Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Η «Γενοκτονία & βιοπολιτική» του Αντώνη Λιάκου

Οι ιστορικές επέτειοι δεν έχουν τον χαρακτήρα του αναστοχασμού των γεγονότων στα οποία αναφέρονται. Έχουν στόχο την κωδικοποίηση της διήγησής τους, τη δημιουργία και τη μεταφορά σε μας μιας κωδικοποιημένης μνήμης. 
Αυτό συμβαίνει και με τις επετείους που καθιέρωσε η Βουλή για τη γενοκτονία των Ποντίων και του μικρασιατικού ελληνισμού
Ο όρος «γενοκτονία» φαίνεται να προσδίδει την τραγικότητα που ταιριάζει στα γεγονότα και να υποδηλώνει τη συναισθηματική μας σχέση με αυτά, με κίνδυνο όποιος αμφισβητήσει τη λέξη, τον όρο δηλαδή που περιγράφει τα γεγονότα, να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί βέβηλος και προδότης του έθνους και της ιστορίας του, ή και να καταδικαστεί με τον νόμο για την άρνηση των γενοκτονιών. 
Τα έχουμε ξανασυζητήσει αυτά, και μάλιστα εδώ στον Χρόνο. 
Εκείνο που θέλω να πω σε τούτο το κείμενο είναι ότι οι όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα γεγονότα είναι χρήσιμοι αν μας ανοίγουν παράθυρα προς την παρελθούσα πραγματικότητα, όχι αν μας τα κλείνουν
Και με τον όρο γενοκτονία συμβαίνει ακριβώς αυτό. 
Κατεβάζει ένα αδιαφανές παραπέτασμα μπρος στα μάτια μας, πάνω στο οποίο προβάλλουμε τα συναισθήματά μας, αλλά μας εμποδίζει να ανασυγκροτήσουμε στη σκέψη μας το πρόσωπο εκείνης της εποχής, στα όρια του εφικτού βέβαια.
Όσα συνέβησαν λοιπόν έναν αιώνα πριν, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, από το 1912 έως το 1922 - δηλαδή οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο ευρωπαϊκός πόλεμος και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος -, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά αν δεν ειδωθούν συνεκτικά, και σε μια κλίμακα χώρου που περιλαμβάνει την περιοχή από τον Δούναβη έως τον Ευφράτη.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τις προσεισμικές και μετασεισμικές ακολουθίες του, αφορούσε την αναδιοργάνωση του κόσμου. 
Τρεις τεράστιες αυτοκρατορίες διαλύθηκαν – η Αψβουργική, η Τσαρική και η Οθωμανική – και οι άλλες δύο – η Βρετανική και η Γαλλική – έφτασαν στο σημείο καμπής προς την κατιούσα. 
Η αναδιοργάνωση λοιπόν του κόσμου σε αυτή την περιοχή των παλαιών εδαφών της κάποτε Βυζαντινής και στη συνέχεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποδείχτηκε πολυαίμακτη, και μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να δούμε πώς εξαλείφθηκε από τις εστίες του ο ποντιακός και ο μικρασιατικός ελληνισμός.
Από τον Δούναβη έως τον Ευφράτη και από τις ακτές της Αδριατικής έως τις παρυφές του Καύκασου, από το 1912 έως το 1922, δέκα εθνικοί στρατοί εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών αλληλοεξοντώνονταν, χωριά καίγονταν, στρατιωτικά και παραστρατιωτικά σώματα σκότωναν, βίαζαν, λεηλατούσαν, διοικητικές πράξεις επέβαλαν μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, συχνά σε μακρές πορείες θανάτου, μαζικές σφαγές. Ένας χορός θανάτου.
Μια πλήρης καταγραφή των θυμάτων αυτής της περιοχής στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα μένει να γίνει και είναι έργο δυσχερέστατο. 
Ενδεικτικά πάντως η Σερβία στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έχασε πάνω από 1.200.000 κατοίκους –δηλαδή το ένα τρίτο του πληθυσμού της – και τα τρία τέταρτα του στρατού της, ο οποίος από 420.000 στην αρχή του πολέμου έφτασε στις 100.000 στο τέλος του. 
Στην οθωμανική επικράτεια, στο μέτωπο με τη Ρωσία, πάνω από 60.000 σκοτώθηκαν στη μάχη του Σαρίκαμις, ενώ από τον τύφο πέθαναν 150.000 στρατιώτες. 
Στην Καλλίπολη, από τους 800.000 εμπόλεμους και από τις δύο πλευρές, οι 500.000 πέθαναν ή σακατεύτηκαν. 
Σε εκατοντάδες χιλιάδες μετρούνται οι νεκροί στη μάχη του Ευφράτη και στη Συρία - Παλαιστίνη. Συνολικά, στην οθωμανική επικράτεια, υπολογίζονται σε τρία εκατομμύρια οι νεκροί στα πεδία των μαχών, από τους λοιμούς και τις επιδημίες (τύφος, χολέρα, ισπανική γρίπη), από την πείνα και τις κακουχίες – στρατιώτες και άμαχος πληθυσμός. 
Αυτό αντιστοιχούσε τότε περίπου στο 13-15% του συνολικού πληθυσμού της οθωμανικής επικράτειας, και μόνο για την τετραετία 1914-1918. Από την εποχή της εισβολής των Μογγόλων, τον 13ο αιώνα, οι λαοί της Μικράς Ασίας δεν είχαν υποστεί παρόμοιες καταστροφές και αναστατώσεις.
                                        Η βία εναντίον των πληθυσμών
Μετά το τέλος των πολέμων και ως σήμερα, το ένα έθνος ρίχνει το φταίξιμο στο άλλο και η βία του αντιπάλου έχει αναχθεί σε τόπο μνήμης: οι δικοί μας ήταν μάρτυρες/θύματα, οι αντίπαλοι ήταν θύτες. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη αλλά το ζήτημα δεν είναι οι συμψηφισμοί, γιατί πάντα η βία ασκείται σε ασύμμετρες σχέσεις. Αυτή η βία, για την οποία οι πηγές εκείνης της εποχής αλλά και η σύγχρονη ιστοριογραφία, επικεντρωμένη στην υψηλή πολιτική, την περιέγραψε ως ενοχλητική εξαίρεση –χρησιμοποιώντας όρους όπως ακρότητες, φρικαλεότητες, ωμότητες, αγριότητες, βαρβαρότητες–, δεν είναι περιθωριακή. Ούτε όμως και τόσο χαώδης όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Εκείνο που χρειάζεται να καταλάβουμε είναι ότι ο πόλεμος είναι η επιτομή της βιοπολιτικής. Έχει να κάνει με τη διευθέτηση πληθυσμών, με αποφάσεις για το ποιοι πρέπει να ζήσουν και ποιοι να πεθάνουν, με ποιο τρόπο πρέπει να πεθάνουν όσοι έχουν προγραφεί, με ποιον τρόπο πρέπει να ζήσουν όσοι επιβιώσουν. Οι αποφάσεις δεν εκπορεύονται μόνο ή πάντα από ένα κέντρο. Ο πόλεμος μεταμορφώνει τους πληθυσμούς, τα υποκείμενα και τη συνείδησή τους. Κάνει τους πρώην γείτονες εχθρούς, εθίζει στη βία, η οσμή του αίματος ερεθίζει, ο κόσμος περιδινίζεται στον φαύλο κύκλο της περιφρόνησης της ζωής. «Να σφάξουμε τα μωρά να μην κλαίνε και μας προδώσουνε», έλεγε ο Πόντιος οπλαρχηγός Κοτζά-Αναστάς το 1919 στους πανικόβλητους χωρικούς του Αλτίνογλου Τσιφλίκ, που είχαν βγει στο βουνό για να μην τους σφάξουν οι Τούρκοι(1). Η βία επομένως εναντίον των πληθυσμών δεν βρίσκεται στις καταχρήσεις του πολέμου. Είναι κεντρικό εργαλείο. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να δούμε τους δυο μεγάλους άξονές της: Πρώτος, η βία με άξονα τον πόλεμο και δεύτερος, η βία ως μέσο διαχείρισης των πληθυσμών.
                                                    Α. Βία με άξονα τον πόλεμο
Βία εναντίον του άμαχου πληθυσμού που έχει στρατιωτικούς στόχους. Αφορά περιοχές όπου διεξάγονταν μάχες, επομένως και οι δύο αντίπαλοι εκκαθαρίζουν τα μετόπισθεν ή τα χωριά που βρίσκονταν στο πέρασμά τους. Εκκαθαρίσεις που έχουν σκοπό να στερήσουν τον εχθρό από τρόφιμα, πληροφορίες, νερό και οτιδήποτε χρειάζεται.
Βία από εκδίκηση καθώς ο στρατός υποχωρούσε. Όπως έγινε με τους Τούρκους, όταν υποχωρούσαν στα Βαλκάνια, και με τους Έλληνες που υποχωρούσαν από το Σαγγάριο μετά την ήττα τους.
Βία στα πλαίσια του αντι-αντάρτικου πολέμου: σκοπός να εντοπισθούν και να απομονωθούν οι αντάρτες και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι πληθυσμοί που τους βοηθούσαν όπου έβρισκαν καταφύγιο (π.χ. Τσέτες στη Μικρά Ασία 1919-22).
Καταστροφές από αντεκδίκηση όταν γύριζε η τύχη του πολέμου. Καταστρέψατε τα τουρκικά, τα βουλγαρικά, τα αλβανικά χωριά, καταστρέφουμε τα ελληνικά.
Βία όχι μόνο σε εμπόλεμες ζώνες αλλά και σε μετόπισθεν που δεν είχαν επαφή με τα μέτωπα και όπου τα θύματα ήταν από καιρό αφοπλισμένα. Πνεύμα αντιποίνων και συστηματική λαφυραγωγία.
Διακοινοτική βία, με χαρακτηριστικά εμφυλίου σύνοικων πληθυσμών (ετερόθρησκων ή ετερόγλωσσων) σε συνθήκες ρευστότητας των συνόρων και αδυναμίας επιβολής του κράτους.
Συχνά συναντούμε συνδυασμούς αυτής της βίας, οι οποίοι διευρύνουν τον κύκλο θυμάτων και θυτών. Με τον τρόπο αυτό, ο πόλεμος ανάμεσα σε διαφορετικούς εθνικούς στρατούς αποκτά μια εμφυλιοπολεμική άλω.
Β. Οι επιλογές που αντιμετώπιζαν τα εμπόλεμα κράτη στα νέα εδάφη ήταν τέσσερις:
Να αφομοιώσουν τις διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες στην κυρίαρχη εθνότητα.
Να τις εξοντώσουν.
Να τις αναγκάσουν σε φυγή, καίγοντας τα χωριά και τις σοδειές τους, σκοτώνοντας και βιάζοντας.
Να προβούν σε ανταλλαγή πληθυσμών.
Η πρώτη επιλογή αφορούσε κυρίως τους ομόδοξους αλλά ετερόγλωσσους, και κυρίως αυτούς που δεν ταυτίζονταν με κάποιο από τα γειτονικά κράτη της περιοχής. Ήταν μακροχρόνια και επίπονη, επιχειρήθηκε από την Ελλάδα με τους Αρβανίτες τον 19ο αιώνα και στον Μεσοπόλεμο κυρίως με τους εναπομείναντες Σλαβομακεδόνες και Βλάχους, άλλοτε με ειρηνικό τρόπο και άλλοτε με καταναγκασμό. Αυτή η επιλογή λειτουργούσε και αντίστροφα, με την εθελοντική αφομοίωση όσων από τις μη αναγνωρισμένες νομικά μειονότητες προτιμούσαν να αφομοιωθούν εθνικά στην πλειονότητα, παρά να χάσουν τα σπίτια και την περιουσία τους μεταναστεύοντας.
Η δεύτερη επιλογή, της εκτεταμένης εξόντωσης πληθυσμών, επιχειρήθηκε από την Τουρκία απέναντι στους Αρμενίους (1895/96 και 1915). Η εξόντωση πληθυσμών σε εκτεταμένη κλίμακα δεν είναι εύκολη επιχείρηση. Εξάλλου θα έπρεπε ως ένα βαθμό να αποκρυφθεί από τους δυτικούς παρατηρητές, πανταχού παρόντες.
Η τρίτη επιλογή ήταν η επικρατέστερη. Από την πρώτη εξόρμηση των Βαλκανίων συμμάχων το φθινόπωρο του 1912, τα χωριά των μουσουλμάνων (αλβανόφωνων, ελληνόφωνων και τουρκόφωνων) ήταν στόχος και των Ελλήνων και των Σέρβων και των Βουλγάρων, αναγκάζοντας τους πληθυσμούς αυτούς σε μια μαζική έξοδο προς τις μη εμπόλεμες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κυρίως προς την Τουρκία. Στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, στόχος ήταν για τους Έλληνες τα βουλγαρικά χωριά και για τους Βούλγαρους οι ελληνικοί πληθυσμοί. Οι εθνικές εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, καθώς από τη μια οι Έλληνες και οι Σέρβοι, από την άλλη οι Βούλγαροι, ανήκαν σε εχθρικά στρατόπεδα. Στην Ήπειρο, και στη σύντομη ελληνική επικυριαρχία στη Νότιο Αλβανία το 1914, στόχος ήταν τα μουσουλμανικά αλβανικά χωριά. Μερικές φορές γινόταν από τα τακτικά στρατεύματα. Κάποιος πραγματικός η υποτιθέμενος πυροβολισμός από ένα εχθρικό χωριό αρκούσε για να αρχίσει το πανηγύρι της αντεκδίκησης. Άλλες φορές γινόταν από τα τοπικά αντάρτικα σώματα που συνόδευαν τον τακτικό στρατό, και άλλες φορές από τα γειτονικά χωριά που συντάσσονταν με τον προελαύνοντα στρατό. Μερικές φορές η εκτεταμένη καταστροφή εχθρικών κωμοπόλεων και χωριών ήταν σχεδιασμένη ώστε να δημιουργηθεί νεκρή ζώνη για τον εχθρό. Άλλες φορές ήταν αντεκδικητική, όπως όταν υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός από το μέτωπο του Σαγκάριου στη Μικρά Ασία. Οι πληθυσμοί που βρέθηκαν στην εμπόλεμη ζώνη πλήγηκαν περισσότερο. Αλλά η βία εναντίον των πληθυσμών είχε και συνέπειες στα ενδότερα. Συνέπειες άμεσες και συνέπειες έμμεσες, καθώς η μια πράξη της βίας προκαλούσε μια διάδοχη.(2)
Τέλος, η τέταρτη επιλογή ήταν εκείνη της ανταλλαγής των πληθυσμών με κρατικές συμφωνίες. Αυτές ήταν η περίπτωση της ανταλλαγής πληθυσμών με τη Βουλγαρία, με βάση τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, και βέβαια η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Όλες αυτές οι επιλογές (που συνήθως συνδυάζονται) έχουν να κάνουν με τις «μειονότητες», έναν όρο που έκανε δυναμικά την εμφάνισή του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι οι μεταβολές του πολέμου μετέτρεπαν –από τη μια στιγμή στην άλλη– πληθυσμούς σε πλειονότητες και μειονότητες. Στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας δεν υπήρχε η νομική θέση της μειονότητας γιατί οι πολίτες δεν ήταν εθνικά προσδιορισμένοι. Οι μειονότητες δημιουργήθηκαν από τον μετασχηματισμό της περιοχής σε εθνικά κράτη. Η παρουσία τους θεωρήθηκε απειλή για την εθνική συνοχή, ή τουλάχιστον αιτία αστάθειας. Συχνά, παρόμοιες απόψεις ήταν το προκάλυμμα διώξεων. Αλλά και οι ηγεσίες των μειονοτήτων, λειτούργησαν ως φυγόκεντρες δυνάμεις σε σχέση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, όντας συχνά σε συνεννόηση με τους εισβολείς. Αυτή είναι η περίπτωση των Αρμενίων με τους Ρώσους, των Αράβων με τους Άγγλους, των Ελλήνων με το ελληνικό κράτος. Τους Έλληνες μάλιστα, ως μεταφραστές και διαμεσολαβητές, τους βρίσκουμε παντού, και η πολιτισμική διαμεσολάβηση διαμόρφωνε την κοινή γνώμη της Δύσης. Από την πλευρά των Οθωμανών, αυτές οι συμπεριφορές σήμαιναν διάρρηξη των δεσμών νομιμοφροσύνης με το κράτος και εσχάτη προδοσία.
                                                            Οι φορείς της βίας
Ένας άλλος βασικός συντελεστής είναι οι φορείς της βίας. Τα σύγχρονα κράτη διαθέτουν στρατούς, αλλά στις παραδοσιακές κοινωνίες οι φορείς της ένοπλης βίας συγκροτούσαν μια βαθειά –σε χρονική διάρκεια και κοινωνική εμπέδωση– δομή. Η φιγούρα του καπετάνιου, του οπλαρχηγού και των παλληκαριών του, ο οποίος άλλοτε ενοικίαζε τις υπηρεσίες του στο κράτος, άλλοτε δρούσε ανταγωνιστικά και προς ίδιον όφελος, είναι κοινή στην ιστορία των βαλκανικών κρατών και της εγγύς Ανατολής, ανάγεται σε μια εποχή πολύ παλαιότερη της ίδιας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Κλεφταρματωλοί, Χαϊντούκοι, Βαζιβουζούκοι) και εμφανίζεται κάθε φορά που δημιουργούνται πολεμικές συνθήκες ή η κρατική εξουσία βρίσκεται σε αδυναμία να ελέγχει πλήρως και αποκλειστικά το έδαφός της επικράτειάς της. Πρόκειται για ένα πολύμορφο φαινόμενο, αλλά συνεχώς παρόν. (Φαινόμενο παρόν και στα αντάρτικα σώματα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στους παραστρατιωτικούς στους Γιουγκοσλαβικούς εμφυλίους, αλλά και τώρα στη Συρία.) Από τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτά τα παραστρατιωτικά σώματα, ποικίλης σύνθεσης, από ληστές έως αξιωματικούς των αντίστοιχων στρατών, λειτουργούσαν ως το άλλοθι των ανταγωνιζόμενων κρατών τα οποία έπρατταν μέσω αυτών όσα συχνά αποκήρυτταν επισήμως. Στα Βαλκάνια ήταν οι τσέτνικ, οι κομιτατζήδες και οι μακεδονομάχοι, στη Μικρά Ασία ήταν οι Τσέτες που πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων, αλλά και οι Τσερκέζοι και οι Αμπατζάδες(3) που επειδή ήταν αντικεμαλικοί συνεργάζονταν με τους Έλληνες, στον Πόντο ήταν ο Τοπάλ Οσμάν, αλλά και οι Ελληνοπόντιοι αντάρτες, των οποίων τους οπλαρχηγούς θα βρούμε μετά από δύο δεκαετίες και στα αντάρτικα, στη Μακεδονία. Όλοι αυτοί διεξήγαγαν έναν πόλεμο χωρίς σύνορα, μέσα στα χωριά, με θύματα αμάχους. 
Οι συζητήσεις για τις γενοκτονίες συνήθως περιστρέφονται γύρω από αριθμούς. Από την πλευρά της Τουρκίας προβάλλεται η γενοκτονία των Μουσουλμάνων στα Βαλκάνια 1912-13 (1,5 εκατομμύρια νεκροί), καθώς και στη Δυτική Μικρά Ασία 1919-22 (1,2 εκατομμύρια).(4) Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, η αναφορά στη γενοκτονία των Ποντίων, ανεβάζοντας σε 350.000 τα θύματα. Ως προς τους αριθμούς των θυμάτων αλλά και γενικότερα ως προς τις εκτιμήσεις των πληθυσμών, υπήρχε τότε και συνεχίζεται ένας πόλεμος στατιστικών. Σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες του Αλεξάνδρου Α. Πάλλη, μέλους της επιτροπής Ανταλλαγής Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών, πριν το 1912, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (πλην Κιλικίας) ήταν 1.982.000, οι Τούρκοι 7.231.000 και οι υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες 925.000. Επομένως οι Έλληνες (Ρωμιοί) ήταν το 19,6%, οι Τούρκοι το 71,3% και οι υπόλοιποι το 9,1%. Από αυτούς στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας στον Πόντο ζούσαν 353.000 Ρωμιοί, και 957.000 Τούρκοι. Χρειάζεται επομένως επιφύλαξη με τους αριθμούς.(5)
Εκείνο που έχει σημασία είναι να σκύψουμε πάνω στις εμπειρίες των ανθρώπων. Αυτό όμως που θα πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι σε κάθε περιοχή, δηλαδή στη δυτική και βόρεια Μικρά Ασία, στην Καππαδοκία και στην Κιλικία, στην ενδοχώρα και τέλος στον Πόντο, οι εμπειρίες του πληθυσμού ήταν διαφορετικές. Οι δοκιμασίες που πέρασαν ανάγονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αυτής της ιστορίας, με διαφορετική ένταση και με διαφορετικό μείγμα ανάμεσα στην κρατική καταστολή και την καταδίωξη από τα παραστρατιωτικά σώματα. Η σειρά των τόμων που εξέδωσε το ΚΜΣ με τίτλο Έξοδος, και οι οποίοι περιλαμβάνουν μαρτυρίες απλών ανθρώπων από όλες κείνες τις περιοχές, αποτελεί μια απαράμιλλη πηγή για όσους θέλουν να προσεγγίσουν κατ’ ελάχιστον εκείνη την εποχή, και βέβαια ένα εξαιρετικό υλικό για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
                 Τα ενδεχόμενα στον μικρασιατικό πόλεμο
Επιμένω από την αρχή αυτού του άρθρου στο ότι τα γεγονότα δεν πρέπει να τα ξεκόβουμε από το ιστορικό και γεωγραφικό τους πλαίσιο. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον ευρωπαϊκό πόλεμο ήταν παραπάνω από σαφές ότι η μακρόχρονη πολυκύμαντη συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων είχε φτάσει στο τέλος της. Πώς θα πραγματοποιούνταν όμως το διαζύγιο; Πώς θα διαχειρίζονταν τους ανεπιθύμητους πληθυσμούς; Εκείνη την εποχή στον ορίζοντα φαίνονταν τρία ενδεχόμενα, ή τρεις επιλογές.
                            Ανταλλαγή πληθυσμών με συμφωνία
Πόλεμος και κατάλυση της οθωμανικής επικράτειας με αντίστοιχη επέκταση του ελληνικού κράτους.
Πόλεμος με νικητές τους Τούρκους και βίαιη εκδίωξη των πληθυσμών, καταστροφές και σφαγές.
Σήμερα ξέρουμε ότι το τρίτο ενδεχόμενο έγινε πραγματικότητα το 1922, και ακολούθησε η ανταλλαγή (δηλαδή το πρώτο ενδεχόμενο), αναγκαστικά, συμπληρωματικά, βεβιασμένα και με καταστροφικούς όρους. Η μόνη εφικτή στιγμή της οργανωμένης ανταλλαγής των πληθυσμών θα ήταν μετά το τέλος των Βαλκανικών, όταν φάνηκε ότι οι δεσμοί που συγκρατούσαν μαζί τους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας είχαν πλέον σπάσει, και πριν μπει η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία είχαν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Ανατολίας, ή είχαν διωχθεί από τις εστίες τους και είχαν καταφύγει στα ελληνικά νησιά και στη Μακεδονία, όπου τους εγκατέστησαν προκαλώντας νέα έξοδο περίπου 100.000 μουσουλμάνων.(6) Πράγματι, το 1914 τέθηκε το ζήτημα ανάμεσα στις τρεις γειτονικές χώρες (Ελλάδα, οθωμανική επικράτεια και Βουλγαρία). Ο Βενιζέλος δεν το απέρριψε εξαρχής, συγκροτήθηκε μάλιστα και Μικτή Επιτροπή στη Σμύρνη τον Ιούλιο του 1914. Ωστόσο, τόσο οι ελληνικές μικρασιατικές κοινότητες, όσο και οι μουσουλμανικές (κυρίως αλβανόφωνοι της Ηπείρου) αντέδρασαν έντονα, παρά τις εχθρικές πιέσεις που υφίσταντο.(7)
                                                              Η εκρηκτική μείξη
Στη Μικρά Ασία, όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός, το ελληνικό στοιχείο (με όποιους όρους κι αν οριζόταν) δεν ήταν μόνο μια μειονότητα του 20%. Αντίστοιχο ποσοστό ήταν και οι πρόσφυγες μουσουλμάνοι που προέρχονταν από τη συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, από μια μείζονα γεωγραφική περιοχή που περιλάμβανε τα Βαλκάνια, την Κριμαία και τις παρευξείνιες περιοχές της επεκτεινόμενης ρωσικής επικράτειας στον Καύκασο και το Κουμπάν και βέβαια την Κρήτη και τη Βόρεια Αφρική. Κατά κύματα από τα τέλη του κριμαϊκού πολέμου έως και τα τέλη των βαλκανικών πολέμων έφταναν στην οθωμανική επικράτεια, διωγμένοι από τις περιοχές στις οποίες επεκτείνονταν τα εθνικά κράτη και όπου οι θρησκευτικές διαφορές πολιτικοποιούνταν και οξύνονταν. Αυτοί οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί εγκαθιστούνταν κυρίως στις μικρασιατικές επαρχίες.(8) Ονομάζονταν muhacir – μουατζίρηδες. Αυτός ο πληθυσμός των μουατζίρηδων μετέβαλε τη δημογραφική σύνθεση της Μικράς Ασίας σε βάρος των χριστιανών. Η αντιπαραβολή των δυο ποσοστών, των χριστιανών και των μουσουλμάνων προσφύγων, δείχνει μια μείξη εκρηκτική. Από αυτούς προέρχονταν οι πλέον απηνείς διώκτες των ελλήνων, και μάλιστα μιλούσαν ελληνικά, έχοντας έλθει από την Κρήτη, τη Μακεδονία ή την Ήπειρο.
Οι μουατζίρηδες μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, αλλά πύκνωσαν τις τάξεις του θρησκευτικού εθνικισμού και συνέβαλαν στον εξισλαμισμό της πολιτικής των Οθωμανών και των Νεότουρκων. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν και στις επιχειρήσεις εξόντωσης των Αρμενίων. Η ευμάρεια των χριστιανών πρόσθετε και μια διάσταση ταξικής μνησικακίας. Επομένως, η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη όξυνε τα πνεύματα αντεκδίκησης. Πολλοί νέοι άνδρες από αυτές τις μουσουλμανικές προσφυγικές ομάδες σχημάτισαν άτακτα αντάρτικα σώματα, με στενότερες ή χαλαρότερες σχέσεις με την κεντρική κεμαλική διοίκηση. Ήταν οι Τσέτες, φόβος και τρόμος των χριστιανών, που επανέρχονται συχνά στα απομνημονεύματά τους. Οι Τσέτες λήστευαν, σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν, όχι μόνο στις ζώνες που είχαν καταλάβει οι Έλληνες αλλά σε ολόκληρη τη Μικρασία. Ο πόλεμος ήταν μια κλιμάκωση βίας που δεν περιοριζόταν στους στρατιωτικούς στόχους. Στόχος ήταν ο πληθυσμός. Από μια άποψη, ο πόλεμος της Μικρασίας ήταν πόλεμος ανάμεσα σε δύο έθνη, είχε όμως και χαρακτηριστικά διακοινοτικά και εμφυλιοπολεμικά. Για τις τουρκικές αρχές, οι γκιαούρηδες που συνεργάζονταν ή στρατεύονταν στον ελληνικό στρατό, θεωρούνταν προδότες. Τα μέτωπα ήταν διάχυτα στα χωριά, στις γειτονιές, πριν και πίσω από τις γραμμές του στρατιωτικού μετώπου, διαρρήγνυαν κοινωνικές σχέσεις, φιλίες, δεν υπάκουαν σε κανονισμούς πολέμου.
                                                     Ιστορική αναπλαισίωση
Η Μικρασιατική Καταστροφή, οι επέτειοι για την καταστροφή των Ρωμιών του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης χρειάζονται ιστορική αναπλαισίωση. Πρόκειται για ιστορικά γεγονότα στο πλαίσιο μιας μείζονος αναδιοργάνωσης του κόσμου, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή τετραπλάσιος αριθμός από τον σημερινό πληθυσμό της Ελλάδας πέθανε (οι μισοί) ή έμειναν σακάτηδες (οι άλλοι μισοί). Έχουμε μάθει να συνδέουμε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα χαρακώματα και τους τακτικούς στρατούς από στρατολογημένους πολίτες. Ήταν επίσης ένας πόλεμος διάχυτος, χωρίς μέτωπα, από διά ζωής οπλοφόρους και στρατιώτες και στόχος του ήταν οι άμαχοι, οι πληθυσμοί. Αν δούμε μάλιστα την πενταετία 1918-23, από την ανακωχή με την οποία έληξε ο ευρωπαϊκός πόλεμος έως τη Συνθήκη της Λωζάνης, θα δούμε τα χαρακτηριστικά αυτά να κυριαρχούν στην ανατολική και νότια Ευρώπη, με ένα μείγμα επαναστατικών, εμφυλίων και εθνικών πολέμων, από τη Φινλανδία έως το Αιγαίο. Αυτός ο πόλεμος είχε τέσσερα εκατομμύρια νεκρούς, και πολλά περισσότερα εκατομμύρια εκτοπισμένους και πρόσφυγες.
Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ήταν ένας Αρμαγεδδών όπου μπήκαν αυτοκρατορίες βγήκαν εθνικά κράτη, μπήκαν βασίλεια βγήκαν δημοκρατίες, μπήκαν γείτονες βγήκαν εχθροί, έγινε η κοινωνική ανατροπή στη Ρωσία, ήλθε το πάνω κάτω, αν και ο κόσμος δεν ηρέμησε και σε είκοσι χρόνια ξανατυλίχτηκε στις φλόγες. Αυτή την αιματηρή και βίαια αναδιοργάνωση του κόσμου πρέπει να καταλάβουμε, αυτό πρέπει να συζητήσουμε με παρρησία στον δημόσιο χώρο, αυτό πρέπει να διδάξουμε στους μαθητές μας. Μα είναι τώρα η ώρα, που έχουμε τόσα μέτωπα ανοιχτά; Με παρόμοια λογική, ποτέ δεν θα είναι η ώρα, γιατί πάντοτε θα υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα.
                                                   ---------------------------------------------------
                                                                      ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. ΚΜΣ, Η Εξοδος, Γ, σ. 354.
2. Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007. Stefan Sotiris Papaioannou, Balkan Wars Between the Lines: Violece and Civilians in Macedonia, 1912-1918, PhD, University of Maryland, 2012.
3. ΚΜΣ, Η Εξοδος, Α, σ. 347.
4. Justin McCarthy, Death and Exile. The Ethnic Cleansing of Ottoman Muslims 1821-1922, Princeton, Darwin Press, 1995, σ. 164, 305, 339.
5. ΚΜΣ, Η Εξοδος, Α, σ. νβ΄.
6. Γιάννης Γκλαβίνας, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-23). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, 2013, σ. 58.
7. Σπυρίδων Πλουμίδης, Τα Μυστήρια της Αιγηϊδος. Το Μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Αθήνα, Εστία, 2016.
8. Justin Mccarthy, Death and Exile: The Ethnic Cleansing of Ottoman Muslims, 1821–1922, Princeton, NJ, Darwin Press, 1996. Reşat Kasaba, A Moveable Empire: Ottoman Nomads, Migrants, and Refugees, Seattle, WA, 2009.
                                           (πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 19 Μαΐου 2017)
                                                     --------------------------------------------------------------
                                         ΠΗΓΗ:chronos.fairead.net/liakos-genoktonia-kai-viopolitiki
                                                                       $  € $  ●▲▼◄►

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου