Μια νέα ταυτότητα για τα Σκόπια
Το ζήτημα της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και
ΠΓΔΜ ταλανίζει εδώ και δεκαετίες πλέον τις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών, και
χαρακτηρίζεται από περιόδους κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης που συνοδεύονται από
διαπραγματευτικές και διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες, με αρνητικά μέχρι στιγμής
αποτελέσματα.
Η επαναφορά του στο προσκήνιο της διμερούς ατζέντας
ήταν αποτέλεσμα της πρόσφατης κυβερνητικής αλλαγής στην γείτονα χώρα και η
αντικατάσταση του σκληροπυρηνικού εθνικιστή πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφκσι από
μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ του Κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών και μικρών
κομμάτων της αλβανικής μειονότητας, η οποία έχει θέσει ως προτεραιότητα την
επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος, καθώς αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την
είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ
(διαδικασίες που μπλοκάρονται
συστηματικά από την ελληνική πλευρά από το 2008).
Αυτό το παράθυρο ευκαιρίας επέλεξε να εκμεταλλευτεί και η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή του Γκρούεφκσι στην εξουσία θα σημάνει την εκ νέου σκλήρυνση της στάσης της ΠΓΔΜ και συνεπώς την απώλεια της δυνατότητας υιοθέτησης μίας συμβιβαστικής λύσης.
Αυτό το παράθυρο ευκαιρίας επέλεξε να εκμεταλλευτεί και η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή του Γκρούεφκσι στην εξουσία θα σημάνει την εκ νέου σκλήρυνση της στάσης της ΠΓΔΜ και συνεπώς την απώλεια της δυνατότητας υιοθέτησης μίας συμβιβαστικής λύσης.
--------------------------------------------
Το ερώτημα βέβαια που ανακύπτει είναι αν η παραπάνω
αλλαγή φρουράς που συνέβη στην διακυβέρνηση της ΠΓΔΜ σημαίνει ουσιαστική αλλαγή
στην χάραξη της εθνικής στρατηγικής στο ζήτημα της ονομασίας ή πρόκειται για
μια κατ’ όνομα διαλλακτικότερη προσέγγιση του ζητήματος.
Όπως προκύπτει από τις πρόσφατες (17/01/2018) δηλώσεις του διαπραγματευτή της ΠΓΔΜ κ. Ναουμόφσκι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι δεν έχει επέλθει καμία ουσιαστική αλλαγή στις θέσεις της γείτονος χώρας.
Αυτή η εξέλιξη δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς το ζήτημα της
ονομασίας, το οποίο συνδέεται άμεσα με την ταυτότητα μιας χώρας και την θέση
της στην διεθνοπολιτική διάρθρωση του αντίστοιχου περιφερειακού αλλά και του
διεθνούς συστήματος, βρίσκεται στον πυρήνα της εθνοκρατικής υπόστασης της ΠΓΔΜ,
και συνεπώς δεν μπορεί να μεταβάλλεται με συνοπτικές διαδικασίες που θα
εκκινούνται από αλλαγές στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.Όπως προκύπτει από τις πρόσφατες (17/01/2018) δηλώσεις του διαπραγματευτή της ΠΓΔΜ κ. Ναουμόφσκι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι δεν έχει επέλθει καμία ουσιαστική αλλαγή στις θέσεις της γείτονος χώρας.
Στο σημείο ετούτο εδράζεται και η λανθασμένη ελληνική
προσέγγιση στο φλέγον αυτό ζήτημα που ακολουθείται από την ανάκυψη του
ζητήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την κατάρρευση της
Γιουγκοσλαβίας και την ανάδυση της νέας αυτής κρατικής οντότητας μέχρι και
σήμερα που επανέρχεται το ζήτημα και πάλι στην επικαιρότητα.
Βέβαια, όπως ήταν
και είναι φυσικό, η προσπάθεια δημιουργίας μιας «μακεδονικής» εθνικής
ταυτότητας αποσυνδεδεμένης από το ελληνικό πολιτιστικό, και κατ’ επέκταση
εθνικό, στερέωμα πυροδότησε και πυροδοτεί πλήθος αντιδράσεων όχι μόνο στο
επίπεδο της ελληνικής κοινής γνώμης αλλά και μεταξύ των ακαδημαϊκών της
ιστορικής επιστήμης.
Από την άλλη, όμως, το μέγεθος αυτών των κινητοποιήσεων
έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση της στρατηγικής των ελληνικών
κυβερνήσεων, μην αφήνοντας περιθώρια σε μια ρεαλιστική (με όρους Διεθνών
Σχέσεων) ανάλυση του ζητήματος και κατά συνέπεια σε μια αποτελεσματικότερη
περιφερειακή στρατηγική.
Μια ρεαλιστική ανάλυση, λοιπόν, θα εκκινούσε από το
γεγονός ότι, λόγω της αναρχίας (δηλαδή, λόγω της μη ύπαρξης μιας ανώτατης
αρχής) που επικρατεί σε επίπεδο διεθνούς συστήματος, η διεθνής πολιτική και η
διάρθρωση των διμερών σχέσεων διαμορφώνεται στην βάση του εθνικού συμφέροντος
και της ισχύος, και όχι του δικαίου ή της ιστορικής αλήθειας.
Συνεπώς, ούτε μια
απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει την μη
οικειοποίηση του ονόματος της Μακεδονίας από την γείτονα χώρα (όπως άλλωστε
απέδειξε η εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας) ούτε μια σειρά εμπεριστατωμένων
ιστορικών μελετών από την ελληνική πλευρά περί της ελληνικότητας της ευρύτερης
γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας θα μπορούσε να μεταπείσει τους γείτονες της
Ελλάδας για το ποια ιστοριογραφική προσέγγιση θα πρέπει να ασπαστούν κατά την
αναζήτηση των ιστορικών θεμελίων της εθνοκρατικής τους υπόστασης.
Και όλα αυτά,
δεδομένης της περιορισμένης ισχύος της Ελλάδας, τόσο κατά το πρώτο μισό της
δεκαετίας του 1990 (οπότε και τέθηκαν οι βάσεις πάνω στις οποίες θα εξελισσόταν
το ζήτημα της ονομασίας) όσο και σήμερα, αλλά και της ανάγκης των Μεγάλων
Δυνάμεων, και ιδίως των ΗΠΑ, για την όσο το δυνατόν πιο άμεση σταθεροποίηση των
κρατών που προέκυψαν από την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και την αποκατάσταση
μιας σχετικής ισορροπίας στην περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και των
Δυτικών Βαλκανίων ειδικότερα.
Συνεπώς, η Ελλάδα δεν είχε την δύναμη (αν και το
εμπορικό εμπάργκο που επιβλήθηκε αρχικά αποτέλεσε μια κίνηση άσκησης πίεσης),
και οι σύμμαχοί της το συμφέρον, να επιβάλλουν μια λύση διαφορετική από αυτή
που πρόκρινε το εθνικό συμφέρον της ΠΓΔΜ.
Στο επίκεντρο, λοιπόν, αυτού του εθνικού συμφέροντος
των Σκοπίων βρισκόταν, και βρίσκεται ακόμα (καθώς η εσωτερική ενδυνάμωση και
σταθεροποίηση της χώρας δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι και σήμερα), η εθνική της
ταυτότητα, η οποία συνδέεται φυσικά άρρηκτα με την ονομασία της.
Να σημειώσουμε
εδώ ότι τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως
ήσσονος σημασίας ως προς την ισχύ ενός κράτους, καθώς αποτελούν μέρος της ίδιας
της υπόστασής του, και την βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν και θα
εδραιωθούν όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές ισχύος του.
Αν ένα κράτος δε διαθέτει
μια σαφώς διαμορφωμένη και αυτόνομη εθνική ταυτότητα, εντός τουλάχιστον του
ισχύοντος εθνοκεντρικού διεθνούς συστήματος, τότε θα αντιμετωπίσει προβλήματα
και στην εσωτερική πολιτική και πολιτειακή οργάνωσή του (λόγω της αντιπαλότητας
των διάφορων εθνοτικών ομάδων) αλλά και στην οικονομική και στρατιωτική
ενδυνάμωσή του.
Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο ένα νεοσύστατο κράτος να
αρχίσει άμεσα την αναζήτηση/διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας προκειμένου να
αποφύγει την κατάρρευση.
Πολύ δε περισσότερο όταν προέρχεται από μια κρατική
οντότητα που η ίδια κατέρρευσε λόγω αυτής της ύπαρξης πολλών εθνοτικών ομάδων
και τα διάδοχα κράτη της ενεπλάκησαν σε εσωτερικές πολεμικές αντιπαραθέσεις που
οδήγησαν στην περαιτέρω διάσπασή τους.
Η επιλογή της τότε ηγεσίας της ΠΓΔΜ ήταν
να αξιοποιήσει το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» που είχε αναπτυχθεί ήδη από τον
Μεσοπόλεμο, να το συνδέσει με την ιστορική παρακαταθήκη της αρχαίας Μακεδονίας
και να διεκδικήσει την γραμμή διαδοχής ενός αρχαίου ένδοξου βασιλείου που δεν
συνδεόταν με την ιστορία κανενός από τα γειτονικά κράτη (Σερβία, Βουλγαρία και
Αλβανία) που διέθεταν δικές τους μειονοτικές εθνικές ομάδες στο έδαφός της και
που θα μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν προς όφελός τους στο πλαίσιο μιας
αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής.
Δυστυχώς για την ελληνική περίπτωση και την ιστορική
αλήθεια, η προσπάθεια αυτή της γειτονικής χώρας έγινε αποδεκτή από τις Μεγάλες
Δυνάμεις για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και έτσι οδηγηθήκαμε στην ενδιάμεση
συμφωνία του 1995, η οποία οδήγησε με την σειρά της στην defacto αναγνώριση της
ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα από ένα πολύ μεγάλο αριθμό χωρών.
Έτσι
οικοδομήθηκε και η αντίστοιχη εθνική ταυτότητα, η οποία δεν έχει εδραιωθεί
ακόμα, κυρίως λόγω της ισχυρής αλβανικής μειονότητας της χώρας, αλλά
καλλιεργείται συστηματικά μέσω προγραμμάτων όπως το «Σκόπια 2014», τα οποία
μπορεί να φαντάζουν γραφικά και να συγκεντρώνουν τα σκωπτικά σχόλια μερίδας του
εγχώριου και διεθνούς Τύπου, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια οργανωμένη
προσπάθεια εδραίωσης της όποιας εθνικής ταυτότητας της χώρας.
Εφόσον, λοιπόν, γίνει αντιληπτό το πλαίσιο εντός του
οποίου διαμορφώθηκε το ζήτημα της ονομασίας, υπάρχουν περιθώρια ρεαλιστικής
αντιμετώπισής του.
Καταρχήν θα πρέπει να σταθμιστεί κατά πόσο η κατάρρευση της
ΠΓΔΜ, την οποία μπορεί να επιφέρει μια άνωθεν επιβεβλημένη αλλαγή ονομασίας,
και άρα εθνικής ταυτότητας, είναι προς όφελος της Ελλάδας.
Κι αυτό γιατί μια
διάσπαση ή αποσταθεροποίησή της θα ενδυναμώσει τα γειτονικά κράτη της
Βουλγαρίας και της Αλβανίας, τα οποία εμφανίζουν κατά διαστήματα αναθεωρητικές
τάσεις (ιδίως η Αλβανία) και αποτελούν ισχυρότερους εν δυνάμει αντίπαλους από
τα ασθενικά Σκόπια.
Αν λοιπόν δεν αποτελεί επιδίωξη η περαιτέρω
αποσταθεροποίηση της ΠΓΔΜ, θα πρέπει να διαμορφωθεί μια στρατηγική επηρεασμού
και διαμόρφωσης των εξελίξεων στην χώρα ως προς το ζήτημα της ονομασίας, αλλά
όχι η εύκολη επιλογή του συμβιβασμού για μια άμεση λύση, που ουσιαστικά θα
επικυρώσει το υπάρχον καθεστώς.
Η πρώτη λύση που προκρίνεται πάντα σε ανάλογες
περιπτώσεις είναι η άσκηση πιέσεων είτε άμεσα (εφόσον υπάρχουν μοχλοί άσκησή
τους και άρα σημαντική ισχύς) είτε έμμεσα (μέσω των συμμάχων και των δικτύων
συμμαχικών σχέσεων που μια χώρα μπορεί να διαθέτει).
Η αλήθεια είναι ότι η
Ελλάδα έχει περιοριστεί μέχρι στιγμής σε αυτή την παραδοσιακή στρατηγική,
εναλλάσσοντας στο μέτρο του δυνατού, τη μια μορφή άσκησης πιέσεων με την άλλη
(από το εμπάργκο της δεκαετίας του 1990 έως το βέτο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο
Βουκουρέστι το 2008).
Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι η στρατηγική αυτή
μπορεί να επιτρέπει την καθυστέρηση των όποιων εξελίξεων, αλλά δυστυχώς δεν
μεταβάλλει την defacto κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, και η οποία βασίζεται
στην προώθηση των συμφερόντων των συμμάχων της Ελλάδας στην περιοχή της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Συνεπώς, θα πρέπει να αναζητηθεί μια στρατηγική η
οποία θα οδηγήσει σταδιακά στη μεταστροφή της πολιτικής ηγεσίας της ΠΓΔΜ στο
ζήτημα της ονομασίας.
Μια τέτοια πιθανή εναλλακτική θα ήταν η εκκίνηση μιας
συντονισμένης προσπάθειας από την ελληνική πλευρά, με πιθανούς συμμάχους και
εκτός συνόρων, όχι για την απόδειξη της ελληνικότητας του μεγαλύτερου μέρους
της γεωγραφικής Μακεδονίας, κάτι που είναι αυταπόδεικτο και καταγεγραμμένο σε
πλήθος πλέον αξιολογότατων μονογραφιών, αλλά για την διαμόρφωση και τεκμηρίωση
μιας ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας των κατοίκων της ΠΓΔΜ στην βάση της
ιστορικής πραγματικότητας της περιοχής.
Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θα
καταφέρει να εμπλακεί στην διαδικασία εσωτερικής ενδυνάμωσης της χώρας
επηρεάζοντας την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα σημαντικού συντελεστή ισχύος της, όπως
είναι η ιδεολογική βάση της εθνοκρατικής της υπόστασης, και αυξάνοντας την
επιρροή της στην γειτονική χώρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
Νικόλαος Λιόλιος
Copyright © 2017
by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights
reserved.
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition
€ $ ●► « » ▲▼◄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου