Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Αγώνας εναντίον της αλλαγής του κλίματος

Θα κερδηθεί (ή θα χαθεί) εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
Εισαγωγικά: Η τελευταία έκδοση του αμερικανικού περιοδικού Jacobin, με τίτλο τεύχους Γη, Αέρας και Φωτιά (Καλοκαίρι 2017, τ. 26), ήταν αφιερωμένη στην αλλαγή του κλίματος. 
Στο editorial η Alyssa Battistoni γράφει: 
Η αλλαγή του κλίματος δεν είναι ένα απλό θέμα για να το συζητάμε ευκαιριακά κάθε δυό-τρία χρόνια [...] Από τώρα και στο εξής, κάθε τεύχος θα είναι τεύχος με θέμα την αλλαγή του κλίματος. 
Στα άρθρα, κάθε συγγραφέας βλέπει το θέμα από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικές λογικές· μερικές από αυτές προκάλεσαν κριτικές όπως του John Bellamy Foster, εκδότη του Monthly Review, ο οποίος καταλόγισε στους συγγραφείς «υπεράσπιση της οικονομικής μεγέθυνσης, παραγωγισμό και Προμηθεϊσμό» παραδοσιακού σοσιαλιστικού τύπου. 
Ο δε Ian Angus (Climate & Capitalism), παρέπεμψε στον Ούγγρο φιλόσοφο Ίστβαν Μεσζάρος (István Mészáros): «Το να λέμε ότι “η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να λύσουν μακροπρόθεσμα όλα μας τα προβλήματα”, είναι χειρότερο από το να πιστεύουμε στη δύναμη της μαγείας».
Αντίθετα, στο editorial και στο άλλο μεταφρασμένο εδώ άρθρο της, η Αλίσσα Μπατιστόνι επιμένει όχι στις τεχνολογικές απαντήσεις που προτείνονται για το κλιματικό ζήτημα, αλλά στη σχέση μεταξύ εργασίας και οικολογίας. 
Επισημαίνει τον κρίσιμο ρόλο των θέσεων εργασίας στον τριτογενή τομέα, οι οποίες εξασφαλίζουν την κοινωνική αναπαραγωγή (τα λεγόμενα Pink Collars σε διάκριση από τα Blue και White Collars - ιδίως οι «Eds & Meds»). 
Τονίζει το επείγον όσον αφορά το κλίμα («δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο») και αξιολογεί ρεαλιστικά την παγκόσμια πολιτική και τους συσχετισμούς των δυνάμεων. Είναι εντελώς σαφής: «Εάν ο καπιταλισμός ωθεί στην αλλαγή του κλίματος, μήπως αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε μια επανάσταση για να την σταματήσουμε; Δεν πρέπει να στηρίζουμε τις ελπίδες μας σε κάτι τέτοιο. 
Η Αριστερά [...] παραμένει ιστορικά αδύναμη». 
Δεν είναι πιθανό αναλάβει σύντομα ρόλους πραγματικής εξουσίας, και μάλιστα στην κλίμακα που απαιτείται για το συγκεκριμένο εγχείρημα, τονίζει. «Και σίγουρα όχι στο χρονοδιάγραμμα μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να αναλάβουμε σοβαρή δράση για το κλίμα [..] Προς το παρόν, πρέπει να συμφωνήσουμε και να αποφασίσουμε πώς θα αντιμετωπιστεί όσο καλύτερα γίνεται η αλλαγή του κλίματος εντός αυτού του συστήματος».
Βέβαια, η Αλίσσα Μπατιστόνι, ερευνήτρια της νέας γενιάς στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Γέηλ, βλέπει τα πράγματα υπό το ιδιαίτερο, μεταβιομηχανικό - και μετανεωτερικό - πρίσμα της ακαδημαϊκής Αριστεράς της Δύσης, το συνυφασμένο με τις πολιτισμικές αντιφάσεις του όψιμου καπιταλισμού. 
Η έντονη αποβιομηχάνιση και μετατόπιση μεγάλου όγκου θέσεων εργασίας προς τον τομέα των υπηρεσιών - ιδίως προς την κοινωνική αναπαραγωγή - είναι η τάση που επικρατεί σαφώς στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, μάλλον και στην καθ' ημάς Νότια Ευρώπη· αλλά όχι τόσο σαφώς στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη ή στην Ιαπωνία.
Σίγουρα δεν επικρατεί καθόλου στους ανερχόμενους οικονομικούς γίγαντες του παγκόσμιου συστήματος, όπως είναι κατεξοχήν η Κίνα, η τωρινή πρωταθλήτρια της παγκοσμιοποίησης. 
Από την άποψη αυτή, η οπτική γωνία της Μπατιστόνι δεν είναι παγκόσμια· ωστόσο βλέπει καθαρά τί συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της Δύσης. Αλλά τί να συζητήσεις για το κλίμα στην καχεκτική, επαρχιώτικη ελληνική δημόσια σφαίρα;
Ο αντίλογος στις απόψεις της είναι: 
Όντως, ο αγώνας εναντίον της αλλαγής του κλίματος θα κερδηθεί (ή θα χαθεί) εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όμως θα κερδηθεί ή θα χαθεί, κυρίως και κατά πρώτο λόγο στην Κίνα. Στον νέο βιομηχανικό, εξαγωγικό γίγαντα.
Για ό,τι αφορά την καθ' ημάς αποβιομηχάνιση και μετατόπιση θέσεων εργασίας προς τον τομέα των υπηρεσιών, η μεγάλη διαφορά από τις ΗΠΑ είναι η εξής:
Στις ΗΠΑ μεγάλο μέρος θέσεων εργασίας στην εκπαίδευση και στη βασική υγειονομική περίθαλψη ανήκει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. 
Στην Ελλάδα ανήκει πάντα στον δημόσιο. 
Όμως, όσον αφορά άλλους κλάδους της κοινωνικής αναπαραγωγής, ιδίως τους πιο «δυναμικούς» ως προς το πλήθος νέων θέσεων εργασίας (π.χ. φροντίδα ηλικιωμένων, επισιτισμός - εστίαση, λιανικές πωλήσεις, τελευταία μεγάλο μέρος των παραϊατρικών υπηρεσιών), η νέα κατάσταση δεν διαφέρει πολύ από των ΗΠΑ - ιδίως άν ληφθεί υπόψη η εξάπλωση άτυπων μορφών εργασίας, «δανεικών» εργαζόμενων και ημιαπασχόλησης.
Στις κατά κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα, οι ΗΠΑ, παρά την αποβιομηχάνιση, έχουν τους χειρότερους δείκτες παγκοσμίως, εξαιτίας κυρίως του λεγόμενου αμερικανικού τρόπου ζωής και κατανάλωσης - μαζί με τον Καναδά, τη Ρωσία, την Αυστραλία και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου. 
Όσο για τις κατά κεφαλήν «επιδόσεις» της Ελλάδας, που προέρχονται και αυτές κυρίως από την κατανάλωση και τον τρόπο ζωής (ιδίως την κυκλοφορία και οδικές μεταφορές), αλλά και από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με πρώτη ύλη τον λιγνίτη, ανταγωνίζονται «επάξια» χώρες πολύ πιο βιομηχανικές (π.χ. Αυστρία, Βέλγιο, Σκανδιναβικές, ακόμη και την Κίνα). 
Ξεπερνούν τις «επιδόσεις» της Γαλλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας. Στα χρόνια της ελληνικής φούσκας αυξήθηκαν αλματωδώς· μόνον μετά την έναρξη της κρίσης και το σκάσιμο της φούσκας μειώθηκαν κάπως (βλ. στοιχεία ΟΗΕ, Διεθνούς Τράπεζας, ΟΟΣΑ).
                 ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:aftercrisisblog.blogspot.gr/2017/11/blog-post.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου