Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται έντονη διπλωματική
κινητικότητα αναφορικά με το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, η επίλυση του
οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενταξιακή πορεία της χώρας στους
ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ-ΕΕ).
Η ανακίνηση του εν λόγω ζητήματος
υποκινείται από τρεις παράγοντες:
1. Την ανάληψη της διακυβέρνησης από το συνασπισμό
Σοσιαλδημοκρατών και αλβανικών κομμάτων, ο οποίος θεωρεί την ένταξη της χώρας
σε ΕΕ και ΝΑΤΟ ως στόχο ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική
επιβίωση της χώρας.
2. Το γεγονός
ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θεωρούν ότι μέσω της ένταξης θα αποτρέψουν/κατευνάσουν
τις τάσεις διάσπασης, τις οποίες τροφοδοτούσε η ανέξοδη εθνικιστική πολιτική
του τέως Προέδρου, N. Gruevski.
3. Τέλος, το
διαφαινόμενο έντονο ενδιαφέρον των ΗΠΑ προκειμένου, μέσω της ένταξης της χώρας
σε ΝΑΤΟ-ΕΕ, να αποτραπεί η αύξηση της ρωσικής επιρροής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρωθυπουργός της χώρας, Z.Zaev,
έχει προβεί σε σειρά δηλώσεων και συμβολικών κινήσεων, μέσω των οποίων καθιστά
σαφή την πρόθεσή του να προβεί σε υποχωρήσεις, και να αποδόμησει τις ακραίες
θεωρίες και πρακτικές του «μακεδονισμού».
Ο τελευταίος ιδιοποιείται την
ιστορική κληρονομία των κλασσικών χρόνων, και οικοδομεί μία μονοδιάστατη εθνική
ταυτότητα με επίκεντρο το σλαβόφωνο πληθυσμό των Σκοπίων, με προέκταση τη
διατύπωση μεγαλοϊδεατικών αξιώσεων σε βάρος γειτονικών κρατών (όπως της Ελλάδας
και της Βουλγαρίας).
Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές εξελίξεις στην ΠΓΔΜ
είναι θετικές για την ίδια τη χώρα, για την Ελλάδα, αλλά και για τη σταθερότητα
και ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής – η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα
απειλούνταν σε περιφερειακό επίπεδο, δεδομένης της αναμενόμενης ανάμιξης
εξωτερικών παραγόντων με αντιτιθέμενα συμφέροντα
(ΗΠΑ - Ρωσία - ΕΕ-Αλβανία - Κόσσοβο - Τουρκία - Ελλάδα - Σερβία - Βουλγαρία).Αποδεικνύεται, λοιπόν, ο κομβικός ρόλος της Ελλάδας σε οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη.
Πριν, όμως, εξετάσουμε τους παράγοντες και τον τρόπο επίδρασής τους στη διαπραγμάτευση, οφείλουμε να αναφέρουμε τις ουσιώδεις αιτίες για τις οποίες έχει ανακύψει το εν λόγω ζήτημα:
α. Το Συνταγματικό
όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αλλοιώνει την ιστορική και πολιτική
πραγματικότητα της περιοχής, καθώς ουσιαστικά αναβιβάζει ένα γεωγραφικό και
κοινοτικό μέρος σε Όλον, σε πολλαπλό επίπεδο (ιστορικό, πολιτιστικό,
γεωγραφικό, εθνοτικό).
Δηλαδή, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του ενός
μέρους αναιρεί και αλλοιώνει το αντίστοιχο δικαίωμα και το χαρακτήρα των
υπολοίπων και, δεδομένης της μεγαλύτερης έντασης την οποία προσλαμβάνει και
απηχεί η εθνοκρατική ταυτότητα έναντι των υπολοίπων, είναι σίγουρο ότι σε βάθος
χρόνου διακυβεύεται η αυτόνομη αναγνώριση της δεύτερης μέσω της σύνδεσής της με
την πρώτη.
β.
Ουσιαστικότερο πρόβλημα σε σχέση με την ονομασία αποτελεί η απόδοση της
ιθαγένειας των κατοίκων της χώρας. Είναι φανερό ότι η αποδοχή της «μακεδονικότητάς»
τους θα εντείνει τους προαναφερθέντες προβληματισμούς.
Οι Παράγοντες της διαπραγμάτευσης & επιδιώξεις αυτών
Θα αποτελούσε ουσιώδες σφάλμα εάν θεωρούσαμε ότι η
διαπραγμάτευση αποτελεί αντικείμενο δύο μερών (Ελλάδας - ΠΓΔΜ), ή ότι μέσω αυτής
αντιπαρατίθενται δύο βουλήσεις.
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα είναι
πολυπαραγοντικό και πολυεπίπεδο.
Στον πυρήνα της διαφοράς βρίσκονται τόσο η
Ελλάδα και οι σλαβόφωνοι της ΠΓΔΜ, αλλά θα πρέπει να εξετάζονται διακριτά τόσο
ο ρόλος και οι στόχοι της αλβανικής μειονότητας, όσο και τρίτοι παράγοντες:
ΕΕ,
ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Ρωσία, Βουλγαρία, Αλβανία, Σερβία, οι οποίοι λειτουργούν ως
παρεμβαίνουσες μεταβλητές στις στάσεις των δύο κεντρικών δρώντων:
α.Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ στοχεύουν, μέσω της ένταξης
της χώρας στους δυτικούς οργανισμούς, να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα και
εδαφική ακεραιότητα, και να αποτρέψουν τη ρωσική διείσδυση που συνεπάγεται η
απομόνωση της χώρας από τους δυτικούς οργανισμούς.
Στο πλαίσιο αυτό στηρίζουν
τους φορείς που προάγουν την άμβλυνση των ακραίων θέσεων και πρακτικών του
«μακεδονισμού», που διαρρηγνύουν τόσο τις σχέσεις με την Ελλάδα (καθιστώντας
αδύνατη οποιαδήποτε λύση), αλλά κυρίως οξύνουν το χάσμα ταυτότητας μεταξύ του
σλαβογενούς και του αλβανικού πληθυσμού. Συνεπώς, η στήριξη των φορέων διαλεκτικότερων
θέσεων αναφορικά με το «μακεδονισμό» δεν αποτελεί φιλελληνική στάση, αλλά
στρατηγικό υπολογισμό.
β.Η Ρωσία επιδιώκει την υπονόμευση της ενταξιακής
πορείας της χώρας στους δυτικούς θεσμούς, και την αύξηση της επιρροής της –
στρατηγική που εξυπηρετείται από την εθνικιστική στάση του πρώην Πρωθυπουργού,
Gruevski.
Επομένως, η υποστήριξη την οποία έλαβε ο τελευταίος από τη Ρωσία,
κατά τη διάρκεια της περσινής πολιτικής κρίσης, αποτελεί απόδειξη της
στρατηγικής της.
γ.Για την Αλβανία, πάγιο στόχο αποτελεί η εξασφάλιση
του δικοινοτικού χαρακτήρα της, μέσω του οποίου θα δύναται να ασκεί επιρροή.
Έτσι,η επίλυση του ζητήματος, που θα
εδράζεται σε αόριστα και μη φορτισμένα από συναισθηματικές αναφορές όνομα και
ιθαγένεια, εξυπηρετεί στο ακέραιο τη συγκεκριμένη επιδίωξη. Στον αντίποδα,
ωστόσο, βρίσκονται οι φορείς υπερεθνικιστικών διεκδικήσεων, για τους οποίους η
νίκη του «μακεδονισμού» συνεπάγεται -ή έστω αποτελεί ευκαιρία για – τη ρήξη της
αλβανικής μειονότητας με τους σλαβόφωνους.
δ. Στη Βουλγαρία και τη Σερβία, η διάρρηξη της
«μακεδονικής» ταυτότητας εξυπηρετεί τη βουλγαροποίηση των κατοίκων της και την
αύξηση της επιρροής επ’ αυτών. Στον αντίποδα οι Σέρβοι, για τους οποίους ο
«μακεδονισμός» αποτελούσε πάντοτε το όχημα εξασφάλισης της μονομερούς διεισδύσής
τους στην περιοχή.
ε. Οι επιδιώξεις των Αλβανών της ΠΓΔΜ ταυτίζονται με
αυτές του αλβανικού κράτους, με επιπρόσθετη την επιθυμία για ένταξη της χώρας
στη Δύση. Η στάση αυτή αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα «καταπράυνσης του
μακεδονισμού» και των εξ αυτού επιδιώξεών του για μονοσήμαντη ονομασία, η οποία
και θα υπονόμευε τη διακριτή τους ύπαρξη.
στ. Η ένταση των αξιώσεων του «μακεδονισμού» αποτελεί
την κεντρική διαιρετική τομή μεταξύ των σλαβόφωνων, στην οποία εντάσσονται και
οι θέσεις για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας προς τη Δύση ή όχι.
Στη
μια πλευρά βρίσκονται οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα
αποτελέσματα από τη μη ένταξη του κράτους στους δυτικούς οργανισμούς, αλλά
διαβλέπουν το δυσμενές (για τους σλαβόφωνους) δημογραφικό φορτίο, λόγω της
διαρκούς πληθυσμιακής αύξησης των Αλβανών.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί απειλή για την ακεραιότητα και σταθερότητα της χώρας.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί απειλή για την ακεραιότητα και σταθερότητα της χώρας.
Στο
πλαίσιο αυτό, οι σοσιαλδημοκράτες διαφαίνεται να είναι διατεθειμένοι να
αποκηρύξουν τον ακραιφνή «μακεδονισμό», κυρίως αναφορικά με τις ιστορικές
καταβολές του.
Ωστόσο, ενώ η υποχώρησή τους έλκεται από τις αναγκαιότητες που
προαναφέρθηκαν, συγκρατείται από την προσπάθεια μη αλλοίωσης της ταυτότητας του
σλαβόφωνου πληθυσμού και της συνεπαγόμενης πολιτικής ενδυνάμωσης της αντίπαλης
εθνικιστικής παράταξης του Gruevski, για την οποία ο μακεδονικός χαρακτήρας του
κράτους και των κατοίκων αποτελεί απαραβίαστη συνθήκη. Υπό το πρίσμα αυτό, ο
Πρωθυπουργός Zaev φαίνεται να προκρίνει την αποδοχή μίας σύνθετης ονομασίας ή,
ενδεχόμενα, μίας διπλής ονομασίας (μίας συνταγματικής και μίας για ένταξη σε
ΕΕ - ΝΑΤΟ και χρήση από την Ελλάδα), διατηρώντας ταυτόχρονα τη «μακεδονική»
ταυτότητα του πληθυσμού, απαλλαγμένη όμως από βαθιές ιστορικές αναφορές (πχ
ιστορική καταγωγή από Μ. Αλέξανδρο), οι οποίες αποτελούν την πηγή των -δύσκολα
υπερκεράσιμων- συναισθηματικών αντιδράσεων της Ελλάδας.
Τελευταία η Ελλάδα, η οποία επιδιώκει και θα πρέπει να
επιδιώκει μία ονομασία erga omnes (ήτοι,για όλες τις χρήσεις), καθόσον σε
διαφορετική περίπτωση θα έχει επιτύχει μόνο μία τυπική και γραφειοκρατικού
τύπου επίλυση του ζητήματος, η οποία δεν θα αναιρεί τις προβληματικές από τη
μονομερή ιδιοποίηση του ”Όλου” και, ταυτόχρονα, θα αναιρείται στην πράξη.
Η δεεπίλυση θα πρέπει να αφορά τόσο την ονομασία, όσο και την ιθαγένεια.
Η δεεπίλυση θα πρέπει να αφορά τόσο την ονομασία, όσο και την ιθαγένεια.
Υπό το
πρίσμα αυτό, η αξίωση για πλήρη απάλειψη του όρου «Μακεδονία» από την ονομασία
αποτελεί μαξιμαλιστικό στόχο δευτερεύουσας πραγματιστικής αξίας για την
ελληνική πλευρά.
Στο πλαίσιο αυτό, οι στρατηγικοί υπολογισμοί που διαμορφώνουν τη στάση της Ελλάδας θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν προκειμένου, πέραν των παραγόντων του εθνικού prestige και της ιστορικής δικαιοσύνης, να συμπεριλαμβάνουν τις γεωστρατηγικές πραγματικότητες και συσχετισμούς ισχύος που εμπλέκονται και απορρέουν από την εξέλιξη του ζητήματος, όπως επίσης και την κατάσταση στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ.
Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν θα πρέπει να διαμορφωθεί
στη λογική του παθητικού συμβιβασμού έναντι των απαιτήσεων και των αναγκών των
υπερπόντιων δρώντων ή της ΠΓΔΜ, αλλά ως αποτέλεσμα που:Στο πλαίσιο αυτό, οι στρατηγικοί υπολογισμοί που διαμορφώνουν τη στάση της Ελλάδας θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν προκειμένου, πέραν των παραγόντων του εθνικού prestige και της ιστορικής δικαιοσύνης, να συμπεριλαμβάνουν τις γεωστρατηγικές πραγματικότητες και συσχετισμούς ισχύος που εμπλέκονται και απορρέουν από την εξέλιξη του ζητήματος, όπως επίσης και την κατάσταση στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ.
●►θα εξασφαλίζει το prestige της χώρας, απαραίτητο
στοιχείο της αξιοπιστίας της στο διεθνές σύστημα το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω,
απεχθάνεται τους παθητικώς συμβιβασθέντες.
●►θα διατηρεί τη συλλογική αξιοπρέπεια και τον
αυτοσεβασμό της ελληνικής κοινωνίας.
●► οι δευτερεύοντες συμβιβασμοί θα αποτελούν προϊόν
συνδιαλλαγής τόσο με τους τρίτους δρώντες, όσο και με το γειτονικό κράτος, μέσω
των οποίων θα αναβαθμίζεται ο ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται
και αποτελεί ισχυρό χαρτί στα χέρια της Ελλάδας είναι ότι η χώρα μας είναι η
τελευταία που έχει λόγο να βιάζεται.
WRITTEN BY ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΑΖΙΝΗΣ
ΠΗΓΗ:powerpolitics.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου