Η απόφαση της Ελβετίας, παρά το τεράστιο κόστος της,
τεκμηριώνει πως μπορεί η Ευρωζώνη να επιλέξει ένα τρομακτικό τέλος, όσον αφορά
την αποπομπή ενός μέλους της, παρά έναν τρόμο δίχως τέλος – τραπεζικές
επιθέσεις και κραχ;
Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας συναντήθηκε με την
ΕΚΤ το Σαββατοκύριακο – πριν ακόμη ανακοινώσει την απόφαση της να αποδεσμεύσει
την ισοτιμία του φράγκου από το ευρώ. Αφού άκουσε τις τοποθετήσεις του διοικητή
της, αποφάσισε μερικές ημέρες αργότερα να πάρει το ρίσκο – το οποίο έχει κοστίσει
μέχρι στιγμής στις επιχειρήσεις της χώρας απώλειες της χρηματιστηριακής τους
αξίας, οι οποίες υπερβαίνουν τα 100 δις €.
Εάν προσθέσει κανείς δε τις ζημίες της κεντρικής
τράπεζας, από την πτώση της αξίας των τεραστίων συναλλαγματικών αποθεμάτων σε ευρώ
που διαθέτει, τότε θα κατανοήσει πως επέλεξε ένα τρομακτικό τέλος, παρά έναν
τρόμο δίχως τέλος - ενώ οι προβλέψεις του για το μέλλον του ευρώ δεν θα είναι
καθόλου ευοίωνες.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η χθεσινή, ραγδαία
υποτίμηση του ευρώ απέναντι στο φράγκο – η οποία το μεσημέρι (13:57) έφτασε
ακόμη και στο 0,8705.
Περαιτέρω, ο επόμενος «πυροβολισμός» εναντίον του
ευρώ προήλθε σήμερα από την Ελλάδα – όταν έγινε γνωστό ότι, δύο μεγάλες
τράπεζες της κατέφυγαν στο μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας (ELA), ενώ
προβλέπεται ότι θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες.
Σημειώνουμε εδώ πως η βοήθεια ρευστότητας έκτακτης
ανάγκης (ELA – Emergency Liquidity Assistance), είναι ένας μηχανισμός των
εθνικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος, με βάση τον οποίο οι εμπορικές
τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν παροδικά προβλήματα έλλειψης ρευστότητας,
μπορούν να δανείζονται από την κεντρική της χώρας τους, έναντι των εγγυήσεων
που της παρέχουν – υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι αφερέγγυες, οπότε στα
πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Η απόφαση για την παροχή αυτού του είδους της
βοήθειας λαμβάνεται συνήθως από την κεντρική τράπεζα της εκάστοτε χώρας – η
οποία αναλαμβάνει τόσο το ρίσκο, όσο και το κόστος της συγκεκριμένης
διεργασίας.
Στα πλαίσια αυτά, ο «δανειστής ύστατης ανάγκης» στο ευρωπαϊκό
χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι η ΕΚΤ, αλλά η εκάστοτε εθνική κεντρική
τράπεζα – αν και η ΕΚΤ πρέπει να εγκρίνει την έκτακτη παροχή ρευστότητας (ELA),
όπου το συμβούλιο της αποφασίζει επίσης το ανώτατο ύψος της για κάθε τράπεζα.
Οι λεπτομέρειες που αφορούν το ELA δεν έχουν
δημοσιευθεί και διατηρούνται μυστικές. Υπολογίζεται πως το επιτόκιο τέτοιου
είδους δανείων είναι μεταξύ 1% και 1,5% πάνω από το ανώτατο βασικό επιτόκιο της
ΕΚΤ – ενώ οι εγγυήσεις που απαιτούνται είναι χαμηλότερης ποιότητας, από αυτές
που επιτρέπεται οι εμπορικές τράπεζες να καταθέσουν στην ΕΚΤ. Θεωρείται δε ότι,
για αυτού του είδους τα δάνεια δεν εγγυάται πλέον το ευρωπαϊκό σύστημα, αλλά οι
φορολογούμενοι Πολίτες της εκάστοτε χώρας – οι οποίοι επιβαρύνονται με τις ζημίες,
εάν τυχόν χρεοκοπήσει κάποια τράπεζα.
Χρήση του ELA έγινε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση
του 2007 από τράπεζες του Βελγίου, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Κύπρου –
χωρίς τελικά να υπάρξουν προβλήματα, με εξαίρεση ίσως την Κύπρο. Υπενθυμίζουμε εδώ
πως οι βουλευτές του νησιού, αφού αρχικά απέρριψαν το μνημόνιο, αναγκάσθηκαν να
αλλάξουν ελάχιστο χρονικό διάστημα αργότερα την απόφαση τους, μετά την απειλή
της ΕΚΤ να αφαιρέσει τη πρίζα του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος – γεγονός
που, παρόλα αυτά, στοίχισε στην Κύπρο το παροδικό κλείσιμο των τραπεζών της, τη
διάσωση τους από τους καταθέτες άνω των 100.000 € κοκ.
Συνεχίζοντας, επειδή οι ελληνικές τράπεζες που
ζήτησαν την έγκριση του ELA έχουν προφανώς μεγάλα προβλήματα ρευστότητας, ο
διεθνής Τύπος υποθέτει ότι έχει ήδη ξεκινήσει η τραπεζική επίθεση (Bank run)
στην πατρίδα μας, με τους καταθέτες να αδειάζουν σε κατάσταση πανικού τους
λογαριασμούς τους.
Με δεδομένο δε το ότι, η τάση αυτή άρχισε από το
Δεκέμβριο, αν και η κυβέρνηση διαβεβαίωσε τους καταθέτες πως έχει λάβει όλα τα
απαιτούμενα μέτρα για να εμποδίσει ένα τραπεζικό κραχ, η ανησυχία δεν είναι
παράλογη – πόσο μάλλον όταν τα έσοδα του δημοσίου έχουν καταρρεύσει, αμέσως
μετά την ανακοίνωση της πρόωρης εκλογικής διαδικασίας για την ψήφιση προέδρου,
η οποία δεν ευοδώθηκε.
Ένα επόμενο ανησυχητικό γεγονός είναι η λήξη των
έντοκων γραμματίων (T-Bills), τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι ξένοι
επενδυτές και δεν ανανέωσαν – με αποτέλεσμα να πρέπει να αγοραστούν από τις
ελληνικές τράπεζες, εάν φυσικά έχουν τη δυνατότητα ή εάν θέλουν να αναλάβουν το
ρίσκο. Πρόκειται για ένα συνολικό ποσόν ύψους περί τα 3 δις € τα οποία όμως,
εάν προστεθούν στο δημοσιονομικό κενό των 4 δις € που λέγεται πως προήλθε από
την πτώση των κρατικών εσόδων, δημιουργούν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Περαιτέρω, η δήλωση του εισαγγελέα του ευρωπαϊκού
δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η ΕΚΤ δεν επιτρέπεται να αγοράσει ομόλογα
κρατών, τα οποία η ΕΚΤ ως μέλος της Τρόικας ελέγχει άμεσα, κλιμακώνει δραματικά
τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών – αφού η Ελλάδα δεν κατάφερε να βγει από
το πρόγραμμα της Τρόικας στο τέλος του Δεκεμβρίου, λόγω της απαίτησης της
αντιπολίτευσης για πρόωρες εκλογές, οι οποίες ανέβαλλαν τελικά την ολοκλήρωση
των συζητήσεων που το αφορούσαν.
Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ αδυνατεί πλέον να
λειτουργήσει, όσον αφορά τη διάσωση των ελληνικών τραπεζών – οι οποίες
αντιμετωπίζουν ένα ακόμη πρόβλημα, μετά την αποδέσμευση της κεντρικής τράπεζας
της Ελβετίας από το ευρώ: μία «τρύπα ρευστότητας» όπως αποκαλείται, ύψους περί
τα 2 δις €.
Η ΕΚΤ θα αποφασίσει την επόμενη εβδομάδα για τις
αιτήσεις παροχής ELA των ελληνικών τραπεζών, ενώ δεν θέλει να ενοχοποιηθεί για
συνεργία σε μία «παράνομη καθυστέρηση χρεοκοπίας», όπως συνέβη με τις τράπεζες
της Κύπρου – γεγονός που εμείς τουλάχιστον θεωρούμε εξαιρετικά επικίνδυνο για
τη χώρα μας.
Στο σημείο αυτό θεωρείται πως θα έπρεπε να
παρακαλέσει κανείς θερμά την αξιωματική αντιπολίτευση να σταματήσει να
υπόσχεται στους πάντες τα πάντα, σε εκατονταπλάσιο βαθμό από την κυβέρνηση που
μας οδήγησε το 2010 στη χρεοκοπία και στο ΔΝΤ. Επίσης να μην υποτιμάει τόσο
πολύ τις δυνατότητες της Ευρωζώνης να «αποπέμψει» την Ελλάδα – αφού, αν και
είναι εξαιρετικά δύσκολο, δεν είναι ασφαλώς απίθανο.
Η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, παρά
το τεράστιο κόστος για τη χώρα της, τεκμηριώνει πως μπορεί επίσης η Ευρωζώνη να
επιλέξει ένα τρομακτικό τέλος όσον αφορά την αποπομπή ενός μέλους της, παρά
έναν τρόμο δίχως τέλος – όσο και αν κοστίσει.
Εάν συνέβαινε λοιπόν κάτι τέτοιο, υποχρεώνοντας την
Ελλάδα να υιοθετήσει ανεξέλεγκτα τη δραχμή, τα ανώτερα, τα μεσαία και τα
κατώτερα εισοδηματικά στρώματα θα βυθιζόταν κυριολεκτικά σε έναν εφιάλτη – ενώ
τα ανώτατα θα κέρδιζαν τεράστια ποσά.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να καταφύγει
στο ΔΝΤ, παραμένοντας σκλάβος του για ένα πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα –
με αποτέλεσμα τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της, καθώς
επίσης την απόλυτη εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου