Η Ελλάδα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, αφού υπάρχουν μακράν χειρότερα προβλήματα - όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ένα υπερχρεωμένο τραπεζικό σύστημα, καθώς επίσης ένας πλανήτης στα πρόθυρα του κραχ
«Το κεντρικό κτίριο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον έχει ένα
περίπου ελλειπτικό σχήμα, ενώ στη μία πλευρά του διαδρόμου του τελευταίου
ορόφου ευρίσκονται τα σύμβολα όλων των κρατών μελών του.
Στην απέναντι πλευρά,
βλέπει κανείς σε προθήκες τα τραπεζογραμμάτια που χρησιμοποιούνται από τις
συγκεκριμένες χώρες - όπου διαπιστώνεται μία αξιοσημείωτη, σχεδόν απόκοσμη
σχέση μεταξύ των Εθνών, καθώς επίσης των νομισμάτων τους.
Ως εκ τούτου, συμπεραίνει κανείς αυθόρμητα πως τα
χρήματα και τα κράτη βαδίζουν μαζί, χέρι-χέρι.
Ποιά είναι όμως η πραγματική
σχέση μεταξύ χρήματος και Εθνών;» (Lord Mervyns King). Υπενθυμίζουμε πως η
δραχμή ήταν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα τον 4ο αιώνα προ Χριστού, όταν
μεσουρανούσε και κυριαρχούσε παντού ο ελληνικός πολιτισμός, στα θεμέλια του
οποίου στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός - όπως αργότερα το Solidus της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, ενώ μέχρι πρόσφατα η δραχμή ήταν το σημαντικότερο νόμισμα των
Βαλκανίων».
Είναι πράγματι πολύ αξιόλογο το άρθρο του πρώην κεντρικού τραπεζίτη της Μ. Βρετανίας, το οποίο θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε ελεύθερα, όσον αφορά την ΟΝΕ - το πλέον φιλόδοξο εγχείρημα στη νομισματική ιστορία του πλανήτη.
Είναι πράγματι πολύ αξιόλογο το άρθρο του πρώην κεντρικού τραπεζίτη της Μ. Βρετανίας, το οποίο θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε ελεύθερα, όσον αφορά την ΟΝΕ - το πλέον φιλόδοξο εγχείρημα στη νομισματική ιστορία του πλανήτη.
Όπως σωστά δε τονίζει, έχει αποδειχθεί πως δεν πρόκειται
για έναν εύκολο γάμο. Αντίθετα, είναι μία αγωνιώδης προσπάθεια να βρεθεί ένα
ασφαλές πέρασμα, ανάμεσα στη Σκύλλα των πολιτικών ιδανικών και επιδιώξεων,
καθώς επίσης στη άτεγκτη Χάρυβδη της οικονομικής αριθμητικής.
Όσον αφορά το χρόνο που θα διαρκέσει, χωρίς να
διαλυθεί, είναι κάτι που το γνωρίζουν μόνο οι «εταίροι», ενώ οι ξένοι δεν
μπορούν καν να το εκτιμήσουν - υπενθυμίζοντας πως η Λατινική νομισματική ένωση,
στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1865 από τη Γαλλία, το Βέλγιο,
την Ιταλία, καθώς επίσης την Ελβετία, ενώ διαλύθηκε το 1927.
Περαιτέρω, το βασικό πρόβλημα μίας νομισματικής
ένωσης, το οποίο υπάρχει μεταξύ των διαφόρων εθνικών κρατών που τη
συναποτελούν, είναι εντυπωσιακά απλό.
Ξεκινάει με τις διαφορές στα αναμενόμενα
ποσοστά του πληθωρισμού, ως αποτέλεσμα της ιστορικής τους διαδρομής - τα οποία,
σε συνδυασμό με το ενιαίο επιτόκιο που υιοθετείται, με την κοινή δηλαδή
νομισματική πολιτική, οδηγούν αναπόφευκτα σε αποκλίσεις, όσον αφορά την
ανταγωνιστικότητα των χωρών.
Με απλά λόγια, ορισμένα κράτη εισήλθαν στην ΟΝΕ με ένα
υψηλότερο ποσοστό των μισθών και του πληθωριστικού κόστους, από ότι τα
υπόλοιπα.
Επομένως, το πραγματικό επιτόκιο που υιοθετήθηκε όταν εισήλθαν,
δηλαδή το ονομαστικό μείον το ποσοστό του πληθωρισμού, ήταν χαμηλότερο σε αυτές
τις χώρες, όπως η Ελλάδα, από ότι σε εκείνες με παραδοσιακά μικρότερο
πληθωρισμό όπως η Γερμανία.
Ως εκ τούτου, τόνωσε εσφαλμένα την εγχώρια ζήτηση
των πρώτων, οπότε αυξήθηκαν οι μισθοί και οι τιμές των αγαθών - με αποτέλεσμα
να κλιμακωθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.
Επειδή λοιπόν η ΕΚΤ δεν ήταν σε θέση να επιβάλλει
διαφορετικά βασικά επιτόκια στις επί μέρους χώρες, για να ισορροπήσει τον
πληθωρισμό μεταξύ τους, στο ίδιο επίπεδο, σε ορισμένες από αυτές επιδεινώθηκε η
οικονομική τους κατάσταση - λόγω ακριβώς του ενιαίου επιτοκίου.
Εξαιτίας αυτού
του γεγονότος, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας που προέκυψε μεταξύ του
ευρωπαϊκού νότου, καθώς επίσης κυρίως της Γερμανίας, έγινε τεράστια - πόσο
μάλλον αφού η Γερμανία εφάρμοσε κακοπροαίρετα την πολιτική της εσωτερικής
υποτίμησης ήδη από το 2000, με την ατζέντα 2010.
Η απώλεια τώρα της ανταγωνιστικότητας είχε ως
αποτέλεσμα την αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων στις χώρες του ευρωπαϊκού
νότου, καθώς επίσης την άνοδο των εμπορικών πλεονασμάτων στη Γερμανία.
Αυτά
ακριβώς τα ελλείμματα/πλεονάσματα αποτελούν την καρδιά των σημερινών προβλημάτων της ένωσης - επειδή τα ελλείμματα
πρέπει να χρηματοδοτούνται με δάνεια από το εξωτερικό, οπότε υπερχρεώνονταν τα
κράτη, ενώ τα πλεονάσματα επενδύονται νομοτελειακά στο εξωτερικό, οπότε
διευκόλυναν το δανεισμό του νότου.
Έτσι προέκυψαν επίσης οι ανισορροπίες στο
σύστημα διακανονισμού πληρωμών της Ευρωζώνης (Target II) – στο οποίο έχουμε
αναφερθεί πολλές φορές
Συνεχίζοντας, λόγω της συγκεκριμένης δυσλειτουργίας
της Ευρωζώνης, χώρες όπως η Γερμανία εξελίχθηκαν σε μεγάλους πιστωτές των
υπολοίπων, επιτυγχάνοντας πλεόνασμα το 2015 που πλησιάζει το 8% του ΑΕΠ της
(περί τα 250 δις €) – ενώ τα κράτη της περιφέρειας μετατράπηκαν νομοτελειακά σε
μεγάλους οφειλέτες.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της όλης
διαδικασίας είναι η Ελλάδα, στην οποία «συνοψίζονται» τα προβλήματα της
νομισματικής ένωσης - με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να έχει κυριολεκτικά
καταρρεύσει, περισσότερο από αυτό των Η.Π.Α. κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, ενώ
είναι ακατανόητο το πώς αντέχει ακόμη.
Ως εκ τούτου, παρά την τεράστια δημοσιονομική συστολή
που της επιβλήθηκε (ανάλυση), λόγω της οποίας το έλλειμμα της μειώθηκε από
περίπου 12% το 2010 κάτω από το 3% το 2014, ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το
ΑΕΠ της συνέχισε να αυξάνεται – ενώ σύντομα θα υπερβεί το 200%, παράλληλα με
την κατακόρυφη αύξηση του ιδιωτικού της χρέους. Υπενθυμίζουμε εδώ πώς τόσο οι
τράπεζες, όσο και ο ιδιωτικός τομέας γενικότερα της Ελλάδας ήταν από τους
υγιέστερους στη Ευρώπη, πριν από την κρίση – σε πάρα πολύ καλύτερη κατάσταση
από τους χρεοκοπημένους της Ιρλανδίας, της Ισπανίας κλπ.
Περαιτέρω, ακόμη χειρότερα για την Ελλάδα, το σύνολο
του θηριώδους σημερινού χρέους της, το οποίο επιδεινώθηκε με πάνω από 40 δις €
από τη «διάσωση» των τραπεζών της, είναι
εκπεφρασμένο σε ένα νόμισμα, η αξία του οποίου πολύ πιθανότατα θα αυξηθεί ακόμη
περισσότερο, σε σχέση με τα ελληνικά εισοδήματα.
Η αύξηση αυτή σημαίνει πως όλο
και λιγότεροι Έλληνες θα είναι σε θέση να έχουν στην κατοχή τους ευρώ – οπότε
πολύ λογικά τοποθετούνται εναντίον του.
Το ενδεχόμενο αυτό θα συμβεί, παρά το ότι το χρέος
είναι ήδη τεράστιο, συγκρινόμενο με τη μείωση των εισοδημάτων των Ελλήνων, όπως
οφείλει να το μετρά κανείς (όπου πλησιάζει το 400% σε σχέση με το 2010) – επί
πλέον στην πραγματική αύξηση του εξαιτίας του αποπληθωρισμού, λόγω του οποίου
ακόμη αν η Ελλάδα δανειζόταν με μηδενικό επιτόκιο, θα ήταν ασύμφορο, αφού
προστίθεται ο αποπληθωρισμός.
Συνεχίζοντας, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το
2012 (PSI), δεν διέσωσε την Ελλάδα αλλά τους ιδιώτες πιστωτές της – ενώ
μεταφέρθηκε σε κρατικούς Θεσμούς (ESM, Χώρες, ΕΚΤ, ΔΝΤ). Την ίδια στιγμή, η
δημοσιονομική λιτότητα έχει αποδειχθεί αυτοκαταστροφική – επειδή η
συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της, του ευρώ δηλαδή, παρέμεινε σταθερή,
οπότε δεν μπορούσε να τονώσει το εμπόριο.
Ως εκ τούτου, όλοι γνωρίζουν πλέον πως ο μοναδικός
δρόμος προς τα εμπρός για την Ελλάδα, είναι η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των
χρεών της – πόσο μάλλον όταν έχει προηγηθεί μία κυριολεκτικά βιβλική καταστροφή
στην οικονομία της, μετά από τα έξι χρόνια των αποτυχημένων μνημονίων. Επίσης,
επειδή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμα της, έτσι ώστε να
αντικατασταθούν οι εισαγωγές της από εγχώρια προϊόντα, καθώς επίσης να αυξηθούν
οι εξαγωγές της – οπότε να αντισταθμισθούν οι καθοδικές πιέσεις που ασκούνται
στην οικονομία της, από τη δημοσιονομική συστολή.
Το αναπόφευκτο τώρα της «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού
χρέους σημαίνει πως οι φορολογούμενοι της Γερμανίας, καθώς επίσης των άλλων
χωρών, θα πρέπει να απορροφήσουν σημαντικές απώλειες – ενώ είναι κάτι
περισσότερο από θλιβερό να βλέπει κανείς τα κράτη του ευρώ να κάνουν παζάρια,
όσον αφορά το πόσα χρήματα θα δανείσουν στην Ελλάδα, έτσι ώστε να είναι σε θέση
να τους αποπληρώσει κάποια από τα δάνεια του παρελθόντος. Αυτού του είδους η
«κυκλική κυκλοφορία» των δανείων δεν ωφελεί προφανώς καθόλου την Ελλάδα – εκτός
του ότι είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι, η Γερμανία φαίνεται πως έχει
ξεχάσει τη δική της ιστορία.
Σε αυτό ακριβώς θα αναφερθούμε στο δεύτερο μέρος του
κειμένου, καθώς επίσης στις λύσεις που έχει στη διάθεση της η Ευρωζώνη, εάν
θέλει να αποφύγει τη διάλυση της – η οποία δεν θα είναι επώδυνη μόνο για τις
αδύναμες χώρες αλλά, επίσης, για τις ισχυρές και ιδίως για τη Γερμανία.
Η ειδική δε θέση που έχει κατακτήσει το ευρώ, ως το
δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, θα προκαλούσε εξαιρετικά
μεγάλα προβλήματα σε όλες εκείνες τις χώρες, όπως η Κίνα, οι οποίες διατηρούν
πολλά δις € στα συναλλαγματικά τους αποθέματα – ως αντιστάθμισμα των κινδύνων
του δολαρίου.
Όσον αφορά την Ελλάδα, είναι μόνο η κορυφή του
παγόβουνου, καθώς επίσης το πιο εύκολο στην επίλυση του πρόβλημα, σε σχέση με
το κόστος – αφού υπάρχουν πολύ χειρότερα, όπως αυτό της Γαλλίας και της
Ιταλίας, ένα υπερχρεωμένο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, πολύ επικίνδυνο να
καταρρεύσει, καθώς επίσης ένα παγκόσμιο περιβάλλον που ευρίσκεται στα πρόθυρα
του κραχ: της καταιγίδας των καταιγίδων.
=======================================================================
«»Εάν το ευρώ εξελισσόταν στο νούμερο ένα αποθεματικό
νόμισμα, με τη σταδιακή συμμετοχή της Ρωσίας και με την ένωση των δύο
χριστιανικών Θρησκειών, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα επικρατούσε ειρηνικά σε
ολόκληρο τον πλανήτη
«Θα μπορούσε να ντραπεί κανείς, να απογοητευθεί και να
χάσει την τελευταία του ελπίδα, βλέποντας τη χθεσινή συνέντευξη του θλιβερά
πανικοβλημένου πρωθυπουργού, στο στούντιο ενός ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού.
Πόσο μάλλον όταν προσπαθούσε απεγνωσμένα να παρουσιάσει το μαύρο ως άσπρο, τόσο
όσον αφορά την οικονομική καταστροφή που προκάλεσε με τη σειρά του στη χώρα
μας, όσο και τη μητροκτονία της αριστεράς – όπου δεν δίστασε καν να ισχυριστεί
πως σεβάσθηκε το «ΟΧΙ» των Ελλήνων!
Πολύ εύκολα πάντως θα έλεγε κάποιος «Καληνύχτα Ελλάδα»
μεταναστεύοντας, όταν αναφέρθηκε στα μελλοντικά του σχέδια – εάν δεν γνώριζε
πως οι περισσότεροι πολιτικοί της χώρας, οι οποίοι αποκαλούνται συνήθως
«κωμικοτραγικοί Αδώνιδες», δεν είναι τίποτε άλλο από τα φυσιολογικά υποπροϊόντα
της κρίσης. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να αναζητούνται οι αιτίες που τους
παρήγαγαν – καθώς επίσης οι λύσεις, οι οποίες δεν είναι πλέον θέμα της Ελλάδας,
αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Εκτός εάν αποφάσιζε η Ελλάδα να αναλάβει το ρίσκο της
μονομερούς αποχώρησης από τη νομισματική ένωση, αρνούμενη την εξυπηρέτηση του
συνόλου των χρεών της – κάτι που δεν είναι σε καμία περίπτωση συνώνυμο με το
τέλος του κόσμου, αλλά μία επώδυνη ασφαλώς διαδικασία για την πλειοψηφία των
Ελλήνων, χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας. Στα πλαίσια αυτά κινούνται τα κείμενα
μας, με την ελπίδα πως οι ηγέτες της Ευρωζώνης θα συνειδητοποιήσουν τελικά το
μέγεθος του προβλήματος, καθώς επίσης τις μεγάλες προκλήσεις – αλλάζοντας
πορεία στον Τιτανικό, προτού συντριβεί στα βράχια» (Ι.Ι.).
Άρθρο
Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας (πηγή) αναφέραμε πως το
θηριώδες χρέος της Ελλάδας είναι εκπεφρασμένο σε ένα νόμισμα, στο ευρώ, η αξία
του οποίου πιθανότατα θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, σε σχέση με τα ελληνικά
εισοδήματα – μεταξύ άλλων λόγω του αποπληθωρισμού. Για την καλύτερη κατανόηση
του θέματος, το δημόσιο χρέος μας στα τέλη του 2009 ήταν 299,7 δις € ή στο
129,7% ενός ΑΕΠ ύψους 231,1 δις € – έχοντας επιβαρυνθεί με ένα έλλειμμα της
τάξης του 15,7% του ΑΕΠ το 2009 ή κατά 36,2 δις € σε σχέση με το 2008. Έλλειμμα
για ένα κράτος είναι ότι ακριβώς οι ζημίες για μία επιχείρηση – προκαλώντας
αντίστοιχα προβλήματα.
Υποθετικά τώρα, εάν το μέσο εισόδημα των Ελλήνων
εκείνη την εποχή είχε το δείκτη 100, τότε το δημόσιο χρέος θα ισοδυναμούσε με
το εισόδημα Χ 3 (300%). Επί πλέον, εάν οι τιμές των ιδιωτικών περιουσιακών
στοιχείων των Ελλήνων το 2009 είχαν ξανά το δείκτη 100, τότε το δημόσιο χρέος
θα ισοδυναμούσε επίσης με την τιμή των παγίων Χ 3 (300%).
Για παράδειγμα, εάν ένα νοικοκυριό έχει ετήσια
εισοδήματα 10.000 € και χρωστάει 30.000 €, τότε τα χρέη του είναι όσο το
εισόδημα του Χ 3 – ενώ εάν έχει περιουσιακά στοιχεία (σπίτι κλπ.) αξίας 10.000
€, τότε τα χρέη του είναι όσο η περιουσία του Χ 3.
Σήμερα, το δημόσιο χρέος μας έχει φτάσει στα περίπου
330 δις €, ενώ τα εισοδήματα έχουν μειωθεί στα 50 (πτώση 50% σε σχέση με το
2009, λόγω των μειώσεων των μισθών, των συντάξεων, της αύξησης των φόρων κοκ.).
Επομένως, το δημόσιο χρέος είναι όσο τα εισοδήματα των Ελλήνων Χ 6,6 (660%) –
έχει δηλαδή υπερδιπλασιαστεί. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα πάγια περιουσιακά
στοιχεία μας (ακίνητα, οικόπεδα, μετοχές κλπ.), οι τιμές των οποίων έχουν
καταρρεύσει τουλάχιστον κατά 50% – οπότε το δημόσιο χρέος είναι όσο τα πάγια
στοιχεία μας Χ 6,6, έχοντας επίσης υπερδιπλασιαστεί.
Στο παράδειγμα του νοικοκυριού, εάν τα ετήσια
εισοδήματα του μειώνονταν στις 5.000 €, ενώ τα χρέη του αυξάνονταν στα 33.000
€, τότε θα χρωστούσε τα εισοδήματα του επί 6,6 φορές αντί επί 3. Το ίδιο θα
συνέβαινε εάν οι τιμές των ίδιων περιουσιακών του στοιχείων που είχε μειώνονταν
στις 5.000 € – κάτι που διαπιστώνεται σήμερα σε πάρα πολλούς Έλληνες, με
αποτέλεσμα να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, ακόμη και αν
ξεπουλήσουν τα πάντα (οπότε αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους στο
κράτος, στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία, διογκώνοντας το πρόβλημα
χωρίς να φταίνε οι ίδιοι).
Με κριτήριο τώρα το γεγονός ότι, δεν χρεοκοπεί ποτέ
μία χώρα αλλά οι Πολίτες της, αφού αυτοί καλούνται τελικά να πληρώσουν τα χρέη
μέσω των μειώσεων των μισθών τους, του κοινωνικού κράτους και της αύξησης των
φόρων, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας οφείλει να υπολογίζεται ως προς τα
εισοδήματα – καθώς επίσης σε σχέση με τα πάγια περιουσιακά στοιχεία των
Ελλήνων.
Στα πλαίσια αυτά, έχει υπερδιπλασιαστεί συγκριτικά με
το 2009, φτάνοντας σε επίπεδα που δεν είναι πλέον δυνατόν να εξυπηρετηθούν από
τα εισοδήματα των Ελλήνων – οπότε αυτό που απομένει είναι η πληρωμή του από τα
πάγια περιουσιακά στοιχεία τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του. Το κόστος
όμως αυτής της πληρωμής σήμερα είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με το 2009, επειδή
οι τιμές έχουν μειωθεί κατά 50% – πιθανότατα πολύ μεγαλύτερο, όταν ξεκινήσουν
οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί, αφού σε αυτήν την περίπτωση οι τιμές
βυθίζονται στο ναδίρ.
Κάτι σχετικά ανάλογο συμβαίνει με τα ιδιωτικά χρέη των
Ελλήνων – τα οποία έχουν επίσης υπερδιπλασιαστεί, σε όρους εισοδημάτων και
περιουσιακών στοιχείων, παρά το ότι δεν πήραν νέα δάνεια. Επομένως, η
εξυπηρέτηση τους μέσω των εισοδημάτων είναι αδύνατη, οπότε επιδιώκεται με την
κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων – όπου όμως θα απαιτηθούν πολύ
περισσότερα, σε σχέση με το εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε το 2009.
Η μοναδική λογική λύση λοιπόν της Ελλάδας, εάν η
Ευρωζώνη δεν λύσει συνολικά το πρόβλημα, δεν είναι άλλη από τη μονομερή στάση
πληρωμών – έτσι ώστε να επιδιώξει την ονομαστική διαγραφή του χρέους της, εν
πρώτοις του δημοσίου και στη συνέχεια του ιδιωτικού. Προφανώς σε ένα ποσοστό,
το οποίο να πλησιάζει τις ζημίες που έχουν υποστεί οι Έλληνες μετά το 2009 – με
υπαιτιότητα αυτών που τους επέβαλλαν τα αυτοκαταστροφικά μνημόνια, όπως τα
αποκάλεσε ο Βρετανός κεντρικός τραπεζίτης.
Οι ζημίες αυτές, με κριτήριο τη σημερινή σχέση του
δημοσίου χρέους ως προς τα εισοδήματα, καθώς επίσης ως προς την ακίνητη
περιουσία των Ελλήνων, είναι κυριολεκτικά τρομακτικές – εκτός του ότι έχει
καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου ο παραγωγικός ιστός της χώρας. Εάν δε προσθέσει
κανείς την αύξηση της ισοτιμίας του ευρώ στην Ελλάδα, με την ευρεία έννοια του
όρου, λόγω του αποπληθωρισμού, τότε θα κατανοήσει πως οι διαγραφές είναι
μονόδρομος – αφού η εναλλακτική λύση τους είναι κυριολεκτικά ο θάνατος όλων των
εισοδηματικών τάξεων, εκτός ίσως από την ανώτατη.
Η ιστορική αμνησία της Γερμανίας
Περαιτέρω στο θέμα μας, μετά το τέλος του 1ου
Παγκοσμίου Πολέμου, οι νικητές επέβαλλαν μέσω της συνθήκης των Βερσαλλιών
αποζημιώσεις στους ηττημένους – κυρίως στη Γερμανία αλλά, επίσης, στην Αυστρία,
στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία και στην Τουρκία. Ορισμένες από αυτές ήταν σε
είδος, όπως για παράδειγμα σε λιγνίτη, αλλά στην περίπτωση της Γερμανίας οι
περισσότερες ήταν σε χρυσό ή σε ξένο νόμισμα – όπου η επιτροπή όρισε ένα ποσόν
της τάξης των 132 δις χρυσών μάρκων.
Επειδή τώρα η Γερμανία καθυστερούσε τις πληρωμές, η
Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν ορισμένα εδάφη της τον Ιανουάριο του 1923 – με
στόχο να την πιέσουν. Το γεγονός αυτό οδήγησε τελικά σε μία συμφωνία μεταξύ των
συμμάχων (σχέδιο Dawes του 1924, σχέδιο Young του 1929-30), μέσω της οποίας
μειώθηκαν και αναδιαρθρώθηκαν οι αποζημιώσεις – οι οποίες όμως πληρώνονταν με
δάνεια της Γερμανίας από τις Η.Π.Α. που τελικά δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν.
Συνεχίζοντας, οι αποζημιώσεις ακυρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συνθήκη της Λωζάννης το 1932 – ενώ συνολικά η Γερμανία πλήρωσε ένα ελάχιστο μέρος τους. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο, σε σχέση με την Ελλάδα σήμερα, ήταν η δήλωση του υπουργού οικονομικών της το 1934 (H. Schacht), σύμφωνα με την οποία: «Μία χώρα μπορεί να πληρώσει τότε μόνο τα χρέη της, όταν έχει πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο«.
Συνεχίζοντας, οι αποζημιώσεις ακυρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συνθήκη της Λωζάννης το 1932 – ενώ συνολικά η Γερμανία πλήρωσε ένα ελάχιστο μέρος τους. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο, σε σχέση με την Ελλάδα σήμερα, ήταν η δήλωση του υπουργού οικονομικών της το 1934 (H. Schacht), σύμφωνα με την οποία: «Μία χώρα μπορεί να πληρώσει τότε μόνο τα χρέη της, όταν έχει πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο«.
Με δεδομένα λοιπόν τα ελλείμματα της Ελλάδας αλλά και
άλλων κρατών (γράφημα σύγκρισης με την Πορτογαλία), τα οποία έχουν μεν σε
κάποιο βαθμό περιορισθεί όχι λόγω της αύξησης των εξαγωγών αλλά ένεκα της
μείωσης των εισαγωγών, εξαιτίας της οικονομικής της αδυναμίας, η εξυπηρέτηση
των χρεών της είναι αδύνατη – αφού ο οικονομολόγος του ναζισμού δεν
αμφισβητήθηκε ποτέ.
Ολοκληρώνοντας, θα υπενθυμίσουμε επί πλέον την
αντιμετώπιση της Γερμανίας το 1953, όπου διαγράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των
χρεών της, ενώ τα υπόλοιπα αναδιαρθρώθηκαν με ρήτρα αύξησης των εξαγωγών της –
έτσι ώστε ουσιαστικά να πληρώνονται από τους εμπορικούς της εταίρους.
Ως εκ τούτου, το να ξεχνάει η Γερμανία το παρελθόν
της, οπότε να απαιτεί από την Ελλάδα την εξόφληση όλων των υποχρεώσεων της,
παρά το ότι γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως είναι αδύνατον, δεν οδηγεί
πουθενά – ενώ θα προκαλέσει τη διάλυση της Ευρωζώνης, αφού τα ίδια προβλήματα
έχουν πολλές άλλες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κοκ.
Τα αδιέξοδα της Ευρωζώνης
Ανεξάρτητα τώρα από τη μη αλληλέγγυα, ιδιοτελή και
απολύτως εγωιστική συμπεριφορά της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα, οι χώρες της
ευρωπαϊκής περιφέρειας έχουν ήδη ξεκινήσει το μακρύ και αργό ταξίδι της
επιστροφής τους στην πλήρη απασχόληση – οπότε τα εξωτερικά τους ελλείμματα θα
αρχίσουν ξανά να αυξάνονται. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου βέβαιη η
εξυπηρέτηση των δημοσίων χρεών τους – πόσο μάλλον όταν με κάθε νέο δανεισμό
τους κλιμακώνονται, ενώ προστίθεται το κόστος του μεταναστευτικού.
Όταν μία χώρα οφειλέτης τώρα αντιμετωπίζει δυσκολίες,
όσον αφορά την εξυπηρέτηση των χρεών της, επιλέγεται η παράταση της περιόδου
αποπληρωμής τους – μία απολύτως ψευδαισθησιακή κατάσταση, η οποία είναι
αδύνατον να συνεχίζεται στο διηνεκές. Μοιάζει με την προσφιλή τακτική των
τραπεζών, όσον αφορά τα επισφαλή τους δάνεια – με την έννοια πως είναι
απρόθυμες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, την απώλεια τους δηλαδή, διαγράφοντας
τα, έως ότου υποχρεωθούν τελικά να το κάνουν.
Από την άλλη πλευρά, με κριτήριο την ιστορία, η
πολιτική ένωση των χωρών της Ευρωζώνης (η οποία θα έλυνε αυτόματα τα προβλήματα
της ύπαρξης πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών στο εσωτερικό της, καθώς
επίσης δανειστών και οφειλετών όπως στο παράδειγμα των ομοσπονδιακών κρατιδίων
τηςΓερμανίας), είναι απίθανο να επιτευχθεί γρήγορα – μέσα από την υποστήριξη
ενός τέτοιου σχεδίου από τους Πολίτες.
Ακόμη χειρότερα, η νομισματική ένωση έχει δημιουργήσει
δύο βασικά αντίπαλα στρατόπεδα, τα οποία συγκρούονται μεταξύ τους: μία κεντρική
ελίτ από τη μία πλευρά, υπηρέτη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε μεγάλο
βαθμό, καθώς επίσης τις δυνάμεις της δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο από την
άλλη.
Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τη
βιωσιμότητα της Ευρωζώνης – ενώ η πρόθεση της ελίτ να δρομολογήσει τη δημοσιονομική
ένωση, εν πρώτοις μέσω της ίδρυσης ενός ενιαίου υπουργείου οικονομικών, άρα με
τη μεταβίβαση εξουσιών σε ένα μη εκλεγμένο κέντρο, θα συναντήσει μεγάλες λαϊκές
αντιστάσεις.
Την ίδια χρονική στιγμή, η Γερμανία ευρίσκεται
απέναντι σε ένα μεγάλο δίλημμα: είτε να στηρίξει τις αδύναμες χώρες της
Ευρωζώνης με απροσδιόριστα ποσά, για ένα ασαφές χρονικό διάστημα, είτε να
διαλύσει τη νομισματική ένωση – ενδεχομένως αποχωρώντας η ίδια, κάτω από τις
πιέσεις των Πολιτών της. Κάτι τέτοιο όμως θα της προκαλούσε μεγάλες ζημίες –
ισχυρή ανατίμηση του νομίσματος της, ραγδαία μείωση των εξαγωγών της, ανεργία,
χρεοκοπίες, απώλειες των πιστώσεων του Target II κοκ.
Ένα σχετικά αντίστοιχο δίλημμα έχουν οι χώρες της
περιφέρειας – αφού δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ανεργίας,
της μαζικής μετανάστευσης των νέων, της ύφεσης, των ελλειμμάτων κοκ.
παραμένοντας μέλη της νομισματικής ένωσης. Εν τούτοις, γνωρίζουν πολύ καλά πως
η έξοδος τους από το ευρώ, ακόμη και αν δεν θα τις οδηγούσε στο χάος, θα μείωνε
σημαντικά το βιοτικό τους επίπεδο, ενώ θα συνοδευόταν από πλήθος άλλες
παρενέργειες – οπότε δεν είναι καθόλου εύκολο να την αποφασίσουν.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν, είτε παραμείνει τελικά η
Ευρωζώνη ενωμένη, είτε επιλεχθεί η από κοινού επιστροφή όλων των κρατών μαζί
στην αφετηρία, στην προ ευρώ εποχή δηλαδή (άρθρο), η ιδανικότερη λύση φαίνεται
να είναι η δημιουργία ενός ειδικού μηχανισμού – μέσω του οποίου να είναι δυνατή
η αναδιάρθρωση ή/και η διαγραφή μέρους των χρεών ορισμένων χωρών της
νομισματικής ένωσης. Έτσι θα υπάρξει τουλάχιστον ένα χρονικό διάστημα
αναπροσαρμογής – ενώ θα αποφευχθούν οι εξευτελιστικές συμφωνίες που δεν οδηγούν
πουθενά, όπως αυτή που υπέγραψε η Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015.
Ο μηχανισμός αυτός θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα
μίας πανευρωπαϊκής σύσκεψης με θέμα την αντιμετώπιση των χρεών – όπως αυτή του
Bretton Woods μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, από την οποία προέκυψαν το ΔΝΤ
και η Παγκόσμια Τράπεζα. Στο σημείο αυτό είναι σωστό να υπενθυμίσουμε πως η
λειτουργία του ΔΝΤ έως τη δεκαετία του 1970, όπου δυστυχώς εξελίχθηκε σε ένα
«ληστρικό» όργανο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ήταν υποδειγματική –
αφού βοήθησε πάρα πολλές χώρες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους, ακόμη και
τη Μ. Βρετανία.
Σε κάθε περίπτωση, η διαγραφή χρεών ορισμένων κρατών,
όπως της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας, είναι
αναπόφευκτη – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, θα έλυνε όλα τα προβλήματα της
Ευρωζώνης.
Αντίθετα, θα παρέμεναν άλυτα τα βασικότερα, λόγω των
οποίων θα δημιουργούνταν ξανά βουνά ελλειμμάτων και χρεών: οι διαφορές στην
ανταγωνιστικότητα και η αδυναμία εφαρμογής μίας αποτελεσματικής κοινής
νομισματικής πολιτικής από μία κοινή κεντρική τράπεζα, σε όλες τις χώρες της
Ευρωζώνης. Πόσο μάλλον όταν αυτή η κεντρική τράπεζα είναι υποχείριο του
διεθνούς χρηματοπιστωτικού κτήνους – ενώ στηρίζει αποκλειστικά και μόνο το
ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα, εις βάρος των φορολογουμένων Πολιτών.
Εν τούτοις, ίσως οι λύσεις αυτές προκύψουν αφού
προηγηθεί η ρύθμιση των χρεών και ιδρυθούν σε σωστές βάσεις οι δύο νέοι Θεσμοί:
το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ), καθώς επίσης η Πανευρωπαϊκή Τράπεζα.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα καθιστούσε το ευρώ σταδιακά
κυρίαρχο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη
διάχυση του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη – όπως συνήθως
συμβαίνει με τα παγκόσμια αποθεματικά (ανάλυση), τεκμηριώνοντας πως υπάρχει
πράγματι μία σχεδόν απόκοσμη σχέση μεταξύ των Εθνών και των νομισμάτων τους. Η
συμμετοχή της Ρωσίας, καθώς επίσης η ένωση των δύο μεγάλων χριστιανικών
Θρησκειών θα βοηθούσε ενδεχομένως ακόμη περισσότερο – καθιστώντας την Ευρώπη
ενεργειακά και στρατιωτικά ανεξάρτητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου