Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Τέσσερεις Μύθοι για την εποχή μας...

Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, λέει ο ποιητής. 
Έτσι κι εγώ αποφάσισα σήμερα να περιγράψω μέσω τεσσάρων μύθων του Τζέιμς Θέρμπερ τα (πολιτικά) συμβαίνοντα στα καθ’ ημάς. 
Ο ένας αναφέρεται στην κυβέρνηση, ο άλλος στην αξιωματική αντιπολίτευση, ο τρίτος στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και ο τέταρτος στην κοινωνία, σε μας τους πολίτες. Σε ποιον αναφέρεται ο καθένας το αφήνω στην κρίση σας.
Ο ελέφαντας που ’ριξε το γάντι στον κόσμο
Ένας ελέφαντας που ζούσε στην Αφρική ξύπνησε ένα πρωί με την πεποίθηση ότι ήταν σε θέση να νικήσει όλα τα άλλα ζώα σε μονομαχίες, ένα τη φορά. 
Αναρωτήθηκε πώς δεν το είχε σκεφτεί ως τότε.
Μετά το πρόγευμα, κάλεσε πρώτο το λιοντάρι. 
«Δεν είσαι παρά ο Βασιλιάς των Ζώων», μούγκρισε ο ελέφαντας, «ενώ εγώ είμαι εκτός συναγωνισμού!». 
Κι έκανε επίδειξη των προσόντων του, ρίχνοντας νοκ άουτ το λιοντάρι εντός δεκαπέντε λεπτών, όλων των λαβών επιτρεπομένων.
Κατόπιν, τάκα τάκα και νουμεράδα, πάλεψε με το αγριογούρουνο, με το βουβάλι, με το ρινόκερο, με τον ιπποπόταμο, με την καμηλοπάρδαλη, με τη ζέβρα, με τον αετό και το γύπα, και τους νίκησε όλους. 
Μετά απ’ αυτό, ο ελέφαντας περνούσε τον περισσότερο καιρό του στο κρεβάτι τρώγοντας φιστίκια, ενώ τα υπόλοιπα ζώα που τώρα ήταν σκλάβοι του χτίζανε το μεγαλύτερο σπίτι που είχε ποτέ ζώο στον κόσμο. Είχε πέντε πατώματα, γερά φτιαγμένα, από το καλύτερο ξύλο σ’ ολόκληρη την Αφρική.
Όταν τέλειωσε, ο Εκτός Συναγωνισμού εγκαταστάθηκε μέσα και δήλωσε ότι μπορούσε να συντρίψει οποιοδήποτε ζώο στον κόσμο. 
Προσκάλεσε όλους τους διεκδικητές να τον συναντήσουν στο υπόγειο του μεγαθηρίου, όπου είχε εγκαταστήσει επαγγελματικό ριγκ δέκα φορές μεγαλύτερο από το κανονικό.
Πέρασαν κάμποσες μέρες κι ύστερα ο ελέφαντας πήρε ένα ανώνυμο γράμμα από κάποιον που αποδεχόταν την πρόσκλησή του. 
«Να ’σαι στο υπόγειό σου αύριο το μεσημέρι στις τρεις», έλεγε το μήνυμα.
Στις τρεις, λοιπόν, την άλλη μέρα ο ελέφαντας κατέβηκε στο υπόγειο να συναντήσει το μυστηριώδη αντίπαλό του, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί ή τουλάχιστον κανένας που μπορούσε να δει ο ελέφαντας. «Βγες έξω από εκεί πίσω, από όπου και να ’σαι, από πίσω!», βρυχήθηκε ο ελέφαντας. «Δεν είμαι πίσω από τίποτα», είπε μια φωνούλα.
Ο ελέφαντας άρχισε να διαλύει το υπόγειο, αναποδογυρίζοντας βαρέλια και κιβώτια, κοπανώντας την κεφάλα του στους σωλήνες της θερμάστρας, σείοντας το σπίτι συθέμελα, τον αντίπαλό του όμως δεν κατάφερνε να τον βρει. Ύστερα από προσπάθειες καμιάς ώρας ο ελέφαντας μούγκρισε ότι αυτή η υπόθεση «μύριζε», έκρυβε κάποια απάτη - πιθανότατα να ήταν στη μέση και εγγαστριμυθία - κι ότι δεν επρόκειτο να ξανακατέβει στο υπόγειο ποτέ!
«Έλα όμως που θα ξανακατεβείς», είπε η φωνούλα. «Θα είσαι εδώ αύριο στις τρεις και θα βρεθείς μάλιστα ανάσκελα». Το γέλιο του ελέφαντα τράνταξε το σπίτι. 
«Αυτό θα το δούμε», είπε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι ο ελέφαντας που κοιμότανε στον πέμπτο ξύπνησε στις δυόμισι και κοίταξε το ρολόι πατούσας που είχε. 
«Κανένας που δεν μπορώ να δω δεν πρόκειται να με ξανακατεβάσει στο υπόγειο», μούγκρισε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Ακριβώς στις τρεις το σπίτι άρχισε να κουνάει και να τρέμει, λες και το ’παιζε σεισμός στα χέρια του. Κολόνες και δοκάρια λυγίσανε και σπάσανε σαν καλαμάκια, γιατί είχαν γεμίσει από χιλιάδες μικρές τρύπες. Ο πέμπτος όροφος υποχώρησε τελείως και γκρεμίστηκε πάνω στον τέταρτο, που έπεσε πάνω στον τρίτο, που έπεσε πάνω στον δεύτερο, που παρέσυρε τον πρώτο σαν να ήτανε πάτος καλαθιού για κερασάκια.
Ο ελέφαντας κουτρουβαλιάστηκε και βρέθηκε στο υπόγειο, έπεσε βαριά πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμά του και έμεινε εκεί ανάσκελα, αναίσθητος τελείως. 
Μια φωνούλα άρχισε να μετράει το νοκ άουτ. 
Με το δέκα ο ελέφαντας συνήλθε, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί.
«Ποιο ζώο είσαι;», ρώτησε τη μυστηριώδη φωνή μ’ ένα τρέμουλο στον τόνο, αυτός που πρώτα απειλούσε τους πάντες και τα πάντα. 
«Είμαι ο τερμίτης», απάντησε η φωνή. 
Τα υπόλοιπα ζώα, μετά από προσπάθειες και αγώνα μιας εβδομάδας, καταφέρανε τέλος να σηκώσουν τον ελέφαντα και να τον μεταφέρουνε στη φυλακή. 
Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του εκεί μέσα, με σπασμένο ηθικό και πλάτη.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Τις μάχες τις κερδίζουν οι μικροί καμιά φορά, γιατί όποιος είναι πιο βαρύς, πέφτει και πιο βαριά.
=============================================================
Η κουκουβάγια που ήταν Θεός
Μια φορά κι ένα σκοτεινό μεσονύχτι ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δυο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα απαρατήρητοι. 
«Γιου-χου!», είπε η κουκουβάγια. 
«Μας είδατε;», τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατόν κανείς να τους διακρίνει μέσα σ’ αυτό το βαθύ σκοτάδι. 
«Ου!», είπε η κουκουβάγια.
Οι τυφλοπόντικες το έβαλαν στα πόδια κι είπανε στ’ άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους πως η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο απ’ όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε ν’ απαντάει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση.
«Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ το σκοτάδι. 
«Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;», είπε ο καρδινάλιος. 
«Χι», είπε η κουκουβάγια και λάθος δεν έκανε. 
«Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;», ρώτησε ο καρδινάλιος. 
«Χα», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες συνήθως επιμένουν εις αποτυχημένους έρωτας;». «Χούι», είπε η κουκουβάγια.
Ο καρδινάλιος πέταξε στ’ άλλα ζώα κι ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε ν’ απαντάει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση.
«Βλέπει και με το φως της μέρας το ίδιο καλά άραγε;», ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. 
«Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μουσκαρδίνος. 
Κι ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;».
 Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια μ’ αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν απ’ την περιοχή.
Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ηγέτης τους. 
Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων, ήταν καταμεσήμερο κι ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Ο ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγμα που έκανε την παρουσία του εξαιρετικά μεγαλοπρεπή και ατένιζε γύρω του καρφώνοντας εδώ κι εκεί τα μεγάλα του μάτια, πράγμα που του έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. 
«Είναι Θεός!», στρίγκλισε μια κότα από το Πλύμουθ Ροκ. 
Κι οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».
Πιάσανε, λοιπόν, και τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, κι όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα αρχίσανε κι αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. 
Τέλος, Εκείνος έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα κι άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος κι όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά.
Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσικλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα και το ανέφερε στον καρδινάλιο, κι αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. 
«Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!», είπε η κουκουβάγια. 
Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;». 
«Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό.
«Είναι Θεός!», ξαναφώναξαν όλα τα ζώα κι ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε πάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Μπορείς να εξαπατάς πάρα πολύ κόσμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα.
===========================================================
Η μετρίως έξυπνη μύγα
Μια μεγάλη αράχνη στο παλιό σπίτι έφτιαξε έναν ιστό ωραιότατο, για να πιάνει μύγες. Κάθε φορά που μια μύγα ακουμπούσε στον ιστό και παγιδευότανε πάνω του, η αράχνη την καταβρόχθιζε, έτσι ώστε, όταν θα πέρναγε καμιά άλλη μύγα, να νομίζει ότι ο ιστός ήταν ένα μέρος ασφαλές και ήσυχο, να ξεκουραστεί.
Μια μέρα, μια μετρίως έξυπνη μύγα βούιζε γύρω και πάνω απ’ τον ιστό τόση πολλή ώρα χωρίς να προσγειώνεται, που η αράχνη παρουσιάστηκε κι είπε: «Έλα μωρέ κάτω». Η μύγα όμως ήταν αρκετά έξυπνη για τα κιλά της αράχνης κι είπε: «Ποτέ δεν προσγειώνομαι σε μέρη που δεν βλέπω να υπάρχουν κι άλλες μύγες, και δεν βλέπω καθόλου άλλες μύγες στο σπίτι σας».
Έτσι πέταξε μακριά, μέχρι που έφτασε σ’ ένα μέρος που υπήρχαν πάρα πολλές μύγες. Ετοιμαζότανε να εγκατασταθεί ανάμεσά τους όταν μια μέλισσα εμβουίστηκε κι είπε: «Στάσου, βλάκα, το χαρτί έχει κόλλα. Όλες αυτές οι μύγες είναι πιασμένες». «Μην είσαι ανόητη», είπε η μύγα, «απλώς χορεύουνε». Κατέβηκε, λοιπόν, κάτω και κόλλησε στη μυγοπαγίδα μ’ όλες τις άλλες μύγες.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Δεν υπάρχει ασφάλεια στους αριθμούς, ούτε σ’ οτιδήποτε άλλο.
===========================================================
Ο κυνηγός και ο ελέφαντας
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κυνηγός που πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του αναζητώντας έναν ροζ ελέφαντα. Έψαξε στην Κίνα κι έψαξε στην Αφρική. Έψαξε στη Ζανζιβάρη κι έψαξε στις Ινδίες. Δεν μπορούσε όμως να βρει κανέναν.
Όσο περισσότερο έψαχνε, τόσο περισσότερο ήθελε έναν ροζ ελέφαντα. Ποδοπατούσε μαύρες ορχιδέες και προσπερνούσε πορφυρές αγελάδες – τόσο ήταν προσηλωμένος στην αναζήτησή του. Και μια μέρα, σε μια μακρινή γωνιά του κόσμου, συνάντησε έναν ροζ ελέφαντα κι αφιέρωσε δέκα μέρες στο σκάψιμο μιας παγίδας και μίσθωσε σαράντα ιθαγενείς να τον βοηθήσουν να οδηγήσει τον ελέφαντα στην παγίδα. Ο ροζ ελέφαντας αιχμαλωτίστηκε στο τέλος και δέθηκε και μεταφέρθηκε στην Αμερική.
Όταν ο κυνηγός γύρισε στο σπίτι του, συνειδητοποίησε ότι το αγρόκτημά του δεν έκανε καθόλου για ελέφαντες. Ο ελέφαντας τσαλαπατούσε τις ντάλιες και τις γλαδιόλες της γυναίκας του, έσπαγε τα παιχνίδια των παιδιών του, έλιωνε τα μικρότερα ζώα εκεί γύρω και διέλυε πιάτα και ντουλάπια κουζίνας σαν να ήταν κουτάκια με καραμέλες.
Μια μέρα, όταν είχαν περάσει κοντά δυο χρόνια από τότε που είχε φέρει τον ελέφαντα, ο κυνηγός ξύπνησε το πρωί κι ανακάλυψε ότι η γυναίκα του έλειπε απ’ το πλευρό του κι ότι τα παιδιά του είχαν εγκαταλείψει το τραπέζι του κι ότι όλα τα ζώα του κτήματος ήταν νεκρά, εκτός από τον ελέφαντα. Ο ελέφαντας ήταν ίδιος όπως πάντα, μόνο που είχε ξεθωριάσει. Δεν ήταν ροζ πια. Ήταν άσπρος.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ένα βάρος στη ζούγκλα αξίζει διπλάσια στα χέρια σας.
ΠΗΓΗ:www.matrix24.gr/2017/03/tesseris-mithi-gia-tin-epochi-mas/#sthash.yDVhBbCQ.dpuf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου