Η ά-δεια παράγεται από τον α-δεή (α- στερητικό και δέος): «φόβος».
Ο α-δεής ελευθερώθηκε για ένα μήνα (!) από το φόβο που του προκαλεί το δεινό από το δέος αφεντικό και πορεύεται...
Ο α-δεής α-δειούχος αλάεται πλέον. Περι-θέει : τρέχει στα πέρι(ξ) για να έχει θέα συνολική.
Ικάνει : έρχεται, φθάνει σε μακρινούς Fo-ίκ-ους: οίκ-ους <οίκος = ο τόπος και το σύνολο των εισερχομένων και Fo-ίκ-ος δόμος : το κτίριο>.
Αλάεται μακράν της πατρίδας του, στα Αλή-ια πεδία - έλεγαν οι αρχαίοι - της Λυκίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Σικελίας...
Σ' αυτές τις χώρες των περιπλανήσεων βρίσκεται σε άλη... θεία, θεϊκή ψάχοντας την «αλή-θεια». Κάποιος αλάστωρ δαίμων τον ωθεί στην περιπλάνησή του αυτή από λιμάνι σε λιμάνι, από τόπο σε τόπο θεωρίης είνεκεν.
Τους αλάστορες <...τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα...> δεν φοβάται ως α-δεής αδειούχος σε άλη. Ετσι ικάνει, φθάνει <σε λιμένας πρωτοϊδωμένους> και μαθαίνει από τους σοφούς τις αλήθειες που ισχύουν εκεί.
Με τα πολλά... βρίσκει ευρ-ίσκ-ει, (εφ)ευρ-ίσκ-ει τη νέα οδό της αλη-θείας και τη μέθ-οδο που χρειάζεται για να τη διαβεί.
Η μέθ-οδος είναι το μοναδικό εφ-όδιο απ' την είσ-οδο ίσαμε την έξ-οδο.
Χωρίς μέθ-οδο ψάχνει στα τυφλά, ψαύει. [Από το αρχαίο ψαύω: αγγίζω• περιεργάζομαι κάτι με τις άκρες των δακτύλων μου - αόρ. έψαξα - παράγεται το μεσν. ψάχω (με επίθημα -νω)]
«Μην το ψάχνεις», του λένε οι αδαείς. 'Η «τι ψάχνεις να βρεις».
Παρ' όλα αυτά, ψάχνει και βρίσκει αναφωνώντας πότε-πότε το «Εύρηκα-Εύρηκα» που κραύγασε και ο Αρχιμήδης βγαίνοντας από τη θάλασσα των Συρακουσών, όταν βρήκε εκεί την υδροστατική αρχή της άνωσης.
Ετσι η ζωή (!) που «μετριέται» σε μέρες του Ιουλίου στις αμμουδιές και στις κορυφογραμμές με την άνεση του αδέητου: του μηδενός δεόμενου που προσφέρει η άδεια.
ΑΝΑΨΥΧΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Η ψυχαγωγία και το ψυχαγωγώ, που σημαίνει ευφραίνω, τέρπω, παράγονται από΄το επίθετο του θεού Ερμή «ψυχαγωγός» [ψυχή+αγωγός (& άγω)], επειδή οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. «Δεν ηξηκρίβωσα -σημειώνει ο Στέφανος Κουμανούδης στη Συναγωγή Νέων Λέξεων, εν Αθήναις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1900 -το πότε άρχισεν εις την παλαιάν ταύτην λέξιν η νεωτερική σημασία (της τέρψης και της απόλαυσης)...».
Κάποτε, λοιπόν, η γιομάτη μυστήριο και μαγεία «ψυχαγωγία», που περιέγραφε τις πρακτικές της ανάκλησης των νεκρών στα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία), με σκοπό τη γνώση του μέλλοντος, άρχιζε να αποβάλει το πρώτο της μαγικο-θρησκευτικό περιεχόμενο σημαίνοντας σχεδόν αποκλειστικά την τέρψη και τη βαθιά απόλαυση.
Η τέρψη παράγεται από ρίζα *τερη-, που έχει την έννοιαν τού «χορταίνειν».
Εδώ ανήκει το τρέφω και η σανσκριτική t(a)rp-ami: «χορταίνειν, ευαρεστείσθαι».
Τέρπω στις μέρες μας σημαίνει χορταίνω με πνευματική τροφή και τέρψις είναι ο κορεσμός της ψυχής από ευφρόσυνα συναισθήματα.
Ετσι ο καλοαναθρεμμένος με την κατάλληλη «αγωγή» που προσφέρουν οι καλές τέχνες: μουσική, θέατρο κ.λπ., «χορταίνει» πνευματικά, αποκτώντας την πολυπόθητη ευφροσύνη.
Ο χωρίς αγωγή αντίθετα (ο αν-άγωγος ή κακοαναθρεμμένος) δεν τέρπεται, δεν ευφραίνεται, αλλά διασκεδάζει διασκορπίζοντας τις στενοχώριες του.
Η διασκέδαση, που διαφέρει σημαντικότατα από την ψυχαγωγία (όσο διαφέρει το Ηρώδειο από ένα κέντρο διασκέδασης), παράγεται από το διασκεδάννυμι = διασκορπίζω έγνοιες και στενοχώριες. Εδώ ανήκουν το κεάζω=σχίζω στη μέση, «θα σε σκίσω», το "σ" κέπαρνον κ.ά.
Το θέρος ιδιαίτερα οι Ελληνες από την εποχή του Ομήρου χρησιμοποιούν το «αναψύχειν».
«...κι εκείνοι βούτηξαν στη θάλασσα... Κι αφού τα κύματα... τον πλήθιο ιδρώτα πλύναν/... και δροσίστηκαν βαθιά στα σπλάχνα μέσα (και ανέψυχθεν φύλον ήτορ) σε καλοσκαλισμένους μπήκανε λουτρούς (ασαμίνθους)» [Ιλ. Κ]. Μετά σε «κρήνη αναψύχουσα...» (Ευρ.. Ιφ. εν Αυλ. 421) [...στην πηγή να δροσίσουν...] και «ες λειμώνων χλόην» [σε χλοερό λιβάδι].
ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
08/07/2006 & 11/08/2001
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου