Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Το 1992 έφυγε από τη ζωή ο Ποιητής & Στιχουργός, Νίκος Γκάτσος (1911-1992). Ο Ποιητής του ενός ποιήµατος (ΑΜΟΡΓΟΣ) και στιχουργός µε καθοριστική επιρροή στην εξέλιξη του στίχου της µεταπολεµικής Ελληνικής µουσικής, ο οποίος έκανε την ουτοπία τρόπο ζωής και επιβεβαίωσε µε τρόπο κατηγορηµατικό το αρχαίο ρητό: "ουκ εν τω πολλώ το ευ"
Πλήγμα για όλους εμάς, το γεγονός  ότι δεν μπορεσε να ολοκληρώσει τον "Μανιάτικο Εσπερινό", τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών, που για χρόνια ετοίμαζε.


Μια χούφτα είν' ο άνθρωπος από στυφό προζύμι

γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι
του μένει μόνο στη ζωή μια γλώσσα μια πατρίδα
η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα
Όλο το βιός κι η προίκα του ένας καημός στα στήθια
κι ο τόπος που τον γέννησε η δυνατή του αλήθεια


Ελλαδογραφία
Στίχοι : Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης

Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως
και προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων,
οι οικισμοί των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.

Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως
και η δημιουργία του λεγομένου άστεως,
το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς εμεγαλούργησε
και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.

Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά φύλα,
απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού.

Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι
δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως, αλλ' αύται απέβησαν άκαρποι.
Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν του γένους,
η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας κορυφάς
και τας πεδιάδας της πελασγικής γης, αι οποίαι διεμόρφωσαν
την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν δι' ανεσπέρου φωτός
τους ομιχλώδεις ορίζοντας της περιδεούς ανθρωπότητος.

Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζώσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις.

Και αι Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους,
ήρχισαν να προετοιμάζονται δια την εκ νέου
 απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.

Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή
και οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου,
εκ των Ηπειρωτικών ορέων
και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος,
διέπλευσαν την Αχερουσίαν της μοίρας των
με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ' ιδίαν εκάγχασαν-
ακριβώς όπως αι Αθήναι.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά 'ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά 'ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;

Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος
και ουδείς δύναται να προεξοφλήση το μέλλον
διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία συνεχής παλινδρόμησις.
Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της Αττικής
αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί.

Οι αρχαίοι Θεοί δεν υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν,
και ούτω, θάττον η βράδιον, αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των
και θα εξαφανίσουν δια παντός την Ελληνικήν αρετήν,
ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα
ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του
τους πλανήτας του και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Πότε θ' ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα 'ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

Η Χοντρομπαλού

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Δέσπω Διαμαντίδου
Δίσκος: Τα κατά Μάρκον 1991

Μια Κυριακή στην Κοκκινιά
στην παιδική μου γειτονιά
είδα μιά γριά χοντρομπαλού
που ο νους της έτρεχε αλλού

Την κοίταξα με κοίταξε
σαν κουκουβάγια σε μπαξέ
και μου 'πε με φωνή θολή
που μάνα θύμιζε τρελή:

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ' το Χριστό.
Ζούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.

Μα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε, που λες,
αράδα βάρβαρες φυλές

Σελτζούκοι, Σλάβοι, Ενετοί,
λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί
Τότε κατάλαβα γιατί
καμένο ήμουνα χαρτί
δίχως χαρά δίχως γιορτή

Σιγά σιγά και ταπεινά
μ' αγώνες και με βάσανα
καινούργια έβγαλα φτερά
μα ήρθαν τα χειρότερα

Είδα τα ίδια μου παιδιά
να δίνουν σ' άλλους τα κλειδιά
και με χιλιάδες ψέματα
με προδοσίες κι αίματα
να μου σπαράζουν την καρδιά

Γι' αυτό μιά νύχτα σκοτεινή
θ' ανέβω στην Καισαριανή
με κουρασμένα βήματα
να κλάψω για τα θύματα
στ' αραχνιασμένα μνήματα

Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό
αντίκρυ στον Λυκαβηττό
μικρό κεράκι θα κρατώ
να φέγγει χρόνους εκατό»

OI ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΙ

Μελετάμε τους πλανήτες κι όλους τους αστερισμούς,

τους πολέμους και τις ήττες και τους δύσκολους χρησμούς,
στην παλιά μας την φυλλάδα που διαβάσαμε ξανά
τέτοιο όνομα "ΕΛΛΑΔΑ" δεν υπάρχει πουθενά,
μόνο σ'εναν Καζαμία με περγαμηνο χαρτί
αίμα στάζαν τα σημεία σαν κομμένη αορτή

Κι όπως ρίχναμε την σκόνη να στεγνώσει η πληγή

φάνηκαν του Ομήρου οι χρόνοι και των Αχαιών η γη,
λίγα φύλλα παρακάτω καθώς έτρεχε ο καιρός
σαν την καιoμένη Βάτο πάλι φούντων' ο χορός,
Θερμοπύλες, Μαραθώνες μπαίναν τώρα στην σκηνή
του Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες, του Φωκά οι Βυζαντινοί.

Ώσπου χάραξε μια μέρα κι απ' το Σούλι ως την Γραβιά
όλα τα σκιαζ' η φοβέρα και τα πλάκων' η σκλαβιά
όμως γύρισαν τα χρόνια και στ' αγέραστα βουνά
γύρισαν τα χελιδόνια κι ήλιος φάνηκε ξανά!
αχ, τελειώσαν οι σελίδες και τι έγινε μετά
δεν το είδα, δεν το είδες μα ο νους μου αλλού πετά!

Γιατί γνώρισα έναν νέο λυπημένο και χλωμό
πούχε φτάσει στο Αιγαίο πριν απ'τον Κατακλυσμό
τώρα που θα σταματήσει ο δικός μας ο χορός
θαρθεί να μας τραγουδήσει για μια γέννα Πυρός....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου