Η «δικτατορία του δολαρίου» που έχει επιβληθεί στην
παγκόσμια αγορά πετρελαίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ανατραπεί, δηλώνει
συχνά ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και διαβεβαιώνει πως το νόμισμα της
χώρας του δεν θα γίνει ακόμα ένα θύμα αυτής της δικτατορίας.
Προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτή η «δικτατορία» έχουν
γίνει προσπάθειες για την ενίσχυση των σχέσεων με την Κίνα, προκειμένου να
αποκτήσουν πιο κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά τόσο το ρούβλι όσο και το
γουάν, επιδιώκοντας την αποδυνάμωση του δολαρίου.
Ωστόσο, ο πρόεδρος Πούτιν
κάνει λάθος, δεδομένου ότι συνδέει ένα ισχυρό νόμισμα με την εθνική ισχύ & θεωρεί ότι η υποτίμηση της αξίας του ρουβλίου είναι μια επίθεση έναντι της
Ρωσίας.
Αυτές οι δηλώσεις χρησιμοποιούνται απλά για προβολή ισχύος και φαίνεται
πως αγνοούν την οικονομική πραγματικότητα που αντιμετωπίζει το Κρεμλίνο.
Ο
Βλαντιμίρ Πούτιν θα πρέπει να προχωρήσει σε συγκεκριμένες δράσεις που θα
δημιουργήσουν θετική οικονομική δυναμική, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα
προβλήματα που αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία από τις κυρώσεις και τις
χαμηλές τιμές του πετρελαίου.
Ενώ η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της
Ρωσίας και έχει γίνει ο μεγαλύτερος καταναλωτής ορυκτών καυσίμων στον κόσμο - τομέας ζωτικής σημασίας για την ρωσική οικονομία, η κινεζική οικονομική κρίση
του περασμένου Αυγούστου αποδυνάμωσε το γουάν και κατά συνέπεια αύξησε την
πίεση στη ρωσική οικονομία.
Η κινεζική οικονομική κατάρρευση και η υποτίμηση του γουάν είχε παγκόσμιες επιπτώσεις:
Η κινεζική οικονομική κατάρρευση και η υποτίμηση του γουάν είχε παγκόσμιες επιπτώσεις:
από τη Wall Street μέχρι τη Βενεζουέλα
και τη Σαουδική Αραβία.
Στη Wall Street η πτώση στη χρηματιστηριακή αγορά
δημιούργησε πανικό στους επενδυτές ενώ στη Σαουδική Αραβία και τη Βενεζουέλα,
χώρες που έχουν βασιστεί στη συνεχή ενεργειακή δίψα της Κίνας, το σοκ ήταν
μεγαλύτερο.
Η Ρωσία, ωστόσο, η οποία εξάγει περίπου το 14% της ετήσιας
παραγωγής πετρελαίου στην Κίνα, έχει πολλά περισσότερα να χάσει από την
κινεζική οικονομική ύφεση, επειδή το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο βρίσκονται
στην καρδιά της Ρωσικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 75% των
εσόδων από τις εξαγωγές και πάνω από το 50% των δημοσιονομικών πόρων.
Το ρωσικό
ρούβλι, το οποίο συνδέεται άμεσα με την αγορά πετρελαίου, μειώνεται σταθερά
τους τελευταίους 12 μήνες.
Η τιμή του πετρελαίου έπεσε μέσα σε ένα χρόνο από τα
104$ στα 50$ ανά βαρέλι, ενώ την ίδια στιγμή το ρούβλι, το οποίο βρισκόταν τον
Σεπτέμβριο του 2014 στα 36 ρούβλια ανά δολάριο, σήμερα βρίσκεται στα 68:1
σημειώνοντας τη μεγαλύτερη υποτίμηση από την παγκόσμια οικονομική ύφεση του
1997.
Εκτός από την υποτίμηση του νομίσματος, υπολογίζεται
πως για κάθε ένα δολάριο που μειώνεται η τιμή του πετρελαίου, η Ρωσία χάνει κατ
‘εκτίμηση 2 δισ. δολάρια σε έσοδα.
Όταν αυτό συνδυαστεί με άλλες δυσάρεστες
παραμέτρους, όπως οι δυτικές κυρώσεις και οι υψηλές δαπάνες, είναι προφανές πως
η Ρωσία εστιάζει σε λάθος σημείο όταν αναφέρεται στην «δικτατορία του
δολαρίου», καθώς η πρόσδεση στο γουάν παρασύρει περαιτέρω το ρούβλι.
Αυτή η
στρατηγική είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Μια άλλη παράμετρος που η Ρωσία κάπως αγνοεί - ή κάνει
υπερβολικά θετικές εκτιμήσεις - είναι η αύξηση της γεωπολιτικής σημασίας του
Ιράν μετά τη συμφωνία για τα πυρηνικά και την άρση των κυρώσεων. Η Ρωσία θα
μπορούσε να αντιμετωπίσει μια νέα αναζωογονημένη πετρελαιοπαραγωγό χώρα και
ισχυρό περιφερειακό ανταγωνιστή που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει την ισορροπία
δυνάμεων στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας.
Το Ιράν ίσως να μην αποδειχθεί τόσο
πρόθυμος σύμμαχος, όσο η Ρωσία εκτιμά πως θα είναι.
Ένα οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητο Ιράν, με
αυξημένη περιφερειακή επιρροή, θα επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό των άλλων χωρών
της Κασπίας, καθώς και τη διαφοροποίηση των οικονομιών τους.
Αυτό θα σήμαινε
ότι το Τουρκμενιστάν και το Αζερμπαϊτζάν μπορεί τελικά να είναι σε θέση να
απελευθερωθούν από τη ρωσική επιρροή.
Ομοίως το Καζακστάν, μια χώρα που η
οικονομία της βασίζεται στην ίδια αγορά βασικών προϊόντων όπως η Ρωσία, μπορεί
τελικά να είναι σε θέση να μειώσει τις επιπτώσεις από την πτώση του ρωσικού
νομίσματος στην οικονομία της.
Λίγοι αναλυτές εξετάζουν σοβαρά αυτές τις πιθανότητες,
τόσο στη Δύση όσο και στο εσωτερικό της Ρωσίας και αυτό είναι λάθος.
Η Ρωσία
θεωρεί ότι η νέα πυρηνική συμφωνία θα βαθύνει τους δεσμούς και τη συνεργασία με
το Ιράν, οδηγώντας τις δυο χώρες στην οικονομική ευημερία.
Όμως η ιστορία μας
δείχνει πως ένα ισχυρό Ιράν μπορεί να μην χρειάζεται τη Ρωσία, όσο το
χρειάζεται εκείνη.
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια
δραματική αλλαγή στη ρωσο-ιρανικές σχέσεις. Όσο η Μόσχα θεωρεί πως αυτό θα ήταν
γεωστρατηγικά αδύνατο και η μόνη της ανησυχία είναι η μάχη ενάντια στη
«δικτατορία του δολαρίου», απλά αυξάνει τους κινδύνους για τον εαυτό της.
Γνωρίζουμε ήδη ότι ένα υποτιμημένο γουάν ενισχύει
περαιτέρω την πτωτική τάση των τιμών του πετρελαίου πιέζοντας περισσότερο την
ρωσική οικονομία.
Ιστορικά, όταν το Κρεμλίνο αισθάνεται να απειλείται, συνήθως
ψάχνει εξιλαστήρια θύματα αντί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.
Η σημερινή
απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομικής έχει ήδη επηρεάσει πολλούς τομείς
της ρωσικής οικονομίας συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, της μεταλλουργίας,
της ξυλείας και της γεωργίας. Η μελλοντική συμμαχία με το Ιράν δεν αποτελεί
εγγύηση.
Οι δυτικές κυρώσεις εξακολουθούν να ισχύουν. Τα άλλα κράτη της Κασπίας
μπορεί να το δουν ως μια ευκαιρία για να χαλαρώσουν τους οικονομικούς δεσμούς
τους με τη Ρωσία.
Υπάρχουν ήδη πολλά «πραγματικά» προβλήματα για ασχοληθεί το
Κρεμλίνο από το να σπαταλά πολύτιμο χρόνο με οικονομικές φαντασιώσεις όπως η
ανατροπή της «δικτατορίας του δολαρίου».
Αυτό φαίνεται να είναι το μικρότερο
από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.
DR. MATTHEW CROSSTONDIPLOMACY
ΠΗΓΗ:presscode.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου