Το πλοίο πήγε στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στο Βόλο, επί ματαίω.
Σ’ ένα από αυτά τα λιμάνια, όπου δεν μπόρεσε να δέσει στην αποβάθρα γιατί είχαν ήδη πάει τόσο πολλοί πρόσφυγες που δεν τους δέχονταν, βγήκαν άνδρες της πόλης στο λιμάνι με όπλα για να τους εμποδίσουν.
Έτσι αποβιβάστηκαν στη Στυλίδα. Iρις Τζαχίλη, Μπαϊντίρι 1922. Μια ιστορία απώλειας από τη Μικρασία, Κοντύλι, Aθήνα 2012, σ. 156 To πόσο η «διακυβέρνηση» των πληθυσμιακών ροών εκ μέρους της Ελλάδας –κυρίως- και, σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα της Τουρκίας, βασιζόταν στις χωροχρονικές μήτρες της νεωτερικότητας, γίνεται φανερό και από την αξιοσημείωτη εμμονή συγκεκριμένων στοιχείων, ακόμη και διατυπώσεων από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εξέδωσαν τα κράτη αυτά τότε, και που συνεχίζουν έκτοτε να εκδίδουν μέχρι σήμερα με το ίδιο πνεύμα, και συχνά με το ίδιο γράμμα.
Η πιο κραυγαλέα ίσως περίπτωση τέτοιου νομοθετήματος είναι η εξής.
Τον Ιούλιο του 1922, το ελληνικό κράτος (πρώην πρότυπον βασίλειον, πρώην υποψήφια αυτοκρατορία), κατόπιν βασιλικού διατάγματος του Κωνσταντίνου βασιλέως των Ελλήνων, εξέδωσε τον μετέπειτα νόμο 2870/1922 «περί απαγορεύσεως της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» (Φ.Ε.Κ. 119/20-7-1922).
Τα τελευταία χρόνια, ο νόμος αυτός έχει γίνει διάσημος ιδίως μεταξύ των ιστορικών του διαδικτύου, στο οποίο μπορεί κανείς εύκολα να βρει πολλές παραθέσεις του συνόλου ή αποσπασμάτων του. Η δημοσιότητα αυτή φυσικά είναι απολύτως αρνητική: όλοι οι σχολιάζοντες επισημαίνουν ότι ο νόμος αυτός εκδόθηκε εν όψει της διαφαινόμενης τότε κατάρρευσης του μετώπου της Μικράς Ασίας –πράγμα που είναι προφανές από την ημερομηνία έκδοσής του- και στην ουσία «φωτογράφιζε» τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ρωμιών Οθωμανών υπηκόων που σύντομα μετά επρόκειτο να μετατραπούν σε πρόσφυγες.
Πράγμα για το οποίο δεν παύουν οι επικρίσεις, τα αναθέματα και τα μειωτικά επίθετα για το νόμο αυτόν και όσους τον εμπνεύσθηκαν.
Η επισήμανση αυτή είναι φυσικά ορθή.
Ωστόσο, εξίσου ορθό είναι να παρατηρήσουμε ότι, στην –έστω προσχηματικά- αφηρημένη του διατύπωση, ο νόμος αυτός είναι πανομοιότυπος με τους αντίστοιχους οι οποίοι εκδίδονται σήμερα με σκοπό να περιορίσουν τα «κύματα λαθρομεταναστών» που φτάνουν, ή που επιδιώκουν να φτάσουν, στο έδαφος του ελληνικού κράτους και να εγκατασταθούν σε αυτό ή να συνεχίσουν το ταξίδι τους ακόμα πιο πέρα.
Στην ουσία του, και στον τύπο του, ο νόμος αυτός είναι ένα μέσο περιορισμού της κινητικότητας των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Για του λόγου το αληθές, το κείμενο του βασιλικού διατάγματος έχει ως εξής:
Άρθρον 1 Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως υπουργών.
Άρθρον 2 Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβει, διευκολύνει ή δεχθεί την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν άρθρ. 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως εξ (6) τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής, από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών, δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.
Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος η καταδικαστική απόφασις δύναται να απαγγείλει εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή την προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Αι κατά το παρόν άρθρον υποθέσεις εισάγονται δι’ απευθείας κλήσεως, ενώπιον του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι ο νόμος του 22 είναι συνταγμένος στην καθαρεύουσα, ενώ οι τωρινοί στη δημοτική. Κατά τα άλλα, το κανονιστικό τους περιεχόμενο συμπίπτει· τόσο εκείνος, όσο και αυτοί ομιλούν γενικώς περί προσώπων «ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής», χωρίς να εξειδικεύουν αν νοούνται μόνο πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής ή πολιτειότητας.
Η εξειδίκευση αυτή συντελείται στην πράξη, δηλαδή όχι σε νομικό αλλά σε διοικητικό-διαχειριστικό επίπεδο.
Φαίνεται όμως ότι αυτή η εξώδικη γνώση είναι εξαιρετικά σαφής και κρίσιμη, εφόσον για τους τωρινούς νόμους δεν διατυπώνεται καμία κατάρα και καμία κατηγορία για εσχάτη προδοσία. Αντιθέτως, οι όποιες επικρίσεις καταγγέλλουν ότι οι νόμοι αυτοί δεν θεσπίζονται ή/ και δεν εφαρμόζονται με αρκετή αυστηρότητα, και συχνά προέρχονται από τα ίδια αυτά πρόσωπα και ομάδες που καταριούνται το νόμο του 22.
Όχι φυσικά όλα· ωστόσο είναι σαφές ότι, από όσους διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για μια απαγόρευση μετακίνησης που επιβλήθηκε πριν από ένα σχεδόν αιώνα και που –αναμφίβολα σε συνδυασμό με διάφορους άλλους εξωνομικούς παράγοντες- προκάλεσε χιλιάδες θανάτους, οι περισσότεροι δεν δαπανούν την ίδια ενέργεια για να καταγγείλουν πανομοιότυπες σημερινές απαγορεύσεις οι οποίες επίσης σε συνδυασμό με διάφορους άλλους εξωνομικούς παράγοντες προκάλεσαν, και συνεχίζουν να προκαλούν, χιλιάδες θανάτους· συχνά δεν λένε απολύτως τίποτε γι’ αυτές, ή λένε μόνο αμήχανα και διφορούμενα λόγια.
Π.χ.: σε ιστολόγιο με την επωνυμία «Γεφυρισμοί», στις 17/9/09 δημοσιεύτηκε σχόλιο με τον τίτλο «Μνήμη ‘προσφήγκων’», στο οποίο αναδημοσιεύεται ο νόμος 2870 (για την ακρίβεια μόνο το πρώτο του άρθρο), και η δημοσίευση αιτιολογείται ως εξής:
επειδή θέλουμε τη μνήμη πάντα φρέσκια παραθέτουμε το κείμενο του νόμου 2870/1922 με τον οποίο επιχειρήθηκε να εμποδιστεί η μετακίνηση των εγκλωβισμένων στη Σμύρνη πολιτών λίγο πριν τη χαριστική βολή. Και η επιλογή μας αυτή έχει να κάνει, ακριβώς, με την προεκλογική περίοδο που διανύουμε κατά την οποία ακόμη κι αυτοί που χρεώνουν στους οικονομικούς μετανάστες την αύξηση της εγκληματικότητας, τρέχουν να αγκαλιάσουν μπροστά στο φακό κι έναν «πρόσφηγκα», έτσι για να δείξουν ένα άλφα κοινωνικό πρόσωπο.
Και δεν ντρέπονται όπως ακριβώς δεν ντράπηκαν τα στέμματα και τα σκουφάκια για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τουλάχιστον εδώ γίνεται σαφώς σύνδεση με την παρούσα κατάσταση, και επίσης σαφώς υπάρχει αποστασιοποίηση από όσους «χρεώνουν» την εγκληματικότητα στους μετανάστες· αλλά το ομολογουμένως σύντομο κείμενο εστιάζει κυρίως στην –πάντοτε βολική- καταγγελία της υποκρισίας των πολιτικών οι οποίοι, στις εκλογές του 2009, ήθελαν να δείξουν φιλομεταναστευτικό πρόσωπο. (Σε επόμενες εκλογές πάντως τέτοιες κινήσεις δεν έγιναν ούτε καν υποκριτικά).
Άλλα ιστολόγια, όμως, αναδημοσιεύουν αυστηρές καταγγελίες κατά του αντιπροσφυγικού νόμου τού 1920 δίπλα δίπλα με άρθρα που φέρουν τον τίτλο «ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΕΧΟΥΝ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ», χωρίς να βλέπουν το παραμικρό πρόβλημα σε αυτό[1].
Ή: ψέγουν τους εκπροσώπους τής «πολιτικής-ιδεολογικής ελίτ» οι οποίοι προωθούν την πολυπολιτισμικότητα, επειδή «Λησμονούν νά γράψουν ότι τήν δημοκρατία μας τήν αποκτήσαμε μετά τήν εθνικιστική μας επανάσταση όταν γίναμε ομοιογενές κράτος καί διώξαμε τούς αλλόθρησκους»[2], ενώ στο ίδιο άρθρο δεν παραλείπουν να θρηνήσουν για την καταστροφή της Σμύρνης, η οποία όμως συντελέστηκε κατ’ εφαρμογή των ίδιων ακριβώς αρχών εθνικιστικής αντίθεσης στην πολυπολιτισμικότητα, συγκρότησης ομοιογενούς κράτους και εκδίωξης των αλλοθρήσκων.
Όπως λοιπόν συνέβη με το νομικό οπλοστάσιο του ελληνικού κράτους, το ίδιο και οι αντιδράσεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας παρουσιάζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα απέναντι στη μετακίνηση και στους μετακινούμενους: αυτό που άλλαξε μετά από τόσες δεκαετίες είναι απλώς η κατάταξη μιας συγκεκριμένης ομάδας, η οποία από την κατηγορία των ξένων έχει πλέον μεταταχθεί σε εκείνη των οικείων.
Η ίδια η εχθρότητα όμως προς τους ξένους –ιδίως όταν μετακινούνται- υπήρχε τότε όπως και τώρα, και εκφραζόταν κατά τον ίδιο τρόπο. Μπορεί να μην είχε χρησιμοποιηθεί ο γενικός όρος «λαθρομετανάστες», αλλά είχε χρησιμοποιηθεί με αντίστοιχη μειωτική πρόθεση ο παραλληλισμός με το Αφγανιστάν –όσο κι αν δεν υπήρχε ακόμη ούτε υποψία Αφγανού πρόσφυγα. Και φυσικά το «Αφγανιστάν» είναι συνώνυμο της αταξίας, της οκνηρίας, της βουλιμίας
και της αισχρής απόλαυσης: όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και η μέχρι τούδε μόνιμος κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικοτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα συκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των.
Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή.
Εις όλας τας πόλεις του κόσμου υπάρχει τάξις, ρυθμός, καλαισθησία διά το καθετί, όπως αποτελείται αρμονικόν σύνολον προς το καλόν όλων.
Δι’ αυτήν την τάξιν και τον ρυθμόν ευθύνονται οι αρμόδιοι, επιβάλλοντες την θέλησίν των εις τους πολίτας.
Εδώ αντιθέτως αφέθησαν αυτοί ελεύθεροι να δώσουν εις ολόκληρον πόλιν τον άρρυθμον χαρακτήρα των[3].
Τα λογικά αυτά άλματα και οι ανακολουθίες της ανάγνωσης του παρελθόντος –των πολλών παρελθόντων- υπό το πρίσμα της «ενιαίας σκέψης» του μοντερνισμού, μαρτυρούν ακόμα μια φορά το ασύμπτωτο της κρατικής λογικής με την πραγματική κίνηση των ανθρώπων, η οποία πάντοτε περισσεύει, εκφεύγει, αφήνει ένα υπόλοιπο.
Από την οπτική του νομαδισμού, θα ήταν πιο ενδιαφέρον να αντιστρέψουμε την κρατική λογική και να διαβάσουμε τις εξελίξεις γενεαλογικά, όχι με σημείο αφετηρίας τις τομές και τις διακρίσεις που επιβάλλουν οι κρατικές μήτρες στο χρόνο όσο και στο χώρο (και φυσικά στους ανθρώπους).
Εάν λοιπόν, σε αντίθεση με τη βία της αναδρομικής εθνικής ερμηνείας, ακολουθήσουμε εναλλακτικές γραμμές και επιλέξουμε να διαβάσουμε τις τότε εξελίξεις σε σύνδεση με άλλες που δεν κείνται απαραίτητα εντός της μοναχικής γραμμικής πορείας ενός υποκειμένου που ονομάζεται «ελληνισμός», αυτό ίσως μας επιτρέψει να αναδιεκδικήσουμε τους πρόσφυγες των δεκαετιών του 10 και του 20 του 20ού αιώνα και να φανταστούμε άλλες μορφές διασύνδεσης και αλληλεγγύης:
οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας ακίνητης αιώνιας ταυτότητας που υπήρχε πάντοτε στη Μικρά Ασία, όπως τους θέλει η εθνική μυθολογία, αλλά πρώτοι φορείς μιας κινητ(ικ)ής (μη) ταυτότητας που επρόκειτο να βιωθεί ως τρομερή απειλή υπονόμευσης για το έθνος κράτος περί τα τέλη του ίδιου αιώνα και τις αρχές του επόμενου.
Ήταν οι πρώτοι λαθρομετανάστες.
-------------------------------------------------
[1] Βλ. ιστολόγιο «ΘΡΥΑΛΛΙΣ» (http://mlagananews.blogspot.be/), αναρτήσεις τής 5-9-2012 και 4-1-2013 αντίστοιχα.
[2] «Η Νέα Τάξη Πραγμάτων (Νέα Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία)».
Ολόκληρη η φράση στα εισαγωγικά είναι υπογραμμισμένη στο πρωτότυπο. Διατηρείται η αρχική ορθογραφία.
[3] Πρωτεύς, «Αφγανιστανούπολις», Βραδυνή, 3/12/1923. Παρατίθεται στο: Νίκου Σαραντάκου, «O Αγκόπ στην Αφγανιστούπολη», Αυγή 12/09/2010.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την ενότητα Β10 από το βιβλίο
Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου,
Ισνάφι,
Ιωάννινα 2014.
ΠΗΓΗ://nomadicuniversality.com/2020/02/14/%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CE%AF-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%82/
Σ’ ένα από αυτά τα λιμάνια, όπου δεν μπόρεσε να δέσει στην αποβάθρα γιατί είχαν ήδη πάει τόσο πολλοί πρόσφυγες που δεν τους δέχονταν, βγήκαν άνδρες της πόλης στο λιμάνι με όπλα για να τους εμποδίσουν.
Έτσι αποβιβάστηκαν στη Στυλίδα. Iρις Τζαχίλη, Μπαϊντίρι 1922. Μια ιστορία απώλειας από τη Μικρασία, Κοντύλι, Aθήνα 2012, σ. 156 To πόσο η «διακυβέρνηση» των πληθυσμιακών ροών εκ μέρους της Ελλάδας –κυρίως- και, σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα της Τουρκίας, βασιζόταν στις χωροχρονικές μήτρες της νεωτερικότητας, γίνεται φανερό και από την αξιοσημείωτη εμμονή συγκεκριμένων στοιχείων, ακόμη και διατυπώσεων από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εξέδωσαν τα κράτη αυτά τότε, και που συνεχίζουν έκτοτε να εκδίδουν μέχρι σήμερα με το ίδιο πνεύμα, και συχνά με το ίδιο γράμμα.
Η πιο κραυγαλέα ίσως περίπτωση τέτοιου νομοθετήματος είναι η εξής.
Τον Ιούλιο του 1922, το ελληνικό κράτος (πρώην πρότυπον βασίλειον, πρώην υποψήφια αυτοκρατορία), κατόπιν βασιλικού διατάγματος του Κωνσταντίνου βασιλέως των Ελλήνων, εξέδωσε τον μετέπειτα νόμο 2870/1922 «περί απαγορεύσεως της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» (Φ.Ε.Κ. 119/20-7-1922).
Τα τελευταία χρόνια, ο νόμος αυτός έχει γίνει διάσημος ιδίως μεταξύ των ιστορικών του διαδικτύου, στο οποίο μπορεί κανείς εύκολα να βρει πολλές παραθέσεις του συνόλου ή αποσπασμάτων του. Η δημοσιότητα αυτή φυσικά είναι απολύτως αρνητική: όλοι οι σχολιάζοντες επισημαίνουν ότι ο νόμος αυτός εκδόθηκε εν όψει της διαφαινόμενης τότε κατάρρευσης του μετώπου της Μικράς Ασίας –πράγμα που είναι προφανές από την ημερομηνία έκδοσής του- και στην ουσία «φωτογράφιζε» τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ρωμιών Οθωμανών υπηκόων που σύντομα μετά επρόκειτο να μετατραπούν σε πρόσφυγες.
Πράγμα για το οποίο δεν παύουν οι επικρίσεις, τα αναθέματα και τα μειωτικά επίθετα για το νόμο αυτόν και όσους τον εμπνεύσθηκαν.
Η επισήμανση αυτή είναι φυσικά ορθή.
Ωστόσο, εξίσου ορθό είναι να παρατηρήσουμε ότι, στην –έστω προσχηματικά- αφηρημένη του διατύπωση, ο νόμος αυτός είναι πανομοιότυπος με τους αντίστοιχους οι οποίοι εκδίδονται σήμερα με σκοπό να περιορίσουν τα «κύματα λαθρομεταναστών» που φτάνουν, ή που επιδιώκουν να φτάσουν, στο έδαφος του ελληνικού κράτους και να εγκατασταθούν σε αυτό ή να συνεχίσουν το ταξίδι τους ακόμα πιο πέρα.
Στην ουσία του, και στον τύπο του, ο νόμος αυτός είναι ένα μέσο περιορισμού της κινητικότητας των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Για του λόγου το αληθές, το κείμενο του βασιλικού διατάγματος έχει ως εξής:
Άρθρον 1 Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως υπουργών.
Άρθρον 2 Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβει, διευκολύνει ή δεχθεί την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν άρθρ. 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως εξ (6) τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής, από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών, δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.
Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος η καταδικαστική απόφασις δύναται να απαγγείλει εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή την προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Αι κατά το παρόν άρθρον υποθέσεις εισάγονται δι’ απευθείας κλήσεως, ενώπιον του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι ο νόμος του 22 είναι συνταγμένος στην καθαρεύουσα, ενώ οι τωρινοί στη δημοτική. Κατά τα άλλα, το κανονιστικό τους περιεχόμενο συμπίπτει· τόσο εκείνος, όσο και αυτοί ομιλούν γενικώς περί προσώπων «ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής», χωρίς να εξειδικεύουν αν νοούνται μόνο πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής ή πολιτειότητας.
Η εξειδίκευση αυτή συντελείται στην πράξη, δηλαδή όχι σε νομικό αλλά σε διοικητικό-διαχειριστικό επίπεδο.
Φαίνεται όμως ότι αυτή η εξώδικη γνώση είναι εξαιρετικά σαφής και κρίσιμη, εφόσον για τους τωρινούς νόμους δεν διατυπώνεται καμία κατάρα και καμία κατηγορία για εσχάτη προδοσία. Αντιθέτως, οι όποιες επικρίσεις καταγγέλλουν ότι οι νόμοι αυτοί δεν θεσπίζονται ή/ και δεν εφαρμόζονται με αρκετή αυστηρότητα, και συχνά προέρχονται από τα ίδια αυτά πρόσωπα και ομάδες που καταριούνται το νόμο του 22.
Όχι φυσικά όλα· ωστόσο είναι σαφές ότι, από όσους διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για μια απαγόρευση μετακίνησης που επιβλήθηκε πριν από ένα σχεδόν αιώνα και που –αναμφίβολα σε συνδυασμό με διάφορους άλλους εξωνομικούς παράγοντες- προκάλεσε χιλιάδες θανάτους, οι περισσότεροι δεν δαπανούν την ίδια ενέργεια για να καταγγείλουν πανομοιότυπες σημερινές απαγορεύσεις οι οποίες επίσης σε συνδυασμό με διάφορους άλλους εξωνομικούς παράγοντες προκάλεσαν, και συνεχίζουν να προκαλούν, χιλιάδες θανάτους· συχνά δεν λένε απολύτως τίποτε γι’ αυτές, ή λένε μόνο αμήχανα και διφορούμενα λόγια.
Π.χ.: σε ιστολόγιο με την επωνυμία «Γεφυρισμοί», στις 17/9/09 δημοσιεύτηκε σχόλιο με τον τίτλο «Μνήμη ‘προσφήγκων’», στο οποίο αναδημοσιεύεται ο νόμος 2870 (για την ακρίβεια μόνο το πρώτο του άρθρο), και η δημοσίευση αιτιολογείται ως εξής:
επειδή θέλουμε τη μνήμη πάντα φρέσκια παραθέτουμε το κείμενο του νόμου 2870/1922 με τον οποίο επιχειρήθηκε να εμποδιστεί η μετακίνηση των εγκλωβισμένων στη Σμύρνη πολιτών λίγο πριν τη χαριστική βολή. Και η επιλογή μας αυτή έχει να κάνει, ακριβώς, με την προεκλογική περίοδο που διανύουμε κατά την οποία ακόμη κι αυτοί που χρεώνουν στους οικονομικούς μετανάστες την αύξηση της εγκληματικότητας, τρέχουν να αγκαλιάσουν μπροστά στο φακό κι έναν «πρόσφηγκα», έτσι για να δείξουν ένα άλφα κοινωνικό πρόσωπο.
Και δεν ντρέπονται όπως ακριβώς δεν ντράπηκαν τα στέμματα και τα σκουφάκια για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τουλάχιστον εδώ γίνεται σαφώς σύνδεση με την παρούσα κατάσταση, και επίσης σαφώς υπάρχει αποστασιοποίηση από όσους «χρεώνουν» την εγκληματικότητα στους μετανάστες· αλλά το ομολογουμένως σύντομο κείμενο εστιάζει κυρίως στην –πάντοτε βολική- καταγγελία της υποκρισίας των πολιτικών οι οποίοι, στις εκλογές του 2009, ήθελαν να δείξουν φιλομεταναστευτικό πρόσωπο. (Σε επόμενες εκλογές πάντως τέτοιες κινήσεις δεν έγιναν ούτε καν υποκριτικά).
Άλλα ιστολόγια, όμως, αναδημοσιεύουν αυστηρές καταγγελίες κατά του αντιπροσφυγικού νόμου τού 1920 δίπλα δίπλα με άρθρα που φέρουν τον τίτλο «ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΕΧΟΥΝ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ», χωρίς να βλέπουν το παραμικρό πρόβλημα σε αυτό[1].
Ή: ψέγουν τους εκπροσώπους τής «πολιτικής-ιδεολογικής ελίτ» οι οποίοι προωθούν την πολυπολιτισμικότητα, επειδή «Λησμονούν νά γράψουν ότι τήν δημοκρατία μας τήν αποκτήσαμε μετά τήν εθνικιστική μας επανάσταση όταν γίναμε ομοιογενές κράτος καί διώξαμε τούς αλλόθρησκους»[2], ενώ στο ίδιο άρθρο δεν παραλείπουν να θρηνήσουν για την καταστροφή της Σμύρνης, η οποία όμως συντελέστηκε κατ’ εφαρμογή των ίδιων ακριβώς αρχών εθνικιστικής αντίθεσης στην πολυπολιτισμικότητα, συγκρότησης ομοιογενούς κράτους και εκδίωξης των αλλοθρήσκων.
Όπως λοιπόν συνέβη με το νομικό οπλοστάσιο του ελληνικού κράτους, το ίδιο και οι αντιδράσεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας παρουσιάζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα απέναντι στη μετακίνηση και στους μετακινούμενους: αυτό που άλλαξε μετά από τόσες δεκαετίες είναι απλώς η κατάταξη μιας συγκεκριμένης ομάδας, η οποία από την κατηγορία των ξένων έχει πλέον μεταταχθεί σε εκείνη των οικείων.
Η ίδια η εχθρότητα όμως προς τους ξένους –ιδίως όταν μετακινούνται- υπήρχε τότε όπως και τώρα, και εκφραζόταν κατά τον ίδιο τρόπο. Μπορεί να μην είχε χρησιμοποιηθεί ο γενικός όρος «λαθρομετανάστες», αλλά είχε χρησιμοποιηθεί με αντίστοιχη μειωτική πρόθεση ο παραλληλισμός με το Αφγανιστάν –όσο κι αν δεν υπήρχε ακόμη ούτε υποψία Αφγανού πρόσφυγα. Και φυσικά το «Αφγανιστάν» είναι συνώνυμο της αταξίας, της οκνηρίας, της βουλιμίας
και της αισχρής απόλαυσης: όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και η μέχρι τούδε μόνιμος κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικοτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα συκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των.
Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή.
Εις όλας τας πόλεις του κόσμου υπάρχει τάξις, ρυθμός, καλαισθησία διά το καθετί, όπως αποτελείται αρμονικόν σύνολον προς το καλόν όλων.
Δι’ αυτήν την τάξιν και τον ρυθμόν ευθύνονται οι αρμόδιοι, επιβάλλοντες την θέλησίν των εις τους πολίτας.
Εδώ αντιθέτως αφέθησαν αυτοί ελεύθεροι να δώσουν εις ολόκληρον πόλιν τον άρρυθμον χαρακτήρα των[3].
Τα λογικά αυτά άλματα και οι ανακολουθίες της ανάγνωσης του παρελθόντος –των πολλών παρελθόντων- υπό το πρίσμα της «ενιαίας σκέψης» του μοντερνισμού, μαρτυρούν ακόμα μια φορά το ασύμπτωτο της κρατικής λογικής με την πραγματική κίνηση των ανθρώπων, η οποία πάντοτε περισσεύει, εκφεύγει, αφήνει ένα υπόλοιπο.
Από την οπτική του νομαδισμού, θα ήταν πιο ενδιαφέρον να αντιστρέψουμε την κρατική λογική και να διαβάσουμε τις εξελίξεις γενεαλογικά, όχι με σημείο αφετηρίας τις τομές και τις διακρίσεις που επιβάλλουν οι κρατικές μήτρες στο χρόνο όσο και στο χώρο (και φυσικά στους ανθρώπους).
Εάν λοιπόν, σε αντίθεση με τη βία της αναδρομικής εθνικής ερμηνείας, ακολουθήσουμε εναλλακτικές γραμμές και επιλέξουμε να διαβάσουμε τις τότε εξελίξεις σε σύνδεση με άλλες που δεν κείνται απαραίτητα εντός της μοναχικής γραμμικής πορείας ενός υποκειμένου που ονομάζεται «ελληνισμός», αυτό ίσως μας επιτρέψει να αναδιεκδικήσουμε τους πρόσφυγες των δεκαετιών του 10 και του 20 του 20ού αιώνα και να φανταστούμε άλλες μορφές διασύνδεσης και αλληλεγγύης:
οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας ακίνητης αιώνιας ταυτότητας που υπήρχε πάντοτε στη Μικρά Ασία, όπως τους θέλει η εθνική μυθολογία, αλλά πρώτοι φορείς μιας κινητ(ικ)ής (μη) ταυτότητας που επρόκειτο να βιωθεί ως τρομερή απειλή υπονόμευσης για το έθνος κράτος περί τα τέλη του ίδιου αιώνα και τις αρχές του επόμενου.
Ήταν οι πρώτοι λαθρομετανάστες.
-------------------------------------------------
[1] Βλ. ιστολόγιο «ΘΡΥΑΛΛΙΣ» (http://mlagananews.blogspot.be/), αναρτήσεις τής 5-9-2012 και 4-1-2013 αντίστοιχα.
[2] «Η Νέα Τάξη Πραγμάτων (Νέα Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία)».
Ολόκληρη η φράση στα εισαγωγικά είναι υπογραμμισμένη στο πρωτότυπο. Διατηρείται η αρχική ορθογραφία.
[3] Πρωτεύς, «Αφγανιστανούπολις», Βραδυνή, 3/12/1923. Παρατίθεται στο: Νίκου Σαραντάκου, «O Αγκόπ στην Αφγανιστούπολη», Αυγή 12/09/2010.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την ενότητα Β10 από το βιβλίο
Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου,
Ισνάφι,
Ιωάννινα 2014.
ΠΗΓΗ://nomadicuniversality.com/2020/02/14/%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CE%AF-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%82/
€ « » ●► $
▲▼◄► € € $$ € € ◄ ►▲▼► ◄● « » €
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου