Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Η Ελληνική Αριστερά & η πολιτική του Ανατολικο-γερμανικού Κομμουνιστικού κόμματος

         ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΟΥΝΤΑ & ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ 
        ΜΙΑ ΘΕΡΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
       Ελλάδα & ανατολικός συνασπισμός
Οι σχέσεις μεταξύ του ανατολικογερμανικού κράτους και των δυτικών καπιταλιστικών χωρών συνιστούν ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της διπλωματίας. 
Το κράτος αυτό, του οποίου η σύσταση και εξέλιξη έγινε συνώνυμο του Ψυχρού Πολέμου, βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, καθώς αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης των δύο υπερδυνάμεων και των δορυφόρων τους από την πρώτη στιγμή της διαίρεσης της Ευρώπης. 
Πουθενά δεν εκφράστηκε εναργέστερα η αντιπαράθεση αυτή, απ’ όσο στις προσπάθειες του κράτους αυτού να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και κύρος στην παγκόσμια κοινότητα των κρατών, ανάλογη μεαυτή που απολάμβαναν τα άλλα κράτη του σοβιετικού συνασπισμού.
Η προσπάθεια αυτή συναντούσε, ωστόσο, συγκεκριμένα εμπόδια, όπως την πολιτική απομόνωσης που επιβλήθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς του Ανατολικού Βερολίνου από την Ομοσπονδιακή Γερμανία και το ΝΑΤΟ. 
Σύμφωνα με το λεγόμενο δόγμα Hallstein, η Ομοσπονδιακή Γερμανία απειλούσε να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με οποιοδήποτε κράτος του μη κομμουνιστικού κόσμου το οποίο θα αναγνώριζε την Ανατολική Γερμανία.2
Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην επιδίωξη της αναγνώρισης του κράτους αυτού και την αποτροπή της θα ορίσει τον κύριο άξονα άσκησης εξωτερικής πολιτικής των δύο εκπροσώπων του γερμανικού έθνους για δεκαετίες.
Ο ανταγωνισμός αυτός θα προσδιορίσει όχι μόνο τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τις σχέσεις τρίτων χωρών με τα δύο γερμανικά κράτη.

 1. To παρόν άρθρο βασίζεται σε πηγές και αρχειακό υλικό που ο γράφων συγκέντρωσε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της διδακτορικής του διατριβής και για λόγους οικονομίας χώρου μόνο μερικώς αξιοποίησε σε αυτήν.
























Αντλεί επίσης σημαντικές πληροφορίες από δευτερογενείς πηγές που είτε εκδόθηκαν αργότερα, όπως, για παράδειγμα, το σημαντικό βιβλίο του Σωτήρη Ριζά,Οι Ηνωμένες  Πολιτείες, η δικτατορία των Συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα 1967 -1974 Αθήνα: Πατάκης, 2002, και το συλλογικό έργο Ulrich Pfeil (επιμ.),  Die DDR und der Westen: Transnationale  Beziehungen 1949-1989, Berlin: Links, 2001, ή εντοπίστηκαν αργότερα λόγω αντικειμενικών δυσκολιών και φωτίζουν όλες μαζί πληρέστερα κάποιες πλευρές της θεματικής αυτής.
2. Βλ. για το ζήτημα αυτό τη μονογραφία του R.-M. Booz, „ Hallsteinzeit": Deutsche Au ßenpolitik 1955-1972, Bonn: Bouvier, 1995.
                                  ===================================
Στο πλαίσιο αυτό εξελίχτηκαν & οι σχέσεις της Ελλάδας με τις δύο χώρες μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, εποχή έντασης του Ψυχρού Πολέμου,  η Ανατολική Γερμανία είχε θέσει ως στόχο να σπάσει το φράγμα της διπλωματικής και οικονομικής της απομόνωσης. 
Στην προσπάθειά της αυτή θα επιδιώξει να αποκτήσει συμμάχους, να δημιουργήσει δηλαδή σχέσεις με μια σειρά από κράτη, δια μέσου των οποίων προσδοκούσε να υπερβεί την απομόνωσή της.
Καταλληλότερα για το σκοπό αυτό εμφανίζονταν καταρχήν ουδέτερα κράτη, όπως η Φιλανδία, η Ελβετία και, μετά την ανεξαρτησία της το 1960, η Κύπρος.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ανατολικού Βερολίνου έλκυαν εντούτοις δύο κράτη του αντίπαλου συνασπισμού, του ΝΑΤΟ. 
Τα κράτη αυτά ήταν η Ισλανδία, λόγω των σημαντικών ταξιδιωτικών διευκολύνσεων που παρείχε στους ανατολικογερμανούς διπλωμάτες, και η Ελλάδα. 
Οι λόγοι της προτίμησης για τη χώρα αυτή αφορούσαν μια σειρά από λόγους, όπως το τεράστιο εμπορικό της έλλειμμα, τα ισχυρά αντιδυτικά ανακλαστικά των Ελλήνων, καθώς και γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές καταπατούσαν συστηματικά τους περιορισμούς του ΝΑΤΟ και της COCOM απέναντι στις Ανατολικές Χώρες.
Η ίδρυση της COCOM (Coordinating Committee on Multilateral Ex port Control) το 1949 ήταν μια συμπληρωματική πράξη στη δημιουργία του ΝΑΤΟ, που είχε στόχο να εμποδίσει τη διάδοση και την εξαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της.
Για την ακρίβεια, επρόκειτο για ένα τεχνολογικό εμπάργκο της Δύσης εναντίον του ανατολικού μπλοκ, το οποίο μαζί με άλλα μέτρα αποσκοπούσε στην υπονόμευση του κρατικού οικονομικού συστήματος, που η Σοβιετική Ένωση είχε επιβάλει στους δορυφόρους της.
Η Ελλάδα βρέθηκε επομένως γρήγορα στο στόχαστρο των Ανατολικογερμανών, οι οποίοι ερμήνευαν τη θέση της χώρας στην ατλαντική συμμαχία ως ιδιαίτερα επισφαλή και την εσωτερική οικονομική της κατάσταση ως απολύτως ασταθή. 
Στην εκτίμηση αυτή συνέβαλε η ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος από την ελληνοκυπριακή Εκκλησία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και η συνακόλουθη διεθνοποίηση του από την ελληνική κυβέρνηση το 1954.
Η ενέργεια αυτή, καθώς και η ογκούμενη λαϊκή πίεση, επιβάρυνε τις σχέσεις Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας, ενώ οδήγησε σε ελληνοτουρκική κρίση, η οποία κορυφώθηκε με την μονομερή απόφαση της Ελλάδας να αποχωρήσει από το στρατηγείο της Σμύρνης ως αντίδραση στα ανθελληνικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το Σεπτέμβριο του 1955.
Οι εξελίξεις αυτές προσέδωσαν πολύ γρήγορα στην Ελλάδα τον χαρακτηρισμό του «αδύνατου κρίκου» της δυτικής συμμαχίας.
Η εικόνα αυτή ερμηνεύθηκε από τους Ανατολικούς ως ρωγμή του αντιπάλου συνασπισμού.
Αυτήν ακριβώς την ρωγμή προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν χωρίς καθυστέρηση, στην πάγια τακτική τους να αποσταθεροποιήσουν τη νοτιoανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να αποκομίσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη.
Στη διανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των χωρών αυτών η Ανατολική Γερμανία ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή να εξασθενήσει την πολιτική και οικονομική παντοδυναμία της Δυτικής Γερμανίας την περίοδο αυτή στην Ελλάδα, προωθώντας παράλληλα τον στόχο της αναγνώρισής της ως ισότιμου δεύτερου γερμανικού κράτους.
Η Ελλάδα θα καταστεί θέατρο του ενδογερμανικού ανταγωνισμού & κομμάτι του γενικότερου γερμανικού ζητήματος
Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που υποχρέωναν την ελληνική κυβέρνηση να τηρεί συγκεκριμένες ισορροπίες στην εξωτερική της πολιτική και έναν πάγιο φιλοδυτικό προσανατολισμό, η Δυτική Γερμανία υπερείχε άνετα στον ανταγωνισμό αυτό.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε αναδειχτεί στον κύριο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας.
Η οικονομική της  υπεροχή μεταφράστηκε γρήγορα και σε πολιτική υπεροχή, η οποία αντικατοπτρίζεται στις συχνές ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας των δύο χωρών τη δεκαετία του 1950, αλλά και στη σπουδή, με την οποία οι δύο πλευρές εκκαθάρισαν «δυσάρεστα» κατάλοιπα του πρόσφατου παρελθόντος τους.
Επρόκειτο για τις πολεμικές επανορθώσεις και την τιμωρία των εγκληματιών πολέμου, σημείο που έμελλε να αποδειχτεί αχίλλειος πτέρνα των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Το Ανατολικό Βερολίνο επιστράτευσε από την πλευρά του όλο του τον προπαγανδιστικό του μηχανισμό για να υπονομεύσει τις σχέσεις αυτές.
Κατά ειρωνικό τρόπο θα το καταφέρει κάτω από τις πλέον δυσμενείς συνθήκες για οτιδήποτε σχετιζόταν άμεσα ή έμμεσα με τον κομμουνισμό, την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
3. Ηagen Fleischer, “Postwar Relations between Greece and the two German States: A Re-evalution in the Light of German Unification”, The Southeast European Yearbook 1991 (1992), σ. 164-172.                                                                                                                      4. Andreas Stergiou, „Im Kampf „gegen den Westdeutschen Imperialismus“: Die Politik der  SED im Mittelmeerraum”, Jahrbuch für Historische Kommunismus-Forschung  (2002), σ. 141-165.                                                                                                                      5. H. Fleischer, „Der Neubeginn in den deutsch-griechischen Beziehungen nach dem zweiten Weltkrieg und die Bewältigung der jüngsten Vergangenheit“, στο Griechenland und die BRD im  Rahmen Nachkriegseuropas, Drittes Symposium, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies 1991, σ. 81-108.
Η ελληνική αριστερά & η πολιτική του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος
Στην προσπάθειά του να μειώσει το κύρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην Ελλάδα, το Ανατολικό Βερολίνο αντλούσε υποστήριξη από δύο συμμάχους.
Ο ένας ήταν η εξαγωγική ασφυξία της Ελλάδας, που μεταφραζόταν σε ένα διαρκώς διογκούμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, και η ταυτόχρονη αδυναμία της να βρει αγορές για τα αγροτικά της προϊόντα στο εξωτερικό, που καθήλωνε τα αγροτικά στρώματα στην εξαθλίωση.
Ο δεύτερος ήταν, όπως κατά λέξη αναφέρεται στα αρχεία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, η «άνευ όρων υποστήριξη της Αριστεράς».
Η Αριστερά ανέλαβε, από τη μία, να προπαγανδίσει τις εξαιρετικά ευνοϊκές προσφορές των Ανατολικογερμανών να απορροφήσουν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και να καυτηριάσει τη στάση της «άκαρδης» ελληνικής κυβέρνησης, η οποία συμμετείχε, ως μέλος του ΝΑΤΟ, στο εμπάργκο εναντίον του κράτους αυτού.
Από την άλλη, προσπαθούσε τεχνηέντως να εκμεταλλευθεί πολιτικά όλες τις ανοιχτές πληγές στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας & Δυτικής Γερμανίας, όπως η στάση της τελευταίας στο Κυπριακό ή τα ζητήματα των αποζημιώσεων και της τιμωρίας των εγκληματιών πολέμου.
Με αυτό τον τρόπο η Ανατολική Γερμανία κατόρθωσε πολύ γρήγορα να δημιουργήσει, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις της COCOM & του ΝΑΤΟ, πρώτη απ’ όλες τις ανατολικές χώρες, εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα και μάλιστα σε στρατηγικούς τομείς, καθώς και να αναπτύξει με την ανοχή των ελληνικών αρχών «κρυπτοδιπλωματική» δραστηριότητα.
Η σημαντικότερη επιτυχία της έλαβε χώρα το 1954 με την υπογραφή μιας τραπεζικής συμφωνίας,
η οποία επέτρεψε στην Ανατολική Γερμανία να εγκαταστήσει μια εμπορική αντιπροσωπεία στην Ελλάδα. 
Η εμπορική αυτή αντιπροσωπεία ήταν ένα είδος εμπορικού επιμελητηρίου με ημιεπίσημο χαρακτήρα, που γρήγορα το Ανατολικό Βερολίνο μετέτρεψε κατά παράβαση των τραπεζικών συμφωνιών με την Ελλάδα σε ένα είδος διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα.
6. Bundesarchiv: Stiftungarchiv der Parteien und Massenorganisationen der DDR (στο εξής θα αναφέρεται ως SAPMO-Archiv), DY 30 IV 2//20/252, Abteilung Agitation und Propaganda, „Aktenvermerk über die Tageszeitungen  Avgi  und  Anexartitos Typos vom 19.10.1960“.
7. Οι προσφορές των ανατολικών κρατών για την απορρόφηση των αγροτικών προϊόντων ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και για το λόγο ότι η αποπληρωμή εξαγομένων αγροτικών προϊόντων πραγματοποιούταν σε κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία στην περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Η Ελλάδα έδινε δηλαδή ένα είδος σε επάρκεια και έπαιρνε γι’ αυτό τα τόσο αναγκαία για την μεταπολεμική της ανάπτυξη κεφαλαιουχικά αγαθά. Πρβλ. Σωτήρης Βαλντέν, Ελλάδα και Ανατολικές Χώρες 1950-1967 , τόμος 2, Αθήνα: Οδυσσέας, 1991, σελ. 18 κ. εξ.
8. Συνέντευξη με τον διπλωμάτη και απεσταλμένο του υπουργείου Εξωτερικών της Ανατολικής Γερμανίας στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950, Hans Martin Geyer.
 Παράλληλα, με τη βοήθεια της ΕΔΑ, 
πέτυχε να ανακινήσει ιδιαίτερα λεπτά ζητήματα της ελληνικής επικαιρότητας, όπως η επιεικής μεταχείριση γερμανών εγκληματιών πολέμου από την ελληνική δικαιοσύνη και οι επανορθώσεις.
Σε αντάλλαγμα, το «αδερφό» ανατολικογερμανικό κόμμα κλήθηκε να σηκώσει το βάρος της φροντίδας των πολιτικών προσφύγων & της υποστήριξης της παράνομης δραστηριότητας του ΚΚΕ, στο εξωτερικό, και της ΕΔΑ, στο εσωτερικό.
Η Ανατολική Γερμανία προσφερόταν ιδιαίτερα για τέτοιου είδους δραστηριότητες, καθώς ούτε διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα είχε, αλλά ούτε και αντιπροσωπευόταν σε κάποιο διεθνή οργανισμό, ώστε να μπορεί να δεχτεί διάβημα διαμαρτυρίας.
Ήταν δηλαδή ένα κράτος χωρίς υπόσταση για τη Δύση, από το οποίο δεν μπορούσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 να ζητηθούν επισήμως ευθύνες. 
Το γεγονός αυτό έμελλε να αποτελέσει έναν καθοριστικό παράγοντα στην επιλογή της Ανατολικής Γερμανίας ως κράτος «φιλοξενίας» από το ορθόδοξο κομμάτι του ΚΚΕ μετά την διάσπαση του το 1968.
9. Dokumente zur Außenpolitik der Regierung der DDR, Berlin-Ost: Rütten & Loening, 1954, Bd. I, p. 505.                                                                                                                    10. Χαρακτηριστική είναι η κριτική της Αριστεράς προς την ελληνική κυβέρνηση, ότι, δηλαδή, αποσιωπά τις σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία και τις περιορίζει μόνο στο αναγκαίο επίπεδο από φόβο μήπως προκαλέσει τη «φασιστική» Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Βλ. Χρήστος Ράος, «To Πρώτο Γερμανικό Κράτος», Νέος Κόσμος , 9:11(1957), σ.. 72-75, Παναγιώτης Αλεξίου - Γεώργιος Γιούσιος, «Οι σχέσεις της ΛΓΔ και Ελλάδας», στο ίδιο 15 (1964), σελ. 65-71, Γ. Κυριαζής, «Η Πολιτική των διακρίσεων σε βάρος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας», στο ίδιο, 16:3 (1964), σελ. 50-56, Κώστας Χατζηαργύρης, Παράθυρο στο μέλλον: ΓΛΔ, Αθήνα: Φιλιππότης, 1979, σ. 251-255. 11. H βοήθεια αυτή περιλάμβανε οικονομική ενίσχυση του ΚΚΕ, ενίσχυση του εκδοτικού μηχανισμού του κόμματος και εφημερίδων φιλικά προσκείμενων στην ΕΔΑ με μηχανές τυπογραφείου που οι έλληνες «σύντροφοι» αποκτούσαν με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, παροχή κρησφύγετου (στα αρχεία αναφέρεται ο όρος γιάφκα) σε έλληνες κομμουνιστές που αποστέλλονταν για παράνομη εργασία στην Ελλάδα, παροχή ιατροφαρμακευτικής βοήθειας σε έλληνες κομμουνιστές από την Ελλάδα και το ανατολικό μπλοκ, κ.ά.: SAPMO, DY 30 IV A 2/20/498 vom 24.4.1964 und DY 30 IV 2/20/252a vom 20.11.1959, „Anfragen des ZK der KKE an die SED“· SAPMO, DY 30 IVA 2/20/498, „Brief des ZK der SED an das ZK der KKE vom 22.7.1964“· Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), ταξινομικό κουτί 127, 7/14/1· SAPMO, DY 30 IV 2/20/251, „Petitionsbrief des Zentralkomitees der KKE an die SED vom 30.7.1959“· ΑΣΚΙ, ταξινομικό κουτί 364· SAPMO, DY IV 2/20/252a, “Anfrage der KKE an das ZK der SED vom 24.2.1960 bezüglich der EDA-Mitglieder: G. Tzavellas, G. Grigoriou, G. Tsiboukidis, Chr. Margetidis, K. Evstradiadis und K.Gemelos“· SAPMO, DY 30 IV 2/20/251, „Anfrage des ZK der KKE an das ZK der SED vom 20.12.1956“· SAPMO, DY 30 IV 2/20/252a, „Bezirksrevisionskommission der SED in Dresden“, Protokoll der Überprüfung der Einnahmen und Ausgaben aus den Spenden für die Unterstützung verhafteter griechischer Genossen und deren Angehörigen vom 29.8.1959· SAPMO, DY 30 IV2/20/251, Abteilung Außenpolitik und internationale Beziehungen, „Aktenvermerk ger ichtet an Honecker, vom 26.9.61“· SAPMO, DY 30 IV2/20/251, „Vermerk der Abteilung Außenpolitik und Internationale Verbindungen an das Ministerium für Außen- und Innerdeutschen Handel vom 18.1.1962“.. Για τα γεγονότα αυτά, βλ. Πάνος Δημητρίου, Τα Παραλειπόμενα της Διάσπασης , Αθήνα: Ηριδανός, 1975, του ιδίου,  Η διάσπαση του ΚΚΕ , Αθήνα: Θεμέλιο, 1978, και Γρηγόρης Φαράκος, Μαρτυρίες και  Στοχασμοί 1941-1991, Αθήνα: Προσκήνιο, 1993.  13. Κ. Tsimoudis, Eine Neugriechische Odyssee, Autobiographie, Alexandroupolis: Privatausgabe (ιδιωτική γερμανόγλωσση έκδοση), 1998, σ. 117.
Το 1968 υπήρξε ένα σημαδιακό έτος για την ελληνική αριστερά...
Οι επί χρόνια συσσωρευμένες, υποβόσκουσες, αντιθέσεις μεταξύ «αναθεωρητών» και «ορθοδόξων» κομμουνιστών στο εσωτερικό του ΚΚΕ και της ΕΔΑ οδήγησαν κατά τη διάρκεια της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ στη Βουδαπέστη σε ανοιχτή ρήξη.
Απολαμβάνοντας τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, η «ορθόδοξη» ομάδα κατόρθωσε να επιβάλει την διαγραφή των διαφωνούντων μελών.
Οι διαγραφέντες, πάλι, αρνούμενοι να δεχτούν μοιρολατρικά την εξέλιξη αυτή, έσπευσαν στην έδρα του εξόριστου ΚΚΕ, στο Βουκουρέστι, και κατέλαβαν τα γραφεία του κόμματος, καθώς και το κύριο προπαγανδιστικό του μέσο, το ραδιοσταθμό «Φωνή της Αλήθειας».
Στο πλευρό τους είχαν τον προστάτη και οικοδεσπότη των ελλήνων κομμουνιστών στο ανατολικό μπλοκ, το Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο, μετά την ανάληψη της θέσης του Γενικού Γραμματέα από τον Nikolae Ceausescu το 1965, διερχόταν συχνά κρίση στις σχέσεις του με το ΚΚΣΕ.
Καταδιωγμένοι σε Ελλάδα & Ρουμανία οι σκληροπυρηνικοί έλληνες κομμουνιστές κατέφυγαν τότε στη βοήθεια ενός δοκιμασμένου φίλου, του «αδελφού» ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος (SED), & μετέφεραν την καθοδήγηση του κόμματος στο Ανατολικό Βερολίνο.
Εκεί επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση του κομματικού μηχανισμού & της «Φωνής της Αλήθειας» σε απρόσβλητο από τους «αναθεωρητές» έδαφος.
Ένα άλλο κομμάτι της ηγεσίας μεταφέρθηκε από το Βουκουρέστι στην Βουδαπέστη.
Η αναδιοργάνωση προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς. Αφού έλαβε χώρα μια εκκαθάριση «υπόπτων» στοιχείων μεταξύ των πολιτικών προσφύγων της Ανατολικής Γερμανίας επήλθαν αλλαγές στην ηγεσία του κόμματος, κατά την οποία ο Χαρίλαος Φλωράκης διαδέχτηκε τον Κώστα Κολιγιάννη. Εκτός από την υποστήριξη του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, η «ορθόδοξη» φράξια διέθετε την υποστήριξη και των  υπόλοιπων «αδελφών» κομμάτων, τα οποία σιώπησαν επιδεικτικά, όταν οι κύριοι εκφραστές των «ρεβιζιονιστών», οι Δημήτριος Παρτσαλίδης και Μπάμπης Δρακόπουλος, μαζί με δεκαπέντε άλλους κομμουνιστές, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν στην Ελλάδα το 1971.  
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Στην Ανατολική Γερμανία επρόκειτο να λάβει χώρα & το 9ο συνέδριο του ΚΚΕ
 το οποίο θα επισημοποιούσε και την «αναγέννηση» του κόμματος.
Στο μεταξύ, είχε σημειωθεί μια εξέλιξη που οι έλληνες κομμουνιστές δεν μπόρεσαν να προβλέψουν: 
Βελτιώθηκαν θεαματικά οι σχέσεις μεταξύ του «αντιδραστικού-δικτατορικού» καθεστώτος των Αθηνών με το αντίστοιχο «λαοκρατικό» του Ανατολικού Βερολίνου.
 Η ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας & Ανατολικής Γερμανίας
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προκάλεσε αρχικά εχθρικές προς το νέο καθεστώς αντιδράσεις στην Ευρώπη. Εντονότερες ήταν οι επικρίσεις από τα σκανδιναβικά κράτη, ενώ τα υπόλοιπα κράτη της Δυτικής Ευρώπης φάνηκαν πολύ πιο συγκρατημένα.
Ο έκδηλος αντικομμουνιστικός χαρακτήρας του καθεστώτος επέφερε αρχικά έντονη ψύχρανση των σχέσεων του στρατιωτικού καθεστώτος με όλα τα κομμουνιστικά κράτη.
Η ψύχρανση αυτή επιτάθηκε από την εντονότερη παρουσία του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο και την επίσημη διακήρυξη της Σοβιετικής Ένωσης ότι «...ως κράτος της Μαύρης Θάλασσας και κατά συνέπεια της Μεσογείου θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμα της την παρουσία της στην περιοχή αυτή».
H Ανατολική Γερμανία άσκησε μεταξύ των κομμουνιστικών χωρών την πιο δριμεία κριτική στο απριλιανό καθεστώς. 
Η εικόνα αυτή προκύπτει από διάφορα ψηφίσματα εναντίον του καθεστώτος που εξέδωσαν οι κομματικά ελεγχόμενες μαζικές οργανώσεις, σε και μια σειρά από εκδηλώσεις συμπαράστασης (διαδηλώσεις, εράνους, συναυλίες) προς έλληνες αντιστασιακούς, όπως τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μανώλη Γλέζο, τον Γρηγόρη Φαράκο, και άλλους. 
Για το λόγο αυτό πολύ γρήγορα οι υφιστάμενες, επίσημες και ανεπίσημες, εμπορικές και πολιτικές σχέσεις περιήλθαν σε ύφεση
.-----------------------------------------------------
14. Andreas Stergiou,  Im Spagat zwischen Solidarität und Realpolitik. Die Beziehungen zwischen DDR und Griechenland und das Verhältnis der SED zur KKE. Monographien-Reihe Peleus, Bd. 13, Mannheim-Möhnesee: Bibliopolis, 2001, σ. 123-130.                        
15.  Βαλντέν, «Η βαλκανική πολιτική τη ςΕλλάδας. Κριτικός απολογισμός της μεταπολεμικής περιόδου και προοοπτικές», στο Π. Τσάκωνας (επιμ.),  Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Μια συνολική Προσέγγιση, τόμοςΒ΄, Αθήνα:Σιδέρης, 2003, σ. 391-464. 16. Μ. De Leonardis, “The Mediterranean in NATO Strategies during the Cold War”, στο Military Conflicts and the 20th Century Geopolitics , XXVIIth International Congress of Military History Athens: HGMH, 2002, σ. 524.
Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μειώθηκε, ενώ απαγορεύτηκαν κάποιες δραστηριότητες των Ανατολικογερμανών στην Ελλάδα, όπως η λειτουργία του συλλόγου φιλίας Ελλάδας - Ανατολικής Γερμανίας, ο οποίος στο παρελθόν είχε λειτουργήσει ως δίαυλος προπαγάνδας.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η στάση του Ανατολικού Βερολίνου παρέμεινε απολύτως ευθυγραμμισμένη με εκείνη των υπόλοιπων ανατολικών χωρών και κυρίως της Σοβιετικής Ένωσης.
Ωστόσο, το Ανατολικό Βερολίνο δεν ήταν διατεθειμένο εξ αρχής να απολέσει εντελώς τα ερείσματα στην ελληνική αγορά που είχε δημιουργήσει με κόπο τα προηγούμενα χρόνια. 
Μέχρι το 1969 οι εξελίξεις ήταν προβλέψιμες, απλό παρακολούθημα του ιδεολογικού χαρακτήρα των δύο καθεστώτων. Τη χρονιά εκείνη, ωστόσο, σημειώθηκαν αλλαγές σε πολλά πεδία.
Οι σχέσεις του καθεστώτος με τη Δύση επιδεινώθηκαν δραματικά.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και έγινε στόχος αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Η πιο αποφασιστική ίσως αλλαγή σημειώθηκε στο εσωτερικό του πιο σημαντικού εταίρου της στην Ευρώπη, την Ομοσπονδιακή Γερμανία, που μέχρι τότε τηρούσε ιδιαίτερα συγκρατημένη στάση απέναντι στο καθεστώς των Αθηνών.
Το 1969 οι σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν τις εκλογές και ανέλαβαν να σχηματίσουν, για πρώτη φορά μετά το τέλος του πολέμου, κυβέρνηση με τη βοήθεια του μικρού κόμματος των φιλελευθέρων (FDP). 
Νέος καγκελάριος ορκίστηκε ο Willy Brandt
To 1966, o ίδιος πολιτικός είχε αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας και την αντικαγκελαρία στη Βόννη στο πλαίσιο ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού, αποτελούμενου από σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες. 
Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν από χρόνια υπέρμαχοι μιας πολιτικής συμφιλίωσης με τον ανατολικό συνασπισμό και μιας πιο ιδεαλιστικής γραμμής πλεύσης στην εξωτερική πολιτική, που προσωποποιούταν από τον Brandt, τον πιο ιδεαλιστή πολιτικό που γνώρισε ποτέ το γερμανικό έθνος.
Η πολιτική αυτή  υπαγόρευε αποστάσεις απέναντι σε καταπιεστικά καθεστώτα, όπως της  Νοτιοαφρικανικής Ένωσης και της Ελλάδας. 
Οι χριστιανοδημοκράτες, ωστόσο, που αντιπροσωπεύονταν επίσης στον κυβερνητικό συνασπισμό, δεν συναινούσαν στην άσκηση μιας νέας πολιτικής
-------------------------------------------------------------------------------------------
17. SAPMO, DY 30 IV A 2/20/498, „Beziehungen zwischen der DDR und Griechenland vom 24.6.1967“· SAPMO, DY IV A 2/20/500, „Information über die Ereignisse in Griechenland vom 28.4.1967“· Ministerium für Außenpolitische Angelegenheiten (στο εξής: MFAA), C 3335/73, „Vermerk über Griechenland vom 5.6.1967“· MFAA, C 328/73, „Konzeption über Griechenland des Jahres 1968“· SAPMO, DY 30 IV A 2/20/501, „Rechenschaftsbericht der Parteiorganisation der Handelsvertretung in Athen für das Jahr 1968“.
 18. Βίλι Μπράντ, Μια ζωή αγώνες , Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λαμπράκη, 1989, σ. 100.
 19. Στο ίδιο, εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, και Spiegel , 18 Δεκ. 1969, 20 Απρ. 1970 και 8 Μαΐου 1970.                                                                                                                                20. Χαρακτηριστικές είναι οι επιστολές διαμαρτυρίας του έλληνα πρέσβη στη Βόννη, Αλέξη Κύρου, για τις ενέργειες αυτές: Bundesarchiv, Bundeskanzleramt, B. 136/3629.         21.  Der Spiegel , 15-3-1971, „Ari hilft“.
 Μετά την εκλογική του νίκη του 1969, οι περιορισμοί αυτοί ήρθησαν και ο Brandt ήταν ελεύθερος να υλοποιήσει αυτό πού ο ίδιος είχε υποσχεθεί προεκλογικά στους φοιτητές που διαδήλωναν στους δρόμους -  mehr Demokratie wagen (να τολμήσουμε περισσότερη δημοκρατία) – και να ασκήσει πολιτική με ιδεαλιστικά κριτήρια.
Στην εξωτερική πολιτική οι επιπτώσεις θα είναι καταλυτικές. 
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ευθυγραμμίστηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα απολύτως με τα κράτη που τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στη χούντα. 
Παρά τις αντίθετες παροτρύνσεις των στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών, ο Brandt δεν δίστασε να επικρίνει σκληρά και δημοσίως τους συνταγματάρχες. Κάλυψη του παρείχε μία δικής του έμπνευσης απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου, από τον Απρίλιο του 1968, με την οποία αναστελλόταν η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα.
Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε ήδη από τα δύο προηγούμενα χρόνια συνδράμει το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα με επίσημες ανακοινώσεις, προσφέροντας άσυλο σε έλληνες εξόριστους και διοργανώνοντας πλήθος εκδηλώσεων διαμαρτυρίας με καλεσμένους τον Μίκη Θεοδωράκη, την Μελίνα Μερκούρη και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι ενέργειες αυτές είχαν προκαλέσει την οργή όχι μόνο της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλά και παραγόντων της γερμανικής κυβέρνησης που ανησυχούσαν για τυχόν διατάραξη των σχέσεων με την Ελλάδα. Η πολιτική απομόνωση της χούντας είχε και οικονομικό αντίκτυπο. Παρά την οικονομική ανάπτυξη, το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε στο ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Η δικτατορία αποφάσισε τότε έναν πολιτικό & οικονομικό αντιπερισπασμό.
Επρόκειτο για το λεγόμενο «άνοιγμα προς ανατολάς».
Οι Ανατολικοί, πάλι, που αρχικά είχαν εκτιμήσει το πραξικόπημα ως θνησιγενές, δεν φάνηκαν διόλου απρόθυμοι να ξεπεράσουν τις ιδεολογικές αναστολές τους & να ενδώσουν στο άνοιγμα του αντιδραστικού καθεστώτος, που από τη μία στιγμή στην άλλη άρχισε να ερμηνεύεται ως «Νασερικού τύπου» καθεστώς με τάσεις αποστασιοποίησης από την καπιταλιστική Δύση.
----------------------------------------------------------------------------------------------------
 Ήδη στους προπαγανδιστικούς για το καθεστώς ευρωπαϊκούς αγώνες στίβου το 1969, προς απογοήτευση πολλών αντιστασιακών, οι ανατολικές χώρες απέστειλαν επίσημες αντιπροσωπείες αθλητών στην Αθήνα. 
Η Ανατολική Γερμανία προσαρμόστηκε με προθυμία στη νέα διπλωματική πρακτική του ανατολικού συνασπισμού. Τη συμμετοχή της στους αθλητικούς αγώνες συνδύασε με εορταστικές εκδηλώσεις για τα είκοσι χρόνια ύπαρξής της. 
Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 αποτέλεσαν εξάλλου για το κράτος αυτό την αφετηρία μιας επιθετικής πολιτικής απέναντι στη Δύση και μιας συντονισμένης εκστρατείας για τη διπλωματική της αναγνώριση από καπιταλιστικά κράτη.  
Η απαιτούμενη ιδεολογική  νομιμοποίηση εξασφαλίστηκε στο 7ο Συνέδριο του SED το 1967, όπου ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα του κόμματος η λεγομένη «αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης».
H αρχή αυτή, διατυπωμένη από τον Λένιν λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ρωσία, αφορούσε στις σχέσεις μεταξύ κρατών με διαφορετική κοινωνική οργάνωση.
Σταθμό στις διεθνείς σχέσεις του ανατολικογερμανικού κράτους υπήρξε και η συνδιάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων στο Κάρλσμπαντ το 1967. 
Όπως γνωρίζουμε σήμερα, κάτω από την πίεση του σοβιετικού και πολωνικού κομμουνιστικού κόμματος ψηφίστηκε εκεί για πρώτη φορά διακήρυξη σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας αποτελούσε δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας, πράξη που αποτελούσε σαφή αιχμή στην πολιτική του δόγματος Hallstein της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι διόλου παράξενο ότι, ήδη στον απολογισμό του εμπορικού επιμελητηρίου της Ανατολικής Γερμανίας για το έτος 1968, παρ’ όλες τις δυσκολίες που επισημαίνονται στην εμπορική & κρυπτοδιπλωματική δραστηριότητα των Ανατολικογερμανών στην Ελλάδα (ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών θα έχει φθίνουσα πορεία μέχρι το 1970), αναφέρεται ρητά ότι και στο αμέσως χρονικό διάστημα οι προσπάθειες της αντιπροσωπείας θα ακολουθούσαν την πεπατημένη των οικονομικών συναλλαγών. 
Για την επίτευξη μάλιστα της μεγαλύτερης δυνατής εμπορικής δραστηριότητας προτείνονταν η συνεργασία με συγκεκριμένες εταιρείες, κρατικές και ιδιωτικές. 
--------------------------------------------------------------------------------------------
22. MFAA, C 335/73, „Berichte über die innenpolitischen Ereignisse in Griechenland“· A. Treholt, “Europe and the Greek Dictatorship”,στο G. Yannopoulos (επιμ.), Greece under Military Rule, London: Secker & Warner, 1972, σ. 210-227.                                                 
23. Der siebte Parteitag der SED, Berlin-Ost: Dietz Staatsverlag, 1968.                               
24. M. Howarth, „Die Westpolitik der DDR zwischen internationaler Aufwertung und ideologischer Offensive (1966-1989)“, στο Ul. Pfeil (επιμ.),  Die DDR und der Westen. Transnationale Beziehungen, Berlin: Links, 2001. σσ. 81-98.                                              
25. SAPMO, DY 30 IV A 2/20/501, „Jahresbericht 1968“.
Στην έκθεση γίνεται εκτενής αναφορά στην περιστολή των ελευθεριών & στη δίωξη των «προοδευτικών δυνάμεων», για τις οποίες επισημαίνεται η ανάγκη λήψης μέτρων συμπαράστασης «τη δύσκολη τούτη ώρα». 
Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, το γεγονός ότι δεν προτείνεται πουθενά η λήψη μέτρων οικονομικού χαρακτήρα (πολιτικού δεν θα μπορούσαν να είναι, αφού δεν υπήρχαν επίσημες σχέσεις) εναντίον του καθεστώτος. Αντίθετα στο έγγραφο επισημαίνεται ως ιδιαίτερα αρνητική η ακύρωση κάποιων οικονομικών συμφωνιών που θα άρχιζαν να τρέχουν από το 1970! 
Σε μιαν άλλη απόρρητη έκθεση του εμπορικού επιμελητηρίου, η οποία αποτελεί κάτι σαν σχέδιο εργασίας και συντάχθηκε την άνοιξη του 1969,δεν γίνεται πλέον καν αναφορά στο «δύσκολο αγώνα των προοδευτικών δυνάμεων» και στην ανάγκη ενίσχυσής τους. 
Στον αντίποδα όλων αυτών υπογραμμίζεται με κυνικότητα ότι το εμπόριο της Ανατολικής Γερμανίας με την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί καθιστά εφικτό τον εφοδιασμό της πρώτης με λεμόνια, φρούτα και άλλα αγροτικά προϊόντα. 
Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, η ανάγκη για την εισαγωγή πρώτων  υλών για τη βιομηχανία ειδών διατροφής ήταν τόσο αυξημένη, ώστε η εμπορική αντιπροσωπεία να χρειάζεται να κάνει χρήση αποθεμάτων που προορίζονταν για μελλοντικές εξαγωγές. 
Επί πλέον, είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι επιπτώσεις από τις μεταβολές στις πολιτικές ισορροπίες, όπως προαναφέρθηκε.
Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στο εν λόγω έγγραφο ομολογείται ότι η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας. 
Απλώς δημιουργούσε «ιδιαίτερες συνθήκες δράσης» & προτεινόταν σειρά συγκεκριμένων μέτρων για την κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου στην ελληνική αγορά, όπως η εξειδίκευση των εμπορικών δραστηριοτήτων σε ορισμένα προϊόντα, ή η συνεργασία με τις άλλες «λαϊκές δημοκρατίες».
Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια ότι από το 1969 και μετά άρχισε να σημειώνεται βελτίωση των σχέσεων του ελληνικού καθεστώτος με το Ανατολικό Βερολίνο, παράλληλα με την επιδείνωση των σχέσεων Αθηνών - Βόννης, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. 
Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών άρχισε να αυξάνει βαθμιαία μέχρι το 1974, χρονιά κατά την οποία και σημειώθηκε ρεκόρ τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές. 
Χαρακτηριστική υπήρξε η εμπορική συμφωνία για παράδοση & εγκατάσταση τριών σταθμών μετασχηματισμού ηλεκτρικού ρεύματος στον Ασπρόπυργο, το Μενίδι & την Παλλήνη, αξίας 15 εκ. δολαρίων, που υπογράφηκε τον Μάιο του 1970 ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την ανατολικογερμανική κρατική εταιρεία Elektrotechnik Export Import.                        
 Η συμφωνία αυτή, λόγω του χαρακτήρα της αλλά και του ύψους της κρατικής προμήθειας που τη συνόδευε, θα θεωρούταν σε άλλη περίοδο προνομιακό πεδίο των δυτικογερμανικών συμφερόντων. Παράλληλα με την υποχώρηση των οικονομικών ανταλλαγών Ελλάδος-ΟΔΓ μπορεί κανείς να αναγνώσει στον ελληνικό Τύπο της εποχής πλήθος επικριτικών δηλώσεων από παράγοντες του στρατιωτικού καθεστώτος εναντίον των Δυτικογερμανών εξαιτίας της υποστήριξης που παρείχαν στην ελληνική αντίσταση. 
Σύμφωνα με το περιοδικό Spiegel, η αρνητική αυτή στάση, κλιμακώθηκε ως την επιβολή απαγόρευσης σε γερμανούς διπλωμάτες να έρχονται σε επαφή με έλληνες πολιτικούς.
Από την άλλη πλευρά έλαβαν χώρα πρωτοφανείς εξελίξεις και επαφές ανάμεσα στα καθεστώτα της Αθήνας και του Ανατολικού Βερολίνου. 
Το 1970, μετά από διετή διακοπή, η Ελλάδα έστειλε τη μεγαλύτερη μέχρι τότε αντιπροσωπεία της στην εμπορική έκθεση της Λειψίας, αποτελούμενη από 150 εμπορικούς αντιπροσώπους.
Σημαντικότατη εξέλιξη αποτέλεσε επίσης η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ενδώσει σε ένα παραδοσιακό αίτημα των Ανατολικογερμανών και να εγκαταστήσει επίσημη εμπορική αντιπροσωπεία στο Βερολίνο. 
Η ενέργεια αυτή ισοδυναμούσε με έμμεση αναγνώριση κράτους και γι’ αυτό στο παρελθόν είχε εμποδιστεί πολλές φορές την τελευταία στιγμή από τη δυτικογερμανική πρεσβεία στην Αθήνα.
Η πολιτική σημασία της ενέργειας αυτής καταδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι τότε μόνο η Αυστρία & η Γαλλία είχαν αποτολμήσει να αγνοήσουν τον κίνδυνο των δυτικογερμανικών αντιποίνων και να ιδρύσουν ανάλογη αντιπροσωπεία στην Ανατολική Γερμανία.
------------------------------------------------------------------------------------------------
26. SAPMO, DY 30 IV A 2/20/501, „Jahresplan für das Jahr 1969“.
27. Βλ. τα Trade Yearbooks της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος για τα υπό εξέταση έτη.
 28. Για τη συμφωνία αυτή αλλά και για τις λοιπές οικονομικές συναλλαγές μεταξύ χούντας και Ανατολικής Γερμανίας, βλ. Stergiou,  Im Spagat , σ. 130-136.                                           
29.  Der Spiegel , 20 Απρ. 1970, „Beweis im Kaliber“, και15 Μαρτίου 1971 „Ari hilft“.
 Η επιτυχία αυτή της ανατολικογερμανικής διπλωματίας ήταν τέτοια, που το Πολιτικό Γραφείο του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, που είχε και την κύρια ευθύνη για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, άρχισε να εξετάζει το ενδεχόμενο να θέσει υπόψη της ελληνικής κυβέρνησης και άλλες απαιτήσεις που θα οδηγούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων. 
Για το λόγο αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών συνέστησε στο Πολιτικό γραφείο να επιτρέψει τη χρονική παράταση των διαπραγματεύσεων, ώστε να αποσπασθούν όσο το δυνατόν περισσότερα αντισταθμιστικά οφέλη από τη συμφωνία.          
Οι Δυτικογερμανοί διπλωμάτες από τη μεριά τους, απρόθυμοι να παραδεχθούν μια ήττα, αξιολογούσαν στις αναφορές τους όλες αυτές τις εξελίξεις ως γεγονότα χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που δεν θα μπορούσαν να υπονομεύσουν μακροπρόθεσμα την θέση της Δυτικής Γερμανίας στην Ελλάδα.
Οι διπλωμάτες αυτοί δεν θα μπορούσαν να προβούν σε άλλου είδους εκτιμήσεις, καθώς βρίσκονταν σε διαρκή πίεση λόγω του εθνικά ευαίσθητου θέματος των σχέσεων της χώρας τους με την Ανατολική Γερμανία.
Στο παρελθόν μάλιστα είχαν υποστεί δριμεία κριτική από τον γερμανικό Τύπο, γιατί οι Ανατολικογερμανοί είχαν κατορθώσει να κερδίσουν εντυπώσεις και οικονομικά οφέλη σε ένα πεδίο αντιπαράθεσης που οι δύο χώρες διασταύρωναν τα ξίφη τους, στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης.
Την ενέργεια αυτή ακολούθησαν και άλλες εντυπωσιακές εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες προλείαναν βαθμιαία το έδαφος για την ολοκληρωτική ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. 
Χαρακτηριστικότερη συμφωνία στο πλαίσιο αυτό αποτέλεσε η κρατική προμήθεια ύψους 14 εκατομμυρίων δολαρίων, που απέσπασε ανατολικογερμανική εταιρεία τον Μάιο του 1971 για την παράδοση & εγκατάσταση τριών ακόμα σταθμών μετασχηματισμού ηλεκτρικής ενέργειας με δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής τάσης μέχρι και 400.000 Volt
---------------------------------------------------------------------------
30. Το γεγονός αυτό παρουσιάζεται στις αναφορές των Ανατολικογερμανών ως μεγάλη επιτυχία: SAPMO, NY 4182/1316, „Antrag des Ministers für auswärtige Angelegenheiten an das Politbüro der SED“.
31. SAPMO, Katalog der Sitzungen des Politbüros der Sozialistischer Einheitspartei Deutschlands, „Protokoll der Sitzung des Politbüros der SED vom 2. Juni 1970“.
 32. Bundesarchiv, Bundeskanzleramt, B 136/3629, Botschaft in Athen, „Länderbericht Griechenland vom 30.8.1971“, B 136/ 30503, „Bericht des auswärtigen Amtes über die öffentliche Arbeit der DDR im Ausland vom 15. Juli 1970“.
 33. Handelsblatt (3.10.56), „Mit großem Aufwand in Thessaloniki“, Die Zeit  (8.11.1956), „Griechenland ist eine Messe wert“.
Οι τρεις αυτοί σταθμοί επρόκειτο να εγκατασταθούν το 1974 & 1975 στην Θεσσαλονίκη, την Πτολεμαΐδα και στον Αχελώο ποταμό και θα αποπληρώνονταν σε αγροτικά προϊόντα. 
Tην ίδια περίοδο, ωστόσο, το Ανατολικό Βερολίνο έπρεπε να επιλύσει ένα πρόβλημα που προέκυψε από έναν εντελώς αστάθμητο παράγοντα. 
Ο παράγοντας αυτός δεν ήταν άλλος από το ΚΚΕ
 που τα χρόνια αυτά πλειοδοτούσε στην αντίσταση κατά της Χούντας προκειμένου να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό του με τους «ρεβιζιονιστές». 
Οι τελευταίοι κατά μεγάλο μέρος βρίσκονταν στην Ελλάδα & υφίσταντο τα αντίποινα του καθεστώτος, μολονότι οι ίδιοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τον παράγοντα εκείνο του ανατολικού συνασπισμού, που καλλιέργησε στη διάρκεια της επταετίας εξαιρετικά στενές σχέσεις με την Αθήνα, το καθεστώς Ceausescu
Το ΚΚΕ πρεσβεύει σήμερα την άποψη ότι επικροτούσε τα ανοίγματα των κομμουνιστικών κρατών προς τη χούντα, γιατί υπονόμευαν τον μύθο «περί τεράτων που κατοικούν στις Ανατολικές Χώρες».
Από την ανάγνωση, ωστόσο, των επιστολών μεταξύ των κομμάτων που βρίσκονται στα ανατολικογερμανικά αρχεία, εξάγει κανείς άλλα συμπεράσματα. 
Ήδη από το 1967, το ΚΚΕ με επιστολές του εξορκίζει το «αδελφό» κόμμα, το SED, να σταματήσει κάθε επαφή με το καθεστώς που διώκει τους «συντρόφους» και να ακυρώσει τη συμμετοχή του σε φεστιβάλ, αθλητικούς αγώνες και την έκθεση Θεσσαλονίκης, που διοργανώνονταν στην Ελλάδα, γιατί ενίσχυαν το αντιδραστικό καθεστώς και μείωναν τις δυνατότητες αντίστασης εναντίον του. Ακόμη εντονότερα συναισθάνονταν την κατάσταση αυτή όσοι βρίσκονταν στις φυλακές και πληροφορούνταν τη συνεργασία των δεσμωτών τους με «λαϊκές δημοκρατίες».
Συνήθως επικρατούσε μια συνωμοσία της σιωπής, υπαγορευμένη από την μεσσιανική αντίληψη της κομματικής καθοδήγησης της φυλακής.
---------------------------------------------------------------------------------------
34. Συνέντευξη με τον Σωτήρη Βαλντέν, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να θέσει υπόψη του γράφοντος πολλά στοιχεία ενός υπό έκδοση ερευνητικού του πονήματος με τίτλο Ελληνική Δικτατορία και Ανατολικές Χώρες · Welt-Zeitung, 17 Μαρτίου 1971), „Athen vergibt Auftrag an die DDR .                                                                                      35. Στη διάρκεια της έρευνας αυτής ο γράφων πήρε συνέντευξη από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη και τον μετέπειτα Γενικό Γραμματέα και κρατούμενο της δικτατορίας εκείνη την εποχή Γρηγόρη Φαράκο, οποίος έδωσε την εικόνα της ψυχολογίας των φυλακισμένων στελεχών.
 36. Σημειώνουμε ενδεικτικά την επιστολή του ΚΚΕ στο «αδελφό» κόμμα στο: SAPMO, DY 30 IV A 2/20/498, „Antrag der KKE an die SED vom 14.6.1967“.
37. Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε ο Φαράκος για να περιγράψει τη στάση των αντιστασιακών στις φυλακές
 Το αιτιολογικό ήταν ότι κάτι τέτοιο μακροπρόθεσμα θα εξυπηρετούσε το συμφέρον της παγκόσμιας επανάστασης, γιατί βραχυπρόθεσμα ενίσχυε την θέση των καθεστώτων αυτών.
Από την ίδια αντίληψη φαίνεται ότι διαπνεόταν & η στάση των «αδελφών» ανατολικογερμανών κομμουνιστών, που επιδίωκαν με κάθε τρόπο τη σύναψη διπλωματικών επαφών με την Αθήνα. 
Οι διαπραγματεύσεις προς την κατεύθυνση αυτή άρχισαν τον Ιανουάριο του 1973 & ολοκληρώθηκαν υπό την καθοδήγηση των αναπληρωτών υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Χρίστου Ξανθόπουλου - Παλαμά & Φαίδωνα Άννινου - Καβαλιεράτου, από την ελληνική πλευρά, & του ειδικού πρεσβευτή της Ανατολικής Γερμανίας Κ. Kormes, από την ανατολικογερμανική πλευρά, τον Μάιο του ίδιου χρόνου στο Βελιγράδι.
Τα επιμέρους τεχνικά ζητήματα της συμφωνίας έγιναν αντικείμενο διαπραγματεύσεων από το τέλος τους 1973 & μετά, στη στυγνότερη δηλαδή φάση της ελληνικής δικτατορίας, την περίοδο Ιωαννίδη. Η τόσο ιδιότυπη για τα ιδεολογικά δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου συμφωνία περιλάμβανε εκτός από την αμοιβαία αναγνώριση των δύο κρατών & τρία ακόμα πρωτόκολλα συνεργασίας σε επιστημονικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά θέματα.
Θετικά επέδρασε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων επί τεχνικών ζητημάτων, το φθινόπωρο του 1973, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Παλαμάς την πλήρη ευθύνη για το σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής.
Πράγματι, την 1η Οκτωβρίου ορκίστηκε στην Αθήνα η κυβέρνηση Μαρκεζίνη,  υλοποιώντας την πρόθεση του Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς. 
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, όντας ο ίδιος υπέρμαχος του «ανοίγματος προς ανατολάς», κατόρθωσε, παρά το συνταγματικά προβλεπόμενο προνομιακό πεδίο του αρχηγού κράτους, να ορίσει υπουργό Εξωτερικών της επιλογής του και μάλιστα τον κατεξοχήν  υπέρμαχο του «ανατολικού ανοίγματος» Παλαμά.
Το έδαφος είχε προετοιμαστεί βέβαια νωρίτερα, όταν είχε αρχίσει να κυοφορείται η εξέλιξη αυτή. 
38. Dokumente der Außenpolitik der DDR, Bd. XXI, p. 831.   
39. Ο Μαρκεζίνης θεωρούταν από τους Ανατολικογερμανούς, ήδη από την δεκαετία του 1950, ως ένας πολιτικός που μπορούσε να συμβάλει στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ανατολικής Γερμανίας, λόγω των αντιλήψεών του σχετικά με ένα άνοιγμα προς τις ανατολικές χώρες: SAPMO-Archiv, NY 4182/1316, „Notizen ü ber Gespr äche mit griechischen Abgeordnete“, 19 Οκτωβρίου 1959. Τις απόψεις αυτές ανέλυσε μάλιστα και στο άρθρο του στο γερμανικό επιστημονικό περιοδικό Α u ßenpolitik , 10:10 (1959) με τον τίτλο „ Neue Pläne f ür den Balkan“, σ. 641-644.
Ο Παλαμάς, που είχε διαδεχτεί τον Παναγιώτη Πιπινέλη στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1970,  είχε εγκαινιάσει μια πολιτική βαθμιαίας εξομάλυνσης των σχέσεων με τον Ανατολικό Συνασπισμό & κυρίως με τη Σοβιετική Ένωση.
Εκτός από τους βραχυπρόθεσμους στόχους του καθεστώτος που μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε, διαμορφωνόταν την ίδια περίοδο ένα πλαίσιο  ύφεσης στην Ευρώπη λόγω της προετοιμασίας της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ).
Αρχικά η διαδικασία αυτή δεν είχε την  υποστήριξη όλων των δυτικών κρατών, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας. 
Από το 1970 και μετά η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών άρχιζε να αλλάζει στάση και στο θέμα αυτό.                   
Η πίεση από πλευράς του ΝΑΤΟ είχε πάψει να είναι τόσο πιεστική όσο στο παρελθόν.
Τον Δεκέμβριο του 1972, λίγες εβδομάδες πριν από την επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Ανατολικής Γερμανίας, είχε υπογραφεί η λεγόμενη «συμφωνία βάσης» (Vertrag über die Grundlage der Beziehungen zwischen der DDR und der BRD) μεταξύ των δύο Γερμανιών. Η συμφωνία αυτή μετέτρεπε τη μέχρι τότε σχέση τους σε σχέση μεταξύ δύο ισότιμων κρατών και διευκόλυνε κατά πολύ την αναγνώριση της Ανατολικής Γερμανίας και από άλλα κράτη.                    
Όπως γνωρίζουμε σήμερα,οι Αμερικανοί δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πραγματική ή υποτιθέμενη απόκλιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τους Μαρκεζίνη και Παλαμά. 
Ο Παλαμάς έμπειρος διπλωμάτης, έγινε γρήγορα γνωστός για τις «γκωλικές» τάσεις του σε σχέση με τον Ανατολικό Συνασπισμό.
Από τη θητεία του ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την επαφή του με τα ενδογενή προβλήματα της συμμαχίας στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Παλαμάς ήταν υπέρμαχος μιας περισσότερο πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που συμπεριλάμβανε επίσημα και όχι σιωπηρά, όπως γινόταν μέχρι τότε, και το ανατολικό μπλοκ.
Το πλαίσιο ελευθερίας κινήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παρουσιάζεται την περίοδο εκείνη πολύ πιο διευρυμένο απ’ ότι στο παρελθόν. 
------------------------------------------------------------------------------------------------
40. Χρ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς,  Διπλωματικό Τρίπτυχο, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων, 1979, σελ. 279.                                                                                                                          
41. Στο ίδιο, σ. 275-282.                                                                                                           
42. Μια πρόσφατη ανάλυση του υποβάθρου της συμφωνίας αυτής βλ. D. Nakath, „Das Dreieck Bonn-Ost-Berlin-Moskau (1969-1982)“, στοPfeil (επιμ.), Die DDRund der Westen. Transnationale  Bezeihungen 1949-1989, σσ.102-104                                                                                                                                        
43. Σ. Ριζάς, Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των Συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα, σ. 159. 44. Παλαμάς, Διπλωματικό Τρίπτυχο, σ. 222-227.
Αυτή καθαυτή η στάση των Αμερικανών δεν ήταν ωστόσο εντελώς νέα. 
Εκκινώντας από ωφελιμιστικά κίνητρα, οι δυτικοί σύμμαχοι της Ελλάδας είχαν ανεχθεί και στο παρελθόν τέτοιου είδους «λαθροχειρίες» της ελληνικής κυβέρνησης εξαιτίας ενός πολύ σημαντικού λόγου:
Ενώ ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας στην Ελλάδα, την οποία και θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνοχή της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, δεν ήταν διατεθειμένοι οι ίδιοι να επωμιστούν το οικονομικό βάρος.
Οι οικονομικές προϋποθέσεις της σταθερότητας στην Ελλάδα συνίσταντο στη χορήγηση βοήθειας, που είχε τερματιστεί το 1963, είτε στη χρηματοδότηση επενδύσεων και, ιδίως, την απορρόφηση ποσοτήτων από το ελληνικό αγροτικό πλεόνασμα.
Πιο κατανοητή γίνεται η παρατήρηση αυτή μέσα από το παράδειγμα του λεγομένου καπνικού ζητήματος, της απορρόφησης δηλαδή των τεράστιων πλεονασμάτων της ελληνικής παραγωγής καπνού. Διάφορες ανατολικές χώρες και κυρίως η Ανατολική Γερμανία προθυμοποιήθηκαν να ανοίξουν τις αγορές τους. Οι δυτικές χώρες αποδέχτηκαν τις συναλλαγές αυτές, επειδή και οι ίδιες προτιμούσαν να προμηθεύονται καπνά και άλλα αγροτικά προϊόντα από ανατολικές χώρες κατά παράβαση των κανόνων της GATT.           
Με το «ανατολικό άνοιγμα» η δικτατορία των συνταγματαρχών ξεπέρασε σε «ευελιξία» όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις και αποκόμισε οφέλη σε πολλαπλά πεδία.
Πρώτον, έδινε μία ακόμα ανάσα στο εξαγωγικό πρόβλημα της Ελλάδας·
δεύτερον, έφερνε σε αμηχανία την εκτός νόμου αριστερή αντιπολίτευση, γελοιοποιώντας τα ιδεολογικά της ερείσματα στο εξωτερικό·
τρίτον, έδειχνε στην επικριτική καπιταλιστική Δύση ότι είχε δυνατότητες άσκησης εξωτερικής πολιτικής πολύ ευρύτερες από αυτές που προδιέγραφε ο χαρακτήρας του καθεστώτος.
Κατά τραγική ειρωνεία, στο ίδιο ακριβώς διάστημα της ανάπτυξης των πολιτικών και οικονομικών επαφών ανάμεσα στα δύο καθεστώτα, βρισκόταν σε εξέλιξη και η τελική φάση της αναδιοργάνωσης του ΚΚΕ, που κατέληξε στη σύγκληση του 9ου συνεδρίου του.
Το 9ο συνέδριο του κόμματος, που θεωρείται σταθμός στην ιστορία του λόγω της οργανωτικής του ανανέωσης, η οποία έμελλε να σημάνει και την έναρξη μιας πιο συγκροτημένης αντίστασης εναντίον της χούντας, έλαβε χώρα κάτω από απολύτως μυστικές συνθήκες σε ένα χωριό της Ανατολικής Γερμανίας, τον Δεκέμβριο του 1973.   
----------------------------------------------------------------------------------------------
45. F. von Caucig, „Griechenland durchschaut die Offerten des Ostens“, Außenpolitik , 15:8 (1964), σ. 571-576.
Αν και πραγματοποιήθηκε με την ουσιαστική συνδρομή του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος δεν σχολιάστηκε για μήνες από κανένα ελληνικό & ανατολικογερμανικό κομματικό έντυπο.
Η συνεχιζόμενη εμμονή του ΚΚΕ να κρατά κλειστά τα αρχεία για τους ερευνητές 
με το πρόσχημα ότι τελούν υπό αποκατάσταση, ενώ το ίδιο το κόμμα προβαίνει κατά καιρούς σε δημοσιεύσεις από το ίδιο υλικό, καθιστούν την άντληση πληροφοριών για τον τρόπο διοργάνωσης του συνεδρίου εξαιρετικά δυσχερή.                      
Εκ των πραγμάτων ανέκυψε για τους Ανατολικογερμανούς μια υποχρέωση διεθνιστικού χαρακτήρα απέναντι στους έλληνες εξόριστους συντρόφους τους, η οποία αντιστρατευόταν το αδήριτο συμφέρον που συνίστατο στη διεθνή αναγνώριση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας
Στη σύγκρουση της κομμουνιστικής αλληλεγγύης με την ψυχρή διπλωματία υπερίσχυσε, όπως συχνά συνέβη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η δεύτερη.                                     
Η αναγκαστική υποταγή του ΚΚΕ στην όχι & τόσο διεθνιστική απόφαση των ανατολικογερμανών του συντρόφων 
θα λειτουργήσει, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, ευεργετικά για το ελληνικό κόμμα.
Χάρη στη σταθερή οικονομική και πολιτική υποστήριξη των ανατολικών χωρών και κυρίως της Ανατολικής Γερμανίας, το ΚΚΕ θα υπερκεράσει πολιτικά όλες τις ανταγωνιστικές δυνάμεις του αριστερού χώρου.
Δεν θα μπορέσει να κάνει όμως το ίδιο και στην αντιπαράθεση του με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος χάρη στην πολιτική προσέγγισης με τον ανατολικό συνασπισμό θα κερδίσει την εύνοια & το θαυμασμό των ανατολικογερμανών κομμουνιστών. 
Οι τελευταίοι προτίμησαν να καλλιεργήσουν τις σχέσεις τους με το ΠΑΣΟΚ όσο και με το «αδελφό» κόμμα. Με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό η Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα, θα δημιουργήσουν στη δεκαετία του 1980 πληθώρα επαφών με το Ανατολικό Βερολίνο και το SED - περίπτωση χωρίς προηγούμενο μεταξύ των κρατών μελών του ΝΑΤΟ. 
Αυτό όμως είναι μια άλλη θερμή ιστορία του ψυχρού πολέμου.                                                             46. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σύνεδροι μεταφέρθηκαν όλοι μαζί με ένα πούλμαν του SED στον τόπο του συνεδρίου, ο οποίος τους αποκαλύφθηκε μόνο όταν έφθασαν εκεί.                  
47. Το κενό αυτό προσπάθησε ο γράφων να καλύψει με προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε στο Βερολίνο. Από τις μαρτυρίες αυτές, ξεχωρίζει εκείνη του πρώην ανταποκριτή του Ριζοσπάστη στο Ανατολικό Βερολίνο Θανάση Γεωργίου, ο οποίος μίλησε με παρρησία μεταξύ άλλων και για τα γεγονότα αυτά.
                                               Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Οι σχέσεις μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας & Ελλάδας αποτελούν μια ιδιότυπη περίπτωση στο ιστορικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Χωρίς θεωρητικά να  υφίσταται καμία προοπτική επαφής των δύο χωρών λόγω του χαρακτήρα του πολιτικοκοινωνικού τους συστήματος, αλλά και εξαιτίας της απομόνωσης που είχε επιβληθεί στην κομμουνιστική Γερμανία από το δυτικό συνασπισμό, εντούτοις οι διμερείς επαφές από τη δεκαετία του 1950 και μετά γνώρισαν εντυπωσιακή ανάπτυξη, έστω και με διακυμάνσεις. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός όχι ότι πραγματοποιήθηκαν οι επαφές αυτές, αλλά ότι ήταν απόρροια ενός ανταγωνισμού που διεξαγόταν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους συνασπισμούς του Ψυχρού Πολέμου, σε πρώτο επίπεδο, και των δύο Γερμανιών, σε δεύτερο. Η αύξηση της επιρροής του ενός σήμαινε ταυτόχρονα και μείωση της επιρροής του άλλου, και αντιστρόφως.
Το δυτικό στρατόπεδο & η Δυτική Γερμανία πέτυχαν πολύ γρήγορα να διαμορφώσουν στην Ελλάδα πολιτικές & οικονομικές συνθήκες τέτοιες, που στην ουσία εκμηδένιζαν υπό ομαλές συνθήκες κάθε προσπάθεια του αντίπαλου Συνασπισμού να αποκτήσει κάποιας μορφή επιρροή στην Ελλάδα. 
Η μεταπολεμική πορεία του ελληνικού κράτους, ωστόσο, δεν χαρακτηρίστηκε από ομαλές πολιτικοοικονομικές συνθήκες λειτουργίας. Όταν λοιπόν η πολιτική αστάθεια οδήγησε στην επιβολή δικτατορίας, έπαψαν να υφίστανται και οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες εκείνες, που διασφάλιζαν την αδιαφιλονίκητη επιρροή της δημοκρατικής Δύσης και της Δυτικής Γερμανίας στην Ελλάδα.
Τότε ήταν που προέκυψε και η μεγάλη βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τον Ανατολικό Συνασπισμό και με την Ανατολική Γερμανία ειδικότερα.
Η πορεία αυτή δεν ήταν βέβαια ευθύγραμμη. Και τα δύο καθεστώτα έπρεπε  να υπερνικήσουν πολλά εμπόδια για να φτάσουν στην πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων. 
Το Ανατολικό Βερολίνο έπρεπε την ίδια περίοδο να μεριμνά για την πολιτική «αναγέννηση» του «αδελφού» Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, που στηριζόταν στη βοήθεια των Ανατολικογερμανών μετά τη διάσπαση του 1968.
Εκτός αυτού, οι έλληνες κομμουνιστές βρίσκονταν σε ανοιχτό πόλεμο με τη δικτατορία, μεγάλο μέρος των οπαδών του και μέρος της ηγεσίας του στέναζε στις φυλακές και στους τόπους εξορίας. 
Οι Ανατολικογερμανοί ενδιαφέρονταν επίσημα για την τύχη των ελλήνων «συντρόφων» τους, τους οποίους προσπαθούσαν μάλιστα -να ενισχύσουν ηθικά και υλικά. Ενδιαφέρονταν όμως παράλληλα να προωθήσουν και τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα του κράτους τους, το οποίο πάλευε από δεκαετίες να επιτύχει διεθνή αναγνώριση. 
Κατά έναν αταβιστικό τρόπο οι Γερμανοί προτίμησαν το 1973, χρονιά της σύναψης διπλωματικών επαφών με την Αθήνα, να μην υιοθετήσουν τη διεθνιστική πρακτική του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μία εγχώριας προέλευσης πολιτική συνταγή, που εκατό περίπου χρόνια πριν είχε διατυπώσει ο συμπατριώτης τους καγκελάριος Bismarck, τη συνταγή της Realpolitik.
            Κλειώ, τεύχος 1(Φθινόπωρο 2004)
                               Ανδρέας Στεργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου