Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΟΧΙ!!!


Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος κόσμος. ... 
,τι τοῦ λὲς θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας
Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!
Στρατηγός Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα
Μας δώσανε κάτι ζώα, αχ! 
Θεέ μου, κάτι τόσο δύστυχα, μελλοθάνατα ζώα, που 'λεγες πως αν λίγο
τα σπρώξεις, αν τους δώσεις έτσι μια με το χέρι σου, θα σωριαστούν εκεί που βρίσκονται κ' ίσως από μέσα τους θα σ' ευχαριστούν γι' αυτό. 
- Όλες αυτές οι πληγές, έτσι σαν κόκκινο γυαλί που  κάτι υγρό διαφαίνεται από κάτω του: 
πίσω στ' αχαμνά μπούτια κοντά στην ουρά, σ' όλα τα πλευρά τους και την πλάτη τους απ' τα σαμάρια· σ' όλα τα γόνατα που δεν είχαν πια τρίχα…
Γιάννης Μπεράτης, Το Πλατύ Ποτάμι
----------------------------------------------------------------------
Η Εικοστή Ογδόη Οκτωβρίου 1940 έπεσε ημέρα Δευτέρα. 
Ενώ ακόμη η χώρα κοιμόταν,
ο Ιταλός πρέσβης Grazzi έφθανε στην κατοικία του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά στις 03:00 για να επιδώσει το τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας. 
Ο Μεταξάς τον δέχθηκε αμέσως - ανοίγοντας ο ίδιος την θύρα υπηρεσίας αφού κανείς από το υπηρετικό προσωπικό δεν είχε
ξυπνήσει παρ’ όλα τα επίμονα κουδουνίσματα του Ιταλού επισκέπτη. 
Ο πρέσβης, στο βιβλίο του «Η Αρχή του Τέλους: 
Η Επιχείρηση Κατά της Ελλάδος» (Εκδόσεις Εστίας, 2007), περιγράφει την στιγμή ως εξής:


Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα
μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα
μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας [....]
Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα
ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. 
Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. 
Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Allors, c'est la guerre» (Επομένως έχουμε πόλεμο). 
Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ' ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.
Έτσι ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ελλάδα που, εξ αιτίας της «σύμπνοιας» των Ελλήνων, επρόκειτο να λήξει ουσιαστικά τον Αύγουστο του 1949, τέσσερα ολόκληρα καταστροφικά χρόνια μετά την τελική ήττα και την άνευ όρων παράδοση των Ιταλό-Γερμανών.
Από τότε μέχρι σήμερα, το ΟΧΙ, δηλ. το «Allors, c' est la guerre», έχει υποστεί (& συνεχίζει να υφίσταται) άπειρες «αναλύσεις» από πολλούς κυρίως εξ αιτίας της επιμονής της αριστεράς ότι «το όχι το είπε ο λαός και όχι ο δικτάτορας».
Αποφεύγω τον πειρασμό να εξηγήσω ποιός είπε πραγματικά τι και γιατί και που στηρίχθηκε για να το πει· ο χώρος δεν το επιτρέπει και, επίσης, όσοι γνωρίζουν και κρίνουν όχι απ’ τα τεφτέρια του Ιδεολογικού και της Γραμματείας Συσπείρωσης, αλλά από τα γεγονότα της ιστορίας, δεν χρειάζονται ούτε εξηγήσεις, ούτε, πολύ περισσότερο, κηρύγματα ορθογνωσίας.
Στρεφόμαστε λοιπόν στην μοναδική πανστρατιά των Ελλήνων στο άκουσμα της Ιταλικής επίθεσης (η οποία μάλιστα ξεκίνησε πριν λήξει το τελεσίγραφο) και στην σημασία της ως μέτρο αυτογνωσίας μπροστά στην σημερινή κατάσταση της χώρας.
Το φαινόμενο του 1940 έχει ως μοναδικό του ίσως παράλληλο την κινητοποίηση των Βαλκανικών Πολέμων, η οποία όμως ξεκίνησε «οργανωμένα» και με απόλυτη αποφασιστικότητα, αλλά χωρίς τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 που ξέσπασαν εξ αιτίας του εχθρικού αιφνιδιασμού. 
Έτσι το Έπος του Σαράντα έφθασε να αποτελεί ιδιότυπο παράδειγμα μαζικής ψυχολογίας που παρήγαγε μοναδική συλλογική έξαρση
Οι μαρτυρίες της εποχής και οι αναμνήσεις των πολεμιστών είναι ενδεικτικές του πάθους και της σύμπνοιας που χαρακτήρισαν την επιστράτευση και το Αλβανικό.
Παραδείγματα όπως αυτό γέμισαν της σελίδες της ιστορίας, αλλά γρήγορα ξεχάστηκαν μέσα στις συμφορές που ακολούθησαν. 
Μεταπολεμικά το 1940 μεταβλήθηκε σιγά-σιγά στο αναμάσημα των εθνικών επετείων γεμάτων με παρωχημένα μηνύματα «εθνικής ενότητας» & «πατριωτικής έξαρσης» από πολιτικούς χωρίς σπονδυλική στήλη, αλλά & «εθνοπατέρες» με ύποπτα & πολιτικώς απαράδεκτα κίνητρα.
Η χειρότερη και εθνικά αυτοκτονική όμως μετάλλαξη που υπέστη το Έπος ήταν η σταδιακή του μεταμόρφωση σε μάθημα για «ανάπτυξη αντιπολεμικής και αντιιμπεριαλιστική συνείδησης». 
Οι διάφοροι νεοπαγείς κουφιοκεφαλάκηδες δάσκαλοι της «εθνικής ενότητας», συνήθως «δημοκρατικής» (διάβαζε, αριστερής) κατεύθυνσης, έπιασαν δουλειά στα μεταπολεμικά χρόνια με τρεις κυρίως στόχους: 
(α)Να μας διδάξουν ότι «φασίστες δικτάτορες» δεν έχουν εκ φύσεως την δυνατότητα να δημιουργήσουν εθνική σύμπνοια και σηκωμό όπως του 1940· 
(β)Να αποσυνδέσουν τον μοναδικό ενθουσιασμό του εθνικού σηκωμού για αντίσταση στον εχθρό από την πραγματικά μεγαλειώδη στρατιωτική επιτυχία της μάχης των αλβανικών βουνών· και 
(γ)Να εμφυσήσουν στις νεότερες γενεές, με τρόπους επίμονους και συνεχείς, την αντιπάθεια προς την παλλαϊκή άμυνα, αν της λείπει η «αντιιμπεριαλιστική» υφή.
Οι «δάσκαλοι» αυτής της κατεύθυνσης απέκτησαν ισχυρότατους συμμάχους μετά το 1974. 
Βρίσκοντας πάτημα την δικτατορία, προχώρησαν στην καλλιέργεια της κοινωνίας των
«μικρομεσαίων» που γρήγορα έμαθαν πως να περιχαρακώνονται στα «μικρομεσαία» και πως να
καταπνίγουν και να αποβάλουν κάθε έννοια συλλογικής ύπαρξης αν αυτή δεν διέπονταν από
την απαίτηση για «καταχτημένα δικαιώματα».
Από την δεκαετία του ΄90 και μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν δραματικά με μια νέα
γενιά ηλιθίων να γίνεται «μπροστάρισα» μέσα σ’ ένα κλίμα πνευματικής αδράνειας και γενικής
αποχαύνωσης. Συγχρόνως, η «ευρωπαϊκή προοπτική», και η επίμονη πλύση εγκεφάλου για τις
δήθεν δεκαετίες της Αμάλθειας που μας περίμεναν, πρόσθεσαν ισχυρότατα διαλυτικά στοιχεία
σε μια κοινωνία που ήδη βρισκόταν σε οδυνηρή ολίσθηση.
Και μετά κατέφθασε η Κρίση.
Αν υπήρχε κάποιος τρόπος (επιστημονικής φαντασίας) να φέρουμε πίσω ανθρώπους που έζησαν τις μέρες του Σαράντα θα αντιμετωπίζαμε πιθανότατα μαζικές αυτοκτονίες τους καθώς
θα τους περικύκλωνε απελπιστικά η αναισθησία, ο παραλογισμός, και η μανία αυτοκαταστροφής  που χαρακτηρίζουν την «ισχυρή Ελλάδα» του «σκληρού πυρήνα» της ευρωπαϊκής κατάρρευσης.
Οι επιζώντες θα ικέτευαν πιθανότατα να τους ξαναβάλουμε στην Μηχανή του Χρόνου  για να επιστρέψουν στα χρόνια της Κατοχής. 
Θα άφηναν πίσω τους μια χώρα αιχμάλωτη των «οίκων αξιολόγησης», των απεσταλμένων της «Νέας Κατοχής», της απάθειας και της ασυναρτησίας, της εγωπάθειας «ηγετών» κατηγορίας μύγας παγιδευμένων σε αυτιστικούς ναρκισσισμούς, και μιας κοινωνίας που αρνείται να ξεσηκωθεί όταν ο ζωτικός της χώρος προσβάλλεται από σμήνη «παράτυπων» τριτοκοσμικών και τις συνεχείς απειλές «φίλων» γειτόνων με καθαρά εκφρασμένες απαιτήσεις εδαφικών «παραχωρήσεων».
Το 1940 ο «φασίστας» Μεταξάς δέχθηκε τον πόλεμο μπροστά στην απαίτηση της
κατάληψης της χώρας αμαχητί από τον εχθρό
Η απόφαση του, χωρίς αμφιβολία, θεωρείται σήμερα από τους ασπόνδυλους «ηγέτες» μας κάτι μεταξύ σχιζοφρενικής αναπηρίας και επιθυμίας αυτοκαταστροφής. 
Ο «φασίστας» Μεταξάς φυσικά γνώριζε άριστα πως θα αντιδρούσε ο Ελληνικός Λαός τότε. 
Και τα γεγονότα που ακολούθησαν την Ιταλική επίθεση τον δικαίωσαν πλήρως. 
Για μερικούς αξέχαστους μήνες, οι Έλληνες πήραν κυριολεκτικά τα βουνά για να υπερασπιστούν μια χώρα ήδη καμένη από την Καταστροφή του ΄22 και την οικονομική δυσπραγία. 
Παρ’ όλη την δικτατορία. Και παρ’ όλες τις πάντοτε παρούσες διαβρωτικές διαμάχες που ταλανίζουν 
«Το Ελληνικόν» από την αρχαιότητα.
Οι σημερινοί «δημοκράτες» των σταλινικών-πεζοδρομιακών μπουτίκ, & οι ΣΥΝοδοιπόροι τους στον χώρο της ανάπηρης «διανόησης», θεωρούν το πραγματικό Σαράντα του «φασίστα» Μεταξά αντικείμενο χλεύης που, όμως, πρέπει να κρύβεται έντεχνα για να διαιωνίζεται το κουκούλωμα της επώδυνης σημερινής πραγματικότητας.
Καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι η χλεύη αυτή έχει ουσιαστικά για στόχο της την πρωτοφανή κινητοποίηση του Ελληνικού Λαού για την άμυνα της Πατρίδας. 
Ο ολοκληρωτισμός της κομματοκρατίας, & το ατράνταχτο θεμέλιο της γραφειοκρατικής
ταϊσμένης δημοσιοϋπαλληλίας & των υπό εξόντωση, τώρα πια, «μικρομεσαίων», παραμένει
αλώβητος.
Ο συστηματικός εξανδραποδισμός της σημερινής Ελλάδας από τους «φίλους» και
«συμμάχους» έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που ούτε και εκατό «φασιστές» Μεταξάδες δεν θα
είχαν την παραμικρή ελπίδα να σταματήσουν την εξόντωση και να διασώσουν ό,τι μπορεί
ακόμα να διασωθεί
Οι σημερινοί «ηγέτες» αποτελούν, χωρίς εξαίρεση, εκδόσεις του Ολίγιστου του Καστελόριζου που έχει κερδίσει την θέση του στην ιστορία με το σπαθί της πτώχευσης και της αδιάκοπης λοιδορίας του εις βάρος της χώρας που πήγε δήθεν να «σώσει».
Πριν πολλά χρόνια ένας σοφός πανεπιστημιακός μου δάσκαλος συνήθιζε να λέει: 
«μάθε απ’ το παρελθόν και όχι από το υποτιθέμενο μέλλον». 
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, με την βίαιη και αλλήθωρη διολίσθηση προς την «πραγματική προοδευτική δημοκρατία» προχώρησε σε σφαγή της συλλογικής και ατομικής ευπρέπειας, της αισθητικής, της συλλογικής εθνικής συνείδησης, της Ελληνικής γλώσσας, και της ιστορικής αυτοσυνειδησίας. 
Τα ερείπια που μας περιβάλουν αποτελούν την αδιάψευστη απόδειξη της εγκληματικής αποτελεσματικότητας του μεταπολιτευτικού «μοντέλου» που σήμερα έχει καταλήξει και πάλι σε καινούργια έκδοση του Γελοίου, του Πεζοδρομιακού, και του Φαύλου.
προετοιμασία, οργάνωση, εφοδιασμός, και ετοιμότητα στα μέτρα του δυνατού, είτε από «φασίστες» είτε από «δημοκράτες» στο τιμόνι, αποτελούν την μοναδική ελπίδα επιβίωσης για μια μικρή και υλικά αδύναμη χώρα.
Σήμερα έχουμε μια μόνον ελπίδα: 
Ερευνώντας ψυχρά το παρελθόν και μαθαίνοντας απ’ αυτό με στόχο την πολιτική ισορροπία, την εθνική επιβίωση, και την προετοιμασία «για ακόμα καλύτερες μέρες» (ήγουν για επαπειλούμενες καταστροφές) πρέπει να σχηματίσουμε «μοντέλο» εθνικής ανάκαμψης που απουσιάζει από το «ευρώ-ενωσιακό» περιβάλλον, όπως πια είναι ηλίου φαεινότερον.
Αυτό φυσικά προϋποθέτει την πλήρη εγκατάλειψη της «χρηστικότητας» ως πυρήνα του
επάρατου «εκσυγχρονισμού» και την υιοθέτηση ιδεών πολιτικής και κοινωνικής ποιότητας,
προοδευτικής αυτάρκειας με λιγότερα, και σκληρής εθνικής συνέγερσης με στόχο τα ασφαλή
και φυλασσόμενα σύνορα.
Η περίοδος των εξαμβλωμάτων έχει φτάσει στο αναπόδραστο τέλος της ανεξαρτήτως του ό,τι οι «πολιτικοί» μας επιμένουν στα «συμβόλαια με την κοινωνία» και τις ανοησίες που περιβάλουν τις «δομημένες προτάσεις ανάκαμψης».
Για να σπάσει όμως η τροχοπέδη του μιμητισμού της Εσπερίας και όποιων άλλων «μοντέλων» της επικρατούσας μόδας χρειάζεται ένα καινούργιο Σαράντα - σκέψη που θα προκαλέσει χωρίς αμφιβολία τα χαζό-γελάκια των «προοδευτικών» και τα χοντροκομμένα σχόλια των βουλευόμενων στα καφωδεία των παρόδων του Κολωνακίου.
Η αλήθεια βέβαια αδιαφορεί για τους θλιβερούς αρλεκίνους μας και τους ολίγιστους
συνοδοιπόρους τους και «βάζει» το σκληρό δίλλημα: «μάθε απ’ το παρελθόν και όχι απ’ το υποτιθέμενο μέλλον» (με ή χωρίς «φασίστες» ηγέτες)
                                              ΠΗΓΗ:www.rieas.gr
------------------------------------------------------------------------------------------------
                              Τάσσος Συμεωνίδης(Ακαδημαικός Σύμβουλος)
Copyright: Research Institute for European and American Studies (www.rieas.gr)
Publication date: 15 October 2016
Note: The article reflects the opinion of the author and not necessarily the views of
the Research Institute for European and American Studies (RIEAS)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου