Η επιδίωξη της ανόδου του
μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων (και, θεσμικά, ο εκδημοκρατισμός της
εκπαίδευσης) δεν αντιστοιχεί μόνο στις ιστορικές εξελίξεις που χαρακτήρισαν τις
παραγωγικές ανάγκες και τους τεχνικούς εκσυγχρονισμούς της νεότερης βιομηχανικής
δυτικής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, είχαν επίσης ένα
σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ως προς τον ορισμό των κριτηρίων της κοινωνικής
ιεραρχίας και του κύρους ή της «αξίας» των διαφόρων επαγγελμάτων.
Η υψηλού επιπέδου
μόρφωση, η καλλιέργεια, η «Παιδεία», αργότερα η τεχνοεπιστημονική εξειδίκευση,
έχαιραν συνεπώς πάντα ενός διόλου ευκαταφρόνητου κοινωνικού γοήτρου.
Ήδη από
τον 15ο αιώνα και την Αναγέννηση, το γόητρο αυτό σαγηνεύει ιδιαίτερα τα
ανερχόμενα αστικά στρώματα της εποχής, τα οποία παράλληλα τείνουν να
«παραδίδονται στην πολυτέλεια και να επιδιώκουν μια άνετη ζωή εισοδηματία»
(VonMartin, Η Κοινωνιολογία της Αναγέννησης, εκδ. Νέα Σύνορα -Λιβάνης, 1979, σ.
94-95).
Πρόκειται προφανώς για
τους νεόπλουτους αστούς της εποχής, που συχνά μιμούνται αδέξια τους ευγενείς
και αριστοκράτες, επιδιώκοντας να αποκτήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται ένα
αντίστοιχο κοινωνικό κύρος, έστω στο πεδίο του lifestyle.
Είναι βέβαια τα
συνηθισμένα αντικείμενα χλευασμού του Μολιέρου στη Γαλλία και πολύ αργότερα,
κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, του Βέμπλεν στην Αμερική.