Όταν είδα τον «Κόμπο» της Δήμητρας Μαστορίδου να πρωτοπαίζεται ,το καλοκαίρι, στο θέατρο
«Διθύραμβος» αλλά και όταν διάβασα, μετά, το ομότιτλο βιβλίο, πραγματικά εντυπωσιάστηκα.
Από την ικανότητα της δημιουργού, στο πρώτο δείγμα γραφής της στο θέατρο, μια ιστορία με τραγικότητα να την χειρίζεται με τόσο χιούμορ και με τόση τρυφερότητα που συγκινεί μεν αλλά δε «βαραίνει» ούτε στιγμή τον θεατή ή τον αναγνώστη.
Πιο πολύ όμως εντυπωσιάστηκα από την τόλμη της. Να κάνει, θα έλεγα, ένα «άλμα σε βάθος». Στο βάθος της ανθρώπινης, της γυναικείας ιδίως ψυχής.
Και να μιλήσει απλά - όπως μιλούν όσοι δεν κρύβουν την αλήθεια τους – και με τόση ευαισθησία, για όλα αυτά που διστάζουμε να πούμε οι περισσότερες, και που όμως αποτελούν τους «κόμπους» και τα « δεσμά» μας.
Ας δούμε το έργο από λίγο πιο κοντά. Είναι μονόλογος, στο μεγαλύτερο μέρος του, μονόλογος που παίρνει τη μορφή φανταστικών διαλόγων.
Η ηρωίδα, η Εύα, είναι φανερό, από τις πρώτες της κιόλας κινήσεις, πως είναι μια γυναίκα σε ταραχή, αμφιθυμία και μεγάλη σύγχυση.
Από την αρχή επίσης, από το τραγούδι που επιλέγει να ακούσει, είναι φανερό πως βιώνει, με τραγικό θα λέγαμε τρόπο, το γεγονός ότι αισθάνεται μόνη.
Τί είναι όμως γι`αυτήν η μοναξιά;
«Η μοναξιά είναι το πρωί που μυρίζεις τον καφέ από το δίπλα μπαλκόνι κι ακούς τα ψουψουψου και εσύ δεν έχεις με ποιον να πεις μια καλημέρα» λέει σ` ένα φανταστικό διάλογο με το στιχουργό του τραγουδιού. .
«Και θα μου πεις: Όλοι αυτοί είναι ευτυχισμένοι επειδή πίνουν έναν καφέ;
Δεν με νοιάζει τι είναι. Εμένα με νοιάζει ότι πίνουν καφέ μαζί…» άρα «κοιμήθηκαν μαζί το βράδυ …
Κι ας τσακώνονται», ενώ πίνουν καφέ, και ας κοιμούνται «πλάτη με πλάτη» στο κρεβάτι.
«Ε,,λοιπόν στη ζωή μου πιο πολύ έχω ξαπλώσει σε ντιβάνια παρά σε κρεβάτια!
Ψυχαναλύσεις επί ψυχαναλύσεων, τις ψυχαναλύσεις, ω! ψυχοπρόβλημα» λέει σε λίγο αυτοσαρκαστικά, σε ένα διάλογο φανταστικό, με τον ψυχίατρό της αυτή τη φορά.
«Το θέμα, γιατρέ μου, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά το «μόνη» της είναι άλυτο….
Γι αυτό κι εγώ επέλεξα αυτή τη λύση».
Η λύση που επέλεξε, μετά το τέλος του φανταστικού αυτού διαλόγου, γίνεται φανερή. Το τραγούδι του Καρυωτάκη «Ιδανικοί αυτόχειρες» και το χοντρό σχοινί που φέρνει από μέσα δηλώνουν πως είναι η αυτοχειρία.
Φανερός γίνεται εξάλλου, από την αρχή κιόλας του έργου, και ο θυμός της.
«Πιο σφιχτά έπρεπε να στη δέσω (τη γραβάτα). Πολύ σφιχτά. Να γουρλώσεις τα μάτια, να μπλαβίσεις, να μην μπορείς να πάρεις ανάσα» μονολογεί απευθυνόμενη στον άνδρα που την εγκατέλειψε, για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά με μιαν άλλη.
Και να «κυλούν» όλοι μαζί «αμέριμνοι στον κάμπο» - στον «κάμπο» προφανώς της ανέμελης, όπως τη φαντάζεται, οικογενειακής ζωής- και η «καλαμιά», η ίδια δηλαδή, «μόνη» της.
«Αλλά όχι» συνεχίζει. «Δε θα σου κάνω τη χάρη. Θα μείνω ΣΤΟ θέμα. Στον κόμπο!
Κόμπος - κάμπος. Τί σου κάνει ένα γράμμα, ε;»
Αν η λέξη «μόνη» είναι από τα κύρια, θα λέγαμε, μοτίβα του έργου, το κεντρικό είναι προφανώς η λέξη «κόμπος».
Τί είναι ο «κόμπος» λοιπόν στο θεατρικό αυτό έργο της Δήμητρας Μαστορίδου;
Σε πρώτο επίπεδο, για την ηρωίδα της, είναι ο κόμπος του σχοινιού της αυτοχειρίας, που την απασχολεί για ώρα (ψάχνει αγωνιωδώς στον υπολογιστή!) ο τρόπος που θα τον δέσει.
Σε λίγο όμως θα τη φέρουν οι συνειρμοί της στο θέμα των ορίων. «Αυτό είναι ΤΟ θέμα. Να αντιλαμβάνεσαι τα όριά σου πριν τα ξεπεράσεις» …
Και σε κάποιο τραύμα, που χρόνια κουβαλά και «είναι θέμα» κι αυτό, όπως λέει «Άλυτο, σκοτεινό, ξεχασμένο» (ή που προσπαθεί να ξεχάσει) και όμως άρρηκτα δεμένο με τη θλίψη και τους φόβους της. Και με τη βεβαιότητα πως, ό,τι νέο κι αν επιχειρήσει στη ζωή της, «δεν έχει πλοίο γι`αυτήν, δεν έχει οδό» «Αφού μια απ` τα ίδια θα γίνει, το ξέρεις. Δε βαρέθηκες το ίδιο βιολί;
Θα σβήσει έπειτα το κεράκι των γενεθλίων της (κλείνει σήμερα τα σαράντα της χρόνια) και θα καθίσει τον εαυτό της στο εδώλιο της κατηγορούμενης.
«Σήμερα έκλεισα τα σαράντα μου και το καταλαβαίνω κι εγώ πως δεν πάει άλλο» απολογείται σε ένα φανταστικό δικαστή, που την κατηγορεί για τη μοναξιά της την ημέρα των γενεθλίων της.
«Έφταιξα. Φταίω, δηλαδή… Δεν ξέρω τι κάνω λάθος, αλλά σίγουρα κάτι κάνω λάθος. Είναι μέρες που ξυπνάω κι έχω ένα τεράστιο βάρος στο στήθος μου. Έναν κόμπο. Και οι μέρες γίνονται μήνες. Και προσπαθώ να τον λύσω… αλλά δεν τα καταφέρνω…Βγαίνω έξω να ξεχνιέμαι μέσα στον κόσμο. Πηγαίνω σε πάρτι. Α! Είμαι η ψυχή των πάρτι… Αλλά κάτι στο βάθος δεν ηρεμεί ποτέ. Ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ μέχρι μέσα. Ο αέρας δεν κατεβαίνει ποτέ μέχρι κάτω. Πνίγομαι … Πάντα ο ίδιος κόμπος»
«Έφταιξα. Φταίω, δηλαδή… Δεν ξέρω τι κάνω λάθος, αλλά σίγουρα κάτι κάνω λάθος. Είναι μέρες που ξυπνάω κι έχω ένα τεράστιο βάρος στο στήθος μου. Έναν κόμπο. Και οι μέρες γίνονται μήνες. Και προσπαθώ να τον λύσω… αλλά δεν τα καταφέρνω…Βγαίνω έξω να ξεχνιέμαι μέσα στον κόσμο. Πηγαίνω σε πάρτι. Α! Είμαι η ψυχή των πάρτι… Αλλά κάτι στο βάθος δεν ηρεμεί ποτέ. Ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ μέχρι μέσα. Ο αέρας δεν κατεβαίνει ποτέ μέχρι κάτω. Πνίγομαι … Πάντα ο ίδιος κόμπος»
Αναφέρει και άλλα συνεχίζοντας την «απολογία» της. Την ακεφιά και την απομόνωση του τελευταίου καιρού, την ευθύνη ενός παιδιού που «ευτυχώς» δεν έχει αναλάβει, το θεό, που δεν υπάρχει κατά τη γνώμη της, και κυρίως τη μάνα της «Άμα δεν έχεις παιδί στα σαράντα σου, οικογένεια είναι η μάνα σου… Θα ήθελα να αλλάξω» λέει για τον εαυτό της « αλλά δεν ξέρω τί, πώς…Ακόμα είμαι μωρό. Αυτό είμαι.» Στη συνέχεια θα παραγγείλει μια «πίτσα βετζετέριαν!» και θα καταληφθεί πάλι από ενοχές, που παλιότερα ήταν κρεωφάγος «Ο θάνατός σου η ζωή μου στην πιο απλή εκδοχή. Τέρατα είμαστε. Εγώ δηλαδή».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι , κατά τη γνώμη μου, η αποχαιρετιστήρια επιστολή που στέλνει ηλεκτρονικά στους συγγενείς και στους φίλους, καθώς, η συγγραφέας, με πολύ χιούμορ και πολλή πικρία ταυτόχρονα, δίνει μια κωμικοτραγική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα, που ο τρόπος ζωής της (πολλά τρεξίματα, προγράμματα φορτωμένα κ.λ.π.), οι αξίες της και η «άνευ όρων» παράδοσή της στις επιταγές της σύγχρονης, επικοινωνιακής τεχνολογίας, καθιστούν «εκ προοιμίου» αδύνατη κάθε ουσιαστική, συναισθηματική δηλαδή, επικοινωνία των ανθρώπων «Πάντως με το facebook δεν πιστεύω να έχετε παράπονο; Χωρίζατε; Like.Τα ξαναβρίσκατε; Πάλι Like»
Ο πιο αποκαλυπτικός όμως, πιστεύω, διάλογος - μονόλογος του έργου είναι αυτός που καταγράφει ο αυτόματος τηλεφωνητής της μητέρας της Εύας, ένα αμείλικτο και σπαρακτικό μαζί «κατηγορώ», γεμάτο θυμό και γεμάτο παράπονο. «Εγώ είμαι…Πάει καιρός, ε; Πήρα να σου μιλήσω για λίγο, αλλά λείπεις. Πάλι λείπεις. Πάντα λείπεις».
Μια μητέρα που, από παιδί, τη θυμάται απούσα, κλεισμένη στα δικά της, να μην ακούει ούτε να δίνει ποτέ σημασία στα λόγια της, απόλυτη πάντα, σίγουρη για το δίκιο της, αμείλικτη, σκληρή, να κρίνει μόνο, να επικρίνει και να φορτώνει με «κουσούρια» την εικόνα που διαμόρφωνε για τον εαυτό της η κόρη της. Έτσι περιγράφει η ηρωίδα τη μητέρα της, που δεν την αγάπησε ποτέ, όπως πιστεύει. Και έτσι εξηγεί που δεν αγάπησε και δεν αποδέχτηκε ποτέ και η ίδια τον εαυτό της, τις πολλές της ενοχές και την έλλειψη αυτοεκτίμησης. «Κάθε φορά που πήγαινα να με κοιτάξω, έβλεπα τα κουσούρια που μου είχες χρεώσει εσύ. Κι αυτή η εικόνα δεν αντέχεται .Είχες δίκιο, μαμά… Κανείς δεν μπορεί να με αγαπήσει εμένα. Δεν το αξίζω, γι`αυτό. Κι εσύ που δε μ’αγάπησες, καλά μου `κανες…»
Στο τέλος ξεσπά ασυγκράτητη η οργή της «Δεν ήσουν ικανή να αγαπήσεις και δε θα είσαι ποτέ. Είσαι το πιο εγωιστικό πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Το μόνο που θέλεις είναι να ελέγχεις τους πάντες και τα πάντα…» Και προσθέτει: «Κέρδισες, μαμά..Τελείωσα. Έχασα. Με έχασα. Η πατρίδα μας, λένε, είναι τα παιδικά μας χρόνια. Ε, εγώ δεν έχω ούτε μια σπιθαμή γης να πατήσω. Είμαι πάντα με το ένα πόδι. Πάντα τιμωρημένη στη γωνία….»
Δεν είναι βέβαια τυχαίο που, στα τελευταία λόγια του μονολόγου της, περνάει στο λαιμό της τη θηλιά «σηκώνει το ένα πόδι και στέκεται με τα χέρια ανοιχτά, σαν σε τιμωρία»
Πόσο άσχετος είναι λοιπόν με τα παιδικά της βιώματα, και κυρίως τη σχέση με τη μητέρα, ο «κόμπος» αυτός που την πνίγει αλλά δε λύνεται και που φαίνεται να την οδηγεί στην τραγική λύση της αυτοχειρίας; Την απάντηση τη δίνει, σε μεγάλο, πιστεύω, βαθμό, ο Irvin Yalom στη «Θεραπεία του Shopenhauer» : «Τα παιδιά που έχουν στερηθεί τον σύνδεσμο αγάπης με τη μητέρα δεν μπορούν να αναπτύξουν τη βασική εμπιστοσύνη που χρειάζονται, για ν`αγαπούν τον εαυτό τους, για να πιστεύουν ότι οι άλλοι θα τους αγαπήσουν ή για ν`αγαπούν τη ζωή»
Ας επιστρέψουμε ωστόσο στο ίδιο το έργο.
Ενώ είναι έτοιμη η Εύα να σφίξει στο λαιμό της τη θηλιά, ακούγεται ξαφνικά και επίμονα ο ήχος του κουδουνιού της. Ακολουθεί η είσοδος στο σπίτι της του «άλλου», του Νίκου, όπως θα μάθουμε αργότερα, που, μαζί με την πίτσα, που έχει πιο πριν παραγγείλει, όπως είδαμε, φέρνει, ως «μάννα εξ ουρανού» και τη σωτηρία της.
Τί το πραγματικά σωτήριο άραγε φέρνει ο Νίκος στη ζωή της Εύας;
Τί το πραγματικά σωτήριο άραγε φέρνει ο Νίκος στη ζωή της Εύας;
-Είναι πρώτα- πρώτα ένας άνθρωπος «τραυματισμένος στην πόρτα της», όπως η ίδια λέει, που χρειάζεται τη φροντίδα της. Της δίνει επομένως την ευκαιρία να προσφέρει, να αισθανθεί αυτή, ένας άνθρωπος με τόσο μειωμένη αυτοεκτίμηση, χρήσιμη και σημαντική….Η προσφορά εξάλλου, όπως υποστηρίζει και η Susan Jeffers στο βιβλίο της «Προχώρα κι ας φοβάσαι» μειώνει κατά πολύ τους φόβους μας και μας βοηθά από «παιδιά» να γίνουμε «ενήλικες»
-Νοιάζεται έπειτα πραγματικά γι`αυτήν, αφού χρησιμοποιεί κάθε μέσον, θεμιτό και αθέμιτο προκειμένου να τη σώσει (δικαιολογίες ψεύτικες, δωροδοκία του πραγματικού πιτσαδόρου) και είναι πρόθυμος να δει σ`αυτήν, βοηθώντας την να δει και η ίδια στον εαυτό της, όλα αυτά τα θετικά στοιχεία που δεν είδε η μητέρα της. Τη θεωρεί ευαίσθητη, όπως της λέει, και γοητευτική, πολύ δοτική και πολύ αυθόρμητη.
-Κυρίως όμως είναι, σύμφωνα με φράση της ίδιας της ηρωίδας «ένας τύπος με τραύμα» που «παρακάμπτει κόμπους τα μεσάνυχτα» στο σπίτι της. ( Η λέξη κόμπος επανέρχεται και εδώ, στο μόνο πραγματικό - και ανατρεπτικό ταυτόχρονα - διάλογο του έργου). Είναι κι αυτός, όπως και η ίδια, γεμάτος φόβους και ανασφάλειες. «Ερωτεύτηκα μιαν άγνωστη και τα `χω παίξει. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Φοβάμαι μήπως με απορρίψει. Φοβάμαι γενικώς»
Κουβαλά κι αυτός, από παιδί, τους δικούς του «κόμπους». «Μπράβο, αγόρι μου», λέει στον εαυτό του, «Πάλι απαρατήρητος πέρασες. Πώς τα καταφέρνεις πάντα να γίνεσαι αόρατος…Μεγάλο ταλέντο! Από μικρό παιδί. Λες και δεν πρέπει να υπάρχεις. Λες και δεν άξιζε τον κόπο να γεννηθείς. Και τι κόπος! Χάθηκε μια μάνα για να γεννηθείς εσύ, ρε…
Πώς γίνεται μια ζωή να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου; Και να χωράς ολόκληρος πίσω από αυτό το δάχτυλο. Ένα δάχτυλο που σε δείχνει και γελάει…Ρεζίλι έχεις γίνει παντού. Οι φίλοι σου σε βαρέθηκαν».
Αυτός όμως, τους δικούς του «κόμπους», τους κόβει, όπως λέει (με αφορμή το κορδόνι των παπουτσιών του, που έγινε κόμπος), αν δεν μπορεί να τους λύσει, ή τουλάχιστον τους παρακάμπτει. «Αλίμονο αν χάνουμε τόσο χρόνο για ένα κόμπο.
Η ζωή είναι πολύ μικρή, που λένε».
Αυτός είναι σίγουρα, περισσότερο από κείνη, δεμένος με τη ζωή, έχει τη δύναμη να τις αντιμετωπίζει τις μνήμες του και τα τραύματα που κουβαλά να προσπαθεί να τα επουλώσει. Στη φράση της (που επαναλαμβάνεται στο έργο) «Ξεχνάω αυτά που θέλω να θυμάμαι και θυμάμαι αυτά που θέλω να ξεχάσω», απαντά:
«Εγώ πάλι δεν θέλω να ξεχνάω τίποτα. Θέλω να ζήσω εκατό χρόνια και να τα θυμάμαι όλα, μέρα προς μέρα». Έχει ακόμα το «θείο», θα λέγαμε, χάρισμα να δημιουργεί «από το τίποτε» ομορφιά και να την προσφέρει. (Παίρνει μια χαρτοπετσέτα και την κάνει, για τα γενέθλιά της, λουλούδι.). Και να φέρνει στον «άλλον» το φως της αισιοδοξίας «Τα καλύτερα έρχονται».
Και της χαράς. «Αρχίζει να της τραγουδάει το τραγούδι των γενεθλίων».
Αξίζει, νομίζω, εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα»
«Χαμένη να θεωρούμε τη μέρα που δε χορέψαμε ούτε μια φορά! Και ψεύτικη ας ονομάζουμε κάθε αλήθεια, που δεν έχει μέσα της ούτε ένα γέλιο… Όσο μαθαίνουμε να χαιρόμαστε περισσότερο, τόσο ξεμαθαίνουμε να κάνουμε κακό στους άλλους και να εφευρίσκουμε θλίψεις»
Η τραγικότητα λοιπόν της κατάστασης ανατρέπεται τελικά, καθώς το έργο τελειώνει με τους δυο τους χαμογελαστούς και πιασμένους από το χέρι.
Με όλα αυτά, τα σωτήρια, που φέρνει στη ζωή της Εκείνος, η ηρωίδα παύει πια να νιώθει μοναξιά, καθώς και να σκέπτεται την αυτοχειρία…
Το πιο ανατρεπτικό όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, πως δείχνει, με την τελευταία της φράση «Γιατί δε μιλάμε για το τώρα;», να συνειδητοποιεί ξαφνικά μια μεγάλη αλήθεια : Πως η ζωή είναι κάτι που δεν πρέπει να αναβάλλουμε, αφού δεν βρίσκεται παρά «στο εδώ και στο τώρα».
================================== ================================
Δήμητρα Κρεκούκια
Φιλόλογος (ειδικευμένη
στην ψυχολογία)
Επ. Πρόεδρος του
Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμαρουσίου
«Η ΚΑΣΤΑΛΙΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου