Αναδημοσίευση
από το περιοδικό Εξάντας του
Βερολίνου τεύχος 13,
Δεκέμβριος 2010
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1896 στη Λιβαδειά. Το δημοτικό και το γυμνάσιο το τελείωσε στη γενέτειρά του και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ιατρική στο διάστημα1911-1913.
Τις ιατρικές του σπουδές τις συνέχισε στο Βερολίνο (1913 - 1914), στη Ζυρίχη (1915-1916) και στη Βέρνη (1916-1917).
Από τη Βέρνη πήρε το δίπλωμά του και τον Ιανουάριο του 1919 ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της Ιατρικής.
Το διάστημα 1918-1919 εργάστηκε στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου της Βέρνης και από το 1919 έως το 1928 στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου, ως βοηθός του καθηγητή Sauerbruch. Στο διάστημα αυτό, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών του πάνω στα ζητήματα της Χειρουργικής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1929, όπου έκανε λαμπρή καριέρα. Το Μάη του 1929, έγινε υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο διάστημα 1929-1935, ήταν διευθυντής Χειρουργικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ». Από το 1935 έως το 1939 εργάστηκε ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Εγχειρητικής Τοπογραφικής Ανατομικής και ως διευθυντής της III Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Το 1939 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής και διευθυντής της XI Πανεπιστημιακής Κλινικής Αθηνών στο «Αρεταίειον» Νοσοκομείο. Τον Αύγουστο του 1938 παντρεύτηκε την δασκάλα Νίκη Κουλέτση , με την οποία απέκτησαν, ένα χρόνο μετά, το πρώτο τους παιδί, τον Σωκράτη .
Κατοχή και Εμφύλιος:
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Π. Κόκκαλης υπηρέτησε ως αντισυνταγματάρχης του Υγειονομικού με ευθύνη συμβούλου χειρουργού, στο Σώμα Στρατού στην Ήπειρο.
Από τους πρώτους μήνες της γερμανικής κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, αρχικά μέσα στο σώμα της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Όταν η ιταλική
κατοχική διοίκηση προσπάθησε να επιβάλει την ορκωμοσία των πανεπιστημιακών στο
όνομα του βασιλιά της Ιταλίας, μαζί με άλλους θαρραλέους συναδέλφους του
αρνήθηκε επιδεικτικά. Το ίδιο αποφασιστικά αρνήθηκαν να αποδεχτούν την
ανακήρυξη καθηγητών που θέλησαν να επιβάλλουν στο Πανεπιστήμιο οι γερμανικές
αρχές, προς όφελος προσώπων που συνεργάζονταν μαζί τους. Για τη στάση του αυτή διώχτηκε τον Φεβρουάριο
του 1942 από τη θέση του διευθυντή της χειρουργικής στον Ευαγγελισμό και τον
Οκτώβριο του ίδιου έτους από τη θέση του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Τον Απρίλιο του 1944 ο Π. Κόκκαλης εκλέχτηκε Γραμματέας («Υπουργός») κοινωνικής Πρόνοιας της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστής και ως Κυβέρνησης του Βουνού.
Όταν το γεγονός αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό, η γυναίκα του Νίκη με τον πεντάχρονο τότε γιο τους, κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια για να σωθούν από τις αναμενόμενες διώξεις. Λίγες βδομάδες αργότερα, σε συνθήκες παρανομίας, γεννήθηκε και η κόρη τους Αυγή.
Στο ίδιο διάστημα, μέλη των SS εισέβαλαν
στην κατοικία της οικογένειας , στην οδό
Υψηλάντoυ 27, και αφού συνέλαβαν τον 88χρονο
πατέρα του Π. Κόκκαλη και τον οδήγησαν για ανάκριση στα κρατητήρια της Gestapo, στην περιβόητη οδό Μέρλιν, καταλήστεψαν οτιδήποτε πολύτιμο αντικείμενο
βρήκαν στο σπίτι: έπιπλα, κοσμήματα, ρουχισμό, πίνακες ζωγραφικής, χειρουργικά
εργαλεία, τη βιβλιοθήκη και το επιστημονικό αρχείο του Π. Κόκκαλη. Από τη μανία των SS δεν
γλύτωσαν ούτε τα σπίτια των γονέων και των αδελφών της γυναίκας του, Νίκης. Ο
πατέρας του, αφού βασανίστηκε φρικτά, με σκοπό να μαρτυρήσει τον γιο του και
τις διάφορες διασυνδέσεις του, μεταφέρθηκε μετά από μερικές εβδομάδες,
ετοιμοθάνατος, στο «Αρεταίειον», όπου
και μέσα σε λίγες μέρες εξέπνευσε.
Τον Αύγουστο του 1944 η σύζυγος και τα παιδιά μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των οργανώσεων του
ΕΑΜ στη Βόρειο Ελλάδα όπου ξανάσμιξαν και παρέμειναν μαζί με τον Π. Κόκκαλη,
μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών από τη χώρα, τον Οκτώβριο του 1944.
Στο μεταξύ, τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Π. Κόκκαλης προσχώρησε στο ΚΚΕ και έγινε μέλος του.
Με την επιστροφή στην Αθήνα αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ξαναγύρισε
στις προηγούμενες θέσεις του στον Ευαγγελισμό και στο Πανεπιστήμιο, για σύντομο
όμως χρονικό διάστημα, μιας και στα γεγονότα των Δεκεμβριανών που
επακολούθησαν, χειρουργούσε αδιάκοπα κάτω από δύσκολες συνθήκες παρανομίας, σε
ιδιωτικά ιατρεία, τραυματισμένους μαχητές του ΕΛΑΣ. Τον Ιανουάριο του 1945,
μέσα στο βαρύ κλίμα της εποχής, διέφυγε με την οικογένεια του στο Περτούλι
Τρικάλων, όπου βρίσκονταν το Αρχηγείο
του ΕΛΑΣ, για να επιστρέψουν και πάλι στην Αθήνα, μετά από ένα μήνα, τον
Φεβρουάριο του 1945, μετά τη Συμφωνία της
Βάρκιζας.Το καλοκαίρι του 1945 απολύθηκε εκ νέου από το Πανεπιστήμιο,
λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας. Στο διάστημα εκείνο, 1945-46, απολύθηκαν
αρκετοί αριστεροί Πανεπιστημιακοί, όπως ο Νίκος Κιτσίκης, ο Αχιλλέας
Παπαπέτρου, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και ο Νίκος Κριτικός με την κατηγορία ότι
υποκίνησαν ή συμμετείχαν στην εξέγερση του Δεκεμβρίου.
Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά, όταν το Σεπτέμβριο του 1946 και τον
Φεβρουάριο του 1947 υπέστη δύο σοβαρά
καρδιακά εμφράγματα. Για το λόγο αυτό, το Μάιο του 1947, αναχώρησε για θεραπεία
στη Γαλλία και στην Ελβετία. Εκεί θα τον συναντήσουν τα υπόλοιπα μέλη της
οικογένειάς του, στα τέλη του Αυγούστου του 1947, για να μεταβούν τρεις
βδομάδες αργότερα, όλοι μαζί, στο Βελιγράδι.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1947, με τη δημιουργία από τον Δημοκρατικό Στρατό
της Ελλάδας (ΔΣΕ) της Προσωρινής
Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, ορίστηκε Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας
(και προσωρινά Παιδείας), ενώ παράλληλα προσέφερε συμβουλευτικές ιατρικές
υπηρεσίες στον μαχόμενο ΔΣΕ. Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε τα καθήκοντα του
προέδρου της Επιτροπής
Βοήθειας προς το Παιδί (ΕΒΟΠ), η
οποία είχε ιδρυθεί τον Μάιο του 1948, επιφορτισμένος με το τεράστιο έργο της
στέγασης, ιατρικής μέριμνας και μόρφωσης των χιλιάδων παιδιών που είχαν αρχίσει
να μεταφέρονται από τον ΔΣΕ, από την άνοιξη του 1948 και μετά, στις
σοσιαλιστικές χώρες, με το λεγόμενο «παιδομάζωμα». Στην ΕΒΟΠ συμμετείχαν ακόμη
η Έλλη Αλεξίου, ως υπεύθυνη για τη συγγραφή μαθητικών περιοδικών, ο Γιώργος
Αθανασιάδης για τη συγγραφή σχολικών βιβλίων και άλλοι Έλληνες εκπαιδευτικοί
εκείνης της εποχής.
Στις 6 Αυγούστου του 1948, ο Π. Κόκκαλης έλαβε μέρος στο πρώτο παγκόσμιο
συνέδριο των διανοουμένων για την ειρήνη, στο
Wroclaw /Breslau της Πολωνίας, ενώ στις αρχές Ιουνίου του 1949, λόγω ίσως και της καλής
γνώσης των γαλλικών, υποδέχτηκε και συνόδευσε στις περιοχές του Γράμμου, που
ελέγχονταν από τον ΔΣΕ, τον Γάλλο ποιητή
Paul Éluard, μαζί με μια
γαλλική αντιπροσωπεία πολιτικών και διανοούμενων. Η επίσκεψη αυτή, που διήρκησε
δυο περίπου εβδομάδες, είχε ως στόχο την εμψύχωση των μαχητών και την ενίσχυση
του διεθνούς κύρους του ΔΣΕ και της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, που επήλθε στα τέλη του Αυγούστου του 1949 με την ήττα του ΔΣΕ στον Γράμμο, ο Π. Κόκκαλης ακολούθησε την τύχη των άλλων μαχητών στην πολιτική προσφυγιά. Σταθμοί της προσφυγικής πορείας για τον ίδιο και την οικογένειά του αποτέλεσαν, μετά το Βελιγράδι, η Ουγγαρία και από το 1950 το Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Το 1950 πήρε μέρος στο συνέδριο του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης, στη Βαρσοβία, στο οποίο και αναδείχτηκε μέλος του, δίπλα στον Pablo Picasso, στον ποιητή Louis Aragon, στους διάσημους φυσικούς Frédéric Joliot-Curieυ και John Desmond Bernal, τον Yves Montand κ.ά. Στο διάστημα 1950-1955, από τη θέση του υπευθύνου της ΕΒΟΠ, οι δραστηριότητές του επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των διαφόρων αναγκών των παιδιών των πολιτικών προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες.
Πριν την οριστική εγκατάσταση του Π. Κόκκαλη στο Ανατολικό Βερολίνο είχαν προηγηθεί τουλάχιστον τρεις άλλες επισκέψεις στην πόλη, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια.
Τον Ιανουάριο του
1949 ο Πέτρος Κόκκαλης επισκέφτηκε την γερμανική πρωτεύουσα με μια ελληνική
αντιπροσωπεία, η οποία έγινε δεκτή με τιμές από την γερμανική ηγεσία της τότε
Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής (η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) ιδρύθηκε
μερικούς μήνες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 1949). Στην αντιπροσωπεία αυτή συμμετείχαν
ακόμη, ο αντιστράτηγος του ΔΣΕ Κικίτσας
(Σαράντης Πρωτόπαππας), ο υποστράτηγος Λάμπρος (Νίκος Κανακαρίδης) και ένας
δάσκαλος ονόματι Σικαβίτσας, με την ιδιότητα του μέλους του κεντρικού
συμβουλίου της σλαβομακεδονικής οργάνωσης Λαϊκό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΝΟΦ), που
αγωνίζονταν τότε στις γραμμές του ΔΣΕ.
Σκοπός της επίσκεψης αυτής ήταν η τόνωση της βοήθειας που παρείχε το
ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό κόμμα SED προς τον
ΔΣΕ, μέσω μιας διαφημιστικής εκστρατείας για τον αγώνα των ανταρτών στα
ελληνικά βουνά.
Σημειωτέον ότι εκείνο το χρονικό διάστημα το δυτικό τμήμα του Βερολίνου βίωνε τον γνωστό οδικό αποκλεισμό (Berliner Blockade), ενώ στο Γράμμο είχε συγκληθεί (στις 30-31 Ιανουαρίου) η περίφημη 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στην οποία μεταξύ των άλλων είχε εμπλέξει, με όλες τις γνωστές συνέπειες, και το «μακεδονικό» ζήτημα.
Στο Βερολίνο η αντιπροσωπεία διέμενε στο πολυτελές ξενοδοχείο Johannishof, κοντά στο σταθμό Friedrichstraße και άρχισε τις εργασίες της στις 26 Ιανουαρίου. Τις επόμενες μέρες έγινε επίσημα δεκτή από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, από την Επιτροπή Οικονομικών της χώρας (προπομπό του μετέπειτα Υπουργείου Οικονομικών) καθώς και από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Στις 30 Ιανουαρίου έγινε προς τιμήν της μεγάλη εκδήλωση στην τότε Κρατική Όπερα του Βερολίνου (που στο διάστημα εκείνο, λόγω επισκευών του ιστορικού κτιρίου, στεγαζόταν στο φημισμένο Admiralspalast), όπου εκ μέρους της ελληνικής αντιπροσωπείας μίλησε ο Πέτρος Κόκκαλης. Συμμετείχαν διάφοροι γνωστοί καλλιτέχνες της χώρας, η χορωδία της κομμουνιστικής νεολαίας FDJ και η ορχήστρα της Κρατικής Όπερας. Εκείνες τις μέρες ο Π. Κόκκαλης είχε την ευκαιρία να συναντηθεί και με τον Υπουργό Παιδείας της χώρας, Paul Wandel, με τον οποίο συζήτησε θέματα της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων προσφύγων. Η γνωριμία του αυτή με το κυβερνητικό στέλεχος θα αποβεί αργότερα καθοριστική τόσο για την εγκατάσταση όσο και για την επιστημονική του ανέλιξη.
Μια ακόμη επίσημη επίσκεψη του Π. Κόκκαλη στην ανατολικογερμανική πρωτεύουσα έγινε μετά από πέντε χρόνια, στην Έκτακτη Συνδιάσκεψη του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (23 έως 28 Μαΐου 1954) με την ιδιότητα του μέλους. Στη συνδιάσκεψη αυτή συμμετείχαν επίσης, ως εκπρόσωποι της Ελλάδας, ο Λέων Μανωλίδης και ο Μιχάλης Στριγγάρης ενώ από την Κύπρο είχαν έρθει ο Βάσος Λυσαρίδης και ο Ανδρέας Πουγιούρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη ΛΔ Γερμανία εκπροσωπούσαν, μεταξύ άλλων, και ο Bertolt Brecht, η σύζυγός του Helene Weigel, η Anna Seghers και ο Arnold Zweig, ενώ ένας από τους δυο εκπροσώπους της Τουρκίας ήταν ο ποιητής Nazim Hikmet. Στη Συνδιάσκεψη αυτή ο Π. Κόκκαλης έκανε μια εμπεριστατωμένη ομιλία για τα ζητήματα ειρήνης που αφορούσαν την Ελλάδα, κυρίως σχετικά με την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην χώρα και την αποθήκευση πυρηνικών όπλων, για τις υπέρογκες δαπάνες της χώρας για εξοπλισμούς, καθώς και για τις σχέσεις της Ελλάδας με τις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Η τελευταία, μάλλον, επίσκεψη, πριν τη μόνιμη εγκατάσταση του Π. Κόκκαλη στο Βερολίνο έγινε με αφορμή την Πρώτη Ετήσια Συνεδρίαση της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, στο διάστημα 28 Μαρτίου έως 2 Απριλίου 1955. Κατά την επίσκεψη αυτή ο Π. Κόκκαλης είχε τη δυνατότητα, μέσω διαφόρων προσωπικών επαφών, να τακτοποιήσει τις τελευταίες εκκρεμότητες πριν ξεκινήσει, λίγες μέρες αργότερα, η επίσημη τυπική διαδικασία της μετεγκατάστασής του στη χώρα αυτή.
Η εγκατάσταση
Κατά την παραμονή του στη Ρουμανία, στις αρχές της δεκαετίας του '50, τον απασχολούσε ολοένα και περισσότερο η επιστροφή στο επάγγελμά του, στον επιστημονικό ιατρικό τομέα. Στην κατάσταση της προσφυγιάς, διαπίστωνε, ότι μόνο η νεότευκτη τότε ΛΔ Γερμανία θα μπορούσε να του προσφέρει, (όχι μόνον λόγω γλώσσας), τις συνθήκες απασχόλησης που επιθυμούσε.
Έτσι, μέσω των κομματικών και προσωπικών του γνωριμιών (ειδικά με τον τότε Υπουργό Παιδείας Paul Wandel, ο οποίος τύχαινε να είναι και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του SED), εκδήλωσε προς τους ιθύνοντες την επιθυμία του να εγκατασταθεί στη χώρα αυτή και να ασχοληθεί, λόγω της κατάστασης της υγείας του μετά από τα δύο εμφράγματα, αποκλειστικά με την έρευνα. Για τους κυβερνώντες στη ΛΔ Γερμανία η επιθυμία του αυτή αποτελούσε μια ευτυχή και ευπρόσδεκτη περίπτωση, μιας και το επιστημονικό και πολιτικό κύρος του Π. Κόκκαλη ήταν ήδη γνωστό, αλλά και επειδή στη χώρα επικρατούσε εκείνη την εποχή μεγάλη έλλειψη γιατρών. Μέχρι το κτίσιμο του Τείχους, τον Αύγουστο του 1961, 7500 περίπου γιατροί είχαν εγκαταλείψει την ανατολική Γερμανία, οι μισοί δε από αυτούς, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '50. Σε σύγκριση με το έτος 1946, η χώρα είχε χάσει πάνω από το μισό του ιατρικού της προσωπικού.
Το ελληνικό κομμουνιστικό Κόμμα, από το οποίο ο Π. Κόκκαλης έπρεπε να πάρει τη σχετική άδεια, δεν έφερε βέβαια καμία αντίρρηση στη μετακίνηση αυτή. Ίσως κάποιους ενδοιασμούς, προερχόμενους από τα πρόσφατα κατοχικά τραύματα, να εξέφρασε η σύζυγός του, Νίκη Κόκκαλη, η οποία δεν μπορούσε, παρά τις ριζικά καινούργιες συνθήκες, να αποποιηθεί συναισθηματικά το γεγονός, ότι θα μετέβαιναν σε μια από τις δυο χώρες εκείνου του έθνους, που είχε αιματοκυλίσει σαν κατακτητής, πριν λίγα χρόνια, την Πατρίδα τους και που είχε, συν τοις άλλοις, καταληστέψει την οικογενειακή τους περιουσία.
Μετά από τη σχετική αίτηση της ΚΕ του ΚΚΕ προς τα αδελφό ανατολικογερμανικό Κόμμα, το Τμήμα Προπαγάνδας και Επιστήμης της Κεντρικής Επιτροπής του SED, εισηγήθηκε στις 13 Απριλίου 1955, την μετοίκηση του Π. Κόκκαλη με την οικογένειά του στη ΛΔ Γερμανία. Το σύντομο κείμενο της εισήγησης κατέληγε με την επισήμανση: „Ο σύντροφος Καθηγητής Κόκκαλης είναι γνωστός του συντρόφου Wandel, ως ένας αγωνιστής με πολύ καθαρούς πολιτικούς στόχους“. Η τυπική έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του SED επήλθε μια βδομάδα αργότερα. Στην μετακίνηση αυτή προς την ανατολικογερμανική πρωτεύουσα δεν ακολούθησε την οικογένεια ο Σωκράτης, αφού μετά τη φοίτησή του σε ρουμανικό γυμνάσιο, αναχώρησε για σπουδές στη Μόσχα, στο διάσημο εκείνη την εποχή πανεπιστήμιο Lemonosow, για να ξανασμίξει μαζί τους στο Βερολίνο πέντε χρόνια αργότερα.
Στην Ακαδημία Επιστημών
Η επιστημονική και επαγγελματική δραστηριότητα του Π. Κόκκαλη στη ΛΔ Γερμανία ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο της Ακαδημίας Επιστημών. Η Γερμανική Ακαδημία των Επιστημών στο Βερολίνο (Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin), ήταν το σημαντικότερο θεσμικό ίδρυμα έρευνας στη ΛΔ Γερμανίας. Είχε δημιουργηθεί επίσημα το 1946, συνεχίζοντας την παράδοση της πρότερης Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Η Ακαδημία Επιστημών ήταν από τη μια, ένα είδος Λέσχης Λογίων, στην οποία γινόταν κανείς μέλος μετά από αυστηρή επιλογή και απ' την άλλη, παράλληλα, φορέας έρευνας ενός μεγάλου αριθμού ερευνητικών ινστιτούτων. Οι ερευνητικοί τομείς αποτελούνταν από έξι τμήματα (Klassen), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και εκείνο της Ιατρικής. Η Ακαδημία στεγαζόταν σε ένα μεγαλοπρεπές ιστορικό κτίριο στο κέντρο του Βερολίνου, στη γωνία σήμερα Jägerstraße και Gendarmenmarkt.
Ο Πέτρος Κόκκαλης, (προς διόρθωση μιας λανθασμένης πληροφορίας που
απαντάται συχνά), δεν υπήρξε μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας. Ο μοναδικός
έλληνας επιστήμονας που ανακηρύχτηκε μέλος της εκείνη την εποχή, ήταν ο φυσικός
Αχιλλέας Παπαπέτρου, επίσης διωχθείς Πανεπιστημιακός του Ε.Μ. Πολυτεχνείου της
Αθήνας από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς. Επίσης λανθασμένη είναι και η πληροφορία
(η οποία μάλιστα έχει μεταφερθεί και σε μεταγενέστερες γερμανικές πηγές) , ότι δηλαδή ο Π. Κόκκαλης
υπήρξε εκείνη την εποχή προσωπικός
γιατρός (Leibarzt) του ανατολικογερμανού ηγέτη Walter Ulbricht. Ο προσωπικός γιατρός του Ulbricht ήταν ο Dr. Theodor Auerbach, ο οποίος
και τον συνόδευε σε όλα του τα ταξίδια. Επί πλέον,
ούτε η εργασιακή σχέση του Π. Κόκκαλη προέβλεπε κάτι αντίστοιχο, ούτε το
αντικείμενο της δουλειάς του άφηνε οποιαδήποτε χρονικά περιθώρια για μια
συστηματική και συνεχή ιατρική φροντίδα του κυβερνητικού στελέχους. Ίσως η φήμη
αυτή να προήλθε από κάποια μεμονωμένη προσωπική ιατρική εξέταση ή απλώς από το
γεγονός ότι οι δυο άντρες γνωρίζονταν προσωπικά.
Οι πρώτες επίσημες διαδικασίες για τη δημιουργία της θέσης, την οποία αργότερα ανέλαβε ο Π. Κόκκαλης, είχαν ξεκινήσει στις 8 Ιουλίου 1954, όταν το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔ Γερμανίας αποφάσισε την δημιουργία ενός νέου ινστιτούτου ερευνών της καρδιάς και του κυκλοφορικού συστήματος Υλοποιώντας σε πρώτη φάση την απόφαση αυτή η Ακαδημία Επιστημών δημιούργησε το σχήμα δυο συνεργαζόμενων ινστιτούτων έρευνας. Ένα χρόνο σχεδόν αργότερα, στις 7 Ιουνίου1955, ο Π. Κόκκαλης διορίστηκε Διευθυντής του ενός από αυτά, ήτοι του Ινστιτούτου πειραματικής χειρουργικής του κυκλοφορικού (Arbeitsstelle für experimentelle Kreislaufchirurgie), το οποίο αργότερα, το 1960, μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο πειραματικής καρδιο- και αγγειοχειρουργικής (Arbeitsstelle für experimentelle Herz- und Gefäßchirurgie). Την διεύθυνση του άλλου Ινστιτούτου (Βιοχημείας του κυκλοφορικού), ανέλαβε ο Καθηγητής Albert Wollenberger, ένας γιατρός με σπουδές, μεταξύ των άλλων και στο Πανεπιστήμιο Harvard των Ηνωμένων Πολιτειών.
Την 1η
Ιουλίου 1955 υπογράφτηκε στο Βερολίνο το συμβόλαιο εργασίας με την Ακαδημία
Επιστημών. Σύμφωνα με ορισμένους όρους του συμβολαίου, ο Π. Κόκκαλης, υποχρεώνονταν σε εχεμύθεια ως προς το
αντικείμενο της εργασίας του και ως προς υπηρεσιακά θέματα της Ακαδημίας, ακόμα
και μετά τη λήξη του συμβολαίου. Επίσης, δημοσιεύσεις των ερευνών του ,
δηλώσεις τυχόν πατεντών ή ενδεχόμενες επαγγελματικές συναλλαγές του με άλλους
φορείς, επιτρέπονταν μόνον κατόπιν συγκατάθεσης της Ακαδημίας. Από τη μεριά
της, η Ακαδημία υποχρεώνονταν στην εξασφάλιση της απαραίτητης επιστημονικής
βιβλιογραφίας από τη Δυτική Γερμανία και το εξωτερικό γενικότερα, όπως επίσης
και στην υποστήριξη υπηρεσιακών και επιστημονικών ταξιδιών του Π. Κόκκαλη στην
Δυτική Γερμανία και στο εξωτερικό. Η Ακαδημία δεσμεύονταν επίσης να παρέχει
κάθε δυνατή υποστήριξη, ώστε τα παιδιά του να λάβουν ανάλογα με τις
προϋποθέσεις και τα προσόντα τους, την εκπαίδευση της επιθυμίας του, στη ΛΔ
Γερμανία. Ο μηνιαίος μισθός που είχε συμφωνηθεί, υπερέβαινε αρκετά τον μέσον
όρο του μισθού ενός διευθυντή ινστιτούτου κατά το μισθολόγιο της Ακαδημίας, ενώ
είχε ρυθμιστεί παράλληλα και η δυνατότητα καταβολής διαφόρων πριμ.
Η Ακαδημία
μερίμνησε, ώστε η οικογένεια του Π. Κόκκαλη να εγκατασταθεί σε μια ευρύχωρη
μονοκατοικία, στη Waldstr. 36, στην
περιοχή Berlin-Johannisthal, στην οπoία
προηγούμενα διέμενε ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας, Καθηγητής Wolfgang Steinitz. Για κάποιο
χρονικό διάστημα, στη σοφίτα της κατοικίας τους έμενε μαζί τους η φιλόλογος
Μαρίκα Μινέεμη, Ελληνίδα από την Αίγυπτο και απασχολούμενη στο Ινστιτούτο ελληνο-ρωμαϊκών
σπουδών της Ακαδημίας Επιστημών υπό τον Καθηγητή Johannes Irmscher, στο ίδιο
δηλαδή ινστιτούτο που εργαζόταν εκείνο
το διάστημα ο Δημήτρης Χατζής και η Μέλπω Αξιώτη
Με την πάροδο των πρώτων εβδομάδων προσαρμογής, εμφανίστηκαν και τα πρώτα προβλήματα στον νέο επαγγελματικό στίβο του Π. Κόκκαλη. Συγκεκριμένα, ενώ οι απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες για τον ίδιο και την οικογένεια είχαν τακτοποιηθεί γρήγορα, δεν είχε βρεθεί ακόμη λύση στο ουσιαστικότερο πρόβλημα, αυτό της στέγασης του ινστιτούτου του. Οι αρχικές προθέσεις της Κυβέρνησης και της Ακαδημίας ήταν, να κτιστεί σε σύντομο χρόνο, ένα νέο κτήριο στο νοσοκομείο Hufenlandkrankenhaus στην περιοχή Berlin-Buch, το οποίο θα στέγαζε και τους δυο κλάδους (Βιοχημείας και πειραματικής Χειρουργικής) ώστε να αλληλοσυμπληρώνουν και να συντονίζουν καλύτερα της εργασία τους. Και ενώ το ινστιτούτο του Καθηγητή A. Wollenberger εγκαταστάθηκε προσωρινά σε κάποιους διαθέσιμους χώρους του εν λόγω νοσοκομείου, για τον Π. Κόκκαλη τα πράγματα βρίσκονταν ακόμη «στον αέρα». Παρά τις αρχικές παραινέσεις της Ακαδημίας προς τα διάφορα νοσοκομεία και ερευνητικά ιδρύματα να προτείνουν κάποιες προσωρινές δυνατότητες στέγασης, είτε από αντικειμενικούς είτε από προσωπικούς λόγους, μια λύση δεν διαφαινόταν πουθενά. Τελικά έπρεπε το Νοέμβριο 1955, υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί παράγοντες να «τρίξουν τα δόντια» προς όλες τις κατευθύνσεις για να βρεθούν κάποιοι προσωρινοί, όπως δηλώθηκε αρχικά, χώροι στο Δημοτικό Νοσοκομείο (Städtisches Krankenhaus) του Friedrichshain.
Το ιστορικό
αυτό νοσοκομείο του Βερολίνου, που είχε κτιστεί
σε σχέδια του Martin Gropius και Heino Schmieden, άρχισε να λειτουργεί το 1874 και
υπήρξε το δεύτερο νοσοκομείο στην πόλη, μετά δηλαδή το Charité. Απέκτησε ιδιαίτερη φήμη στην εποχή του Ναζισμού, λόγω του γεγονότος, ότι
σε αυτό πέθανε το 1930, μετά από μια απόπειρα εναντίον του, το στέλεχος του
ναζιστικού κόμματος Horst Wessel, του οποίου πήρε και το όνομα αργότερα, μέχρι τη λήξη του πολέμου. Το
νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Στις
αρχές της δεκαετίας του '50 ανοικοδομήθηκε με ένα νέο εξαώροφο συγκρότημα με
χειρουργεία και θαλάμους ασθενών, και μια πολυκλινική με τη νέα είσοδο του
νοσοκομείου. Στο εν λόγω διάστημα εργαζόταν στο νοσοκομείο αυτό ακόμη ένας έλληνας
γιατρός, ο νευρολόγος Γεώργιος Δεστούνης, ο οποίος βρίσκονταν στο Βερολίνο από
το 1937, και είχε έλθει για μετεκπαίδευση από το Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού
της Αθήνας.
Στον Π. Κόκκαλη προσφέρθηκαν τέσσερα δωμάτια στο ανατολικό κτίριο της παλαιάς πύλης και κάποιοι υπόγειοι χώροι στην ανατολική πτέρυγα του εξαώροφου νέου συγκροτήματος. Για την πραγματοποίηση των εγχειρητικών πειραμάτων διατέθηκαν ένα πρώην καταφύγιο (Bunker), το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου λειτουργούσε ως χειρουργείο. Για την φύλαξη των πειραματόζωων προϋπήρχαν κάποιοι στάβλοι εντός της έκτασης του νοσοκομείου. Αν και η λύση αυτή δεν του φάνηκε ικανοποιητική και παρά τις επίμονες αλλά ανεπιτυχείς προσπάθειές του να βρει χώρους στο ίδιο νοσοκομείο με το Ινστιτούτο Βιοχημείας στο Buch, ο Π. Κόκκαλης, μετά από άνωθεν υποσχέσεις για εξεύρεση λύσης μέσα σε διάστημα έξι μηνών, αποδέχτηκε τελικά την παραχώρηση των παραπάνω χώρων τον Απρίλιο του 1956. Χρειάστηκε όμως να περάσουν άλλοι έξι μήνες, έως ότου δηλαδή γίνουν οι αναγκαίες επισκευές και μετατροπές στις κτηριακές εγκαταστάσεις, καθώς και η προμήθευση του απαραίτητου ιατρικού εξοπλισμού και υλικού, για να μπορέσει ο Π. Κόκκαλης, τον Οκτώβριο του 1956, (15 δηλαδή μήνες μετά την έναρξη του συμβολαίου του) να ξεκινήσει τα πρώτα του πειράματα με σκύλους.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, είχε προσλάβει, ως συνεργάτη στο Ινστιτούτο του, τον γιατρό Νίκο Μαγκάκη, ο οποίος ανέλαβε τον τομέα ιστολογίας. Ο Ν. Μαγκάκης βρίσκονταν από το 1950 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Πράγα και εργαζόταν στο Ινστιτούτο παθολογίας του Πανεπιστημίου της τσέχικης πρωτεύουσας. Προηγούμενα, το 1944, είχε απολυθεί από το Αντικαρκινικό Ινστιτούτο της Αθήνας και αυτός για πολιτικούς λόγους.
Στο διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1956, ο Π. Κόκκαλης μαζί με την ερευνητική του ομάδα, (που στο ξεκίνημά της αποτελούνταν από εννέα συνολικά άτομα, εκ των οποίων αρχικά μόνον αυτός και ο Ν. Μαγκάκης ήταν επιστήμονες), διεξήγαγε πειράματα σε 18 σκύλους. Το αντικείμενο των πειραμάτων και ερευνών τους περιστρέφονταν αρχικά γύρω από τις παθήσεις της καρδιάς και τις δυνατότητες εγχειρητικών επεμβάσεων για την αποκατάσταση της λειτουργίας της, κυρίως μετά από εμφράγματα, εξετάσεις των βιοχημικών και μορφολογικών διαδικασιών που οδηγούν σε αρρυθμίες ή σε ανακοπή, κ.ά.
Οι συνθήκες εργασίας
Οι συνθήκες έρευνας, εργασίας και λειτουργίας στο Ινστιτούτο του Π. Κόκκαλη υπήρξαν ιδιαίτερα προβληματικές. Ένα από τα αρχικά προβλήματα αποτελούσε η φύλαξη των σκυλιών μέσα στην έκταση των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων. Ο διαρκής θόρυβος από τα υπεράριθμα (περίπου 25) στοιβαγμένα σκυλιά στους στάβλους, οδηγούσαν σε έντονα παράπονα των ασθενών από τα πλησιέστερα κτήρια, αλλά και συναδέλφων γιατρών του νοσοκομείου. Έτσι, στις 29 Δεκεμβρίου 1956, η Υπηρεσία Υγείας του Δήμου Βερολίνου, απευθύνθηκε στην Ακαδημία με παρατηρήσεις για τη σοβαρή ενόχληση προς ασθενείς και περίοικους λόγω θορύβου από τη φύλαξη των σκυλιών και έκανε συστάσεις μεταφοράς των στάβλων σε άλλη περιοχή. Στη συνέχεια εξέφρασε την παράκληση προς την Ακαδημία να φροντίσει να βρεθούν κάποιοι άλλοι χώροι για τον Π. Κόκκαλη, μιας και αυτοί που χρησιμοποιούσε προσωρινά ήταν επειγόντως απαραίτητοι για άλλους εργαστηριακούς σκοπούς του νοσοκομείου.
Εκτός από αυτό, οι ίδιοι οι χώροι εργασίας αποδεικνύονταν με την πάροδο του χρόνου και με την βαθμιαία αύξηση των μελών της ερευνητικής ομάδας, ολοένα και πιο ανεπαρκείς και ακατάλληλοι, αφού οι περισσότεροι ήταν υπόγειοι, χωρίς επαρκή εξαερισμό και φυσικό φωτισμό και συν τοις άλλοις, διασκορπισμένοι σε διάφορα κτήρια του νοσοκομείου. Ο Π. Κόκκαλης δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να θέτει το πρόβλημα προς κάθε αρμόδια πλευρά. Τον Σεπτέμβριο του 1957, παράλληλα με τη αίτηση για διάθεση ενός υπηρεσιακού αυτοκινήτου με οδηγό, (η οποία τελικά εγκρίθηκε), διατύπωνε ανοικτά τις αμφιβολίες του προς την Ακαδημία, για το εάν αυτή είναι πλέον σε θέση να τηρήσει τις αρχικές υποσχέσεις της προς τον ίδιο. Το ίδιο έκανε, στο εξής, κάθε χρόνο, μέσα στην ετήσια αναφορά πεπραγμένων του Ινστιτούτου του, αναφερόμενος στη μη υλοποίηση των από καιρό ειλημμένων αποφάσεων τόσο του κυβερνητικού συμβουλίου της χώρας όσο και της Ακαδημίας Επιστημών, και την καθυστέρηση της δημιουργίας, τουλάχιστον για το ξεκίνημα, των οικοδομικών σχεδίων.
Στην ετήσια αναφορά για το 1959 έκανε λόγο για „εντελώς παράλογες και ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης“, οι
οποίες είναι γνωστές σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, και ότι η κατάσταση αυτή
έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην πρόοδο της έρευνας. Σε μια άλλη αναφορά, τον
προηγούμενο χρόνο, έθιγε επίσης και το πρόβλημα του διασκορπισμού των επί
μέρους τμημάτων του ινστιτούτου του, που είχε σαν αποτέλεσμα την άσκοπη απώλεια
εργασιακού χρόνου και δυναμικού για τις μετακινήσεις, καθώς και την
αναποτελεσματική επίβλεψη της επί μέρους ερευνητικής εργασίας.
Παρά τις εκκλήσεις και τις διαμαρτυρίες του, ο Π. Κόκκαλης δεν ευτύχησε να δει το Ινστιτούτο του να στεγάζεται σε κάποιους αξιοπρεπέστερους χώρους Σ' αυτό έπαιξαν ρόλο διάφοροι παράγοντες. Αρχικά, διάφοροι ιατρικοί κύκλοι εντός και εκτός Ακαδημίας αμφισβητούσαν την σκοπιμότητα της ιδέας δημιουργίας χωριστού ινστιτούτου, όπως αυτή είχε αποφασιστεί στα ανώτατα πολιτικά κλιμάκια. Ορισμένα πρόσωπα αμφισβητούσαν επίσης, εν μέρει, και τη στελέχωση των ινστιτούτων. Ένας άλλος παράγοντας υπήρξε η αντικειμενική δυσκινησία της κρατικής μηχανής ως προς την αποτελεσματική ανάπτυξη των σχεδίων και των απαραίτητων ενεργειών για την υλοποίησή τους.
Και όταν στο τέλος ο σχεδιασμός και προϋπολογισμός του έργου
είχαν τελικά ολοκληρωθεί, ο δραστικός περιορισμός των οικονομικών πόρων της
Ακαδημίας, λόγω της επιδείνωσης των γενικότερων οικονομικών συνθηκών στη χώρα κατά
την περίοδο αυτή, επέφερε και το τελειωτικό χτύπημα για τη ματαίωση του όλου
έργου.
Μετά από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειές του, ο Π. Κόκκαλης θα πρέπει να αντέδρασε με ανάμεικτα συναισθήματα, όταν τον Ιούνιο του 1961, (εποχή κατά την οποία έχει πλέον καθιερωθεί επιστημονικά όχι μόνον στη χώρα αλλά και διεθνώς), ο Επιθεωρητής συνθηκών εργασίας του Εργατικού Συνδικάτου FDGB, μετά από μια επίσκεψη στους χώρους του Ινστιτούτου, σε μια επιστολή του, αφού του κατέγραφε αναλυτικά τις διάφορες ελλείψεις στους χώρους εργασίας (όπως, μικροί και ακατάλληλοι χώροι, ανεπαρκής εξαερισμός, έλλειψη παραθύρων, έλλειψη χώρων πλυσίματος, μπάνιου και ξεχωριστών τουαλετών για άνδρες και γυναίκες, διαρκής ενόχληση από οσμές, έλλειψη χώρων για τα κουφάρια των πειραματόζωων κ.ά.) του ζητούσε να φροντίσει, ώστε οι συνεργάτες του να μην εργάζονται μέσα στους χώρους αυτούς περισσότερο από τέσσερις ώρες την ημέρα. Επίσης απαιτούσε (!) από τον Π, Κόκκαλη να έρθει άμεσα σε επαφή με τις αρμόδιες αρχές, ώστε το Ινστιτούτο του να αποκτήσει κατάλληλους χώρους εργασίας, και ζητούσε τέλος, να του απαντήσει γραπτά έως τις 30.8.1961 για το αποτέλεσμα των ενεργειών του. Μετά την αναφορά αυτή του Επιθεωρητή είχε επιβληθεί μειωμένο ωράριο εργασίας για τους εργαζόμενους του Ινστιτούτου.
Πανεπιστημιακή διδασκαλία
Όταν το φθινόπωρο του 1956 ο Π. Κόκκαλης ξεκινούσε επιτέλους τις εργαστηριακές και πειραματικές εργασίες του, εκδήλωσε την επιθυμία να αποκτήσει, παράλληλα με την ερευνητική δραστηριότητα στην Ακαδημία, και τη δυνατότητα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Ανατολικού Βερολίνου.
Λόγω της πλήρους απασχόλησής του στην έρευνα, στο πλαίσιο της Ακαδημίας Επιστημών, επιδίωξε την ανακήρυξή του σε Καθηγητή με ανάθεση διδασκαλίας (Professor mit Lehrauftrag), έναν τίτλο που στο σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας βρισκόταν ιεραρχικά στην επόμενη βαθμίδα μετά τονTακτικό Καθηγητή (Ordinarius).
Μετά τις πρώτες επαφές και αιτήσεις η διαδικασία έδειχνε αρχικά να παρακωλύεται μέσα σε διάφορες εσωτερικές διοικητικές και πανεπιστημιακές διαμάχες ή να συνδέεται με διάφορους άσχετους όρους, ώσπου να γίνει σαφές στις υπηρεσίες που επεξεργάζονταν το θέμα ότι „η ανακήρυξη του κ. Καθηγητή Δρ Πέτρου Κόκκαλη σε Καθηγητή με ανάθεση διδασκαλίας αποτελεί επιθυμία της Κεντρικής Επιτροπής (του SED)“.
Ετσι, στη συνέχεια, σε μια
συνεδρίαση της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου στις 3 Μαΐου 1957 πάρθηκε η
σχετική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο Π. Κόκκαλης θα μπορούσε στο εξής να
κάνει ως Καθηγητής πανεπιστημιακές παραδόσεις, έως δυο ώρες την εβδομάδα, στο
νοσοκομείο του Friedrichshain, όπου
πραγματοποιούσε και τα πειράματά του.
Για τη δραστηριότητα αυτή δεν προβλέπονταν ξεχωριστός μισθός (παρά μόνο ωρομίσθια αμοιβή) ούτε επιπλέον βοηθητικό προσωπικό ή επιπλέον χώροι εργασίας. Η απόφαση της Σχολής εγκρίθηκε επίσης , όπως ήταν απαραίτητο, και από την Ακαδημία Επιστημών και την υπηρεσία προσωπικού της (Kaderabteilung) για να επικυρωθεί στο τέλος από το Τμήμα Διδασκαλίας και Έρευνας του Υπουργείου Παιδείας, στις 10 Σεπτεμβρίου 1957.
Το επίσημο έγγραφο της ανακήρυξης του Π. Κόκκαλη σε Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Humboldt με ανάθεση διδασκαλίας στον τομέα χειρουργικής και ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 1957, έφερε, μετά το τυπικό μέρος, την ακόλουθη φράση: „ Προσδοκώ ότι θα χρησιμοποιήσετε τις γνώσεις και τις ικανότητές σας στη ΛΔ Γερμανία για την επιστήμη στην υπηρεσία της ειρήνης και ότι θα δικαιώσετε την εμπιστοσύνη, που σας αποδεικνύει με αυτόν εδώ τον τρόπο η ΛΔ Γερμανία. “ (Υπογραφή: Dr. Wilhelm Girnus, Υφυπουργός)
Επιστημονική έρευνα και καταξίωση
Οι πρακτικές δυσκολίες στην καθημερινή εργασία δεν πτόησαν τον Π. Κόκκαλη κι ούτε μείωσαν στο παραμικρό το αναγεννημένο πάθος του για την ιατρική επιστήμη και έρευνα, ένα πάθος που την προηγούμενη περίοδο, λόγω Κατοχής, Εμφυλίου και (πρώτης) προσφυγιάς, είχε μείνει «στο ψυγείο» για πάνω από δέκα χρόνια.
Με την πάροδο του χρόνου είχε στήσει γύρω του μια αποτελεσματική ερευνητική ομάδα, η οποία στο αποκορύφωμά της, το 1961, αποτελούνταν από εννέα επιστήμονες ανώτατης εκπαίδευσης (γιατρούς, βιολόγους, χημικούς), οκτώ συνεργάτες τεχνολογικής εκπαίδευσης (ιατροφαρμακευτικούς βοηθούς, βοηθούς εργαστηρίων, νοσοκόμες) και δώδεκα συνεργάτες άλλων επαγγελμάτων (καθαριστές, φροντιστές ζώων, φωτογράφο, ηλεκτρολόγο κ.ά.)
Καθοριστικό γεγονός για την επιστημονική αναγνώριση και καθιέρωση του Π.
Κόκκαλη υπήρξε η συνεργασία του με έναν μεγάλο σοβιετικό επιστήμονα της εποχής
και πρωτοπόρο στον τομέα των μεταμοσχεύσεων οργάνων, τον Wladimir Petrowitsch Demichow. Ο W.P. Demichow (18.7.1916 - 22.11.1998) υπήρξε ο πρώτος χειρουργός στον κόσμο, που έκανε
με επιτυχία την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς, την πρώτη μεταμόσχευση πνεύμονα και
την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς και πνεύμονα μαζί, σε σκύλους. Τη μεγαλύτερη
δημοσιότητα γνώρισε δε από τις μεταμοσχεύσεις/προσκολλήσεις κεφαλιών σκύλων. (Ο
μετέπειτα διάσημος Νοτιοαφρικανός γιατρός Christiaan Barnard, ο οποίος
το 1967 επέτυχε την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς σε άνθρωπο, είχε επισκεφτεί το
1960 και το 1963 το ινστιτούτο του Demichow και τον θεωρούσε δάσκαλό του).
Ο Π. Κόκκαλης επισκέφτηκε από τα μέσα Νοεμβρίου 1957 έως τα τέλη Ιανουαρίου 1958 τη Σοβιετική Ένωση (Μόσχα και Λένινγκραντ) και είχε εκεί τη δυνατότητα να γνωριστεί καλά με τον σοβιετικό επιστήμονα και να παρακολουθήσει από κοντά τη δουλειά του. Ο W.P. Demichow του εκμυστηρεύτηκε τις πρωτοποριακές τεχνικές αγγειοχειρουργικής που εφαρμόζονταν τότε στη χώρα του, και ειδικότερα τη χρησιμοποίηση ενός πρόσφατα εφευρεμένου εργαλείου συρραφής αγγείων, το οποίο αποτελούσε διεθνώς αντικείμενο θαυμασμού του ιατρικού κόσμου και αποκαλούνταν γι αυτό «σπούτνικ της χειρουργικής».
Τον Δεκέμβριο του 1958, στα πλαίσια της συνεργασίας αυτής, ο W.P. Demichow προσκλήθηκε από τον Π. Κόκκαλη στη ΛΔ Γερμανία, μαζί με τον συνεργάτη του γιατρό I.A. Sytschenikow και έλαβαν μέρος από κοινού, σε μια σειρά από σημαντικά πειράματα με σκύλους. Συγκεκριμένα, διεξήγαγαν μεταμοσχεύσεις καρδιάς και πνεύμονα, επεμβάσεις αγγειοπλαστικής, μεταμοσχεύσεις μεγαλύτερων συμπλεγμάτων οργάνων και μεταμοσχεύσεις κεφαλής. Τα πειράματα αυτά έγιναν στην Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστήμιου Karl Marx της Λειψίας και στο Ινστιτούτο του Π. Κόκκαλη στο νοσοκομείο του Friedrichshain. Ήταν η πρώτη φορά που οι εγχειρήσεις αυτές γίνονταν εκτός Σοβιετικής Ένωσης και η πρώτη επίσης φορά σε γερμανικό έδαφος. Τα πειράματα παρακολούθησαν συνολικά περίπου 150 γιατροί από άλλες χώρες, όπως την Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Αλβανία, Ελλάδα, ΟΔ Γερμανία και το Δυτικό Βερολίνο. Στις 14 Ιανουαρίου 1959, στην τηλεόραση της ΛΔ Γερμανίας προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τα πειράματα και συγκεκριμένα, με τη μεταμόσχευση κεφαλιού ενός σκύλου, ο οποίος επέζησε με τα δυο του κεφάλια έξι ημέρες.
Η δημοσιότητα στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης της εποχής υπήρξε τεράστια. Ο 42χρονος Demichow, με το ευγενικό παρουσιαστικό του, είχε αποκτήσει εκείνες τις μέρες, το στάτους ενός «σταρ-επιστήμονα», ενώ τα επιτεύγματά του προβάλλονταν, συν τοις άλλοις, ως απόδειξη της υπεροχής του σοσιαλιστικού συστήματος και της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην καπιταλιστική Δύση. Επόμενο ήταν, ένα μεγάλο κομμάτι από τη δημοσιότητα αυτή, να αποκομίσει και ο Π. Κόκκαλης, όχι μόνον ως συνεργάτης αλλά ουσιαστικά ως ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της συγκεκριμένης χειρουργικής σχολής στη ΛΔ Γερμανία και στον κεντροευρωπαϊκό χώρο γενικότερα.
Από την αντίπερα όχθη, είτε στα πλαίσια μιας άλλου είδους θεώρησης είτε για απλούς λόγους αντιπροπαγάνδας, υπήρξαν διαφορετικές αντιδράσεις. Σε ένα άρθρο, για παράδειγμα, του περιοδικού Stern (Nr. 1, 1959) με τίτλο „Επιστήμη ή διαβολιά“ ο συντάκτης ανέφερε ότι „οι Σοβιετικοί χωρίς καθόλου συναισθήματα για το πειραματόζωο προσπαθούν να ανιχνεύσουν τα μυστικά της ζωής. Συχνά τα πειράματά τους είναι συνδεδεμένα με θεαματική προπαγάνδα“. Αλλού πάλι, γίνονταν λόγος για „ένα ακόμη πιο φρικτό πείραμα“, για “εκτρώματα της χειρότερης φαντασίας που έγιναν πραγματικότητα“ ή ακόμη ότι „κανένας οργανισμός δεν μπορεί να δεχτεί ξένα όργανα“.
Μετά από μια τόσο εκτεταμένη δημοσιότητα επακολούθησαν διάφορες προσκλήσεις προς τον Π. Κόκκαλη από αντίστοιχα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού. Έτσι, το καλοκαίρι του 1959 επισκέφτηκε για δυο εβδομάδες τη Στοκχόλμη, όπου έκανε μια σειρά παρουσιάσεων και ομιλιών στο εκεί πανεπιστήμιο και σε διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα. Το Μάιο του επόμενου έτους, προσκλήθηκε και επισκέφτηκε επίσης για 14 ημέρες την Πανεπιστημιακή Κλινική της Βασιλείας στην Ελβετία, ενώ τον Ιούνιο περιόδευσε μια εβδομάδα, για μια σειρά διαλέξεων, και πάλι στη Σουηδία, στις πόλεις Στοκχόλμη, Ουψάλα και Μάλμε. Για τα ταξίδια του αυτά, όπως και για τη συμμετοχή του στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο Καρδιολογίας στις Βρυξέλλες (τον Σεπτέμβριο 1958) δεν συνάντησε απολύτως κανένα πρόβλημα με τις ανατολικογερμανικές Αρχές. Εκείνη την εποχή ο Π. Κόκκαλης διατηρούσε άριστες σχέσεις με μεγάλους επιστήμονες της ειδικότητάς του στην Ευρώπη, όπως τον Καθηγητή Clarence Crafoord στη Στοκχόλμη, τον Καθηγητή A. Seenung στη Ζυρίχη ή τον Καθηγητή E. Arnulf στη Λυών της Γαλλίας. Η συνεργασία με τον W.P. Demichow επαναλήφτηκε τον Μάιο και Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ πολυάριθμες επιστημονικές εργασίες του από αυτή τη συνεργασία δημοσιεύτηκαν σε αναγνωρισμένα γερμανικά και διεθνή ιατρικά περιοδικά.
Οι επιστημονικές επιτυχίες του Π. Κόκκαλη επέφεραν και την αντίστοιχη υλική
επιβράβευση. Τον Οκτώβριο του 1959 και τον Δεκέμβριο του επόμενου έτους, του
καταβλήθηκε ένα χρηματικό πριμ, στο ύψος του μισού μισθού του κάθε φορά, ενώ
από την 1η Ιανουαρίου 1961 ο μηνιαίος μισθός του αυξήθηκε κατά 12,5%.
Το 1961, χρονιά της συμπλήρωσης του 65ου έτους του, η επιστημονική
του πορεία βρίσκεται πια στο ζενίθ. Σε μια ευχετήριο επιστολή για τα γενέθλιά
του, ο προεδρεύων των ινστιτούτων φυσικομαθηματικών, τεχνικών και ιατρικών
επιστημών της Ακαδημίας Επιστημών, Καθηγητής Hermann Klare, προέβαλλε
την σημαντικότητα των αποτελεσμάτων των πειραμάτων του για την αντιμετώπιση των
ασθενειών της καρδιάς όπως και την απαράμιλλη φροντίδα του, ως πανεπιστημιακού
δασκάλου, να μεταδίδει το γνωστικό αντικείμενο σε νεώτερους γιατρούς και
ερευνητές. Επίσης εκθείαζε την συμβολή του Π. Κόκκαλη, μέσω της συνεργασίας του
με άλλα διεθνή ερευνητικά κέντρα, στην εξύψωση του κύρους της χώρας και κατέληγε: „Αν αναλογιστεί κανείς, ότι αναλάβατε εκ νέου την επιστημονική σας
δραστηριότητα στη χώρα μας, σε ηλικία σχεδόν 60 χρόνων, μετά από μια δεκαετή
διακοπή εξ αιτίας της φυγής για πολιτικούς λόγους από την πατρίδα σας, … , σας
αξίζουν ιδιαίτερες ευχαριστίες και αναγνώριση για τις επιδόσεις σας και την
ακαταπόνητη ενέργεια και πρωτοβουλία σας.“
Με την ευκαιρία των 65ων γενεθλίων του, στις 18 Σεπτεμβρίου
1961, του απονεμήθηκε από το Γερμανικό Συμβούλιο Ειρήνης για την προσωπική
προσφορά του στην υπόθεση στης παγκόσμιας ειρήνης, το Μετάλλιο της Ειρήνης (Friedensmedaille). Στις 16-19 Δεκεμβρίου 1961 ο Π.
Κόκκαλης έλαβε μέρος (για τελευταία φορά) στη συνεδρίαση του Παγκόσμιου Συμβουλίου
Ειρήνης στη Στοκχόλμη, μαζί με τον γιατρό Βασίλη Δημησιάνο, εκπροσωπώντας την
Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1961 του απονεμήθηκε από τον Walter Ulbricht προσωπικά,
„προς τιμήν των εξαιρετικών επιδόσεών
του“, το παράσημο Λάβαρο της Εργασίας
(Banner der Arbeit).
Το τέλος
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του Π. Κόκκαλη, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο, το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1962, στο Βερολίνο, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργίου, στενός οικογενειακός φίλος, που έμενε στην ίδια γειτονιά, έσπευσε από τους πρώτους να συμπαρασταθεί στην πενθούσα οικογένεια. Ο ίδιος συνέταξε το σύντομο κείμενο την αναγγελίας του θανάτου, το οποίο στάλθηκε τηλεγραφικά στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας», στη Ρουμανία. Την επόμενη μέρα οι Έλληνες πληροφορούνταν την τραγική είδηση: „Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας αναγγέλλει με βαθύτατη θλίψη το θάνατο του εξέχοντα επιστήμονα και αγωνιστή της ειρήνης και της δημοκρατίας καθηγητή συντρόφου Πέτρου Κόκκαλη. Ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης πέθανε από καρδιακή προσβολή στη διάρκεια της εργασίας του στο Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αιμοφόρων Αγγείων, της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, που διηύθυνε. Πέθανε πάνω στο καθήκον“. Την επομένη μέρα, 17 του μηνός, η είδηση του θανάτου πέρασε και στον αθηναϊκό Τύπο όπως και στον ανατολικογερμανικό.
Σε ένα συλλυπητήριο
μήνυμα προς τη γυναίκα του εκλιπόντος, ο ηγέτης της ΛΔ Γερμανίας Walter Ulbricht έγραφε: „Στο πρόσωπο του συζύγου σας
χάνουμε ένα σύντροφο, που ως άνθρωπος και ως ερευνητής κατέκτησε έξω από τα
σύνορα της πατρίδας του και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το
σεβασμό, την αναγνώριση και το διεθνές κύρος“.
Το ΚΚΕ, σε μια ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής ανέφερε αντίστοιχα:
„Ο θάνατος του καθηγητή συντρόφου Πέτρου
Κόκκαλη είναι μεγάλη απώλεια για το προοδευτικό κίνημα της Ελλάδας και την
Επιστήμη“.
Κατά μια τραγική σύμπτωση, στις 16 Ιανουαρίου η εφημερίδα Neues Deutschland φιλοξενούσε το τελευταίο πολιτικό άρθρο του Π. Κόκκαλη με τίτλο „Εκλογική απάτη και πολιτική πυρηνικών εξοπλισμών στην Αθήνα“. Στο άρθρο αυτό κατακεραύνωνε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, (την εκλογή της οποίας απέδιδε στο κλίμα βίας και νοθείας που είχε επιβάλει στο εκλογικό σώμα), για την οικονομική της πολιτική, τις διώξεις των χιλιάδων αριστερών στη χώρα αλλά και για τα προγράμματα εξοπλισμών και τις υπηρεσίες της στο ΝΑΤΟ, ενώ ταυτόχρονα τόνιζε την ανάγκη συνεργασίας των πατριωτικών, προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε ένα μίνιμουμ κοινού προγράμματος.
Όταν η οικογένεια του Π. Κόκκαλη , θέλοντας να εκπληρώσει την επιθυμία του να ταφεί αμέσως μετά το θάνατό του στα πάτρια εδάφη, ζήτησε από την τότε ελληνική κυβέρνηση να επιτραπεί η μεταφορά της σορού του στην Ελλάδα, ο Κ. Καραμανλής, παρά το μετεμφυλιακό αντικομουνιστικό κλίμα που επικρατούσε τότε στη χώρα, έδωσε την έγκριση. Πιθανόν στην απόφαση αυτή να έπαιξε σημαντικό ρόλο, πέρα από την παλαιότερη προσωπική γνωριμία των δυο ανδρών, και το γεγονός, ότι η μητέρα της Αμαλίας Κανελλοπούλου, τότε συζύγου του Κ. Καραμανλή, είχε χειρουργηθεί από τον Π. Κόκκαλη, ο οποίος αναγνωρίζονταν ως ένας από τους καλύτερους γιατρούς της προπολεμικής Αθήνας.
Η κηδεία του Π. Κόκκαλη στην Ελλάδα έγινε την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 1962 στο Α` Νεκροταφείο Αθηνών. (Η αντίστοιχη τελετή στο Βερολίνο πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιανουαρίου, στο κτήριο του Κρεματόριου Baumschulenweg). Στην Αθήνα τον νεκρό αποχαιρέτησαν διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, πολιτικοί, η πολιτική ηγεσία της ΕΔΑ και πλήθος κόσμου. Το βράδυ εκείνης της ημέρας, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα Επιτύμβιο στον νεκρό, όπου θίγοντας το πρόβλημα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, τελείωνε με τη φράση: „η Ελλάδα περιμένει τα παιδιά της“.
Επίλογος
Με μια μικρή ταραχή μέσα μου επισκέφτηκα μια φθινοπωρινή μέρα του Οκτώβρη το Αρχείο, στο οποίο, προς μεγάλη μου έκπληξη, είχα ανακαλύψει κατά τη διάρκεια των ερευνών μου την ύπαρξη τριών ταινιών, με θέμα τα πειράματα του Πέτρου Κόκκαλη στο Ινστιτούτο του. Το κτήριο που στεγάζει το αρχείο παρουσιάζει εξωτερικά μια αρχιτεκτονική εθνικοσοσιαλιστικής τεχνοτροπίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '30. Το δωμάτιο προβολής, στο οποίο με οδήγησε ένας πρόθυμος υπάλληλος, είχε μόνον τα απαραίτητα: το μηχάνημα ατομικής προβολής, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, μερικά άδεια ράφια τριγύρω, ενώ βαριές καφετιές κουρτίνες κάλυπταν τα μεγάλα παράθυρα για την απαραίτητη συσκότιση.
Από τα τρία φιλμ του καταλόγου, διαθέσιμα προς θέαση ήταν μόνον δύο. Το
πρώτο, γυρισμένο το 1959, είχε ως θέμα μια εγχείρηση μεταμόσχευσης μιας
πρόσθετης, δεύτερης καρδιάς σε ένα σκύλο, από την ομάδα Κόκκαλη- Demichow- Sytschenikow, οι οποίοι και φαίνονται για λίγα δευτερόλεπτα στην
αρχή. Στη δεύτερη ταινία, η οποία είναι και αυτή έγχρωμη χωρίς ήχο, γυρισμένη
το 1960, στην οποία εμφανίζεται ο Π. Κόκκαλης με τους συνεργάτες του
Ινστιτούτου του, περιγράφεται η πειραματική αντιμετώπιση με ηλεκτροσόκ της
ανακοπής της καρδιακής λειτουργίας ενός σκύλου. Και σ' αυτή την (εκπαιδευτική)
ταινία κυριαρχούν πλάνα της εγχείρησης στα εσωτερικά όργανα του πειραματόζωου.
Αφού παρακολούθησα ολόκληρη την ταινία υπομονετικά μέχρι το τέλος, γύρισα το ρολό
στην αρχή για να ξαναδώ τον Καθηγητή, στα λίγα δευτερόλεπτα της εμφάνισής του.
Τα σύντομα αυτά πλάνα τα είδα ξανά και ξανά, ώσπου σταμάτησα την εικόνα, σε μια
στιγμή, που ο ίδιος κοίταζε κατάματα τον φακό.
Παρατηρώντας το ακινητοποιημένο βλέμμα του, ένοιωσα σαν να «διάβασα» αστραπιαία ολόκληρη την ιστορία μιας πολυτάραχης ζωής, μέσα από την αντίσταση, τον ένοπλο αγώνα, την ήττα και την προσφυγιά αλλά και την επιστημονική και κοινωνική καταξίωση αργότερα. Μιας ανθρώπινης πορείας διαμορφωμένης από τη συνέπεια στις επιλογές της έως το τέλος, ακόμη κι όταν το τίμημα ήταν η απώλεια μιας ανέμελης, ευκατάστατης ζωής και η απώλεια της ίδιας της Πατρίδας. Ταυτόχρονα άρχισαν να με βασανίζουν διάφορα ερωτήματα: υπήρξαν άραγε σε όλη αυτή τη πορεία στιγμές αμφιβολίας, ως προς την ορθότητα των επιλογών του; Πώς να τον επηρέασαν άραγε τα συνταρακτικά γεγονότα αποκαθήλωσης της σταλινικής περιόδου, της δραματικής καθαίρεσης της ηγεσίας στην Τασκένδη, ή της εξέγερσης και της σοβιετικής εισβολής στην Ουγγαρία; Τι να σκεφτόταν άραγε, ως γιατρός, για τους πρώτους πυροβολισμούς στο Τείχος του Βερολίνου, ενάντια σε κείνους που γύριζαν την πλάτη στη χώρα, που τόσο γενναιόδωρα φιλοξενούσε τον ίδιο; Ίσως οι απαντήσεις να μην έχουν πια τόση σημασία. Ίσως να μην είχαν και για τον ίδιον πλέον τόση σημασία, αφότου βρίσκονταν οχυρωμένος σε νέα χαρακώματα, δίνοντας άλλου είδους μάχες, για την ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, για την γοητεία της επιστημονικής αναζήτησης, για την προσφορά ως γιατρού στο ανθρώπινο είδος.
Εγκαταλείποντας το κτήριο του αρχείου με μια απροσδιόριστη ικανοποίηση και πριν αφεθώ στη συμπαρασύρουσα ροή της σύγχρονης καθημερινότητας της γερμανικής μητρόπολης, κράτησα μέσα μου, σαν τελευταία, την εικόνα, ενός ακούραστου επιστήμονα, ενός συνειδητά στρατευμένου διανοούμενου και ενός μεγάλου Έλληνα της μεταπολεμικής προσφυγικής διασποράς.
Γιώργος Μ. Βραζιτούλης, Βερολίνο
Δρ Τοπογράφος Μηχανικός
O Πρόλογος του συντάκτη:
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1896 στη Λιβαδειά. Το δημοτικό και το γυμνάσιο το τελείωσε στη γενέτειρά του και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ιατρική στο διάστημα1911-1913.
Τις ιατρικές του σπουδές τις συνέχισε στο Βερολίνο (1913 - 1914), στη Ζυρίχη (1915-1916) και στη Βέρνη (1916-1917).
Από τη Βέρνη πήρε το δίπλωμά του και τον Ιανουάριο του 1919 ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της Ιατρικής.
Το διάστημα 1918-1919 εργάστηκε στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου της Βέρνης και από το 1919 έως το 1928 στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου, ως βοηθός του καθηγητή Sauerbruch. Στο διάστημα αυτό, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών του πάνω στα ζητήματα της Χειρουργικής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1929, όπου έκανε λαμπρή καριέρα. Το Μάη του 1929, έγινε υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο διάστημα 1929-1935, ήταν διευθυντής Χειρουργικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ». Από το 1935 έως το 1939 εργάστηκε ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Εγχειρητικής Τοπογραφικής Ανατομικής και ως διευθυντής της III Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Το 1939 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής και διευθυντής της XI Πανεπιστημιακής Κλινικής Αθηνών στο «Αρεταίειον» Νοσοκομείο. Τον Αύγουστο του 1938 παντρεύτηκε την δασκάλα Νίκη Κουλέτση , με την οποία απέκτησαν, ένα χρόνο μετά, το πρώτο τους παιδί, τον Σωκράτη .
Κατοχή και Εμφύλιος:
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Π. Κόκκαλης υπηρέτησε ως αντισυνταγματάρχης του Υγειονομικού με ευθύνη συμβούλου χειρουργού, στο Σώμα Στρατού στην Ήπειρο.
Από τους πρώτους μήνες της γερμανικής κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, αρχικά μέσα στο σώμα της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Κατά τη Συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας (Μάιος 1944). Πρώτος από αριστερά, ο Π. Κόκκαλης |
Τον Απρίλιο του 1944 ο Π. Κόκκαλης εκλέχτηκε Γραμματέας («Υπουργός») κοινωνικής Πρόνοιας της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστής και ως Κυβέρνησης του Βουνού.
Όταν το γεγονός αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό, η γυναίκα του Νίκη με τον πεντάχρονο τότε γιο τους, κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια για να σωθούν από τις αναμενόμενες διώξεις. Λίγες βδομάδες αργότερα, σε συνθήκες παρανομίας, γεννήθηκε και η κόρη τους Αυγή.
Ο Π. Κόκκαλης με τον πατέρα του Σωκράτη, τη σύζυγό του Νίκη & τον γιο τους Σωκράτη |
Στο μεταξύ, τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Π. Κόκκαλης προσχώρησε στο ΚΚΕ και έγινε μέλος του.
Η Κυβέρνηση του βουνού (Βίνιανη 1943). Ο Π. Κόκκαλης δεύτερος στα αριστερά του Επίσκοπου Ιωακείμ Κοζάνης |
Με τον ποιητή Paul Éluard και τη γαλλική αντιπροσωπεία σε ένα χωριό του Γράμμου |
Στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο των διανοουμένων για την ειρήνη στο Wroclaw της Πολωνίας με τον δημοσιογράφο Βάσο Γεωργίου (6.8.1948) |
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, που επήλθε στα τέλη του Αυγούστου του 1949 με την ήττα του ΔΣΕ στον Γράμμο, ο Π. Κόκκαλης ακολούθησε την τύχη των άλλων μαχητών στην πολιτική προσφυγιά. Σταθμοί της προσφυγικής πορείας για τον ίδιο και την οικογένειά του αποτέλεσαν, μετά το Βελιγράδι, η Ουγγαρία και από το 1950 το Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Το 1950 πήρε μέρος στο συνέδριο του Παγκόσμιου Συμβούλιου Ειρήνης, στη Βαρσοβία, στο οποίο και αναδείχτηκε μέλος του, δίπλα στον Pablo Picasso, στον ποιητή Louis Aragon, στους διάσημους φυσικούς Frédéric Joliot-Curieυ και John Desmond Bernal, τον Yves Montand κ.ά. Στο διάστημα 1950-1955, από τη θέση του υπευθύνου της ΕΒΟΠ, οι δραστηριότητές του επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των διαφόρων αναγκών των παιδιών των πολιτικών προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες.
Πριν την οριστική εγκατάσταση του Π. Κόκκαλη στο Ανατολικό Βερολίνο είχαν προηγηθεί τουλάχιστον τρεις άλλες επισκέψεις στην πόλη, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια.
Η οικογένεια Κόκκαλη στο Βελιγράδι (πιθανόν 1949) |
Σημειωτέον ότι εκείνο το χρονικό διάστημα το δυτικό τμήμα του Βερολίνου βίωνε τον γνωστό οδικό αποκλεισμό (Berliner Blockade), ενώ στο Γράμμο είχε συγκληθεί (στις 30-31 Ιανουαρίου) η περίφημη 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στην οποία μεταξύ των άλλων είχε εμπλέξει, με όλες τις γνωστές συνέπειες, και το «μακεδονικό» ζήτημα.
Στο Βερολίνο η αντιπροσωπεία διέμενε στο πολυτελές ξενοδοχείο Johannishof, κοντά στο σταθμό Friedrichstraße και άρχισε τις εργασίες της στις 26 Ιανουαρίου. Τις επόμενες μέρες έγινε επίσημα δεκτή από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, από την Επιτροπή Οικονομικών της χώρας (προπομπό του μετέπειτα Υπουργείου Οικονομικών) καθώς και από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Στις 30 Ιανουαρίου έγινε προς τιμήν της μεγάλη εκδήλωση στην τότε Κρατική Όπερα του Βερολίνου (που στο διάστημα εκείνο, λόγω επισκευών του ιστορικού κτιρίου, στεγαζόταν στο φημισμένο Admiralspalast), όπου εκ μέρους της ελληνικής αντιπροσωπείας μίλησε ο Πέτρος Κόκκαλης. Συμμετείχαν διάφοροι γνωστοί καλλιτέχνες της χώρας, η χορωδία της κομμουνιστικής νεολαίας FDJ και η ορχήστρα της Κρατικής Όπερας. Εκείνες τις μέρες ο Π. Κόκκαλης είχε την ευκαιρία να συναντηθεί και με τον Υπουργό Παιδείας της χώρας, Paul Wandel, με τον οποίο συζήτησε θέματα της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων προσφύγων. Η γνωριμία του αυτή με το κυβερνητικό στέλεχος θα αποβεί αργότερα καθοριστική τόσο για την εγκατάσταση όσο και για την επιστημονική του ανέλιξη.
Μια ακόμη επίσημη επίσκεψη του Π. Κόκκαλη στην ανατολικογερμανική πρωτεύουσα έγινε μετά από πέντε χρόνια, στην Έκτακτη Συνδιάσκεψη του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (23 έως 28 Μαΐου 1954) με την ιδιότητα του μέλους. Στη συνδιάσκεψη αυτή συμμετείχαν επίσης, ως εκπρόσωποι της Ελλάδας, ο Λέων Μανωλίδης και ο Μιχάλης Στριγγάρης ενώ από την Κύπρο είχαν έρθει ο Βάσος Λυσαρίδης και ο Ανδρέας Πουγιούρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη ΛΔ Γερμανία εκπροσωπούσαν, μεταξύ άλλων, και ο Bertolt Brecht, η σύζυγός του Helene Weigel, η Anna Seghers και ο Arnold Zweig, ενώ ένας από τους δυο εκπροσώπους της Τουρκίας ήταν ο ποιητής Nazim Hikmet. Στη Συνδιάσκεψη αυτή ο Π. Κόκκαλης έκανε μια εμπεριστατωμένη ομιλία για τα ζητήματα ειρήνης που αφορούσαν την Ελλάδα, κυρίως σχετικά με την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην χώρα και την αποθήκευση πυρηνικών όπλων, για τις υπέρογκες δαπάνες της χώρας για εξοπλισμούς, καθώς και για τις σχέσεις της Ελλάδας με τις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Η τελευταία, μάλλον, επίσκεψη, πριν τη μόνιμη εγκατάσταση του Π. Κόκκαλη στο Βερολίνο έγινε με αφορμή την Πρώτη Ετήσια Συνεδρίαση της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, στο διάστημα 28 Μαρτίου έως 2 Απριλίου 1955. Κατά την επίσκεψη αυτή ο Π. Κόκκαλης είχε τη δυνατότητα, μέσω διαφόρων προσωπικών επαφών, να τακτοποιήσει τις τελευταίες εκκρεμότητες πριν ξεκινήσει, λίγες μέρες αργότερα, η επίσημη τυπική διαδικασία της μετεγκατάστασής του στη χώρα αυτή.
Η εγκατάσταση
Κατά την παραμονή του στη Ρουμανία, στις αρχές της δεκαετίας του '50, τον απασχολούσε ολοένα και περισσότερο η επιστροφή στο επάγγελμά του, στον επιστημονικό ιατρικό τομέα. Στην κατάσταση της προσφυγιάς, διαπίστωνε, ότι μόνο η νεότευκτη τότε ΛΔ Γερμανία θα μπορούσε να του προσφέρει, (όχι μόνον λόγω γλώσσας), τις συνθήκες απασχόλησης που επιθυμούσε.
Έτσι, μέσω των κομματικών και προσωπικών του γνωριμιών (ειδικά με τον τότε Υπουργό Παιδείας Paul Wandel, ο οποίος τύχαινε να είναι και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του SED), εκδήλωσε προς τους ιθύνοντες την επιθυμία του να εγκατασταθεί στη χώρα αυτή και να ασχοληθεί, λόγω της κατάστασης της υγείας του μετά από τα δύο εμφράγματα, αποκλειστικά με την έρευνα. Για τους κυβερνώντες στη ΛΔ Γερμανία η επιθυμία του αυτή αποτελούσε μια ευτυχή και ευπρόσδεκτη περίπτωση, μιας και το επιστημονικό και πολιτικό κύρος του Π. Κόκκαλη ήταν ήδη γνωστό, αλλά και επειδή στη χώρα επικρατούσε εκείνη την εποχή μεγάλη έλλειψη γιατρών. Μέχρι το κτίσιμο του Τείχους, τον Αύγουστο του 1961, 7500 περίπου γιατροί είχαν εγκαταλείψει την ανατολική Γερμανία, οι μισοί δε από αυτούς, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '50. Σε σύγκριση με το έτος 1946, η χώρα είχε χάσει πάνω από το μισό του ιατρικού της προσωπικού.
Το ελληνικό κομμουνιστικό Κόμμα, από το οποίο ο Π. Κόκκαλης έπρεπε να πάρει τη σχετική άδεια, δεν έφερε βέβαια καμία αντίρρηση στη μετακίνηση αυτή. Ίσως κάποιους ενδοιασμούς, προερχόμενους από τα πρόσφατα κατοχικά τραύματα, να εξέφρασε η σύζυγός του, Νίκη Κόκκαλη, η οποία δεν μπορούσε, παρά τις ριζικά καινούργιες συνθήκες, να αποποιηθεί συναισθηματικά το γεγονός, ότι θα μετέβαιναν σε μια από τις δυο χώρες εκείνου του έθνους, που είχε αιματοκυλίσει σαν κατακτητής, πριν λίγα χρόνια, την Πατρίδα τους και που είχε, συν τοις άλλοις, καταληστέψει την οικογενειακή τους περιουσία.
Μετά από τη σχετική αίτηση της ΚΕ του ΚΚΕ προς τα αδελφό ανατολικογερμανικό Κόμμα, το Τμήμα Προπαγάνδας και Επιστήμης της Κεντρικής Επιτροπής του SED, εισηγήθηκε στις 13 Απριλίου 1955, την μετοίκηση του Π. Κόκκαλη με την οικογένειά του στη ΛΔ Γερμανία. Το σύντομο κείμενο της εισήγησης κατέληγε με την επισήμανση: „Ο σύντροφος Καθηγητής Κόκκαλης είναι γνωστός του συντρόφου Wandel, ως ένας αγωνιστής με πολύ καθαρούς πολιτικούς στόχους“. Η τυπική έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του SED επήλθε μια βδομάδα αργότερα. Στην μετακίνηση αυτή προς την ανατολικογερμανική πρωτεύουσα δεν ακολούθησε την οικογένεια ο Σωκράτης, αφού μετά τη φοίτησή του σε ρουμανικό γυμνάσιο, αναχώρησε για σπουδές στη Μόσχα, στο διάσημο εκείνη την εποχή πανεπιστήμιο Lemonosow, για να ξανασμίξει μαζί τους στο Βερολίνο πέντε χρόνια αργότερα.
Στην Ακαδημία Επιστημών
Η επιστημονική και επαγγελματική δραστηριότητα του Π. Κόκκαλη στη ΛΔ Γερμανία ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο της Ακαδημίας Επιστημών. Η Γερμανική Ακαδημία των Επιστημών στο Βερολίνο (Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin), ήταν το σημαντικότερο θεσμικό ίδρυμα έρευνας στη ΛΔ Γερμανίας. Είχε δημιουργηθεί επίσημα το 1946, συνεχίζοντας την παράδοση της πρότερης Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Η Ακαδημία Επιστημών ήταν από τη μια, ένα είδος Λέσχης Λογίων, στην οποία γινόταν κανείς μέλος μετά από αυστηρή επιλογή και απ' την άλλη, παράλληλα, φορέας έρευνας ενός μεγάλου αριθμού ερευνητικών ινστιτούτων. Οι ερευνητικοί τομείς αποτελούνταν από έξι τμήματα (Klassen), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και εκείνο της Ιατρικής. Η Ακαδημία στεγαζόταν σε ένα μεγαλοπρεπές ιστορικό κτίριο στο κέντρο του Βερολίνου, στη γωνία σήμερα Jägerstraße και Gendarmenmarkt.
Ο Π. Κόκκαλης με τον Υπ. Παιδείας Paul Wandel (1949) |
Οι πρώτες επίσημες διαδικασίες για τη δημιουργία της θέσης, την οποία αργότερα ανέλαβε ο Π. Κόκκαλης, είχαν ξεκινήσει στις 8 Ιουλίου 1954, όταν το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔ Γερμανίας αποφάσισε την δημιουργία ενός νέου ινστιτούτου ερευνών της καρδιάς και του κυκλοφορικού συστήματος Υλοποιώντας σε πρώτη φάση την απόφαση αυτή η Ακαδημία Επιστημών δημιούργησε το σχήμα δυο συνεργαζόμενων ινστιτούτων έρευνας. Ένα χρόνο σχεδόν αργότερα, στις 7 Ιουνίου1955, ο Π. Κόκκαλης διορίστηκε Διευθυντής του ενός από αυτά, ήτοι του Ινστιτούτου πειραματικής χειρουργικής του κυκλοφορικού (Arbeitsstelle für experimentelle Kreislaufchirurgie), το οποίο αργότερα, το 1960, μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο πειραματικής καρδιο- και αγγειοχειρουργικής (Arbeitsstelle für experimentelle Herz- und Gefäßchirurgie). Την διεύθυνση του άλλου Ινστιτούτου (Βιοχημείας του κυκλοφορικού), ανέλαβε ο Καθηγητής Albert Wollenberger, ένας γιατρός με σπουδές, μεταξύ των άλλων και στο Πανεπιστήμιο Harvard των Ηνωμένων Πολιτειών.
H Έκτακτη Συνδιάσκεψη του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (23-28.5.1954) στο Haus der Ministerien (σήμερα Ομοσπ. Υπ. Οικονομικών) |
Το κτήριο της Ακαδημίας στις αρχές της δεκαετίας του '50 |
Με την πάροδο των πρώτων εβδομάδων προσαρμογής, εμφανίστηκαν και τα πρώτα προβλήματα στον νέο επαγγελματικό στίβο του Π. Κόκκαλη. Συγκεκριμένα, ενώ οι απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες για τον ίδιο και την οικογένεια είχαν τακτοποιηθεί γρήγορα, δεν είχε βρεθεί ακόμη λύση στο ουσιαστικότερο πρόβλημα, αυτό της στέγασης του ινστιτούτου του. Οι αρχικές προθέσεις της Κυβέρνησης και της Ακαδημίας ήταν, να κτιστεί σε σύντομο χρόνο, ένα νέο κτήριο στο νοσοκομείο Hufenlandkrankenhaus στην περιοχή Berlin-Buch, το οποίο θα στέγαζε και τους δυο κλάδους (Βιοχημείας και πειραματικής Χειρουργικής) ώστε να αλληλοσυμπληρώνουν και να συντονίζουν καλύτερα της εργασία τους. Και ενώ το ινστιτούτο του Καθηγητή A. Wollenberger εγκαταστάθηκε προσωρινά σε κάποιους διαθέσιμους χώρους του εν λόγω νοσοκομείου, για τον Π. Κόκκαλη τα πράγματα βρίσκονταν ακόμη «στον αέρα». Παρά τις αρχικές παραινέσεις της Ακαδημίας προς τα διάφορα νοσοκομεία και ερευνητικά ιδρύματα να προτείνουν κάποιες προσωρινές δυνατότητες στέγασης, είτε από αντικειμενικούς είτε από προσωπικούς λόγους, μια λύση δεν διαφαινόταν πουθενά. Τελικά έπρεπε το Νοέμβριο 1955, υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί παράγοντες να «τρίξουν τα δόντια» προς όλες τις κατευθύνσεις για να βρεθούν κάποιοι προσωρινοί, όπως δηλώθηκε αρχικά, χώροι στο Δημοτικό Νοσοκομείο (Städtisches Krankenhaus) του Friedrichshain.
Η κατοικία της οικογένειας Κόκκαλη στη Waldstr. 36, Berlin-Johannisthal |
Στον Π. Κόκκαλη προσφέρθηκαν τέσσερα δωμάτια στο ανατολικό κτίριο της παλαιάς πύλης και κάποιοι υπόγειοι χώροι στην ανατολική πτέρυγα του εξαώροφου νέου συγκροτήματος. Για την πραγματοποίηση των εγχειρητικών πειραμάτων διατέθηκαν ένα πρώην καταφύγιο (Bunker), το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου λειτουργούσε ως χειρουργείο. Για την φύλαξη των πειραματόζωων προϋπήρχαν κάποιοι στάβλοι εντός της έκτασης του νοσοκομείου. Αν και η λύση αυτή δεν του φάνηκε ικανοποιητική και παρά τις επίμονες αλλά ανεπιτυχείς προσπάθειές του να βρει χώρους στο ίδιο νοσοκομείο με το Ινστιτούτο Βιοχημείας στο Buch, ο Π. Κόκκαλης, μετά από άνωθεν υποσχέσεις για εξεύρεση λύσης μέσα σε διάστημα έξι μηνών, αποδέχτηκε τελικά την παραχώρηση των παραπάνω χώρων τον Απρίλιο του 1956. Χρειάστηκε όμως να περάσουν άλλοι έξι μήνες, έως ότου δηλαδή γίνουν οι αναγκαίες επισκευές και μετατροπές στις κτηριακές εγκαταστάσεις, καθώς και η προμήθευση του απαραίτητου ιατρικού εξοπλισμού και υλικού, για να μπορέσει ο Π. Κόκκαλης, τον Οκτώβριο του 1956, (15 δηλαδή μήνες μετά την έναρξη του συμβολαίου του) να ξεκινήσει τα πρώτα του πειράματα με σκύλους.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, είχε προσλάβει, ως συνεργάτη στο Ινστιτούτο του, τον γιατρό Νίκο Μαγκάκη, ο οποίος ανέλαβε τον τομέα ιστολογίας. Ο Ν. Μαγκάκης βρίσκονταν από το 1950 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Πράγα και εργαζόταν στο Ινστιτούτο παθολογίας του Πανεπιστημίου της τσέχικης πρωτεύουσας. Προηγούμενα, το 1944, είχε απολυθεί από το Αντικαρκινικό Ινστιτούτο της Αθήνας και αυτός για πολιτικούς λόγους.
Στο διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1956, ο Π. Κόκκαλης μαζί με την ερευνητική του ομάδα, (που στο ξεκίνημά της αποτελούνταν από εννέα συνολικά άτομα, εκ των οποίων αρχικά μόνον αυτός και ο Ν. Μαγκάκης ήταν επιστήμονες), διεξήγαγε πειράματα σε 18 σκύλους. Το αντικείμενο των πειραμάτων και ερευνών τους περιστρέφονταν αρχικά γύρω από τις παθήσεις της καρδιάς και τις δυνατότητες εγχειρητικών επεμβάσεων για την αποκατάσταση της λειτουργίας της, κυρίως μετά από εμφράγματα, εξετάσεις των βιοχημικών και μορφολογικών διαδικασιών που οδηγούν σε αρρυθμίες ή σε ανακοπή, κ.ά.
Το νοσοκομείο που εργαζόταν ο Π. Κόκκαλης (Städtisches Krankenhaus Friedrichshain) στην Leninallee 171 (σήμερα Landsberger Allee 49) |
Οι συνθήκες έρευνας, εργασίας και λειτουργίας στο Ινστιτούτο του Π. Κόκκαλη υπήρξαν ιδιαίτερα προβληματικές. Ένα από τα αρχικά προβλήματα αποτελούσε η φύλαξη των σκυλιών μέσα στην έκταση των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων. Ο διαρκής θόρυβος από τα υπεράριθμα (περίπου 25) στοιβαγμένα σκυλιά στους στάβλους, οδηγούσαν σε έντονα παράπονα των ασθενών από τα πλησιέστερα κτήρια, αλλά και συναδέλφων γιατρών του νοσοκομείου. Έτσι, στις 29 Δεκεμβρίου 1956, η Υπηρεσία Υγείας του Δήμου Βερολίνου, απευθύνθηκε στην Ακαδημία με παρατηρήσεις για τη σοβαρή ενόχληση προς ασθενείς και περίοικους λόγω θορύβου από τη φύλαξη των σκυλιών και έκανε συστάσεις μεταφοράς των στάβλων σε άλλη περιοχή. Στη συνέχεια εξέφρασε την παράκληση προς την Ακαδημία να φροντίσει να βρεθούν κάποιοι άλλοι χώροι για τον Π. Κόκκαλη, μιας και αυτοί που χρησιμοποιούσε προσωρινά ήταν επειγόντως απαραίτητοι για άλλους εργαστηριακούς σκοπούς του νοσοκομείου.
Εκτός από αυτό, οι ίδιοι οι χώροι εργασίας αποδεικνύονταν με την πάροδο του χρόνου και με την βαθμιαία αύξηση των μελών της ερευνητικής ομάδας, ολοένα και πιο ανεπαρκείς και ακατάλληλοι, αφού οι περισσότεροι ήταν υπόγειοι, χωρίς επαρκή εξαερισμό και φυσικό φωτισμό και συν τοις άλλοις, διασκορπισμένοι σε διάφορα κτήρια του νοσοκομείου. Ο Π. Κόκκαλης δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να θέτει το πρόβλημα προς κάθε αρμόδια πλευρά. Τον Σεπτέμβριο του 1957, παράλληλα με τη αίτηση για διάθεση ενός υπηρεσιακού αυτοκινήτου με οδηγό, (η οποία τελικά εγκρίθηκε), διατύπωνε ανοικτά τις αμφιβολίες του προς την Ακαδημία, για το εάν αυτή είναι πλέον σε θέση να τηρήσει τις αρχικές υποσχέσεις της προς τον ίδιο. Το ίδιο έκανε, στο εξής, κάθε χρόνο, μέσα στην ετήσια αναφορά πεπραγμένων του Ινστιτούτου του, αναφερόμενος στη μη υλοποίηση των από καιρό ειλημμένων αποφάσεων τόσο του κυβερνητικού συμβουλίου της χώρας όσο και της Ακαδημίας Επιστημών, και την καθυστέρηση της δημιουργίας, τουλάχιστον για το ξεκίνημα, των οικοδομικών σχεδίων.
Η παλαιά πύλη του νοσοκομείου |
Παρά τις εκκλήσεις και τις διαμαρτυρίες του, ο Π. Κόκκαλης δεν ευτύχησε να δει το Ινστιτούτο του να στεγάζεται σε κάποιους αξιοπρεπέστερους χώρους Σ' αυτό έπαιξαν ρόλο διάφοροι παράγοντες. Αρχικά, διάφοροι ιατρικοί κύκλοι εντός και εκτός Ακαδημίας αμφισβητούσαν την σκοπιμότητα της ιδέας δημιουργίας χωριστού ινστιτούτου, όπως αυτή είχε αποφασιστεί στα ανώτατα πολιτικά κλιμάκια. Ορισμένα πρόσωπα αμφισβητούσαν επίσης, εν μέρει, και τη στελέχωση των ινστιτούτων. Ένας άλλος παράγοντας υπήρξε η αντικειμενική δυσκινησία της κρατικής μηχανής ως προς την αποτελεσματική ανάπτυξη των σχεδίων και των απαραίτητων ενεργειών για την υλοποίησή τους.
Η εξαώροφη νέα πτέρυγα της εποχής |
Μετά από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειές του, ο Π. Κόκκαλης θα πρέπει να αντέδρασε με ανάμεικτα συναισθήματα, όταν τον Ιούνιο του 1961, (εποχή κατά την οποία έχει πλέον καθιερωθεί επιστημονικά όχι μόνον στη χώρα αλλά και διεθνώς), ο Επιθεωρητής συνθηκών εργασίας του Εργατικού Συνδικάτου FDGB, μετά από μια επίσκεψη στους χώρους του Ινστιτούτου, σε μια επιστολή του, αφού του κατέγραφε αναλυτικά τις διάφορες ελλείψεις στους χώρους εργασίας (όπως, μικροί και ακατάλληλοι χώροι, ανεπαρκής εξαερισμός, έλλειψη παραθύρων, έλλειψη χώρων πλυσίματος, μπάνιου και ξεχωριστών τουαλετών για άνδρες και γυναίκες, διαρκής ενόχληση από οσμές, έλλειψη χώρων για τα κουφάρια των πειραματόζωων κ.ά.) του ζητούσε να φροντίσει, ώστε οι συνεργάτες του να μην εργάζονται μέσα στους χώρους αυτούς περισσότερο από τέσσερις ώρες την ημέρα. Επίσης απαιτούσε (!) από τον Π, Κόκκαλη να έρθει άμεσα σε επαφή με τις αρμόδιες αρχές, ώστε το Ινστιτούτο του να αποκτήσει κατάλληλους χώρους εργασίας, και ζητούσε τέλος, να του απαντήσει γραπτά έως τις 30.8.1961 για το αποτέλεσμα των ενεργειών του. Μετά την αναφορά αυτή του Επιθεωρητή είχε επιβληθεί μειωμένο ωράριο εργασίας για τους εργαζόμενους του Ινστιτούτου.
Οι στάβλοι των πειραματόζωων (λίγο πριν γκρεμιστούν τη δεκαετία του '80) |
Όταν το φθινόπωρο του 1956 ο Π. Κόκκαλης ξεκινούσε επιτέλους τις εργαστηριακές και πειραματικές εργασίες του, εκδήλωσε την επιθυμία να αποκτήσει, παράλληλα με την ερευνητική δραστηριότητα στην Ακαδημία, και τη δυνατότητα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Ανατολικού Βερολίνου.
Λόγω της πλήρους απασχόλησής του στην έρευνα, στο πλαίσιο της Ακαδημίας Επιστημών, επιδίωξε την ανακήρυξή του σε Καθηγητή με ανάθεση διδασκαλίας (Professor mit Lehrauftrag), έναν τίτλο που στο σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας βρισκόταν ιεραρχικά στην επόμενη βαθμίδα μετά τονTακτικό Καθηγητή (Ordinarius).
Μετά τις πρώτες επαφές και αιτήσεις η διαδικασία έδειχνε αρχικά να παρακωλύεται μέσα σε διάφορες εσωτερικές διοικητικές και πανεπιστημιακές διαμάχες ή να συνδέεται με διάφορους άσχετους όρους, ώσπου να γίνει σαφές στις υπηρεσίες που επεξεργάζονταν το θέμα ότι „η ανακήρυξη του κ. Καθηγητή Δρ Πέτρου Κόκκαλη σε Καθηγητή με ανάθεση διδασκαλίας αποτελεί επιθυμία της Κεντρικής Επιτροπής (του SED)“.
Οι στάβλοι των πειραματόζωων (λίγο πριν γκρεμιστούν την 10ετια του '80) |
Για τη δραστηριότητα αυτή δεν προβλέπονταν ξεχωριστός μισθός (παρά μόνο ωρομίσθια αμοιβή) ούτε επιπλέον βοηθητικό προσωπικό ή επιπλέον χώροι εργασίας. Η απόφαση της Σχολής εγκρίθηκε επίσης , όπως ήταν απαραίτητο, και από την Ακαδημία Επιστημών και την υπηρεσία προσωπικού της (Kaderabteilung) για να επικυρωθεί στο τέλος από το Τμήμα Διδασκαλίας και Έρευνας του Υπουργείου Παιδείας, στις 10 Σεπτεμβρίου 1957.
Το επίσημο έγγραφο της ανακήρυξης του Π. Κόκκαλη σε Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Humboldt με ανάθεση διδασκαλίας στον τομέα χειρουργικής και ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 1957, έφερε, μετά το τυπικό μέρος, την ακόλουθη φράση: „ Προσδοκώ ότι θα χρησιμοποιήσετε τις γνώσεις και τις ικανότητές σας στη ΛΔ Γερμανία για την επιστήμη στην υπηρεσία της ειρήνης και ότι θα δικαιώσετε την εμπιστοσύνη, που σας αποδεικνύει με αυτόν εδώ τον τρόπο η ΛΔ Γερμανία. “ (Υπογραφή: Dr. Wilhelm Girnus, Υφυπουργός)
Επιστημονική έρευνα και καταξίωση
Οι πρακτικές δυσκολίες στην καθημερινή εργασία δεν πτόησαν τον Π. Κόκκαλη κι ούτε μείωσαν στο παραμικρό το αναγεννημένο πάθος του για την ιατρική επιστήμη και έρευνα, ένα πάθος που την προηγούμενη περίοδο, λόγω Κατοχής, Εμφυλίου και (πρώτης) προσφυγιάς, είχε μείνει «στο ψυγείο» για πάνω από δέκα χρόνια.
Με την πάροδο του χρόνου είχε στήσει γύρω του μια αποτελεσματική ερευνητική ομάδα, η οποία στο αποκορύφωμά της, το 1961, αποτελούνταν από εννέα επιστήμονες ανώτατης εκπαίδευσης (γιατρούς, βιολόγους, χημικούς), οκτώ συνεργάτες τεχνολογικής εκπαίδευσης (ιατροφαρμακευτικούς βοηθούς, βοηθούς εργαστηρίων, νοσοκόμες) και δώδεκα συνεργάτες άλλων επαγγελμάτων (καθαριστές, φροντιστές ζώων, φωτογράφο, ηλεκτρολόγο κ.ά.)
Π. Κόκκαλης (δ.) W.P. Demichow (αρ.) και I.A. Sytschenikow (μ.) κατά τη διάρκεια των πειραμάτων στο Ινστιτούτο του |
Ο Π. Κόκκαλης επισκέφτηκε από τα μέσα Νοεμβρίου 1957 έως τα τέλη Ιανουαρίου 1958 τη Σοβιετική Ένωση (Μόσχα και Λένινγκραντ) και είχε εκεί τη δυνατότητα να γνωριστεί καλά με τον σοβιετικό επιστήμονα και να παρακολουθήσει από κοντά τη δουλειά του. Ο W.P. Demichow του εκμυστηρεύτηκε τις πρωτοποριακές τεχνικές αγγειοχειρουργικής που εφαρμόζονταν τότε στη χώρα του, και ειδικότερα τη χρησιμοποίηση ενός πρόσφατα εφευρεμένου εργαλείου συρραφής αγγείων, το οποίο αποτελούσε διεθνώς αντικείμενο θαυμασμού του ιατρικού κόσμου και αποκαλούνταν γι αυτό «σπούτνικ της χειρουργικής».
Τον Δεκέμβριο του 1958, στα πλαίσια της συνεργασίας αυτής, ο W.P. Demichow προσκλήθηκε από τον Π. Κόκκαλη στη ΛΔ Γερμανία, μαζί με τον συνεργάτη του γιατρό I.A. Sytschenikow και έλαβαν μέρος από κοινού, σε μια σειρά από σημαντικά πειράματα με σκύλους. Συγκεκριμένα, διεξήγαγαν μεταμοσχεύσεις καρδιάς και πνεύμονα, επεμβάσεις αγγειοπλαστικής, μεταμοσχεύσεις μεγαλύτερων συμπλεγμάτων οργάνων και μεταμοσχεύσεις κεφαλής. Τα πειράματα αυτά έγιναν στην Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστήμιου Karl Marx της Λειψίας και στο Ινστιτούτο του Π. Κόκκαλη στο νοσοκομείο του Friedrichshain. Ήταν η πρώτη φορά που οι εγχειρήσεις αυτές γίνονταν εκτός Σοβιετικής Ένωσης και η πρώτη επίσης φορά σε γερμανικό έδαφος. Τα πειράματα παρακολούθησαν συνολικά περίπου 150 γιατροί από άλλες χώρες, όπως την Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Αλβανία, Ελλάδα, ΟΔ Γερμανία και το Δυτικό Βερολίνο. Στις 14 Ιανουαρίου 1959, στην τηλεόραση της ΛΔ Γερμανίας προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τα πειράματα και συγκεκριμένα, με τη μεταμόσχευση κεφαλιού ενός σκύλου, ο οποίος επέζησε με τα δυο του κεφάλια έξι ημέρες.
Η δημοσιότητα στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης της εποχής υπήρξε τεράστια. Ο 42χρονος Demichow, με το ευγενικό παρουσιαστικό του, είχε αποκτήσει εκείνες τις μέρες, το στάτους ενός «σταρ-επιστήμονα», ενώ τα επιτεύγματά του προβάλλονταν, συν τοις άλλοις, ως απόδειξη της υπεροχής του σοσιαλιστικού συστήματος και της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην καπιταλιστική Δύση. Επόμενο ήταν, ένα μεγάλο κομμάτι από τη δημοσιότητα αυτή, να αποκομίσει και ο Π. Κόκκαλης, όχι μόνον ως συνεργάτης αλλά ουσιαστικά ως ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της συγκεκριμένης χειρουργικής σχολής στη ΛΔ Γερμανία και στον κεντροευρωπαϊκό χώρο γενικότερα.
Από την αντίπερα όχθη, είτε στα πλαίσια μιας άλλου είδους θεώρησης είτε για απλούς λόγους αντιπροπαγάνδας, υπήρξαν διαφορετικές αντιδράσεις. Σε ένα άρθρο, για παράδειγμα, του περιοδικού Stern (Nr. 1, 1959) με τίτλο „Επιστήμη ή διαβολιά“ ο συντάκτης ανέφερε ότι „οι Σοβιετικοί χωρίς καθόλου συναισθήματα για το πειραματόζωο προσπαθούν να ανιχνεύσουν τα μυστικά της ζωής. Συχνά τα πειράματά τους είναι συνδεδεμένα με θεαματική προπαγάνδα“. Αλλού πάλι, γίνονταν λόγος για „ένα ακόμη πιο φρικτό πείραμα“, για “εκτρώματα της χειρότερης φαντασίας που έγιναν πραγματικότητα“ ή ακόμη ότι „κανένας οργανισμός δεν μπορεί να δεχτεί ξένα όργανα“.
Μετά από μια τόσο εκτεταμένη δημοσιότητα επακολούθησαν διάφορες προσκλήσεις προς τον Π. Κόκκαλη από αντίστοιχα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού. Έτσι, το καλοκαίρι του 1959 επισκέφτηκε για δυο εβδομάδες τη Στοκχόλμη, όπου έκανε μια σειρά παρουσιάσεων και ομιλιών στο εκεί πανεπιστήμιο και σε διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα. Το Μάιο του επόμενου έτους, προσκλήθηκε και επισκέφτηκε επίσης για 14 ημέρες την Πανεπιστημιακή Κλινική της Βασιλείας στην Ελβετία, ενώ τον Ιούνιο περιόδευσε μια εβδομάδα, για μια σειρά διαλέξεων, και πάλι στη Σουηδία, στις πόλεις Στοκχόλμη, Ουψάλα και Μάλμε. Για τα ταξίδια του αυτά, όπως και για τη συμμετοχή του στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο Καρδιολογίας στις Βρυξέλλες (τον Σεπτέμβριο 1958) δεν συνάντησε απολύτως κανένα πρόβλημα με τις ανατολικογερμανικές Αρχές. Εκείνη την εποχή ο Π. Κόκκαλης διατηρούσε άριστες σχέσεις με μεγάλους επιστήμονες της ειδικότητάς του στην Ευρώπη, όπως τον Καθηγητή Clarence Crafoord στη Στοκχόλμη, τον Καθηγητή A. Seenung στη Ζυρίχη ή τον Καθηγητή E. Arnulf στη Λυών της Γαλλίας. Η συνεργασία με τον W.P. Demichow επαναλήφτηκε τον Μάιο και Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ πολυάριθμες επιστημονικές εργασίες του από αυτή τη συνεργασία δημοσιεύτηκαν σε αναγνωρισμένα γερμανικά και διεθνή ιατρικά περιοδικά.
Μετά την επιτυχή μεταμόσχευση κεφαλής σε σκύλο, κατά την επίσκεψη Demichow στο Βερολίνο (13.1.1959) |
Τίτλοι εφημερίδων για τα πειράματα |
Το τέλος
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του Π. Κόκκαλη, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο, το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1962, στο Βερολίνο, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργίου, στενός οικογενειακός φίλος, που έμενε στην ίδια γειτονιά, έσπευσε από τους πρώτους να συμπαρασταθεί στην πενθούσα οικογένεια. Ο ίδιος συνέταξε το σύντομο κείμενο την αναγγελίας του θανάτου, το οποίο στάλθηκε τηλεγραφικά στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας», στη Ρουμανία. Την επόμενη μέρα οι Έλληνες πληροφορούνταν την τραγική είδηση: „Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας αναγγέλλει με βαθύτατη θλίψη το θάνατο του εξέχοντα επιστήμονα και αγωνιστή της ειρήνης και της δημοκρατίας καθηγητή συντρόφου Πέτρου Κόκκαλη. Ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης πέθανε από καρδιακή προσβολή στη διάρκεια της εργασίας του στο Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αιμοφόρων Αγγείων, της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, που διηύθυνε. Πέθανε πάνω στο καθήκον“. Την επομένη μέρα, 17 του μηνός, η είδηση του θανάτου πέρασε και στον αθηναϊκό Τύπο όπως και στον ανατολικογερμανικό.
Η είδηση του θανάτου του Π. Κόκκαλη στη Neues Deutschland (17.1.1962) |
Κατά μια τραγική σύμπτωση, στις 16 Ιανουαρίου η εφημερίδα Neues Deutschland φιλοξενούσε το τελευταίο πολιτικό άρθρο του Π. Κόκκαλη με τίτλο „Εκλογική απάτη και πολιτική πυρηνικών εξοπλισμών στην Αθήνα“. Στο άρθρο αυτό κατακεραύνωνε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, (την εκλογή της οποίας απέδιδε στο κλίμα βίας και νοθείας που είχε επιβάλει στο εκλογικό σώμα), για την οικονομική της πολιτική, τις διώξεις των χιλιάδων αριστερών στη χώρα αλλά και για τα προγράμματα εξοπλισμών και τις υπηρεσίες της στο ΝΑΤΟ, ενώ ταυτόχρονα τόνιζε την ανάγκη συνεργασίας των πατριωτικών, προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε ένα μίνιμουμ κοινού προγράμματος.
Όταν η οικογένεια του Π. Κόκκαλη , θέλοντας να εκπληρώσει την επιθυμία του να ταφεί αμέσως μετά το θάνατό του στα πάτρια εδάφη, ζήτησε από την τότε ελληνική κυβέρνηση να επιτραπεί η μεταφορά της σορού του στην Ελλάδα, ο Κ. Καραμανλής, παρά το μετεμφυλιακό αντικομουνιστικό κλίμα που επικρατούσε τότε στη χώρα, έδωσε την έγκριση. Πιθανόν στην απόφαση αυτή να έπαιξε σημαντικό ρόλο, πέρα από την παλαιότερη προσωπική γνωριμία των δυο ανδρών, και το γεγονός, ότι η μητέρα της Αμαλίας Κανελλοπούλου, τότε συζύγου του Κ. Καραμανλή, είχε χειρουργηθεί από τον Π. Κόκκαλη, ο οποίος αναγνωρίζονταν ως ένας από τους καλύτερους γιατρούς της προπολεμικής Αθήνας.
Η κηδεία του Π. Κόκκαλη στην Ελλάδα έγινε την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 1962 στο Α` Νεκροταφείο Αθηνών. (Η αντίστοιχη τελετή στο Βερολίνο πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιανουαρίου, στο κτήριο του Κρεματόριου Baumschulenweg). Στην Αθήνα τον νεκρό αποχαιρέτησαν διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, πολιτικοί, η πολιτική ηγεσία της ΕΔΑ και πλήθος κόσμου. Το βράδυ εκείνης της ημέρας, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα Επιτύμβιο στον νεκρό, όπου θίγοντας το πρόβλημα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, τελείωνε με τη φράση: „η Ελλάδα περιμένει τα παιδιά της“.
Επίλογος
Με μια μικρή ταραχή μέσα μου επισκέφτηκα μια φθινοπωρινή μέρα του Οκτώβρη το Αρχείο, στο οποίο, προς μεγάλη μου έκπληξη, είχα ανακαλύψει κατά τη διάρκεια των ερευνών μου την ύπαρξη τριών ταινιών, με θέμα τα πειράματα του Πέτρου Κόκκαλη στο Ινστιτούτο του. Το κτήριο που στεγάζει το αρχείο παρουσιάζει εξωτερικά μια αρχιτεκτονική εθνικοσοσιαλιστικής τεχνοτροπίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '30. Το δωμάτιο προβολής, στο οποίο με οδήγησε ένας πρόθυμος υπάλληλος, είχε μόνον τα απαραίτητα: το μηχάνημα ατομικής προβολής, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, μερικά άδεια ράφια τριγύρω, ενώ βαριές καφετιές κουρτίνες κάλυπταν τα μεγάλα παράθυρα για την απαραίτητη συσκότιση.
H νεκρολογία της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Π. Κόκκαλη στην εφημερίδα Neues Deutschland |
Παρατηρώντας το ακινητοποιημένο βλέμμα του, ένοιωσα σαν να «διάβασα» αστραπιαία ολόκληρη την ιστορία μιας πολυτάραχης ζωής, μέσα από την αντίσταση, τον ένοπλο αγώνα, την ήττα και την προσφυγιά αλλά και την επιστημονική και κοινωνική καταξίωση αργότερα. Μιας ανθρώπινης πορείας διαμορφωμένης από τη συνέπεια στις επιλογές της έως το τέλος, ακόμη κι όταν το τίμημα ήταν η απώλεια μιας ανέμελης, ευκατάστατης ζωής και η απώλεια της ίδιας της Πατρίδας. Ταυτόχρονα άρχισαν να με βασανίζουν διάφορα ερωτήματα: υπήρξαν άραγε σε όλη αυτή τη πορεία στιγμές αμφιβολίας, ως προς την ορθότητα των επιλογών του; Πώς να τον επηρέασαν άραγε τα συνταρακτικά γεγονότα αποκαθήλωσης της σταλινικής περιόδου, της δραματικής καθαίρεσης της ηγεσίας στην Τασκένδη, ή της εξέγερσης και της σοβιετικής εισβολής στην Ουγγαρία; Τι να σκεφτόταν άραγε, ως γιατρός, για τους πρώτους πυροβολισμούς στο Τείχος του Βερολίνου, ενάντια σε κείνους που γύριζαν την πλάτη στη χώρα, που τόσο γενναιόδωρα φιλοξενούσε τον ίδιο; Ίσως οι απαντήσεις να μην έχουν πια τόση σημασία. Ίσως να μην είχαν και για τον ίδιον πλέον τόση σημασία, αφότου βρίσκονταν οχυρωμένος σε νέα χαρακώματα, δίνοντας άλλου είδους μάχες, για την ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, για την γοητεία της επιστημονικής αναζήτησης, για την προσφορά ως γιατρού στο ανθρώπινο είδος.
Εγκαταλείποντας το κτήριο του αρχείου με μια απροσδιόριστη ικανοποίηση και πριν αφεθώ στη συμπαρασύρουσα ροή της σύγχρονης καθημερινότητας της γερμανικής μητρόπολης, κράτησα μέσα μου, σαν τελευταία, την εικόνα, ενός ακούραστου επιστήμονα, ενός συνειδητά στρατευμένου διανοούμενου και ενός μεγάλου Έλληνα της μεταπολεμικής προσφυγικής διασποράς.
Γιώργος Μ. Βραζιτούλης, Βερολίνο
Δρ Τοπογράφος Μηχανικός
O Πρόλογος του συντάκτη:
===================================================================
Ξαναχτύπησαν και πάλι κάποια φασιστοειδή, πυροβολώντας αυτή τη φορά την προτομή του Πέτρου Κόκκαλη που βρίσκεται στη θέση Βέρτενικ στο Γράμμο (εκεί που ήταν το νοσοκομείο του ΔΣΕ), η οποία τοποθετήθηκε στις 5 Οκτώβρη του 2008 σε ειδική εκδήλωση από την ΚΕ του ΚΚΕ. Η βεβήλωση του μνημείου έγινε με μονόβολο και βλήθηκαν το ζυγωματικό και το ρουθούνι της προτομής με αποτέλεσμα την παραμόρφωσή της. Υπενθυμίζεται ότι στις 12 Νοέμβρη του 2008 τα ίδια ή άλλα φασιστοειδή έκλεψαν την προτομή και βεβήλωσαν το μνημείο.“ (εφημερίδα Ριζοσπάστης, 16.1.2010).
====================================================================== Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από την ημέρα που διάβασα την παραπάνω είδηση και για μεγάλο χρονικό διάστημα με απασχολούσε η απορία, για ποιο λόγο η παρουσία ενός μνημείου, μιας προτομής ενός άνδρα και μάλιστα σε μια απομακρυσμένη περιοχή της χώρας, να προκαλεί σε κάποιους τόσο βίαιες αντιδράσεις βανδαλισμού.
Βέβαια, σε μια περιοχή που το πέρασμα της ιστορίας άφησε πίσω μερικές χιλιάδες νεκρούς, θύματα ενός εμφύλιου αδελφοκτόνου πολέμου, ίσως οι μνήμες να έχουν παραμείνει άσβεστες, ακόμη και μετά την πάροδο 60 περίπου χρόνων. Αλλά μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω ένα τέτοιο μίσος προς το πρόσωπο ενός γιατρού, ο οποίος μάλιστα στα δύσκολα και τραγικά εκείνα χρόνια, θυσιάζοντας μια επιτυχημένη αστική ζωή, είχε συστρατευτεί με την ηττημένη τελικά πλευρά. Το περιστατικό αυτό, συνοδευόμενο από τη συμπτωματική συνάντηση με το όνομα του Πέτρου Κόκκαλη στις προηγούμενές μου έρευνες για τον συγγραφέα Δημήτρη Χατζή και για το μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη στο Βερολίνο, κέντρισε την περιέργειά μου να ασχοληθώ διεξοδικότερα με την προσωπικότητα αυτή και ειδικότερα με το κομμάτι της βιογραφίας που αφορά την παραμονή στην τότε ανατολικογερμανική πρωτεύουσα.
Η πρώτη αναζήτηση με τη βοήθεια του διαδικτύου απέφερε αρκετές πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Π. Κόκκαλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι οποίες προέρχονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από πηγές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας (ΚΚΕ). Για την περίοδο της προσφυγιάς στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικότερα για τη ζωή του στη ΛΔ Γερμανία, οι αναφορές ήταν περιορισμένες. Οι προϋποθέσεις υπήρξαν λοιπόν ιδανικές, μιας και το έδαφος «παρθένο», για μια εξερευνητική αναζήτηση σε τόπους και χρόνους που έζησε ο διάσημος Έλληνας γιατρός.
* Θερμές ευχαριστίες στον κ. Θανάση Γεωργίουγια την αμέριστη βοήθεια στην κατανόηση ενός άλλου κόσμου μιας άλλης εποχής.
** Besonderer Dank an Frau Dr. Vera Enke (BBAW), Herrn Michael Will (Vivantes Friedrichshain) sowie Frau Anne Luft (Neues Deutschland).
Πηγές: Ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας Ριζοσπάστης
Archiv der Berlin-Brandenburgischen Akademie der Wissenschaften
Archiv der Humboldt Universität zu Berlin
Bundesarchiv
Landesarchiv Berlin
Archiv des Städtischen Krankenhauses Friedrichshain (Vivantes Klinikum Friedrichshain)
Archiv der Zeitung Neues Deutschland
ΠΗΓΗ:www.giannena-e.gr
Ξαναχτύπησαν και πάλι κάποια φασιστοειδή, πυροβολώντας αυτή τη φορά την προτομή του Πέτρου Κόκκαλη που βρίσκεται στη θέση Βέρτενικ στο Γράμμο (εκεί που ήταν το νοσοκομείο του ΔΣΕ), η οποία τοποθετήθηκε στις 5 Οκτώβρη του 2008 σε ειδική εκδήλωση από την ΚΕ του ΚΚΕ. Η βεβήλωση του μνημείου έγινε με μονόβολο και βλήθηκαν το ζυγωματικό και το ρουθούνι της προτομής με αποτέλεσμα την παραμόρφωσή της. Υπενθυμίζεται ότι στις 12 Νοέμβρη του 2008 τα ίδια ή άλλα φασιστοειδή έκλεψαν την προτομή και βεβήλωσαν το μνημείο.“ (εφημερίδα Ριζοσπάστης, 16.1.2010).
====================================================================== Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από την ημέρα που διάβασα την παραπάνω είδηση και για μεγάλο χρονικό διάστημα με απασχολούσε η απορία, για ποιο λόγο η παρουσία ενός μνημείου, μιας προτομής ενός άνδρα και μάλιστα σε μια απομακρυσμένη περιοχή της χώρας, να προκαλεί σε κάποιους τόσο βίαιες αντιδράσεις βανδαλισμού.
Βέβαια, σε μια περιοχή που το πέρασμα της ιστορίας άφησε πίσω μερικές χιλιάδες νεκρούς, θύματα ενός εμφύλιου αδελφοκτόνου πολέμου, ίσως οι μνήμες να έχουν παραμείνει άσβεστες, ακόμη και μετά την πάροδο 60 περίπου χρόνων. Αλλά μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω ένα τέτοιο μίσος προς το πρόσωπο ενός γιατρού, ο οποίος μάλιστα στα δύσκολα και τραγικά εκείνα χρόνια, θυσιάζοντας μια επιτυχημένη αστική ζωή, είχε συστρατευτεί με την ηττημένη τελικά πλευρά. Το περιστατικό αυτό, συνοδευόμενο από τη συμπτωματική συνάντηση με το όνομα του Πέτρου Κόκκαλη στις προηγούμενές μου έρευνες για τον συγγραφέα Δημήτρη Χατζή και για το μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη στο Βερολίνο, κέντρισε την περιέργειά μου να ασχοληθώ διεξοδικότερα με την προσωπικότητα αυτή και ειδικότερα με το κομμάτι της βιογραφίας που αφορά την παραμονή στην τότε ανατολικογερμανική πρωτεύουσα.
Η πρώτη αναζήτηση με τη βοήθεια του διαδικτύου απέφερε αρκετές πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Π. Κόκκαλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι οποίες προέρχονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από πηγές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας (ΚΚΕ). Για την περίοδο της προσφυγιάς στις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικότερα για τη ζωή του στη ΛΔ Γερμανία, οι αναφορές ήταν περιορισμένες. Οι προϋποθέσεις υπήρξαν λοιπόν ιδανικές, μιας και το έδαφος «παρθένο», για μια εξερευνητική αναζήτηση σε τόπους και χρόνους που έζησε ο διάσημος Έλληνας γιατρός.
* Θερμές ευχαριστίες στον κ. Θανάση Γεωργίουγια την αμέριστη βοήθεια στην κατανόηση ενός άλλου κόσμου μιας άλλης εποχής.
** Besonderer Dank an Frau Dr. Vera Enke (BBAW), Herrn Michael Will (Vivantes Friedrichshain) sowie Frau Anne Luft (Neues Deutschland).
Πηγές: Ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας Ριζοσπάστης
Archiv der Berlin-Brandenburgischen Akademie der Wissenschaften
Archiv der Humboldt Universität zu Berlin
Bundesarchiv
Landesarchiv Berlin
Archiv des Städtischen Krankenhauses Friedrichshain (Vivantes Klinikum Friedrichshain)
Archiv der Zeitung Neues Deutschland
ΠΗΓΗ:www.giannena-e.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου