Στο μέρος εκείνο της «Εφημερίδας των Συντακτών» που
είναι «Εφημερίδα των Συριζιστών» γράφονται τις τελευταίες μέρες απίθανα
πράγματα για το Σλαβομακεδονικό.
Δεν είναι ανερμάτιστα, πεμπτοφαλαγγίτικα,
εμπαθή και εμμονικά, είναι εύθυμα – μάλιστα με την έννοια της εκφυλισμένης ρωμαϊκής κωμωδίας, όταν οι ηθοποιοί,
για να τονίσουν όσα παρίσταναν, επέρδοντο επί σκηνής, ρεύονταν και
κορδακίζονταν.
Αλλά, ας αφήσουμε το γκροτέσκ κι ας μείνουμε στο εύθυμο:
ένας απ’ αυτούς τους χαρούμενους ανθρώπους με τα αρχικά «Τ. Κωστ.» έγραψε στο σέξιον των Συριζιστών της «Εφημερίδας των Συντακτών», ότι η επιλογή της Πέλλας ως τόπου διοργάνωσης της κεντρικής συγκέντρωσης των συλλαλητηρίων κατά της σύνθετης ονομασίας ήταν ατυχής.
ένας απ’ αυτούς τους χαρούμενους ανθρώπους με τα αρχικά «Τ. Κωστ.» έγραψε στο σέξιον των Συριζιστών της «Εφημερίδας των Συντακτών», ότι η επιλογή της Πέλλας ως τόπου διοργάνωσης της κεντρικής συγκέντρωσης των συλλαλητηρίων κατά της σύνθετης ονομασίας ήταν ατυχής.
Διότι στην Πέλλα, εκτός απ’ τον Μεγαλέξανδρο γεννήθηκε και ο
Κάρστε Πέτκοφ Μισίρκοφ με τ’ όνομα!
Ήταν δε ο Κάρστε «ο πρώτος Μακεδόνας
διανοούμενος που θεωρητικοποίησε – εν έτει 1903 – την αυτοτέλεια του σύγχρονου
(σλαβο)μακεδονικού έθνους».
Ποιος Μεγαλέξανδρος λοιπόν;! ρεύτηκε η Φατμέ στο
Γενί Τζαμί!
Εδώ, στην Πέλλα εγεννήθη ο Κάρστε Πέτκοφ κι εσείς μου τη διαλέγετε
για κέντρο των συγκεντρώσεων του «όχλου»;!
Ακόμα πιο εύθυμος ο ίδιος τύπος τσιτατολογεί σε μια
σεντονιάδα λίγες μέρες αργότερα μισές αλήθειες - μισά ψέματα για να αποδείξει
ότι οι (αλλόφυλοι) Μακεδόνες κατέλαβαν τους Έλληνες και ύστερα – μετά τη μάχη
της Χαιρωνείας – πάπαλα!
Κι όχι μόνον πάπαλα ο ελληνισμός της (μακραίωνης)
Ελληνιστικής περιόδου, αλλά πάπαλα οι Έλληνες απ’ τα Φάρσαλα και κάτω. Μετά τον
Βαρβαροφίλιππο και τον Γκορναλέξαντρο finis Graeciae.
Ούτε Αχαϊκή ή Αιτωλική
Συμπολιτεία υπήρξαν, ούτε οι μεταρρυθμίσεις στη Σπάρτη, ούτε η Αθήνα συνέχισε
να λειτουργεί, ούτε Σελασία υπήρξε – ουδέν συνέβη σ’ αυτό που αποκαλούμε για
εκείνα τα χρόνια κυρίως Ελλάδα μετά τη Χαιρώνεια! Περονόσπορος.
Κι ύστερα«ήρθαν οι μέλισσες» ...και οι Ρωμαίοι!
οίτινες ενίκησαν τους… υπόδουλους στους Μακεδόνες Έλληνες στην Κόρινθο (αφού πρώτα είχαν νικήσει τους κυρίαρχους των Ελλήνων Μακεδόνες)!
Ιστορία να γλείφεις τα δάχτυλά σου.
οίτινες ενίκησαν τους… υπόδουλους στους Μακεδόνες Έλληνες στην Κόρινθο (αφού πρώτα είχαν νικήσει τους κυρίαρχους των Ελλήνων Μακεδόνες)!
Ιστορία να γλείφεις τα δάχτυλά σου.
Επιμένοντας οι Έλληνες να είναι υπόδουλοι των νικημένων ήδη Μακεδόνων, έφαγαν
το κεφάλι τους περίπου 150 χρόνια πριν να γεννηθεί ο Χριστός κι έμειναν
ακέφαλοι, ώσπου ήρθαν 500 χρόνια αργότερα οι Γότθοι και τους αποτελείωσαν.
Την
ίδια εποχή (200 χρόνια πάνω - 200 χρόνια κάτω δεν έχει
σημασία), γεννήθηκε και ο προ-προ-προ-προπάππος του ηρωικού Κάρστε Πέτκοφ
Μισίρκοφ, ο οποίος επαναστάτησε το 1821 κατά των Οθωμανών κι έχει σήμερα
πρόβλημα ο Ερντογάν με την υπεράσπιση των Σκοπίων από τον ελληνικό σοβινισμό,
επεκτατισμό και αντισημιτισμό.
Καταλάβατε;
Το πράγμα πριν τριάντα χρόνια στην Ελλάδα θα είχε
πλάκα. Καταλάβατε;
Όμως η πλάκα (που πλάκα δεν ήταν) επικράτησε, η Ελλάδα έγινε ξανά μια
«Ψωροκώσταινα», ήτοι ένα προτεκτοράτο και ξανάρθαν οι Γότθοι να βάλουν μυαλό
στο ακέφαλο κορμί μας που νομίζει ότι είμαστε Έλληνες, πράγμα
εθνικιστικό, λαϊκιστικό και βλακώδες.
Ακούστε,
μορφώματα, ραγιάδες και ετερόκλητοι όχλοι: καθίστε καλά, αγαπήστε το κελλί σας,
λατρέψτε τον βασανιστή σας, πληρώστε τα δοσίματα και τις αμαρτίες σας, ψηφίστε
τα ανδρείκελα των Δυνατών και εξαφανιστείτε επιτέλους!
Τι σας ζητάνε, μωρέ;
απλώς να εξαφανιστείτε!
Μόνον να δουλεύετε και να σας δουλεύουν! – τίποτα άλλο…
ΠΗΓΗ://www.topontiki.gr/article/277105/paraistoria-san-parakratos
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Από τον δημοσιογράφο της «Εφημερίδας των Συντακτών» Τάσο
Κωστόπουλο, λάβαμε την παρακάτω επιστολή
Αξιότιμοι κύριοι, Μετά το υβριστικό και άκρως συκοφαντικό δημοσίευμα του
Στάθη Σταυρόπουλου για το πρόσωπό μου («Παραϊστορία σαν παρακράτος», «www.topontiki.gr/article/277105/paraistoria-san-parakratos)»,
Από τον γελοιογράφο Στάθη Σταυρόπουλο δεν περιμένει
βέβαια κανείς βαθυστόχαστες αναλύσεις, και δη περί Μακεδονικού.
Κατανοητή,
συνεπώς, η αδυναμία του ν’αντιληφθεί το περιεχόμενο του επίμαχου δημοσιεύματος
της σαββατιάτικης «Εφ.Συν» και η συνακόλουθη παραποίησή του − όπως οι αναγνώστες
σας μπορούν άνετα να διαπιστώσουν, ανατρέχοντας στο πρωτότυπο (goo.gl/DuyhdV).
Κατανοητή και η αδυναμία του ν’αντιληφθεί το νόημα του
σχολίου μου:
πως η βαθύτερη ουσία της «ελληνοσκοπιανής» διαφοράς έγκειται στο απλό γεγονός ότι, εδώ κι αρκετούς αιώνες, στην πατρίδα του Μεγαλέξανδρου κατοικούσαν πλέον κάποιοι άλλοι.
πως η βαθύτερη ουσία της «ελληνοσκοπιανής» διαφοράς έγκειται στο απλό γεγονός ότι, εδώ κι αρκετούς αιώνες, στην πατρίδα του Μεγαλέξανδρου κατοικούσαν πλέον κάποιοι άλλοι.
«Τα δέκα μυθεύματα της ελληνικής προπαγάνδας(IOΣ Ελευθεροτυπία, 23/10/2005)
ΕΤΣΙ «ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ» Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ:Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού»
|
όταν το χιούμορ έχει αρχίσει προ πολλού να σ’
εγκαταλείπει, πρέπει με κάτι να το αντικαταστήσεις.
Πιθανότατα θυμάται, άλλωστε, ότι πριν από μερικά χρόνια είχαμε - ως «Ιός» - ξεσκεπάσει στην «Ελευθεροτυπία» τις ανιστόρητες αερολογίες που πουλούσε με στόμφο στους αναγνώστες του σαν ιστορικά επιχειρήματα για το ίδιο ζήτημα (6/10/2007, goo.gl/2Zzckp).
Πιθανότατα θυμάται, άλλωστε, ότι πριν από μερικά χρόνια είχαμε - ως «Ιός» - ξεσκεπάσει στην «Ελευθεροτυπία» τις ανιστόρητες αερολογίες που πουλούσε με στόμφο στους αναγνώστες του σαν ιστορικά επιχειρήματα για το ίδιο ζήτημα (6/10/2007, goo.gl/2Zzckp).
Θα περίμενε όμως κανείς, από
έναν άνθρωπο που γνωρίζει τουλάχιστον γραφή κι ανάγνωση, να αντιληφθεί πως την
(άκρως εμπεριστατωμένη) «σεντονιάδα» του περασμένου Σαββάτου, που προκάλεσε την
οργή του, δεν την υπογράφω εγώ αλλά ένας πανεπιστημιακός − ο αναπληρωτής
καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σπύρος Καράβας.
Να υποθέσω πως η
διάνοιά του δεν αρκεί ούτε γι’ αυτό;
Η Απάντηση του Στάθη:
Σε ένα έχει δίκιο ο κ. Κωστόπουλος:
Τους ευαγγελιστές της εθνικής υποδούλωσης, πράγματι τους μπερδεύω.
Τους ευαγγελιστές της εθνικής υποδούλωσης, πράγματι τους μπερδεύω.
Ονόματα άνευ αξίας τύπου
Γκόρνα και Σεβέρνα.
Όσο για τις κομπλεξικές παρατηρήσεις του κ.
Κωστόπουλου για το χιούμορ ή τις γνώσεις μου τις αφήνω σε εκείνους που
διαπράττουν κατά σύστημα δολοφονίες χαρακτήρων.
Άλλωστε «Ιοί» που ντρέπονται πια να φέρουν το όνομα
τους, ήθος καλύτερο δεν θα μπορούσαν να επιδείξουν.
Ήθος που σχετίζεται με την
απεύθυνση τους στη διεύθυνση του ΠΟΝΤΙΚΙΟΥ και όχι σε μένα.
Τέλος παρακαλώ τους αναγνώστες μας να διαβάσουν όντως
τη σεντονιάδα στην οποίαν αναφέρεται ο κ. Κωστόπουλος και να κρίνουν οι ίδιοι…
ΥΓ: Από ανθρώπους (!) που από την εποχή της
«Ελευθεροτυπίας» με συκοφαντούσαν στους Αμερικανούς για αντισημιτισμό, τι άλλο
να περιμένω από το κρα του κόρακος;
=======================================================
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Tο μοιραίο λάθος
«Εάν διατεθή εν εκατομμύριον φράγκων κατ’ έτος διά την Μακεδονίαν, εικοσάς αξιωματικών και υπαξιωματικών,συσταθή δε και Κτηματική Τράπεζα με κεφάλαια τουλάχιστον 300.000 λιρών,
η Μακεδονία μετά πενταετίαν το πολύ θα είναι ψυχικώς Ελληνική, ενώ ουδέποτε ήτο»
Γεώργιος Κακουλίδης, επιτελάρχης Μακεδονικού Αγώνα (Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 1904),
Αρχείο Πηνελόπης Δέλτα, φ.1.7.3
Το πρόβλημα που συζητάμε εδώ και 26 χρόνια, για το οποίο δεν έχει βρεθεί λύση, προέκυψε από ένα λάθος. Μια αστοχία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Εξηγούμαι: εάν το 1991 οι ακατονόμαστοι γείτονες είχαν κάνει τον κόπο να μας ρωτήσουν πώς πρέπει να λέγονται στο εξής, πώς να ονομάσουν τη χώρα τους, πώς λέγεται η γλώσσα που μιλάνε, όχι μόνο δεν θα είχε προκύψει πρόβλημα, αλλά και οι ίδιοι θα είχαν εμπλουτίσει τις γνώσεις τους για την ιστορία και την ταυτότητά τους.
Αντίθετα προέβησαν στο ανήκουστο ολίσθημα να ονομάσουν τη χώρα τους Δημοκρατία της Μακεδονίας. Δηλαδή, έτσι όπως την ονόμαζαν μέχρι τότε, αφαιρώντας απλά τον επιθετικό προσδιορισμό Σοσιαλιστική.
Το γεγονός αυτό από μόνο του υπήρξε μια «πρόκληση» για τους Νεοέλληνες, καθώς έπληττε καίρια την πλέον ευαίσθητη χορδή του εθνισμού τους, που ακούει στη λέξη Μακεδονία.
Οπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, εμείς οι Νεοέλληνες διαθέταμε και συνεχίζουμε να διαθέτουμε στη φαρέτρα μας πάμπολλες ονομασίες για το κράτος τους. Και πράγματι με το αζημίωτο προτείναμε ουκ ολίγες. Ενίοτε μάλιστα και με συνδηλώσεις ιστορικές, όπως εκείνη της Νέας Οθωμανίας.
Ομως αυτοί του κάκου. Επιμένουν σε ένα όνομα που δεν τους ανήκει, καθώς αφορά την αρχαία μας κληρονομιά.
Γιατί όπως διαβάζουμε στο σάιτ του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών: «Ιστορικά ο όρος Μακεδονία, ο οποίος σημειωτέον είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος».
Η πράξη λοιπόν αυτή των γειτόνων, όπως μας πληροφορεί το ίδιο σάιτ, δηλώνει εδαφικές βλέψεις, «με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας».
Πράγματι, οι εμπειρογνώμονες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών έχουν απόλυτη συνείδηση των επίπονων και χρονοβόρων επεξεργασιών που χρειαστήκαμε για να εθνικοποιήσουμε και τελικά να οικειοποιηθούμε, πρώτοι εμείς, το παρελθόν της αρχαίας Μακεδονίας. Ο,τι ακριβώς πασχίσαμε να εξελληνίσουμε, τώρα έρχονται κάποιοι επήλυδες λαοί να το σφετεριστούν
Και λέω πασχίσαμε, γιατί ούτε ο Φίλιππος ούτε ο Αλέξανδρος ούτε οι Μακεδόνες και η Μακεδονία τους αποτελούσαν τμήμα της ελληνικής κληρονομιάς. Οι πραγματικοί μας πρόγονοι, εκείνοι δηλαδή που προετοίμασαν και πραγματοποίησαν την εθνική μας αυτοδιάθεση, εκείνοι που έθεσαν τις βάσεις της αυτογνωσίας μας, δεν ήθελαν να ακούσουν για αρχαία Μακεδονία και Μακεδόνες.
Μονάχα μετά το 1853 άρχισε η ελληνική λογιοσύνη να ερωτοτροπεί με το παρελθόν της Μακεδονίας. Οταν δηλαδή ξεκινούσε η μεγάλη εξόρμηση του «ελληνισμού» προς την κατάκτηση των «ελληνικών χωρών», του παρόντος και του παρελθόντος.
Καθώς λοιπόν υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση -ένθεν κακείθεν των ελληνομακεδονικών συνόρων- ότι το εθνικό φρόνημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει βαρύνουσα θέση στο ονοματολογικό της γείτονος, καλό είναι να ανατρέξουμε στις γραπτές πηγές για να φωτίσουμε το θέμα και τους εαυτούς μας.
Οπως θα διαπιστώσετε, η αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης του μεγάλου στρατηλάτη έλαβε χώρα περίπου 22 αιώνες μετά τον ένδοξο θάνατό του. Από μόνο του το γεγονός αυτό δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα, ιστορικά και διπλωματικά.
Και καθώς οι φυσικοί ανθρωπολόγοι και οι βιολόγοι δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να διατυπώσουν ένα συνεκτικό αφήγημα για τη φυλετική προέλευση του μεγάλου ανδρός, η προσφυγή στις γραπτές πηγές αποτελεί μονόδρομο.
Ο ζυγός της μακεδονικής δουλείας
alterthess.gr |Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ | ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους δεν άλλαξε την αντίληψη του πνευματικού κόσμου για τους αρχαίους Μακεδόνες, οι οποίοι παραμένουν ξένο και εχθρικό προς τους Ελληνες έθνος.
Η αποστολή του καθ’ ημάς ελληνισμού
Συνθήματα όπως αυτό ήταν αδιανόητα για τους στοχαστές της εθνικής μας παλιγγενεσίας, με πρώτο και πιο χαρακτηριστικό τον Αδαμάντιο Κοραή |
Το 1853, καθώς η συγκυρία διαφοροποιείται, η «εντολή» της Γενικής Ιστορίας αλλάζει άρδην και ο Παπαρρηγόπουλος πραγματοποιεί την αποφασιστική στροφή. Στην πρώτη και συνοπτική εκδοχή της δικής του Ιστορίας γράφει:
«Οι Μακεδόνες, αν και μη αναφερόμενοι εις τους αρχαιοτάτους χρόνους της Ελληνικής ιστορίας, ήσαν όμως Ελληνες. Ιδίως δε οι βασιλείς αυτών έλεγον εαυτούς απογόνους του Ηρακλέους, και οι άλλοι Ελληνες τους θεωρούσαν ως ομογενείς […] Η Μακεδονία λοιπόν ήτο κατ’ αρχάς μία από τας πολλάς εκείνας μικράς Ελληνικάς βασιλείας. [Οι Μακεδόνες,] και επί Φιλίππου ακόμη είχον ομοιότητά τινα με τους παναρχαίους Ελληνας».
Την ίδια εποχή έχει ξεκινήσει και η σταδιακή ελληνοποίηση του Βυζαντίου, βοηθούντος του ελληνόπληκτου Χριστιανισμού, ο οποίος «γίνεται νέα πατρίς διά την Ελλάδα, η δε Ελλάς πρωτεύουσα του Χριστιανισμού», όπως αποφαίνεται ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος ήδη από το 1852.
Ο ίδιος ιστορικός, λίγο αργότερα, το 1857, προσδιορίζει με ακρίβεια και τα γεωγραφικά όρια της νεοελληνικής πατρίδας, θέτοντάς τα στον Σκάρδο και τον Αίμο, αγκαλιάζοντας έτσι ολόκληρη τη Μακεδονία και ολόκληρη τη Θράκη. Ορια μέσα στα οποία αγωνίστηκε επί αιώνες το πολιτικό υποκείμενο που ακούει στο όνομα ελληνοχριστανισμός.
Τέλος, το 1862 –όταν εκδίδεται ο 2ος τόμος της Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους– έχουμε την πλήρη ενσωμάτωση Μακεδονικών και Βυζαντινών χρόνων στο ελληνικό ψηφιδωτό.
Στην κατασκευή των τεσσάρων ελληνισμών, από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, ο δεύτερος ελληνισμός είναι ο Μακεδονικός, ο δε τρίτος ο Μεσαιωνικός.
Με την ίδια ευκαιρία ο εθνικός μας ιστορικός διαπίστωνε ότι «οι Μακεδόνες αφ’ ής ήρχισαν να πρωταγωνιστώσιν εν τη ιστορία ουδέποτε υπέβαλον εαυτούς ως έθνος ίδιον, αλλά πάντοτε ως συνέχειάν τινα του ελληνισμού».
Μια διαπίστωση την οποία όχι μόνο αγνόησαν οι γείτονες, αλλά που επιβεβαιώθηκε και στη συνέχεια. Γιατί ο ελληνισμός, είτε ως χριστιανικός είτε ως μεσαιωνικός είτε ως καθ’ ημάς, απέτρεψε με επιτήδειο τρόπο και εργώδη προσπάθεια τη δημιουργία αλλόγλωσσου έθνους με ιδιαίτερη ιστορία και χαρακτηριστικά στη μακεδονική γη.
Εξαιρετικά δραστήριος υπήρξε ο καθ’ ημάς ελληνισμός, ο οποίος συναισθανόμενος τις ευθύνες έναντι της ιστορίας επιζήτησε να λύσει τον γόρδιο δεσμό του εθνολογικού ζητήματος είτε δια της πειθούς είτε με δόλο, είτε άλλοτε με επινοητικότητα.
Ετσι οι όποιοι «βουλγαρόφωνοι» δεν ήταν φυλετικά Βούλγαροι αλλά Ελληνες, γνήσιοι απόγονοι του Μεγαλέξανδρου, που είχαν «απομάθει» την προγονική τους γλώσσα λόγω των αναπότρεπτων δυστυχημάτων της ιστορίας.
Και επειδή δεν το γνώριζαν, και επειδή έπρεπε να αποκτήσουν ελληνική εθνική συνείδηση, επιστρατεύτηκαν οι «Πρεσκαζάνιε να Γκόλεμ Αλεξάντρ», δηλαδή οι «Προφητείες του Μεγαλέξανδρου». Επιπρόσθετα στο ίδιο φυλλάδιο του 1907, μάθαιναν ότι το πεπρωμένο τους ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την Ελλάδα απ’ όπου θα ’ρχόταν κάποια μέρα η απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Οσο για τη «λεγόμενη βουλγαρική» γλώσσα που ομιλείται στη Μακεδονία, τα νεότερα πορίσματα της γλωσσολογίας, που μας κοινοποίησε ο Δ. Κονδύλης το 1912, ήταν άκρως ριζοσπαστικά: Η εν λόγω γλώσσα, που πρέπει να ονομαστεί στο εξής «Μακεδονική, δεν είναι ούτε Βουλγαρική ούτε Σλαβική αλλά είναι θυγάτηρ της Ελληνικής και αδελφή της Αλβανικής».
Το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι και η Μακεδονία, εγκιβωτισμένη μέσα σε τόσους ελληνισμούς, όφειλε να εξελληνίσει και το παρόν της. Αν ο ιστορικός της εξελληνισμός έγινε αναίμακτα, ελλείψει άλλου διεκδικητή, ο αντίστοιχος εθνολογικός είχε ως γνωστόν και αντίπαλο και θύματα.
Και επειδή ο αντίπαλος είχε πετύχει να εμφυσήσει «εις την ψυχήν του Μακεδονοφώνου πληθυσμού Βουλγαρικήν εθνικήν συνείδησιν», ο ελληνισμός σκαρφίστηκε να προβεί στην υποδούλωση του σλαβόφωνου αγροτικού κόσμου της Μακεδονίας.
Αφεντικά στην επιχείρηση αυτή θα ήταν Ελληνες τσιφλικούχοι και Τράπεζες ελληνικών συμφερόντων. Παρ’ όλες τις καλές προθέσεις, ωστόσο, και την ομόθυμη αποδοχή του εθνωφελούς αυτού σχεδίου από τους Ελληνες ιθύνοντες, η πραγματοποίησή του έμεινε στα χαρτιά.
Οπως στα χαρτιά έμεινε και το σχέδιο εποικισμού της Μακεδονίας με αγροτικό πληθυσμό από το Βασίλειο, αντί να ξενιτεύονται οι τελευταίοι πέραν του Ατλαντικού.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το 1904 ο μακεδονομάχος ανθυποπλοίαρχος Γ. Κακουλίδης εκμυστηρευόταν στο υπουργείο Εξωτερικών, με τις απαραίτητες προφυλάξεις, ότι η Μακεδονία ούτε είναι αλλά και «ουδέποτε ήτο ελληνική».
Για να γίνει, έπρεπε «να διατεθή εν εκατομμύριον φράγκων κατ’ έτος και εικοσάς αξιωματικών και υπαξιωματικών, να συσταθή Κτηματική Τράπεζα με κεφάλαια τουλάχιστον 300 χιλ. λιρών» και «μετά 5ετίαν θα είναι ψυχικώς Ελληνική». Γιατί, κατά τον ίδιο συντάκτη, «ψυχικώς Ελληνική» Μακεδονία στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης ήταν μόλις το 1/6 του πληθυσμού.
Ετσι εκείνο το οποίο υποψιαζόντουσαν επί χρόνια στο υπουργείο, τώρα πλέον αποτελούσε βεβαιότητα: η εξελλήνιση του Μεγαλέξανδρου και των συγκαιρινών του ουδεμία επίδραση είχε «ψυχικώς» επί των χριστιανών πλέον κατοίκων της.
Το πρόβλημα, ως άλλος γόρδιος δεσμός, έπρεπε να αντιμετωπιστεί διά του ξίφους. Η βία του Μακεδονικού Αγώνα ήταν αναπότρεπτη.
Ο χρήσιμος «αλυτρωτισμός των Σκοπίων»
alterthess.gr
↳ Στιγμιότυπα από το μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης (21/1/2018). Οπως επισημαίνει ο ανθρωπολόγος Κλίφορντ Γκερτζ, «ένα από τα πράγματα που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανένας δεν φαίνεται να μπορεί να το αποδείξει, είναι πως η πολιτική μιας χώρας αντανακλά το σχέδιο του πολιτισμού της»
Μια φράση κλισέ που ακούμε συνεχώς από πολιτικούς όλων των αποχρώσεων και δημοσιογράφους είναι αυτή περί του «αλυτρωτισμού των Σκοπίων». Ομως δεν αποτελεί αλυτρωτισμό ή εδαφική διεκδίκηση η αναφορά στη γεωγραφική Μακεδονία, η οποία είναι μοιρασμένη σε τρία κράτη.
Προφανώς η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν γνώριζε, ως όφειλε, ότι επισήμως η Ελλάδα αναγνώριζε τον διαμελισμό της Μακεδονίας στα τρία ήδη από το Συνέδριο του Βουκουρεστίου, το 1913.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι ο υπουργός Οικονομικών Αλέξανδρος Διομήδης, σε αγόρευσή του στη Βουλή τον Νοέμβριο του 1913, έκανε λόγο για την «τμημάτηση της Μακεδονίας σε τρεις κυρίαρχους», χωρίς βεβαίως να ακουστεί η όποια διαμαρτυρία από τους αντιπολιτευόμενους βουλευτές ή τον υπερευαίσθητο στα εθνικά θέματα Τύπο.
Στα ίδια συμφραζόμενα διαβάζουμε σε σχολικό εγχειρίδιο του 1913, με πολλές επανεκδόσεις έως το 1923: «Η Ελληνική Μακεδονία ορίζεται προς Β. υπό της Σερβικής και Βουλγαρικής Μακεδονίας, προς Δ. υπό της Αλβανίας και της Ηπείρου και προς Α. υπό της Θράκης, από τη οποίας χωρίζεται διά του ποταμού Νέστου και του όρους Ροδόπης».
Μας ενημερώνει μάλιστα ότι διά «της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) η μεν Βορειοδυτική Μακεδονία παρεχωρήθη εις την Σερβίαν, η δε Βορειοανατολική εις την Βουλγαρίαν».
Αν αποτελεί αλυτρωτισμό η ονομασία ενός δρόμου με το όνομα του Μεγαλέξανδρου, τότε θα αποτελούσε αλυτρωτισμό και η ονομασία πολλών οδών στη χώρα μας που φέρουν ονόματα πόλεων που ανήκουν σε γειτονικά κράτη: οδός Κωνσταντινουπόλεως, Αδριανουπόλεως, Φιλιππουπόλεως, Αργυροκάστρου, Κορυτσάς, Κρουσόβου, Μοναστηρίου, Αχρίδος, Δοϊράνης, Μελενίκου, Στρωμνίτσης, Κρέσνας, Σμύρνης… και πάει λέγοντας.
Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι όλες αυτές τις πόλεις, και πλείστες άλλες, διεκδικούσε ο ελληνικός αλυτρωτισμός επί χρόνια στο παρελθόν.
Αλλά ας σοβαρευτούμε. Εάν πράγματι η Ελλάδα πίστευε ότι υφίσταται αλυτρωτισμός στη γειτονική Δημοκρατία, σε καμία περίπτωση δεν θα την συνέδραμε στρατιωτικά.
Γιατί το 2001 η Ελλάδα βοήθησε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με οπλισμό, για να αντιμετωπίσει το αντάρτικο των Αλβανών εθνικιστών του UCK. Τότε γιατί μιλάμε για «αλυτρωτισμό των Σκοπίων»;
Γιατί η ελληνική θέση έχει επικεντρωθεί στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων; Δεν υπάρχει καμία πραγματική βάση σ’ αυτό;
Η απάντηση είναι πως υπάρχει και πολιτική βάση και ιστορική. Η πολιτική βάση αφορά την περίπτωση της μη επίλυσης του ζητήματος. Τότε όλα θα φορτωθούν στον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» και οι Νεοέλληνες θα νιώσουν ότι κατήγαγαν νίκη λαμπρά.
Η ιστορική βάση της ελληνικής αδιαλλαξίας είναι εθνικώς ανομολόγητη. Αφορά την ελληνική πολιτεία στη Μακεδονία τόσο πριν όσο και μετά το 1912.
Αφορά τις επονείδιστες πρακτικές εξελλήνισης της Μακεδονίας και των Σλαβόφωνων πληθυσμών, που εφαρμόστηκαν πριν το 1912. Αφορά τις πολιτικές της βίαιης αφομοίωσης, δηλαδή της εξαφάνισης του μιάσματος, που ασκήθηκαν στην ελληνική Μακεδονία από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Αφορά, τέλος, στην ύπαρξη μιας μικρής σήμερα και πιο πολυάριθμης παλιότερα ομάδας Μακεδόνων, που είχαν την ατυχία οι γονείς και οι παππούδες τους να είναι δίγλωσσοι ή αποκλειστικά σλαβόφωνοι.
Για το ελληνικό κράτος η ύπαρξή τους αποτέλεσε ένα ατόπημα της «πανούργας» ιστορίας που έπρεπε να διαγραφεί. Να καταστεί ανύπαρκτο.
Καθόλη τη διάρκεια του ανύπαρκτου ζητήματος, ο κρατικός μηχανισμός δεν σταμάτησε να εργάζεται φιλότιμα για την επιμόρφωση των αλλόγλωσσων Μακεδόνων.
Πρώτο μέλημα υπήρξε η καταπολέμηση της βουλγαροφωνίας. Κάτι που χρονολογείται από τη μακρινή δεκαετία του 1860.
Βέβαια το να αποπτύσεις τη γλώσσα του σπιτιού σου δεν είναι μια τόσο εύκολη υπόθεση. Ακόμα και αν εκμάθεις τη γλώσσα που μιλούσε ο Μεγαλέξανδρος, τουτέστιν την ελληνική, η voca παραμένει. Και για τους ταγούς της εθνικοφροσύνης ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη.
Ετσι μέχρι και τα χρόνια της Χούντας δεν ήταν λίγοι οι νεοσύλλεκτοι εκείνοι Σλαβομακεδόνες που περνούσαν από το φυλετικό τεστ: εξαναγκαζόντουσαν να προφέρουν τη λέξη κριθάρι. Λέξη που χρησίμευε ως δοκιμασία της «φυλετικής» προέλευσης του στρατιώτη.
Εάν αντί του Θ ακουγόταν το Τ (τουτέστιν «κριτάρι») από τον αποκρινόμενο, η σταδιοδρομία του στους στάβλους ή στους απόπατους του Τάγματος ήταν εξασφαλισμένη.
Η ευαισθησία του Μεγαλέξανδρου
ΣΠ. ΚΑΡΑΒΑΣ
Η ελληνική «ευαισθησία» για το Μακεδονικό υποδηλώνει, ανάμεσα σε άλλα, μια μόνιμη αίσθηση ανασφάλειας ως προς την ταυτότητά μας.
Μια ανασφάλεια που οδήγησε τους ιθύνοντες και εθναποστόλους του ελληνικού κράτους να κατασκευάσουν ένα επιχείρημα-παρωδία για να διεκδικήσουν τη Μακεδονία πριν το 1912, και μια ιστορία-οφθαλμαπάτη στη συνέχεια για να πείσουν, εαυτούς και αλλήλους, για την «ανέκαθεν» ελληνικότητά της. Τους καρπούς αυτής της σποράς εισπράττουμε εδώ και 26 χρόνια.
Για τον λόγο αυτό μέχρι τις μέρες μας η κυρίαρχη άποψη των συμπατριωτών μας, ειδικά για το Μακεδονικό ζήτημα, παραμένει ανορθολογική, εθνοκεντρική και ανιστόρητη.
Με γνώμονα την απόκρυψη, τη διαστρέβλωση, την άγνοια και σε τελική ανάλυση την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, φιλοτεχνήθηκε η ελληνική ιστοριογραφία για το Μακεδονικό εδώ και ενάμιση αιώνα, υπό την αιγίδα των πολιτικών ηγεσιών, του Στρατού, των εντεταλμένων κρατικών ιδρυμάτων, ποικίλων «πατριωτικών» Συλλόγων, αυτόκλητων εθνοσωτήρων και των οργανικών διανοουμένων της χώρας.
Μια εν τέλει δημόσια ιστορία, αναντίλεκτη και κυρίαρχη, που εξηγεί το πάθος για το Μακεδονικό, τουτέστιν την τύφλωση.
Μόλις την τελευταία εικοσαετία διατυπώθηκε αντίλογος στην εν λόγω «ορθή εθνικά» άποψη για το Μακεδονικό. Είναι όμως βέβαιο ότι αυτή η αντιρρητική ιστοριογραφία, μικρή σε όγκο μπροστά στον κατακλυσμό σκουπιδιών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν συγκίνησε παρά ένα ελάχιστο τμήμα της κοινωνίας. Εκείνο που ήθελε να μάθει· να καταλάβει· και ήταν διατεθειμένο να αμφισβητήσει τις βεβαιότητές του.
Οι πολλοί αρκέστηκαν στους φενακισμούς της κυρίαρχης άποψης, που χάιδευε τα αυτιά τους και τόνωνε την ελληνικότητά τους. Ευτυχείς μέσα στη μακαριότητα της άγνοιάς τους, διατήρησαν την Αποψή τους (με α κεφαλαίο) για το ζήτημα.
Αλλωστε, μέχρι και το 1991, ελάχιστοι Ελληνες πολίτες γνώριζαν την ύπαρξη του όμορου ομόσπονδου κράτους με το όνομά του. Ισχυε μια άτυπη απαγόρευση που σπάνια έσπαγε.
Οταν ο υπαρκτός κατέρρευσε και μαζί του και η Νοτιοσλαβία οι έξι Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες έγιναν ανεξάρτητες Δημοκρατίες και η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να κρύψει κάτω από το χαλί τα τετελεσμένα.
Ολα τα επιχειρήματα του κράτους της Αθήνας που επιστρατεύτηκαν για να αιτιολογήσουν τη μη αναγνώριση του γειτονικού κράτους με το συνταγματικό του όνομα υπήρξαν επιστημονικά ανακριβή, πολιτικά τρωτά, διπλωματικά αδιέξοδα, στο εθνικό δε επίπεδο τουλάχιστον αναξιοπρεπή.
Και αυτό γιατί η Ελλάδα θεώρησε ότι η πολιτική τής σιωπής, της απαγόρευσης, της λογοκρισίας, της καταστολής, την οποία ασκούσε επί χρόνια στους γηγενείς Μακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας, μπορούσε να εφαρμοστεί, με ανάλογη επιτυχία, και στην εξωτερική της πολιτική. Και ως προς την ταυτότητα των ανθρώπων της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Κάτι βέβαια πρωτάκουστο στα διεθνή χρονικά.
Τούτων δοθέντων ο Μεγαλέξανδρος, ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, αναγκάστηκε ενώπιον Θεού και ανθρώπων (βλ. Νεοελλήνων) να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο ότι είναι Ελληνας −και ο Μποστ δεν έχασε την ευκαιρία να το απεικονίσει.
Καθόσον το όλο θέμα είχε βαλτώσει, μερικά χρόνια μετά από εκείνο τον όρκο του Βασιλέα της μίας και μοναδικής Μακεδονίας, τουτέστιν το σωτήριο έτος 2018, οι διοικούντες το ποδοσφαιρικό σωματείο της Λάρισας, υπό την επίνευση του μεγάλου στρατηλάτη, έντυσαν τους παίκτες της ομάδας με μια φανέλα που έγραφε πως «Ο Αλέξανδρος μιλούσε Ελληνικά».
Ετσι οποιαδήποτε αμφιβολία για την εθνική συνείδηση του Γκόλεμ Αλεξάντρ εξαφανίστηκε και ρίγη συγκινήσεως κατέλαβαν τους πανέλληνες ποδοσφαιρόφιλους.
Βέβαια εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εικόνα στο στάδιο της Λάρισας και οι αντίστοιχες που είδαμε στα συλλαλητήρια δείχνουν με τρόπο εμφατικό πώς οι Νεοέλληνες κατανοούν την ιστορία και το έθνος τους. Δείχνει σε τελευταία ανάλυση το επίπεδο του πολιτισμού της κοινωνίας μας.
Οπως πολύ ωραία είχε γράψει ο Ριχάρδος Σωμερίτης: «Τώρα διεθνώς, ως κράτος, η Μακεδονία είναι μία. Η άλλη. Γυρέψαμε την ήττα. Την πετύχαμε. Και φωνασκούν ακόμη όσοι “υπερπατριώτες” έκαναν το παν για να ηττηθούμε. Κανονικά θα έπρεπε να λογοδοτήσουν».
Ετσι έκλεινε το άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, στις 24/2/2008. Δέκα χρόνια μετά είμαστε επί τα αυτά. Μπορούμε να κοιμόμαστε με ήσυχη την εθνική μας συνείδηση.
Ενας μεγάλος διανοητής του 20ού αιώνα, ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Κλίφορντ Γκερτζ έχει γράψει: «Ενα από τα πράγματα που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανένας δεν φαίνεται να μπορεί να το αποδείξει, είναι ότι η πολιτική μιας χώρας αντανακλά το σχέδιο του πολιτισμού της».
Νομίζω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύεται περίτρανα.(τμήμα ομιλίας στην εκδήλωση «Μακεδονία γη πολυπολιτισμική, έξω το ΝΑΤΟ και οι εθνικισμοί» που πραγματοποιήθηκε στις 16/3/2018 στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης από 12 συλλογικότητες της Ριζοσπαστικής Αριστεράς)
*αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου