Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Με­γά­λη Ἑ­βδο­μὰς - Πο­ρεί­α Πρὸς τὸ Πά­σχα

 Ἡ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα ὀ­νο­μά­ζε­ται με­γά­λη για­τί με­γά­λες καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτες ὑ­πῆρ­ξαν οἱ ὠ­φέ­λει­ες τὶς ὁ­ποῖ­ες λά­βα­με κατ’ αὐ­τὴν τὴν ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­πως ὁ Ἄγ. Ἰ­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος το­νί­ζει: «Κα­ταρ­γή­θη­κε ὁ θά­να­τος, ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε ἡ κα­τά­ρα, ἡ τυ­ραν­νι­κὴ ἐ­ξου­σί­α τοῦ δια­βό­λου κα­τα­λύ­θη­κε, ἐ­νῶ ἔ­γι­νε ἡ συμ­φι­λί­ω­ση τοῦ Θε­οῦ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους».

Τὴ Μεγάλη Δευ­τέ­ρα ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τοῦἐ­νά­ρε­του Ἰ­ω­σήφ, ὁὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τύ­πος τοῦ Κυ­ρί­ου ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ἰ­ω­σήφ, ἀ­γα­πη­τὸς υἱ­ὸς τοῦ πα­τρὸς του Ἰ­α­κώβ, φθο­νή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, οἱὁ­ποῖ­οι ἀρ­χι­κὰ τὸν ἔ­ρι­ξαν σὲ ἕ­να λάκ­κο καὶ ἔ­πει­τα τὸν πού­λη­σαν σὲ δου­λεμ­πό­ρους. Στὴν Αἴ­γυ­πτο ὅ­μως ποὺ ἔ­φτα­σε ὁἸ­ω­σὴφ ἀν­τι­στά­θη­κε στοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ ὁ Θε­ὸς τὸν δό­ξα­σε. Ἔ­γι­νε ὁ πρῶ­τος ἄρ­χον­τας τῆς Αἰ­γύ­πτου καὶ δι­α­χει­ρί­στη­κε μὲ θαυ­μα­στὴ φρό­νη­ση τὴν ἐ­ξου­σί­α του, ὥ­στε νὰ χορ­τά­σει μὲ τρο­φὲς τὸ λα­ὸ κα­τὰ τὰ χρό­νι­α τῆς πεί­νας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­καρ­πί­ας τῆς γῆς.
Ὁ Ἰ­ω­σὴφ θε­ω­ρή­θη­κε τύ­πος καὶ προ­ει­κό­νι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, για­τί καὶ Αὐ­τός, ἀ­γα­πη­τὸς Υἱ­ὸς τοῦ Πα­τρός, φθο­νή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ὁ­μό­φυ­λούς του Ἰ­ου­δαί­ους, πω­λή­θη­κε ἀ­πὸ ἕ­ναν μα­θη­τή Του, βα­σα­νί­στη­κε καὶ ρί­φθη­κε νε­κρὸς στὸν σκο­τει­νὸ τά­φο.
Ἀ­κο­λού­θως ἀ­νέ­στη μὲ δό­ξα καὶ μᾶς τρέ­φει μὲ τὸν Ἄρ­το τῆς ζω­ῆς, δη­λα­δὴ μὲ τὸ πα­νά­γι­ο Σῶ­μα Του. Ἐ­πί­σης κα­τὰ τὴν Μ. Δευ­τέ­ρα ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τῆς ἄ­καρ­πης συ­κιᾶς, τὴν ὁ­ποί­α κα­τα­ρά­στη­κε ὁ Κύ­ρι­ος καὶ αὐ­τὴ ξε­ρά­θη­κε, τύ­πος τῆς συ­να­γω­γῆς τῶν Ἑ­βραί­ων.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ψάλ­λει: Τὸν νυμ­φῶ­νά σου βλέ­πω, Σω­τήρ μου κε­κο­σμη­μέ­νον, καὶἔν­δυ­μα οὐκ ἔ­χω, ἴ­να εἰ­σέλ­θω ἐν αὐ­τῶ, λάμ­πρυ­νόν μου τὴν στο­λὴν τῆς ψυ­χῆς, Φω­το­δό­τα, καὶ σῶ­σον με.

Τὴ Μεγάλη Τρί­τη ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τῆς πε­ρὶ τῶν δέ­κα παρ­θέ­νων γνω­στό­τα­της πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. ἩἘκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ νὰ εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χθοῦ­με, κρα­τών­τας λαμ­πά­δες τὶς ἀ­ρε­τές μας, τὸν οὐ­ρά­νι­ο Νυμ­φί­ο, τὸν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ, ὁὉ­ποῖ­ος θὰἔλ­θει αἰφ­νί­δι­α, εἴ­τε εἰ­δι­κὰ γιὰ τὸν κα­θέ­να μας κα­τὰ τὴν στιγ­μὴ τοῦ θα­νά­του μας, εἴ­τε γε­νι­κὰ κα­τὰ τὴν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α. Ἐ­πί­σης μᾶς κα­λεῖ, φέρ­νον­τας μπρο­στά μας καὶ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τῶν τα­λάν­των νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με γιὰ νὰ αὐ­ξή­σου­με τὰ χα­ρί­σμα­τα ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός.
«Ἐν ταῖς λαμ­πρό­τη­σι τῶν Ἁ­γί­ων σου, πῶς εἰ­σε­λεύ­σο­μαι ὁ ἀ­νά­ξι­ος; ἐ­ὰν γὰρ τολ­μή­σω συ­νει­σελ­θεῖν εἰς τὸν νυμ­φώ­να, ὁ χι­τὼν μὲ ἐ­λέγ­χει, ὅ­τι οὐκ ἔ­στι τοῦ γά­μου, καὶ δέ­σμι­ος ἐκ­βα­λοῦ­μαι ὑ­πὸ τῶν Ἀγ­γέ­λων, κα­θά­ρι­σον Κύ­ρι­ε, τὸν ρύ­πον τῆς ψυ­χῆς μου, καὶ σῶ­σον μὲ ὡς φι­λάν­θρω­πος».

Τὴ Μεγάλη Τε­τάρ­τη ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς ἀ­λεί­ψε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ μί­α ἁ­μαρ­τω­λὴ γυ­ναί­κα, λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν ἀ­πὸ τὸ πά­θος του. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ σκαν­δα­λί­ζει τὸν φι­λάρ­γυ­ρο Ἰ­ού­δα ὁ ὁ­ποῖ­ος πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς ποὺ ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στὴν αὐ­λὴ τοῦ Κα­ϊ­ά­φα καὶ συμ­φω­νεῖ μα­ζί τους τὴν προ­δο­σί­α τοῦ Δι­δα­σκά­λου γιὰ τρι­ά­κον­τα ἀρ­γύ­ρι­α. Ἀ­πὸ τό­τε ζη­τᾶ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει σὲ αὐ­τούς.
«Σὲ τὸν τῆς Παρ­θέ­νου Υἱ­όν, Πόρ­νη ἐ­πι­γνοῦ­σα Θε­ὸν ἔ­λε­γεν, ἐν κλαυθ­μῶ δυ­σω­ποῦ­σα, ὡς δα­κρύ­ων ἄ­ξι­α πρά­ξα­σα. Δι­α­λυ­σον τὸ χρέ­ος, ὡς κα­γῶ τοὺς πλο­κά­μους, ἀ­γά­πη­σον φι­λοῦ­σαν, τὴν δι­καί­ως μι­σου­μέ­νην, καὶ πλη­σί­ον τε­λω­νῶν σὲ κη­ρύ­ξω, Εὐ­ερ­γέ­τα φι­λάν­θρω­πε».
Κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα αὐ­τὴ ψάλ­λε­ται τὸ πε­ρί­φη­μο τρο­πά­ρι­ο τῆς εὐ­σε­βοῦς καὶ λό­γι­ας ποι­ή­τρι­ας τῆς Ρω­μιο­σύ­νης Κασ­σι­α­νῆς.

Τὴ Μεγάλη Πέμ­πτη ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τεσ­σά­ρων γε­γο­νό­των: α) τῆς νί­ψε­ως τῶν πο­διῶν τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, β) Τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου, δη­λα­δὴ τῆς πα­ρα­δό­σε­ως σὲ ἐ­μᾶς ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, γ) Τῆς θαυ­μα­στῆς προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα Του καὶ δ) Τῆς προ­δο­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου ὑ­πὸ τοῦἸ­ού­δα. «Ὄ­τε οἱ ἔν­δο­ξοι Μα­θη­ταί, ἐν τῷ νι­πτή­ρι τοῦ Δεί­πνου ἐ­φω­τί­ζον­το, τό­τε Ἰ­ού­δας ὁ δυσ­σε­βῆς, φι­λαρ­γυ­ρί­αν νο­σή­σας ἐ­σκο­τί­ζε­το, καὶ ἀ­νό­μοις κρι­ταῖς, σὲ τὸν δί­και­ον Κρι­τὴν πα­ρα­δί­δω­σι. Βλέ­πε χρη­μά­των ἐ­ρα­στά, τὸν δι­ὰ ταῦ­τα ἀγ­χό­νη χρη­σά­με­νον, φεῦ­γε ἀ­κό­ρε­στον ψυ­χὴν τὴν Δι­δα­σκά­λω τοι­αῦ­τα τολ­μή­σα­σαν. Ὁ πε­ρὶ πάν­τας ἀ­γα­θός, Κύ­ρι­ε δό­ξα σοί».
«Τὸν ἄρ­τον λα­βῶν, εἰς χεί­ρας ὁ προ­δό­της, κρυ­φί­ως αὐ­τᾶς, ἐ­κτεί­νει καὶ λαμ­βά­νει, τὴν τι­μὴν τοῦ πλά­σαν­τος, ταῖς οἰ­κεί­αις χερ­σὶ τὸν ἄν­θρω­πον, καὶ ἀ­δι­όρ­θω­τος ἔ­μει­νεν, Ἰ­ού­δας ὁ δοῦ­λος καὶ δό­λι­ος».

Τὴ Μεγάλη Πα­ρα­σκευ­ὴ ἑ­ορ­τά­ζου­με τὰ Πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου, δη­λα­δὴ ἐ­πι­τε­λοῦ­με ἀ­νά­μνη­ση τῶν ἐμ­πτυ­σμῶν, τῶν ρα­πι­σμά­των, τῶν ὕ­βρε­ων, τῆς ἀ­νά­κρι­σης ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος μί­α καὶ δύ­ο φο­ρὲς ὁ­μο­λο­γεῖ πὼς εἶ­ναι ἀ­θῶ­ος, ὅ­μως πρὸς εὐ­χα­ρί­στη­ση τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ψη­φί­ζει θά­να­τον κατ’ αὐ­τοῦ, τοῦ φραγ­γέ­λι­ου, τῆς φρι­κτῆς μα­στί­γω­σης, τοῦ ἀ­κάν­θι­νου στέ­φα­νου, τῆς χλεύ­ης ὑ­πὸ τῶν στρα­τι­ω­τῶν τοῦ ἡ­γε­μό­νος, καὶ κυ­ρί­ως τῆς σταυ­ρώ­σε­ως καὶ τοῦ φρι­κτοῦ θα­νά­του τοῦ Κυ­ρί­ου, τὴν ὥ­ρα πού, κα­θὼς ἡ ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν παν­σέ­λη­νος, ἐ­σφά­ζε­το κα­τὰ τὸ Νό­μο ὁ πα­σχα­λι­νὸς ἀ­μνός, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­τά­χθη­κε στοὺς Ἰ­ου­δαί­ους σὰν τύ­πος τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὸν Δε­σπο­τι­κὸ τοῦ­το θά­να­το καὶ ἡ ἄ­ψυ­χος κτί­ση πεν­θοῦ­σα τρέ­μει καὶ ἀλ­λοι­οῦ­ται ὑ­πὸ τοῦ φό­βου. Μᾶς θυ­μί­ζει ἀ­κό­μη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, αὐ­τὴ τὴ μέ­ρα, τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ λη­στῆ πά­νω στὸ σταυ­ρό, μνή­σθη­τί μου Κύ­ρι­ε ἐν τὴ Βα­σι­λεί­α Σου.
«Τὰς αἰ­σθή­σεις ἠ­μῶν, κα­θα­ρᾶς τῷ Χρι­στῷ πα­ρα­στή­σω­μεν, καὶ ὡς φί­λοι αὐ­τοῦ, τὰς ψυ­χᾶς ἠ­μῶν θύ­σω­μεν δὶ' αὐ­τόν, καὶ μὴ ταῖς με­ρί­μναις τοῦ βί­ου, συμ­πνι­γῶ­μεν ὡς ὁἸ­ού­δας·  ἀλλ' ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν κράξωμεν· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀπὸ τοῦ πονηροῦ ῥῦσαι ἡμᾶς».
 «Τὸν Λῃστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κᾀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με.  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Τὸ Μέγα Σάβ­βα­το ἑ­ορ­τά­ζου­με τὴν τα­φὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ὑ­πὸ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ καὶ τοῦ Νι­κο­δή­μου, κα­θὼς καὶ τὴν κά­θο­δο αὐ­τοῦ εἰς τὰ σκο­τει­νὰ βα­σί­λει­α τοῦ ἅ­δου. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος πέ­θα­νε, ὡς ἄν­θρω­πος, καὶ χω­ρί­σθη­κε ἡ Ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὸ Σῶ­μα Του, τό­τε τὸ μὲν Σῶ­μα Του, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἐ­χω­ρί­σθει ἡ Θε­ό­της τοῦ Κυ­ρί­ου, το­πο­θε­τή­θη­κε σὲ τά­φο. Ἡ Ψυ­χή Του, ἑ­νω­μέ­νη καὶ αὐ­τὴ μὲ τὴν παν­το­δύ­να­μη Θε­ό­τη­τά Του, κα­τῆλ­θε στὸν ἅ­δη καί, ἀ­φοῦ τὸν νί­κη­σε, ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε τὶς ψυ­χὲς ποὺ κρα­τοῦν­ταν ἐ­κεῖ.
«Σι­γη­σά­τω πά­σα σὰρξ βρο­τεί­α, καὶ στή­τω με­τὰ φό­βου καὶ τρό­μου, καὶ μη­δὲν γή­ϊ­νον ἐν ἐ­αυ­τὴ λο­γι­ζέ­σθω· ὁ γὰρ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των, καὶ Κύ­ρι­ος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, προ­σέρ­χε­ται σφα­γι­α­σθῆ­ναι, καὶ δο­θῆ­ναι εἰς βρῶ­σιν τοῖς πι­στοῖς· προ­η­γοῦν­ται δὲ τού­του, οἱ χο­ροὶ τῶν Ἀγ­γέ­λων, με­τὰ πά­σης ἀρ­χῆς καὶ ἐ­ξου­σί­ας, τὰ πο­λυ­όμ­μα­τα Χε­ρου­βείμ, καὶ τὰ ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φείμ, τὰς ὄ­ψεις κα­λύ­πτον­τα, καὶ βο­ών­τα τὸν ὕ­μνον· Ἀλ­λη­λού­ϊ­α, Ἀλ­λη­λού­ϊ­α, Ἀλ­λη­λού­ϊ­α».
                              ΠΗΓΗ:http:www.imkifissias.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου