Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ελένης Βουγιούκαλου:«Άμισθοι πολιτικοί;»


Στα λεξικά, «επάγγελμα» ορίζεται η βιοποριστική εργασία κάποιου, και επαγγελματίας αυτός που την ασκεί.
Επομένως όταν ασκώ ένα επάγγελμα, σκοπός μου είναι να εξασφαλίζω τα προς το ζην και ως επαγγελματίας με ενδιαφέρει το ατομικό και οικογενειακό μου συμφέρον. 
Δεν νοείται επαγγελματίας αυτός που ενδιαφέρεται για το ατομικό ή οικογενειακό συμφέρον άλλου ατόμου.
Αντιθέτως τώρα ο κρατικός λειτουργός ενδιαφέρεται για το συμφέρον του γενικού συνόλου. 
Κι αν ο επαγγελματίας ξεκινά από την αφετηρία του λαμβάνειν ο κρατικός λειτουργός ξεκινά από την αφετηρία να προσφέρειν, (αγαθά, γνώσεις, υπηρεσία, χρήματα).
Όταν λοιπόν ασκώ λειτούργημα σκοπός μου δεν είναι να εξασφαλίσω τα προς το ζην εμένα και της οικογένειας μου,(όπως συμβαίνει όταν ασκώ επάγγελμα), αλλά να προσφέρω  προς το σύνολο για την δική του επιβίωση. 

Το ατομικό συμφέρον όχι μόνο δεν συμβιβάζεται με το λειτούργημα αλλά και συγκρούεται με αυτό, δεδομένου ότι αυτός που ασκεί λειτούργημα οφείλει να προσφέρει, να δαπανά  κ.λ.π., προς την πολιτεία  κι έτσι μειώνεται η ατομική και οικογενειακή περιουσία του.
Στην περίοδο ακμής όλων των πόλεων - κρατών της αρχαίας Ελλάδας οι πολιτικοί άρχοντες, οι δικαστές, οι διπλωματικοί απεσταλμένοι, οι στρατιωτικοί και γενικά όλα τα άτομα που ήταν ταγμένα στην υπηρεσία του συνόλου και της πολιτείας, δεν ζούσαν από το λειτούργημα που ασκούσαν, ήταν άμισθοι.
Ο θεσμός του  άμισθου επεκτεινόταν και σε οποιοδήποτε άλλο πολίτη που προσέφερε οποιαδήποτε υπηρεσία στην πολιτεία, όπως ήταν οι στρατιώτες, οι δικαστές, οι αστυνομικοί, οι υπάλληλοι δημοσίων λειτουργιών καθώς και οι κατασκευαστές δημοσίων και κοινοτικών έργων.


Μάλιστα λειτουργοί ιδιώτες πολίτες αναλάμβαναν με δικά τους χρήματα την κάλυψη δημοσίων δαπανών όπως την συντήριση πολεμικών πλοίων, ανέβασμα θεατρικών έργων, οργάνωση αγώνων κ.α. (χορηγίες).
Το δημόσιο ταμείο υπήρχε για δαπάνες άσχετες με μισθοδοσία όπως αγορά υλικού, εξοπλισμό, κατασκευή στόλου, για παιδεία, εξωτερική πολιτική κ.λ.π.
Από την στιγμή που ο Περικλής καθιέρωσε την χρηματική αποζημείωση ενός ημερομισθίου έστω κι ασήμαντου, για τους δικαστές και ορισμένους άλλους λειτουργούς άρχισε η διαφθορά της πολιτείας.
Η πρακτική της χρησιμοποίησης της δημόσιας θέσης ως μέσο βιοπορισμού οδηγεί τον κάτοχο της θέσης στην κοινή λογική του επαγγελματία που ενδιαφέρεται για  το ατομικό του συμφέρον. 
Το επιδιώκει λοιπόν με κάθε θεμιτό κι αθέμιτο τρόπο, όπως με «επιδόματα», «έξοδα παράστασης» κ.λ.π. αλλά κι από άλλους πόρους που δεν προέρχονται από το δημόσιο ταμείο. 
Έτσι εμφανίστηκαν τα φαινόμενα της δωροληψίας, της συναλλαγής, της προμήθειας κ.λ.π. 

Η διαφθορά μοιραία εξαπλώνεται και στους μη υπαλλήλους πολίτες οι οποίοι μεταβάλλονται σε δωροδοκούντες, πριμοδότες κ.λ.π.
Ο έμμισθος υπάλληλος, του οποίου η επιβίωση εξαρτάται από το Δημόσιο Ταμείο, υποτάσσεται και ελέγχεται από αυ¬τούς που κρατούν τα κλειδιά του, δηλαδή από το εκάστοτε ή το μόνιμο πολιτικό κατεστημένο. 
Ο «επαγγελματίας δημόσιος υπάλληλος» δεν υπόκειται πια αποκλειστικά  και μόνο στην αρχή της απρόσωπης Πολιτείας, της οποίας υποτίθεται ότι είναι υπηρέτης, αλλά υποκύπτει στην τυραννία διαφόρων ατόμων, κλικών και φατριών, από τα οποία εξαρτάται η μισθολογική και βαθμολογική του πορεία.
Το επαγγελματοποιημένο λειτούργημα, καθώς μεταλλάσσεται ο αρχικός του χαρακτήρας και μετατρέπεται από δραστηριότητα για την υπηρεσία του συνόλου, σε δραστηριότητα για την εξυπηρέτηση των ασκούντων αυτό, χάνει το κύρος του, υποβιβάζεται στη συνείδηση του συνόλου. Οι ικανοί, που δεν ενδιαφέρονται για το δημόσιο χρήμα, διότι μπορούν να ζήσουν από  οποιοδήποτε άλλο ιδιωτικό επάγγελμα, δεν προσφέρονται για υπάλληλοι ούτε για ηγέτες της Πολιτείας.

Έτσι υποβιβάζεται το επίπεδο των προσφερομένων δημοσίων υπηρεσιών, δυσχεραίνεται η επίτευξη του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε το λειτούργημα και τελικά γίνεται προβληματική η καλή λειτουργία των θεσμών αλλά και των διαφόρων τομέων του μηχανισμού της Πολιτείας.
Καθώς ο έμμισθος λειτουργός υπηρετεί το επαγγελματικό του συμφέρον, «συμμαχεί» με άλλους που έχουν τα ίδια μ’ αυτόν συμφέροντα, για να μπορέσει έτσι να τα εξασφαλίσει και προωθήσει ευκολότερα. 
Έτσι αρχίζει η ομαδοποίηση των λειτουργών, που οδηγεί στη συγκρότηση μικρών και ευρύτερων κλικών.
Σταδιακά η κλίκα που δημιουργείται μεταξύ των υπαλλήλων μιας υπηρεσίας, επεκτείνεται στην κάστα της κατηγορίας τους ή του τομέα που επανδρώνουν. 
Τελική κατάληξη της ομαδοποιήσεως των λειτουργών είναι η ανάπτυξη κοινού καστικού πνεύματος μεταξύ όλων όσοι αποζούν από το Δημόσιο Ταμείο, δηλαδή όλων των εμμίσθων υπαλλήλων του Κράτους.

Έτσι η Πολιτεία από σχήμα που εξ΄ορισμού δημιουργείται για να υπηρετεί, γίνεται σχήμα που υπάρχει για να υπηρετείται από τα εκτός αυτής ευρισκόμενα μέ λη του συνό λου, καταντά δηλαδή  αυτό  που ζούμε σήμερα και που ονομάζουμε «ληστρικό Κράτος», δηλαδή εξουσιαστικό υποσύνολο, που απομυζά τους πολίτες για να τρέφει εκείνους που το αποτελούν (πολιτικούς, ηγέτες, βουλευτές, στρατιωτικούς, διπλωμάτες, δικαστές, υπηρεσιακούς παράγοντες και υπαλλήλους πάσης κατηγορίας).
Η δαπάνη του δημοσίου χρήματος πολλαπλασιάζεται με την παροχή μισθών, επιδομάτων και συντάξεων, που σαν κονδύλια συχνά καλύπτουν ποσά πολύ μεγαλύτερα από όσα χρειάζεται ένα Έθνος για να «λειτουργήσει» σαν σύνολο. 
Έτσι η οικονομικά απομυζούμενη Πολιτεία καθίσταται ανίκανη να αντιμετωπίζει με άνεση άλλες δαπάνες, απαραίτητες για την επιβίωση και προκοπή του συνόλου
Με την ανάθεση των δημοσίων θέσεων και συνεπώς των τυχών της ομάδας σε επαγγελματίες και τον αποκλεισμό των υπολοίπων μελών από τη διαδικασία των αποφάσεων η Πολιτεία μεταβάλλεται σε καστικό κράτος, δηλαδή σ’ ένα υποσύνολο που αναπτύσσεται σαν εξόγκωμα πάνω στον κορμό του συνόλου και εξελίσσεται σε κλειστό «λόμπυ» εξουσίας, που λειτουργεί μόνο για την υλική συντήρηση του ιδίου του εαυτού της, αδιαφορώντας για τα Έθνος.

Το καστικὸ Κράτος, εκτός του ότι από την φύση του αποτελεί σχήμα υποβιβασμένο σε σχέση με το Εθνικό σύνολο, είναι ταυτόχρονα σχήμα ανίσχυρο, χαλαρό, συγκεντρωτικό και ανενεργό σε σύγκριση με την Πολιτεία, που στηρίζεται στη συνεχή δημόσια ενεργοποίηση ολόκληρου του δυναμικού της ομάδας και αντλεί τις δυνάμεις της από το σύνολο των ατόμων, των οποίων το συμφέρον συμπίπτει με το συμφέρον της δικής τους, μη καστικής  Πολιτείας, δηλαδή από το σύνολο των πολιτών.
Τα καστικά  Κράτη, καθώς είναι αποδυναμωμένα, χωρίς εσωτερική συνοχή και εκ των πραγμάτων αποχωρισμένα από το κύριο σώμα του συνόλου, μοιραία εξελίσσονται σε διεθνιστικά και τελικά υποτάσσονται στη Διεθνή Εξουσία  πράγμα που εξ αντικειμένου δεν μπορεί να συμβεί με την Πολιτεία, δεδομένου ότι Πολιτεία και Διεθνής Εξουσία είναι δυνάμεις εξ ορισμού αντίθετες, αντίπαλες και ασυμβίβαστες.
 Η κατάργηση του επαγγελματισμού των λειτουργών αποτελεί κεφαλαιώδη προϋπόθεση της κοινωνίας και της Πολιτείας και αποκατάσταση του φυσικού κοινωνικού ρόλου των μελών τους, ρόλου που ανετράπη στην εξουσιαστική κοινωνία της παρακμής, του ψεύδους και της ανελευθερίας.
                                       Δημ. I. Λάμπρου. («Ἀναζήτηση», Αθήνα 1980, σσ. 211-219.)
                                                     Και για την προσαρμογή:Ελένη Βουγιούκαλου
                                  € ●► ◄►  « »  ▲▼    $    €   $  ▲▼◄► € « » $  ▲▼ « » ◄► ●► €

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου