Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Το Βερολίνο δεν είναι τόσο δυνατό όσο νομίζετε

           Ο μύθος της πανίσχυρης Γερμανίας
Εάν η Γερμανία θέλει να σφυρηλατήσει μια ισχυρότερη Ευρώπη και μια ειρηνική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, πρέπει να αγνοήσει τον ενθουσιασμό για την ισχύ της και να σκεφθεί με περισσότερο θάρρος το πώς να την χρησιμοποιεί.
Τον Ιούνιο, το G-7 θα συναντηθεί σε ένα πολυτελές κάστρο κοντά στο υψηλότερο βουνό της Γερμανίας, το Zugspitze.Χτίστηκε αρχικά, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του οικοδεσπότη, για έναν «εγωκεντρικό ζηλωτή» που προσπάθησε να προσηλυτίσει τους Εβραίους στον Χριστιανισμό. 
Το Schloss Elmau έκτοτε έχει γίνει σπα και πολιτιστικό κέντρο, αλλά η αγέρωχη τοποθεσία φαίνεται κάπως σαν μια κατάλληλη αντανάκλαση της φουσκωμένης συζήτησης τα τελευταία χρόνια σχετικά με τον ρόλο της Γερμανίας στον κόσμο.
Πολλοί παρατηρητές έσπευσαν να διακηρύξουν την άνοδο της Γερμανίας στο προσκήνιο. 
Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Walter Russell Mead πρόσφατα κατέταξε την Γερμανία ως το 2ο πιο ισχυρό μέλος του G-7 [1]. 
Μια έρευνα από το περιοδικό Monocle, όρισε ότι η «ήπια ισχύς» της Γερμανίας ανταγωνίζεται εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών[2].  
Πιο πρόσφατα, η μετάβαση της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ώθησε τον αρθρογράφο Tom Friedman να επαινέσει την χώρα ως την πρώτη «πράσινη υπερδύναμη» στον κόσμο [3].
Είναι πράγματι μια καλή στιγμή να είναι κάποιος γερμανόφιλος. Η χώρα παραμένει η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης και εξάγει τώρα τόσα πολλά αγαθά όσα και οι Ηνωμένες Πολιτείες. 
Το Βερολίνο έχει παίξει τον καθοριστικό ρόλο στην διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, καθώς και στην κρίση ασφαλείας της με την Ρωσία. 
Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γερμανίας είναι επίσης ο βασιλεύοντας παγκόσμιος πρωταθλητής (δεν είναι μικρό θέμα στις περισσότερες χώρες εκτός της Βορείου Αμερικής). Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θεωρείται ως ο κορυφαίος σε επιδόσεις δημοκρατικός ηγέτης [4] στον κόσμο.
Μια εικόνα ποδοσφαιριστή προβάλλεται σε έναν τοίχο με γκράφιτι και συνθήματα οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας της Ντόρτμουντ, στις 13 Ιουνίου, 2006. 
                                                        ANDREA COMAS / REUTERS
Ωστόσο, η πρόσφατη επιτυχία της Γερμανίας έχει οδηγήσει σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την ισχύ της.
Οι δυνατοί οικονομικοί δεσμοί της με την Ρωσία και την Κίνα έχουν κάνει ελάχιστα για να εμποδίσουν την στροφή στον αυταρχισμό και την στρατιωτική αυτοπεποίθηση των χωρών αυτών. 
Η ενεργειακή μετάβασή της προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Energiewende) έχει παραμείνει δημοφιλής εγχωρίως, αλλά από μόνη της δεν έχει μεταμορφώσει ριζικά τις διεθνείς αγορές ενέργειας ούτε έπεισε άλλες χώρες να εγκαταλείψουν την πυρηνική ενέργεια. 
Ούτε μπορεί η Γερμανία να διαμορφώσει πραγματικά, πόσω μάλλον να προστατεύσει, ανοικτές αγορές για τα προϊόντα της, χωρίς την ραχοκοκαλιά της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης.
                                  Η ΠΙΟ ΗΠΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η Γερμανία έχει διακριθεί για δεκαετίες στην ανάπτυξη της ήπιας δύναμής της. Είναι γνωστή για τα πολυτελή αυτοκίνητά της, τα χημικά προϊόντα, και τα υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα.
Αλλά οι πιο «ήπιες» εξαγωγές -όπως η προσέγγισή της όσον αφορά την εκπαίδευση, την ενέργεια, την χρηματοδότηση, το δίκαιο και την επιστημονική έρευνα- έχουν επίσης κερδίσει οπαδούς. 
Η χρηματοδότηση για πολιτιστικές, ακαδημαϊκές και τεχνικές ανταλλαγές ενισχύει την δημοτικότητά της και συμπληρώνει επίσης τα γερμανικά εμπορικά συμφέροντα.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, η χώρα έχει δημιουργήσει ένα ευρύ φάσμα επίσημων συζητήσεων με χώρες εκτός Ευρώπης. Εκτός από τις «ειδικές σχέσεις» της με το Ισραήλ, την Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία κοίταξε πέρα από το G-7 για την δημιουργία εννέα λεγόμενων στρατηγικών συνεργασιών με άλλες ισχυρές οικονομίες (Αυστραλία, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Ρωσία, Νότια Αφρική, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Βιετνάμ).
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, αναφέρθηκε στο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της Γερμανίας το 2013 στην ομιλία του για την «Κατάσταση του Έθνους» [State of the Union address]. 
Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping επαίνεσε εμμέσως την Γερμανία πέρσι επειδή βοήθησε την χώρα του να μειώσει το χάσμα ποιότητας μεταξύ του «Made in Germany» και του «Made in China». 
Σε μια πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανικού Ινστιτούτου Σύγχρονης Γερμανικών Σπουδών [American Institute for Contemporary German Studies] στη Νέα Υόρκη, ο πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ, [5] δήλωσε ότι η Γερμανία είναι «στο όριο της υποστήριξης ιδεών για το μέλλον του κόσμου».
Η Γερμανία έχει κατά συνέπεια πετύχει σε μεγάλο βαθμό την ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της ως καλόπιστης και ικανής χώρας, αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς η ήπια δύναμή της έχει οδηγήσει σε πραγματικά αποτελέσματα. 
Κατ’ αρχήν, όλη αυτή η συναλλαγή δεν έχει αυξήσει αναγκαστικά το ενδιαφέρον για την γλώσσα της χώρας ή τον πολιτισμό της -κατά τα τελευταία 15 χρόνια (από το 2000) υπήρξε μια πτώση 25% στον αριθμό των γερμανόφωνων μαθητών [6] σε όλο τον κόσμο.
Πιο σοβαρά, το πιο πρόσφατο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης δηλώνει τον σχετικά μεγάλο στόχο της προσαρμογής της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης στα συμφέροντα των νέων Gestaltungsmächte [7] (διαμορφωτικών δυνάμεων). 
Ο διάλογος με αυτές τις περιφερειακές δυνάμεις θα τις πείσει τελικά για τις ευρωπαϊκές αξίες, για να «ποθήσουν μια αίσθηση Ordnung [ευταξίας]», και θα οδηγήσει σε σύγκλιση συμφερόντων.
Ωστόσο, η στρατηγική λέει λίγα για το πώς θα πείσει φορείς (πόσω μάλλον να αναγκάσει την συμμετοχή τους) με περιορισμένο ενδιαφέρον για την καθοδηγούμενη από τη Δύση τάξη. 
Τα κράτη της Μέσης Ανατολής είναι κολλημένα στις δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις και στην διατήρηση μιας περιφερειακής ισορροπίας ισχύος. Σε αυτά τα πλαίσια, οι διεθνείς θεσμοί πρέπει να αναδιαμορφώνονται συνεχώς για να ανταποκριθούν στις νέες πραγματικότητες.
                                                               Parke Nicholson
                                                                      03/06/2015
                         Ο PARKE NICHOLSON είναι βασικός ερευνητικός συνεργάτης 
                                στο American Institute for Contemporary German Studies.
                                                         ΠΗΓΗ:ForeignAffairs.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου