλεται ὅλο καὶ
περισσότερο ὡς κοινὸς γλωσσικὸς φορεὺς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.
Νὰ ἐπιλεχθῇ συνεπῶς, μεταξὺ τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἐκτὸς
τῶν ἀγγλικῶν, ἡ γλῶσσα ποὺ ἀντιπροσωπεύει καλύτερα τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, δὲν
εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ἄς ἀρχίσουμε μὲ τὶς γλῶσσες τῶν κυριωτέρων εὐρωπαϊκῶν χωρῶν
: τὰ γαλλικά, τὰ γερμανικά, τὰ ἰταλικά,
τὰ ἱσπανικά. Καμμία ἀπὸ τὶς μεγάλες χῶρες θὰ ἐδέχετο νὰ θυσιάσῃ τὴν γλῶσσα της πρὸς χάριν τῶν ἄλλων.
Καὶ νὰ περάσουμε στὶς γλῶσσες τῶν μικρῶν εὐρωπαϊκῶν
χωρῶν, ὅπως τὰ ὁλλανδικά, τὰ δανικά, τὰ πορτογαλικὰ καὶ τὶς πολλὲς ἄλλες.
Καμμία ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Ἑνώσεως θὰ ἐδέχετο μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς γλῶσσες νὰ ἀντιπροσωπεύσῃ
ἀπὸ μόνη της τὸ σύνολο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Μένουν συνεπῶς οἱ δύο κλασσικὲς γλῶσσες ποὺ ἐσχημάτισαν
ἐπὶ χιλιετίες τὴν τύχη τῆς Εὐρώπης: τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά.
Ἡ πρώτη ἐχρησιμοποιήθη
ἀπὸ ὅλη τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη ἐπὶ αἰῶνες ὡς ζωντανὴ γλῶσσα καὶ ἀκόμη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν
μας παραμένει ἡ γλῶσσα τοῦ Βατικανοῦ.
Παρὰ ταῦτα, ἀπὸ τὸν ΙΗ΄αἰῶνα τὰ λατινικὰ
σταδιακὰ μετετράπησαν σὲ νεκρὴ γλῶσσα καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τὴν ἐπαναφέρουμε
στὴν ζωὴ γιὰ χρήση σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη.
Καὶ τὰ ἑλληνικά ;
Ἐπὶ δύο χιλιετίες τὰ ἑλληνικὰ ὑπῆρξαν
ἡ γλῶσσα ὁλοκλήρου τῆς Εὐρώπης, ὄχι μόνον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ
τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν ΙΣΤ΄αἰῶνα καί, ἀκόμη, στὸν Κ΄αἰῶνα, οἱ φοιτητὲς τῶν
πανεπιστημίων τῆς Ὀξφόρδης καὶ τοῦ Κέϊμπριτζ ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους στὰ ἑλληνικά.
Ἐπιπροσθέτως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λατινικά, τὰ ἑλληνικὰ παραμένουν σήμερα ζωντανὴ
γλῶσσα.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἡ υἱοθέτηση τῶν ἑλληνικῶν
ὡς κοινὴ γλῶσσα τῆς Εὐρώπης θὰ ἔδιδε ἀθέμιτη πρωτιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κράτη της καὶ
συγκεκριμένα στὴν Ἑλλάδα;
Ὄχι, ἐφ’ὅσον πρόκειται γιὰ μία μικρὴ χώρα ποὺ δὲν θὰ ἠδύνατο
νὰ ἐπωφεληθῇ τοῦ γλωσσικοῦ προνομίου της γιὰ νὰ κυριαρχήσῃ στὴν Εὐρώπη.
Παρὰ ταῦτα, ἐὰν υἱοθετούσαμε τὰ ἑλληνικὰ ὡς κοινὴ γλῶσσα
τῆς Εὐρώπης, ποία ἑλληνικὴ γλῶσσα θὰ ἐπιλέγαμε;
Τὰ ἀρχαῖα, τὰ τῆς Βίβλου ( ἐφ’ὅσον
ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐγράφη ἀπ’εὐθείας στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἐφ’ὅσον καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη
μετεφράσθη, δύο αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ, ἀπὸ τοὺς ἑβραίους σοφοὺς τοὺς ἀποκαλεσθέντες
«Ἑβδομήκοντα», ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ στὰ ἑλληνικά;)
Ἤ τότε τὰ νεοελληνικά;
Παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι οἱ φιλόλογοι τοῦ ἀθηναϊκοῦ κρατιδίου, ἐδῶ καὶ διακόσια χρόνια
κυριολεκτικὰ κατέστρεψαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα προσπαθῶντας νὰ μιμηθοῦν τὶς
γραμματικὲς καὶ συντακτικὲς μεταρρυθμίσεις τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, τὸ πλέον
συνετό, κατὰ τὴν γνώμη μας, θὰ ἦτο νὰ ἐπιλεχθοῦν τὰ ἑλληνικὰ τῶν Εὐαγγελίων, ποὺ
παραμένουν ζωντανὰ μετὰ ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια καὶ τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται πολὺ
κοντὰ στὰ νεοελληνικά, πόσῳ μᾶλλον ποὺ τὰ ἑλληνικὰ αὐτὰ συνδέονται μὲ τὸν κοινὸ
ἑβραιοχριστιανικὸ πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης.
Γιὰ τὴν υἱοθέτηση τῶν ἑλληνικῶν ὡς ζωντανὴ κοινῆ γλῶσσα τῆς Εὐρώπης καὶ γιὰ νὰ καταστῇ αὐτὸ πρακτικῶς
δυνατό, πρέπει τὰ ἑλληνικὰ νὰ καθιερωθοῦν ὡς ὑποχρεωτικὴ γλῶσσα, ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ
μέχρι καὶ τὸ Πανεπιστήμιο, δίπλα στὴν μητρικὴ γλῶσσα τῆς κάθε χώρας τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Ἑνώσεως.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, δὲν εἶναι ποτὲ ἀργά.
Ἡ συνάθροιση στὸ
Βατικανό, τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης, παρουσίᾳ τοῦ πάπα, στὶς 24 Μαρτίου 2017, καὶ
τὸ γεγονός, ποὺ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν πραγμάτων στὴν Εὐρώπη, νὰ ἀποκλεισθῆ ἡ
μουσουλμανικὴ Τουρκία, ποὺ εὑρίσκεται σήμερα ἐν μέσῳ τῶν δοκιμασιῶν τοῦ ἰσλαμικοῦ
ἀπολυταρχισμοῦ, κάνει ἐφικτὴ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἑβραιοχριστιανισμοῦ ὡς πολιτισμικὸ
ὑπόβαθρο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ἐπὶ πλέον, ἡ ἀποχώρηση τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου
μειώνει τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἀγγλικῶν, κάμνοντας τὴν υἱοθέτηση τῶν ἑλληνικῶν ἡ πλέον
εὔκολη.
Ἀλλὰ διὰ τοῦτο θὰ ἐχρειάζετο μία κοινὴ θέληση ἐξόδου ἀπὸ τὶς ὑπόγειες
διαβάσεις τοῦ οἰκονομισμοῦ πρὸς χάριν τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς διαστάσεως.
Δημήτρης Κιτσίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου