Η
δημοκρατία είναι ένα πολιτικό σύστημα που έρχεται στο προσκήνιο με τη Γαλλική
Επανάσταση, ειδικά στην ιακωβινική φάση της.
Ηττήθηκε οπουδήποτε εμφανίστηκε, ξεκινώντας από το 1848, ωστόσο η αστική κοινωνική βάση αυτού του συστήματος δεν σταματά να εξαπλώνεται.
Φαίνεται να θριαμβεύει το 1919, πάνω στις στάχτες των παλαιών μοναρχιών, αλλά, ξανά, καταρρέει παντού, τα χρόνια μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων: φθάνοντας στο πιο χαμηλό σημείο το 1939, απαξιωμένη και εγκαταλειμμένη παντού.
Κι όμως, όπως ο μυθολογικός φοίνικας αναγεννιέται το 1945, με την ένοπλη δύναμη των νικητριών δυνάμεων.
Ηττήθηκε οπουδήποτε εμφανίστηκε, ξεκινώντας από το 1848, ωστόσο η αστική κοινωνική βάση αυτού του συστήματος δεν σταματά να εξαπλώνεται.
Φαίνεται να θριαμβεύει το 1919, πάνω στις στάχτες των παλαιών μοναρχιών, αλλά, ξανά, καταρρέει παντού, τα χρόνια μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων: φθάνοντας στο πιο χαμηλό σημείο το 1939, απαξιωμένη και εγκαταλειμμένη παντού.
Κι όμως, όπως ο μυθολογικός φοίνικας αναγεννιέται το 1945, με την ένοπλη δύναμη των νικητριών δυνάμεων.
Ο
Oswald
Spengler
και ο Carl
Schmitt
υπήρξαν μεταξύ των πιο αυστηρών κριτικών της.
Για τον Spengler, η δημοκρατία είναι εκείνο το πολιτικό σύστημα που εδραιώνεται όταν η μάζα, κατευθυνόμενη από τα μέσα πληροφόρησης, καταλήγει να πιστέψει εκείνο που την έκαναν να πιστέψει, και περνά αυτή την χειραγώγηση ως άσκηση της ελεύθερης βούληση της.
Η κριτική του Spengler αφορά την ίδια την ουσία της δημοκρατίας που, στην εποχή της τηλεόρασης, φαίνεται ακόμη πιο δικαιολογημένη από όσο ήταν στην εποχή των εφημερίδων.
Σήμερα, ο έλεγχος της λεγόμενης κοινής γνώμης είναι ακόμη πιο διαδεδομένος και συστηματικός.
Από την άλλη πλευρά, η κριτική του Carl Schmitt εστιάζεται σε ένα διαφορετικό ζήτημα, στο γεγονός πως η δημοκρατία καταλήγει (χάρη του διαχωρισμού των εξουσιών και της δύναμης των οργανωμένων ομάδων επιρροής, που χρηματοδοτούν τα πολιτικά κόμματα), στην πρακτική του κοινοβουλευτισμού, που είναι, κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνη της πρακτικής της λαϊκής κυριαρχίας, που εξασκείται χωρίς διαμεσολαβητικά σώματα.
Για τον Spengler, η δημοκρατία είναι εκείνο το πολιτικό σύστημα που εδραιώνεται όταν η μάζα, κατευθυνόμενη από τα μέσα πληροφόρησης, καταλήγει να πιστέψει εκείνο που την έκαναν να πιστέψει, και περνά αυτή την χειραγώγηση ως άσκηση της ελεύθερης βούληση της.
Η κριτική του Spengler αφορά την ίδια την ουσία της δημοκρατίας που, στην εποχή της τηλεόρασης, φαίνεται ακόμη πιο δικαιολογημένη από όσο ήταν στην εποχή των εφημερίδων.
Σήμερα, ο έλεγχος της λεγόμενης κοινής γνώμης είναι ακόμη πιο διαδεδομένος και συστηματικός.
Από την άλλη πλευρά, η κριτική του Carl Schmitt εστιάζεται σε ένα διαφορετικό ζήτημα, στο γεγονός πως η δημοκρατία καταλήγει (χάρη του διαχωρισμού των εξουσιών και της δύναμης των οργανωμένων ομάδων επιρροής, που χρηματοδοτούν τα πολιτικά κόμματα), στην πρακτική του κοινοβουλευτισμού, που είναι, κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνη της πρακτικής της λαϊκής κυριαρχίας, που εξασκείται χωρίς διαμεσολαβητικά σώματα.
Για τον Schmitt, το θεμελιώδες ζήτημα της
δημοκρατίας δεν είναι ο έλεγχος της δημόσιας γνώμης αλλά η δημοσιότητα της
γνώμης, που, στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, καταλήγει αναπόφευκτα να διαγραφεί
από τους πλάγιους ελιγμούς των κομμάτων, αληθινά κέντρα εξουσίας.
Έτσι, το αντίθετο της δημοκρατίας δεν είναι η δικτατορία, η οποία αντιτάσσεται στον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά, ακριβώς, το σύστημα που είναι βασισμένο πάνω στον διαχωρισμό των εξουσιών, δηλαδή ο κοινοβουλευτισμός φιλελεύθερης μήτρας.
Έτσι, το αντίθετο της δημοκρατίας δεν είναι η δικτατορία, η οποία αντιτάσσεται στον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά, ακριβώς, το σύστημα που είναι βασισμένο πάνω στον διαχωρισμό των εξουσιών, δηλαδή ο κοινοβουλευτισμός φιλελεύθερης μήτρας.
Με
άλλα λόγια, στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, το βασικό στοιχείο είναι τα κόμματα,
τα οποία αποτελούν την έκφραση των ομάδων που έχουν πραγματική δύναμη, τόσο
οικονομικής φύσης όσο και πολιτικής και που δεν ενδιαφέρονται για το κοινό
καλό, αλλά για το δικό τους συμφέρον.
Τα όσα πράττουν έχουν αποκλειστικά ως απώτερο σκοπό να διατηρήσουν τον έλεγχο των δημοσίων πραγμάτων. Αυτά (δηλ. τα κόμματα) δεν ενδιαφέρονται να κυβερνήσουν με την πρέπουσα έννοια του όρου, αλλά να κατευθύνουν τους κρατικούς πόρους στην πιο συμφέρουσα γι’ αυτά κατεύθυνση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κοινοβούλιο δεν είναι, και δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, μία σχολή πολιτικής εκπαίδευσης.
Κανένας αληθινός πολιτικός δεν βγαίνει από το κοινοβούλιο, διότι τα μέλη του κοινοβουλίου δεν έχουν ως στόχο την πολιτική δράση, αλλά την τέχνη να κατακτούν και να διατηρούν τις πολυθρόνες τους.
Μέσω αυτών των τελευταίων κατευθύνουν την κρατική μηχανή και εμποδίζουν τους αντιπάλους τους να τις καταλάβουν (τις πολυθρόνες).
Τα όσα πράττουν έχουν αποκλειστικά ως απώτερο σκοπό να διατηρήσουν τον έλεγχο των δημοσίων πραγμάτων. Αυτά (δηλ. τα κόμματα) δεν ενδιαφέρονται να κυβερνήσουν με την πρέπουσα έννοια του όρου, αλλά να κατευθύνουν τους κρατικούς πόρους στην πιο συμφέρουσα γι’ αυτά κατεύθυνση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κοινοβούλιο δεν είναι, και δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, μία σχολή πολιτικής εκπαίδευσης.
Κανένας αληθινός πολιτικός δεν βγαίνει από το κοινοβούλιο, διότι τα μέλη του κοινοβουλίου δεν έχουν ως στόχο την πολιτική δράση, αλλά την τέχνη να κατακτούν και να διατηρούν τις πολυθρόνες τους.
Μέσω αυτών των τελευταίων κατευθύνουν την κρατική μηχανή και εμποδίζουν τους αντιπάλους τους να τις καταλάβουν (τις πολυθρόνες).
Επομένως,
η αληθινή διαφορά μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας, είναι η έννοια του
διαχωρισμού των εξουσιών.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, από την οποία πηγάζει ο κοινοβουλευτισμός, η νομοθετική εξουσία, η εκτελεστική και η δικαστική πρέπει να ισορροπούν αλλά να παραμένουν αυτόνομες η μία εν σχέση με την άλλη, διότι πάνω σε αυτό θεμελιώνεται η ελεύθερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, απαραίτητη προϋπόθεση της 'ελευθερίας' της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, από την οποία πηγάζει ο κοινοβουλευτισμός, η νομοθετική εξουσία, η εκτελεστική και η δικαστική πρέπει να ισορροπούν αλλά να παραμένουν αυτόνομες η μία εν σχέση με την άλλη, διότι πάνω σε αυτό θεμελιώνεται η ελεύθερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, απαραίτητη προϋπόθεση της 'ελευθερίας' της κυβέρνησης.
Αντίθετα,
σύμφωνα με τη δημοκρατία, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μία πραγματική διάκριση
μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνώμενων, αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι αναγκαίος,
μάλιστα είναι καλό να απορροφηθεί από μία ανώτερη αρχή: την άμεση άσκηση της
κυριαρχίας από μέρος του λαού.
Στην
πρακτική των φιλελεύθερων δημοκρατικών συστημάτων, που ξεπήδησαν από την
κατάληξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Συνθήκης των Βερσαλλιών, φάνηκε
ότι οι δύο αντιλήψεις, εκείνη βασισμένη πάνω στον διαχωρισμό και εκείνη
βασισμένη πάνω στην συγχώνευση των εξουσιών, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν και μάλιστα
να αλληλοδιεισδυθούν. Αντίθετα-και εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία της ανάλυσης του Schmitt– αυτές είναι τόσο διαφορετικές, για
να μην πούμε αντίθετες, που είναι πιο εύκολο να φανταστούμε μία γειτνίαση και
ίσως μία συνέχεια, μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας.
Ο λόγος για αυτό είναι η κοινή αρχή έμπνευσης, δηλαδή η ταυτότητα μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων και η κοινή αντίθεση στο διαχωρισμό των εξουσιών, πάνω στον οποίο βασίζεται το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Ο λόγος για αυτό είναι η κοινή αρχή έμπνευσης, δηλαδή η ταυτότητα μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων και η κοινή αντίθεση στο διαχωρισμό των εξουσιών, πάνω στον οποίο βασίζεται το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Πράγματι,
ο κοινοβουλευτισμός, έχει ανάγκη το διαχωρισμό των εξουσιών για να μπορεί να
ακολουθεί τον αληθινό σκοπό του, που είναι η άσκηση της εξουσίας για λογαριασμό
δυνάμεων ξένων προς το ίδιο το κοινοβούλιο, το οποίο και χρησιμοποιούν ως
εργαλείο για να επιτύχουν τους δικούς τους στόχους.
Οι δικτατορίες που προέκυψαν κατά τον 20ο αιώνα (δηλαδή ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός) ως απάντηση στα δεινά του κοινοβουλευτισμού, είναι, στην ουσία τους, κατευθυνόμενες ενάντια στον φιλελευθερισμό και όχι εναντίον της δημοκρατίας αυτής καθαυτής.
Ο Schmitt έφθασε έτσι στο, φαινομενικά παράδοξο, συμπέρασμα ότι δημοκρατία και δικτατορία δεν είναι η μία το αντίθετο της άλλης αλλά και οι δύο είναι το αντίθετο του φιλελευθερισμού, δηλαδή του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν, η ουσιαστικά ευνοϊκή στάση προς την δικτατορία που προσλαμβάνει ο Carl Schmitt, φυσικά στην φασιστική εκδοχή της.
Οι δικτατορίες που προέκυψαν κατά τον 20ο αιώνα (δηλαδή ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός) ως απάντηση στα δεινά του κοινοβουλευτισμού, είναι, στην ουσία τους, κατευθυνόμενες ενάντια στον φιλελευθερισμό και όχι εναντίον της δημοκρατίας αυτής καθαυτής.
Ο Schmitt έφθασε έτσι στο, φαινομενικά παράδοξο, συμπέρασμα ότι δημοκρατία και δικτατορία δεν είναι η μία το αντίθετο της άλλης αλλά και οι δύο είναι το αντίθετο του φιλελευθερισμού, δηλαδή του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν, η ουσιαστικά ευνοϊκή στάση προς την δικτατορία που προσλαμβάνει ο Carl Schmitt, φυσικά στην φασιστική εκδοχή της.
Το
πρόβλημα, για το μοντέλο της άμεσης δημοκρατίας τύπου Rousseau, είναι ότι είναι πρακτικά
ανεφάρμοστο σε επίπεδο μεγάλων εθνικών κρατών και ενδεχομένως κατάλληλο μόνο
για τις αρχαίες πόλεις-κράτη ή τις
αναγεννησιακές κοινότητες.
Για ένα μεγάλο κράτος, η δημοκρατία,νοούμενη ως άμεση άσκηση της λαϊκής βούλησης πάνω από κάθε ιδιοτέλεια και ατομικό εγωισμό, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δικτατορικές μορφές κυβέρνησης. Σε αυτές, αποσυναρμολογούνται οι μηχανισμοί του δημαγωγικού κοινοβουλευτισμού, καταργείται ο διαχωρισμός των εξουσιών και τίθενται εκτός παιχνιδιού οι ομάδες εκείνων των συμφερόντων που είναι ξένες προς την προοπτική του κοινού καλού.
Για ένα μεγάλο κράτος, η δημοκρατία,νοούμενη ως άμεση άσκηση της λαϊκής βούλησης πάνω από κάθε ιδιοτέλεια και ατομικό εγωισμό, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε δικτατορικές μορφές κυβέρνησης. Σε αυτές, αποσυναρμολογούνται οι μηχανισμοί του δημαγωγικού κοινοβουλευτισμού, καταργείται ο διαχωρισμός των εξουσιών και τίθενται εκτός παιχνιδιού οι ομάδες εκείνων των συμφερόντων που είναι ξένες προς την προοπτική του κοινού καλού.
Η
διεισδυτική ανάλυση του Carl
Schmitt μας παρέχει τα εργαλεία όχι μόνον για να
κατανοήσουμε καλύτερα φαινόμενα του παρελθόντος όπως ο φασισμός, αλλά και την
παρούσα πραγματικότητα και, ειδικά, την όλο και πιο έντονη τάση της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να γίνει ‘ολοκληρωτική’, δηλαδή να επιβάλλει τη
δική της ‘μοναδική σκέψη’ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κράτους.
Εκείνο
που συνέβη, πρακτικά, μετά το 1945, και ακόμη περισσότερο μετά το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου, ήταν μία διαδικασία προσαρμογής των κοινοβουλευτικών συστημάτων
στις νέες προκλήσεις της ύστερης νεωτερικότητας: διεκδικώντας για τον εαυτό
τους και μόνον για τον εαυτό τους, τη δημοκρατική σφραγίδα ενώ την αρνούνταν με
ριζικό τρόπο στις δικτατορίες.
Κατά συνέπεια, ο κοινοβουλευτισμός αυτοπροσδιορίστηκε ως το μόνο νομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα να αντιπροσωπεύσει τα αυθεντικά αιτήματα της λαϊκής κυριαρχίας.
Πρακτικά, ο κοινοβουλευτισμός, χωρίς να χάνει καθόλου το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του, δηλαδή της ‘κάλυψης’ των ιδιοτελών συμφερόντων, εξωκοινοβουλευτικών, ειδικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της βιομηχανίας, πιέστηκε να κάνει δικά του και τα χαρακτηριστικά του ηττημένου εχθρού (δηλ. των δικτατοριών).
Κατά αυτό τον τρόπο, αντιστάθμισε τις χρόνιες αδυναμίες του όπως την χαρακτηριστική αναποφασιστικότητα του και την έλλειψη πυγμής, με μία ισχυρή ώθηση προ την απόλυτη δράση, η οποία είναι ‘ολοκληρωτική’ στη φύση της) παρουσιάζοντας την ως τη μόνη πολιτική δράση ικανή να ερμηνεύσει αληθινά τη γενική θέληση, και άρα την ιδέα του γενικού συμφέροντος.
Κατά συνέπεια, ο κοινοβουλευτισμός αυτοπροσδιορίστηκε ως το μόνο νομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα να αντιπροσωπεύσει τα αυθεντικά αιτήματα της λαϊκής κυριαρχίας.
Πρακτικά, ο κοινοβουλευτισμός, χωρίς να χάνει καθόλου το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του, δηλαδή της ‘κάλυψης’ των ιδιοτελών συμφερόντων, εξωκοινοβουλευτικών, ειδικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της βιομηχανίας, πιέστηκε να κάνει δικά του και τα χαρακτηριστικά του ηττημένου εχθρού (δηλ. των δικτατοριών).
Κατά αυτό τον τρόπο, αντιστάθμισε τις χρόνιες αδυναμίες του όπως την χαρακτηριστική αναποφασιστικότητα του και την έλλειψη πυγμής, με μία ισχυρή ώθηση προ την απόλυτη δράση, η οποία είναι ‘ολοκληρωτική’ στη φύση της) παρουσιάζοντας την ως τη μόνη πολιτική δράση ικανή να ερμηνεύσει αληθινά τη γενική θέληση, και άρα την ιδέα του γενικού συμφέροντος.
Σημειώσεις
του μεταφραστή:
Tο
θέμα της δημοκρατίας, είτε άμεσης είτε κοινοβουλευτικής είναι παράδοξο ακόμη
και να συζητείται, για τέσσερεις βασικούς λόγους:
Α)
Φθάνει κάποιος να κάνει μια βόλτα στην αγορά ή σε μια πλατεία και να
αφουγκραστεί ποια θέματα απασχολούν το μέσο καθημερινό άνθρωπο, καθώς και ποια
είναι η κατάρτισή του πάνω στα σοβαρά φιλοσοφικά, κοινωνικά και πολιτικά
θέματα….
Ο μέσος πολίτης δεν μπορεί να αποφασίσει σωστά ούτε για το σπίτι του, πόσο μάλλον για το έθνος. Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι στους αιώνες.
Ο μέσος πολίτης δεν μπορεί να αποφασίσει σωστά ούτε για το σπίτι του, πόσο μάλλον για το έθνος. Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι στους αιώνες.
Β)
Ο πολίτης τη στιγμή που ψηφίζει ιδιωτεύει: σκέφτεται, πρωτίστως, τι θα είναι
καλό για τον ίδιο.
Γ)
Και μόνον το γεγονός ότι όλο το καπιταλιστικό, μασονικό και αριστερό σύστημα,
έχει ως απόλυτο δόγμα τη δημοκρατία, φθάνει για να καταλάβουμε ποιους και τι
εξυπηρετεί.
Δ) Τέλος, το σύστημα αυτό μπορεί να έχει
ανεξέλεγκτες συνέπειες, λόγω της εκλογικής διαδικασίας.
Οι ‘δημοκράτες’, λένε ότι ο Χίτλερ ήταν το κακό ενσαρκωμένο.
Ωραία ας συμφωνήσουμε, αλλά ας θέσουμε και μια ουσιώδη ερώτηση:
πως εισήλθε στο γερμανικό κοινοβούλιο;
Με εκλογές!
Άρα θα ακουγόταν περίεργο αν κάποιος υποστήριζε πως ήταν η δημοκρατία που έφερε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όλα τα σχετικά δεινά;
Οι ‘δημοκράτες’, λένε ότι ο Χίτλερ ήταν το κακό ενσαρκωμένο.
Ωραία ας συμφωνήσουμε, αλλά ας θέσουμε και μια ουσιώδη ερώτηση:
πως εισήλθε στο γερμανικό κοινοβούλιο;
Με εκλογές!
Άρα θα ακουγόταν περίεργο αν κάποιος υποστήριζε πως ήταν η δημοκρατία που έφερε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όλα τα σχετικά δεινά;
Αλλά
ας έρθουμε στα δικά μας. Τα πολλά γέλια με τους ‘δημοκράτες’ στην Ελλάδα, θα τα
κάναμε εάν έβγαινε πρώτο κόμμα στις εκλογές η Χρυσή Αυγή, με πλήρως
δημοκρατικές διαδικασίες;
Και όταν άρχισε να διαφαίνεται πως αυτή η πιθανότητα δεν ήταν καθόλου μικρή, θυμάστε τι συνέβη; Ένα κεκαλυμμένο πραξικόπημα: έστειλαν τη Χρυσή Αυγή στον εισαγγελέα.
Η δημοκρατία λοιπόν έκανε μία μικρή ...δικτατορική επιδιόρθωση…
Και όταν άρχισε να διαφαίνεται πως αυτή η πιθανότητα δεν ήταν καθόλου μικρή, θυμάστε τι συνέβη; Ένα κεκαλυμμένο πραξικόπημα: έστειλαν τη Χρυσή Αυγή στον εισαγγελέα.
Η δημοκρατία λοιπόν έκανε μία μικρή ...δικτατορική επιδιόρθωση…
Εν
κατακλείδι, σε κάθε χώρα το (ανθρωπίνως) ορθό σύστημα κυβέρνησης μπορεί να
υπάρξει και είναι απλό:
Ένας πολιτικός ηγέτης και μία πολιτική ηγεσία, η οποία θα βγαίνει μέσα από ειδικές σχολές, σώματα και πανεπιστήμια πχ. κάτι παρόμοιο με το σώμα των διπλωματών ή το δικαστικό σώμα. Αυτή η ηγεσία θα συνεπικουρείται και θα συναποφασίζει με την ηγεσία του στρατού (την οποία ηγεσία, θα εκλέγει ο ίδιος ο στρατός) και την ηγεσία της Εκκλησίας.
Οι δε επαγγελματικές τάξεις θα εκπροσωπούνται από αντιπροσώπους οι οποίοι θα έχουν μόνον το δικαίωμα της έκθεσης απόψεων.
Το σύστημα αυτό είναι ο συνδυασμός τριών Αρχετύπων:
Ένας πολιτικός ηγέτης και μία πολιτική ηγεσία, η οποία θα βγαίνει μέσα από ειδικές σχολές, σώματα και πανεπιστήμια πχ. κάτι παρόμοιο με το σώμα των διπλωματών ή το δικαστικό σώμα. Αυτή η ηγεσία θα συνεπικουρείται και θα συναποφασίζει με την ηγεσία του στρατού (την οποία ηγεσία, θα εκλέγει ο ίδιος ο στρατός) και την ηγεσία της Εκκλησίας.
Οι δε επαγγελματικές τάξεις θα εκπροσωπούνται από αντιπροσώπους οι οποίοι θα έχουν μόνον το δικαίωμα της έκθεσης απόψεων.
Το σύστημα αυτό είναι ο συνδυασμός τριών Αρχετύπων:
Α)
Του αρχετύπου της πολιτικής τέχνης (πολιτική ηγεσία).
Β)
Του αρχετύπου της ισχύος και της άμυνας (στρατός).
Γ)
Του αρχετύπου της πνευματικής-εσχατολογικής παράδοσης ενός έθνους (η εκκλησία).
Αυτό λοιπόν θα ήταν το μόνο λογικό, ανθρωπολογικώς
ορθό και δυνατό στην εφαρμογή του σύστημα για τη διακυβέρνηση μιας χώρας.
Φυσικά,
ένα τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης, θα μπορεί να λειτουργήσει εντός ενός πλαισίου
προστατευμένου από την προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό του προοδευτισμού και
της αριστεράς. Αυτός ο προσηλυτισμός δεν θα μπορεί να είναι επιτρεπτός, όπως
άλλωστε δεν είναι και ο χιλιαστικός-ιαχωβαϊκός προσηλυτισμός (άλλωστε,οι ρίζες
της αριστεράς και του χιλιασμού δεν
διαφέρουν και ιδιαίτερα.).
Όσον
αφορά την οικονομία, θα εφαρμοστεί
εκείνο το σύστημα που οι ειδικοί, με βάση την εμπειρία του
παρελθόντος και τη γνώση της ανθρώπινης φύσης, θα επιλέξουν ως το πιο
ικανοποιητικό.
Όχι το ‘τέλειο’, όχι το ‘ιδανικό’, αλλά το πιο (δικαίως) εφαρμόσιμο .
Όχι το ‘τέλειο’, όχι το ‘ιδανικό’, αλλά το πιο (δικαίως) εφαρμόσιμο .
Θα
μου πείτε, αυτά είναι ‘όνειρα θερινής νυκτός’!
Μπορεί… αλλά να μην ξεχνάμε ότι εάν κάποιος το 1980 έλεγε ότι το Σοβιετικό σύστημα θα αφανιστεί, όλοι θα τον περνούσαν για τρελό.
Καμιά φορά οι όροι αντιστρέφονται: το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα όνειρο.
Μπορεί… αλλά να μην ξεχνάμε ότι εάν κάποιος το 1980 έλεγε ότι το Σοβιετικό σύστημα θα αφανιστεί, όλοι θα τον περνούσαν για τρελό.
Καμιά φορά οι όροι αντιστρέφονται: το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα όνειρο.
Άρθρο
του Francesco Lamendola Μετάφραση:
Ελευθέριος Αναστασιάδης
€
$ ●► « » ▲▼◄
ΠΗΓΗ://theodotus.blogspot.gr/2018/04/carl-schmitt.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου