Από νωρίς το πρωί, χιλιάδες κόσμου άρχισαν να
συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις, που είχαν καθοριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της
Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια
τεράστια λαοθάλασσα με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος.
Η λαϊκή μάζα υποχώρησε. Όταν όμως κόπασαν τα πυρά
και δόθηκε το σήμα από την οργανωτική επιτροπή του συλλαλητηρίου, ξεχύθηκε και
πάλι με ορμή ανακαταλαμβάνοντας την πλατεία.
Η παρουσία του βρετανικού στρατού ήταν αισθητή καθ’
όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Στη συνέχεια ο όγκος του συλλαλητηρίου χωρίστηκε
σε επιμέρους διαδηλώσεις με επικεφαλής τις αιματοβαμμένες σημαίες.
«Η Αθήνα», έγραφε την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης,
«έζησε χθες μια μεγάλη μέρα. Αλλά μια μεγάλη, πικρή και ματωμένη μέρα. Ο λαός
της κατέβηκε στους δρόμους για το ‘απαγορευμένο’ συλλαλητήριο.
Το συλλαλητήριο που δεν είχε δικαίωμα να του το
απαγορεύσεις κανένας. Το συλλαλητήριο που συμπύκνωσε σε μια κολοσσιαία δυναμική
εκδήλωση τους πόθους και τη θέληση του Ελληνικού Λαού.
Ποτέ η πρωτεύουσα δεν είδε τέτοιο συναγερμό…Αλλά και
ποτέ η πρωτεύουσα δεν είδε τέτοια απαίσια, κυνική και απόλυτα αδικαιολόγητη
τρομοκρατική ενέργεια όπως χθες.»[2]
Στις 14:30 το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή
επιχειρήσεων» για την εφαρμογή του Σχεδίου Ενεργείας από την επομένη το πρωί.
Ακολούθως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάχθηκαν να προχωρήσουν στον αφοπλισμό των
αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής, αποφεύγοντας ταυτόχρονα κάθε
«εμπλοκή» με τους Βρετανούς. Διατάχθηκε επίσης η κινητοποίηση της ΙΙ Μεραρχίας
και του Μηχανοκίνητου Τμήματος του ΕΛΑΣ. Η Διοίκηση του Α’ ΣΣ μεταφέρθηκε στη
Νέα Φιλαδέλφεια.
Κατά τα μεσάνυχτα, ωστόσο, εκδόθηκε νέα διαταγή, η
οποία ακύρωνε την προηγούμενη, περιορίζοντας τη δράση του ΕΛΑΣ στον αφοπλισμό
της Χωροφυλακής των προαστίων και τη συντριβή των Χιτών που βρίσκονταν
συγκεντρωμένοι στο Θησείο. Είχε προηγηθεί σύσκεψη στελεχών της ΚΕ του ΕΛΑΣ με
το Α’ ΣΣ, όπου συζητήθηκε ο συσχετισμός δυνάμεων στην πρωτεύουσα. Σε αυτή, αφού
επισημάνθηκαν τα λάθη της Καζέρτας, της μη-συγκέντρωσης ανδρών και οπλισμού
στην Αθήνα, κλπ., καταλήχθηκε πως στην παρούσα κατάσταση, μια μεν αναμέτρηση
μεταξύ του ΕΛΑΣ και της εγχώριας αντίδρασης θα είχε αναμφίβολα νικηφόρο
αποτέλεσμα, ωστόσο, μια ενδεχόμενη εμπλοκή των Βρετανών θα ανέτρεπε εντελώς την
ισορροπία δυνάμεων. Έπρεπε επομένως να προηγηθεί μια μεγαλύτερη συγκέντρωση
δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα έως τις 10 Δεκέμβρη, οπότε έληγε και το
τελεσίγραφο για τον αφοπλισμό του.[3]
Την ίδια στιγμή ο αντίπαλος δεν έδειχνε παρόμοια
αναβλητικότητα. Το ίδιο βράδυ 2 τάγματα της Ορεινής Ταξιαρχίας κινήθηκαν
ανενόχλητα και εγκαταστάθηκαν στα Παλιά Ανάκτορα, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού
και το Πανεπιστήμιο. Ο Τσόρτσιλ, από τη μεριά του, πίεζε τον στρατηγό Ουίλσον
(ανώτατο αρχηγό των χερσαίων συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου) να αποσπάσει
δυνάμεις από το Ιταλικό μέτωπο και να τις αποστείλει άμεσα στην Αθήνα: «Είμαι
βέβαιος», τόνιζε σε σχετικό του τηλεγράφημα, «ότι βλέπετε την κατάσταση με
στενό πνεύμα. Καταστροφή στην Ελλάδα λόγω ελλείψεως λίγων Ταγμάτων θα ήταν
λυπηρό πράγμα και θα είχε συνέπειες σε μεγάλη κλίμακα. Η καταστροφή στην Αθήνα
δεν ισοσταθμίζεται με την κατάληψη της Μπολώνιας. Γνωστοποιείστε μου τι
αποφασίζετε.»[4]
[1] Ο Άγγελος Έβερτ ήταν αρχηγός της Αστυνομικής
Διεύθυνσης Αθηνών επί Κατοχής, ενώ διατηρήθηκε στη θέση αυτή από τον Γ.
Παπανδρέου και μετά την απελευθέρωση. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Έβερτ το 1958,
«βάσει των υπευθύνων διαταγών τας οποίας είχον, διέταξα και εγώ υπευθύνως την
βιαίαν διάλυσιν των επιτιθεμένων [!] διαδηλωτών.» Ακρόπολις, 12/12/1958
[2] Ριζοσπάστης, 4/12/1944
[3] Σπύρος Α. Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην
Αθήνα, σελ.58-64, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.
[4] Ανδρικόπουλος, όπως παρατίθεται στο Σπύρος Α.
Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, σελ.78, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,
1986.
Πηγή: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση»,
εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 - Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη
1944″
To κείμενο το αλιεύσαμε από το
ιστολόγιο:erodotos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου