του Νικόλα Σεβαστάκη
Η συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Πέρες, τον Πρόεδρο του Ισραήλ, δημιούργησε, ως γνωστό, «θέμα» στον χώρο. Ζητήθηκαν εξηγήσεις και διατυπώθηκαν ερωτήματα είτε για τη σκοπιμότητα είτε για το περιεχόμενο της συνάντησης αυτής.
Το γεγονός και τα σχόλια που ξεσήκωσε έχει τη σημασία του. Θα μπορούσε κάποιος να δει στην ενόχληση που εκδηλώθηκε κάτι σαν σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική της πεποίθησης του αριστερού με την ηθική της ευθύνης ενός πολιτικού οργανισμού ο οποίος έχει κατακτήσει τη θεσμική θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η σύγκρουση, υπαρκτή σε κάθε περιβάλλον με έντονες ιδεολογικές αναφορές, θα εξηγούσε εν μέρει την αντίδραση στην είδηση της συνάντησης Τσίπρα και Πέρες.
Αποδεχόμενος αυτή την εκδοχή, θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια ευαισθησία του κοινού της Αριστεράς, η οποία αντιστέκεται στη λογική της πολιτικής εθιμοτυπίας και στους κανόνες που φέρει μαζί της η εκλογική και πολιτική κλίμακα του 27%.
Η ανησυχία ενός κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς για το ενδεχόμενο μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιο συμβατική και «πραγματιστική» πολιτική δύναμη, θα μπορούσε επίσης να είναι μια από τις πηγές της συγκεκριμένης αντίδρασης. Και ακόμα, πρέπει να συνυπολογίσουμε τις ευαισθησίες για τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού, ευαισθησίες και εμπειρίες αλληλεγγύης που έχουν ένα βάθος χρόνου στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο στην ελληνική Αριστερά».
Έτσι, το όλο συμβάν, δεν φαίνεται να παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο μυστήριο. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που αμφισβητείται η σχέση κάποιων κινήσεων της αριστερής ηγεσίας με τα συναισθήματα και τις βαθύτερες ευαισθησίες των αριστερών. Και, εύλογα, δεν θα είναι και η τελευταία φορά.
Δεν μπορώ, παρόλα αυτά, να μην κάνω κάποιες άλλες σκέψεις, κάπως πιο δύστροπες και ίσως με μια δόση θυμού για το θέμα. Διότι, πέρα από όλα τα παραπάνω, το θέμα δεν είναι η ένταση (εύλογη και πολλές φορές παραγωγική) ανάμεσα σε real politik και πεποίθηση, ανάμεσα στην τάξη της πολιτικής αρχών και στη σφαίρα της πρακτικής πολιτικής.
Όλα αυτά είναι σημαντικά, τα συναντούμε διαρκώς μπροστά μας, τα γνωρίζουμε από την ιστορία και την, όποια, προσωπική μας μετοχή σε διλήμματα τα οποία προκύπτουν ανά πάσα στιγμή από αυτή την ιστορία. Το θέμα είναι ότι στην αντίδραση του νέου για τη συνάντηση Τσίπρα και Πέρες, διακρίνει κανείς ένα ιδιαίτερο πάθος, μια ξεχωριστή φόρτιση. Ακόμα και έναν τόνο «συναγερμού» για κάτι που δεν δηλώνεται ευθέως αλλά φτιάχνει μια ατμόσφαιρα συνωμοσίας (τι ακριβώς ειπώθηκε μεταξύ τους;). Αυτή ωστόσο η φόρτιση ακουμπά πράγματι σε ένα υπόστρωμα συναισθημάτων και ηθικών ευαισθησιών με μεγάλο βάθος χρόνου στην Αριστερά και ιδιαίτερα στη δική μας την ελληνική Αριστερά.
Θεωρώ ότι έχει φτάσει η ώρα να συζητηθεί ανοιχτά αυτό το δύσκολο θέμα, κι ας μοιάζει εκτός ημερήσιας διάταξης. Είναι, όπως είπα, μια ιστορία με βάθος χρόνου, με καταγωγή από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τότε, το ηθικό «περί δικαίου αίσθημα» των αριστερών καθορίζεται αποκλειστικά από τον αντιφασισμό και το είδος του ειρηνισμού το οποίο πλαισίωνε τη διαίρεση του κόσμου στο «αμυντικό» (ο θεός να το κάνει) σοσιαλιστικό στρατόπεδο και σε μια επιθετική Δύση. Οτιδήποτε υπονοούσε σύνδεση ή συναρμογή με τα δυτικά συμφέροντα ήταν εξορισμού το κακό και μάλιστα το μοναδικό κακό. Επομένως, κάθε δύναμη αλλά και κάθε πολιτική ρητορική που εμφανιζόταν να αποκλίνει ή να εχθρεύεται τη Δύση, είτε έχαιρε συμπάθειας είτε εντασσόταν στην «πολιτική ύφεσης και ειρήνης».
Αυτή η πρώτη και μοιραία φιλοσοβιετική μήτρα υπήρξε γέννημα θρέμμα περισσότερο των αντιφασιστικών αισθημάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρά κάποιου σοσιαλιστικού διεθνισμού. Στην πορεία εμπλουτίστηκε με την ιδέα των αντιαποικιακών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων, με την αίγλη των ηρωικών αγώνων ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης στις χώρες του «τρίτου κόσμου». Με τη σειρά τους, αυτοί οι αγώνες συνδέθηκαν στο αριστερό περί δικαίου αίσθημα, στην αριστερή συναισθηματική χώρα, με την αντιαμερικανική και αντιδυτική δέσμευση. Τούτη η δέσμευση ήταν πάνω από όλα ψυχική και σχεδόν υπαρξιακή για την αριστερή ανάγνωση του κόσμου και των αντιθέσεών του.
Πέρασαν τα χρόνια, η Αριστερά διασπάστηκε στις πιο διαφορετικές εκδοχές, ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέπεσε. Πολλά από τα νέα πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα της τελευταίας εικοσαετίας φαίνονται ακατανόητα από τη σκοπιά της παραδοσιακής ανάλυσης. Οι ισλαμικές επαναστάσεις, ο σαλαφισμός, τα εθνοτικά και θρησκευτικά χαοτικά φαινόμενα. Πριν από αυτά, ελάχιστα κατανοήθηκε η φύση των καθεστώτων που διαμορφώθηκαν από εκδοχές του λαϊκού αραβικού εθνικισμού ή των αντιαποικιακών κινημάτων απελευθέρωσης στην Αφρική.
Η ηθική της πεποίθησης των αριστερών ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που υιοθέτησαν την κριτική στο όνειδος του υπαρκτού σοσιαλισμού, παραμένει εγκλωβισμένη στον αντιφασιστικό ειρηνισμό. Για την ακρίβεια, δονείται και αποκτά υψηλές συχνότητες όταν απέναντί της ή στο στόχαστρό της έχει ένα δυτικό υποκείμενο. Το ισραηλινό κράτος, πέρα από τις συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες των ελίτ του στην υπόθεση της Παλαιστίνης, αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «δυτική» ταυτότητα στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Σε άλλες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή όπου ο κρινόμενος είναι φορέας μιας στρατηγικής απόκλισης ή μιας αντιιμπεριαλιστικής ιδιοτυπίας ή ενός είδους αντιστασιακού φρονήματος (όποια και αν είναι η ουσία του) μπορεί να υπάρξει καταδίκη, ακόμα και κάποια σκληρά λόγια. Αλλά τα λόγια αυτά και η καταδίκη –που ακόμα και σήμερα πολλά τμήματα της Αριστεράς τη βρίσκουν ύποπτη– είναι άνευρα, δίχως τη ξεχωριστή ένταση και το ρέον πάθος που συναντούμε στις κλασικές περιπτώσεις αντίθεσης στους «σφαγείς των λαών».
Παράδειγμα: εδώ και πολύ καιρό, αλλά και προχθές, ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και άλλοι της ιρανικής ηγεσίας εκστομίζουν τα πιο τερατώδη πράγματα. Μιλούμε για λόγο καθαρά ναζιστικό, για ρητορική της εξολόθρευσης των παρασίτων, του «σιωνιστικού καρκίνου».
Αναρωτιέμαι: στην υποθετική περίπτωση όπου ένας Τσίπρας θα συναντούσε τον Αχμαντινετζάντ θα αφυπνιζόταν άραγε το αντιφασιστικό ειρηνιστικό περί δικαίου αίσθημα; Θα υπήρχε απαίτηση για εξηγήσεις; Θα εμφανιζόταν ο ίδιος φόβος ότι κάτι άλλο παίζεται, ότι εδώ κάτι περίεργο κρύβεται;
Το ζήτημα δεν είναι τα περίφημα δύο μέτρα και δύο σταθμά. Το ζήτημα είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό το «πράγμα» (ο Αχμαντινετζάντ και ο έτερος πόλος εξουσίας στο Ιράν, οι «πνευματικοί ηγέτες») σχετίζεται ουσιαστικά με τη σκλήρυνση και τα αδιέξοδα της ισραηλινής πολιτικής. Όπως δεν καταλαβαίνουμε ότι η παρουσία της Αλ Κάιντα στα κατεχόμενα εδάφη και στον ευρύτερο παλαιστινιακό χώρο βαραίνει στην εμπειρία ήττας και απαξίωσης των διαφορετικών φωνών μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Ίσως όμως να υπήρχε μια άλλη αίσθηση των πραγμάτων αν στην αριστερή ηθική της πεποίθησης, στον αριστερό ψυχισμό, επιδρούσε όχι μόνο ο αντιφασισμός αλλά και ένας αριστερός αντιολοκληρωτισμός, αυτή η λησμονημένη παράδοση που θάφτηκε από τους «φιλελεύθερους» απολογητές του Ψυχρού Πολέμου και τους εκλαϊκευτές της σοβιετικής σοφίας. Αν επιζούσε το κριτικό και οξύ πνεύμα ενός Καμύ, ενός Βικτόρ Σερζ, ενός Όργουελ, ενός Ίρβινγκ Χάου. Αν μπορούσε να εμπνεύσει η κληρονομιά εκείνων που εν μέσω σοβιετολατρίας είπαν ένα μεγάλο και καθαρό όχι, παραμένοντας στην άβολη θέση μιας μειονότητας που ήθελε να είναι υπέρ των κοινωνικών αλλαγών αλλά όχι στην υπηρεσία του αντιδυτικού συνδρόμου.
Μιλούμε τώρα, και σωστά, για την «κινεζοποίηση του λευκού εργαζόμενου». Τι δηλώνει αυτή η διεργασία πέρα από την ώσμωση μεταξύ νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής και ενός «ασιατικού» ηθικού και πολιτικού αυταρχισμού; Υπάρχει άραγε κάποιο ηθικό ισοδύναμο της αιώνια κακής Δύσης στο συναίσθημα του αριστερού; Η επιβίωση μιας και μόνο κληρονομιάς ( του αντιφασισμού ή έστω ενός σχηματικού αντικαπιταλισμού) φαίνεται ότι εμποδίζει, με αδιόρατο τρόπο, την πολιτική τοποθέτηση απέναντι σε συστήματα εξουσίας που δεν παραπέμπουν στη ιστορία της Δύσης και στην κληρονομιά των δικών της εγκλημάτων. Η απέχθεια για τον πουτινισμό ή το κινέζικο μοντέλο μοιάζει πολύ πιο υποτονική από κάθε υψίφωνη «καταγγελία του σφαγέα Πέρες».
Οφείλουμε να σκεφτούμε πάνω σε αυτό το μείζον έλλειμμα, σε αυτή την ατελή μορφοποίηση μιας αριστερής σκέψης της ελευθερίας. Ασφαλώς δεν αφορά τα τρέχοντα πολιτικά παιχνίδια ούτε το εγχείρημα του νέου ΣΥΡΙΖΑ, το 4% ή το 27%. Το πρόβλημα είναι ότι στο ηθικό αίσθημα του αριστερού –των περισσότερων έστω– εξακολουθεί να είναι δικαιωμένος ο Σαρτρ τού «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη» και όχι ο Καμύ τού «ούτε δήμιοι ούτε θύματα». Και αυτό ακριβώς το μυστήριο μπορεί να κρύβεται πίσω από μια ανάγνωση του κόσμου στην οποία ο σκανδαλισμός για την επίσκεψη Πέρες μπορεί να συνυπάρχει με αγαθά αισθήματα για την Χεζμπολάχ, της οποίας ο ηγέτης Νασράλα είναι τώρα ο πιο πιστός σύμμαχος του Άσαντ…
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου