Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ένα απλό παιχνίδι

Οι κυρίαρχες πολιτικές τάξεις προσπαθούσαν ανέκαθεν να ελέγξουν το ποδόσφαιρο προς ίδιον όφελος, χάρη στην τεράστια δύναμη του αθλήματος να συγκινεί τις μάζες. 
 Τις τελευταίες δεκαετίες, η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου (όπως και εν γένει του αθλητισμού) έχει καταστεί κάτι παραπάνω από πρόδηλη. 
Ο επονομαζόμενος «βασιλιάς των σπορ» δεν αποτελεί μονάχα ένα αγνό ψυχαγωγικό παιχνίδι, αλλά έχει αναχθεί σε βιομηχανία του θεάματος, του πρωταθλητισμού και του κέρδους όπως μαρτυρούν τόσο τα τελευταία στοιχεία για τα ποσά που δαπανώνται σε μεταγραφές και τηλεοπτικά δικαιώματα, όσο και τα τεράστια έσοδα που αποκομίζουν ομάδες μιντιακά δίκτυα και πολυεθνικές εταιρείες. 

Οι ποδοσφαιριστές δεν είναι, πλέον, τα φτωχόπαιδα που έπαιζαν σε αλάνες αλλά επαγγελματίες, πολλοί εκ των οποίων κερδίζουν αμύθητα χρήματα από τα ακριβοπληρωμένα συμβόλαια που υπογράφουν.  
Το ποδόσφαιρο, όμως, δεν είναι μόνο τα οικονομικά μεγέθη ούτε περιορίζεται στο αμιγώς αγωνιστικό σκέλος του. 
Είναι ένα άθλημα που βρίσκεται σε διαρκή ώσμωση με την κοινωνία και την πολιτική. 
Η ιστορία του, μάλιστα, μας αποδεικνύει ότι ανέκαθεν επηρεαζόταν από τις συγκυρίες και τα γεγονότα της εκάστοτε εποχής, καθώς επίσης και ότι οι κυρίαρχες πολιτικές τάξεις προσπάθησαν να το ελέγξουν προς ίδιον όφελος. 
Αυτή η – συχνά αγνοημένη αλλά εξόχως σημαντική – διάσταση του δημοφιλούς αθλήματος αποτυπώνεται διεξοδικά και με ενάργεια στο καινούριο βιβλίο του δημοσιογράφου Νάσου Μπράτσου με τίτλο «Σπορ και Κοινωνικές Αντιστάσεις: Μεσοπόλεμος-Κατοχή-Δικτατορία-Μεταπολίτευση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νότιος Άνεμος και περιλαμβάνει πλούσιο αρχειακό υλικό και ντοκουμέντα αθλητικής και κοινωνικής ιστορίας από την Ελλάδα του 20ου αιώνα. 
Όπως λέει στο inside story ο ίδιος ο κ. Μπράτσος (που έχει ασχοληθεί εκτενώς με θέματα ερασιτεχνικού αθλητισμού), «το βιβλίο ήταν προϊόν της σύνθεσης όλων αυτών που αντιμετωπίζω καθημερινά λόγω της εργασίας μου, που οδηγεί σε συσσώρευση στοιχείων, αλλά και σε δύο παραμέτρους, την και εκτός εργασιακού χρόνου ενασχόλησή μου με θέματα ιστορίας, αναζήτησης και μελέτης αρχείων, καθώς και της ιδιότητας του φιλάθλου».  
    Το ποδόσφαιρο στη «δίνη» της ανελευθερίας 

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, της Κατοχής και της Χούντας, οι ποδοσφαιριστές ήταν παιδιά των λαϊκών τάξεων, πρόσφυγες και εργάτες, οι οποίοι, ταυτόχρονα με το άθλημα, ανέπτυξαν έντονη αντιστασιακή δράση – πολλοί εξ αυτών με τίμημα τη ζωή τους. 
Η πηγαία τους διάθεση για μπάλα, η επιθυμία τους για έναν αθλητισμό που, όπως γράφει ο κ. Μπράτσος, «δίνει χαρά και δεν διχάζει τους ανθρώπους», αμαυρώθηκε από τα κατά καιρούς αντιδημοκρατικά καθεστώτα που αποπειράθηκαν να ποδηγετήσουν, μεταξύ άλλων, και τον χώρο του αθλητισμού. 
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανελευθερίας, το ποδόσφαιρο θεωρήθηκε, από την πλευρά του κατεστημένου, ως το μέσο δια του οποίου ο κόσμος θα αποπροσανατολιζόταν και θα ξεχνούσε τα προβλήματά του. 
«Η δημοφιλία του αθλητισμού αποτέλεσε πεδίο έλξης για πολιτικές παρεμβάσεις, συχνά από ανελεύθερα καθεστώτα και η μαζικότητά του δημιούργησε το πεδίο για να υπάρξουν αντιστάσεις σε αυτές τις επιλογές», επισημαίνει ο κ. Μπράτσος στο inside story.  
Η εργαλειοποίηση του ποδοσφαίρου για προπαγανδιστικούς σκοπούς δεν εντοπίζεται, βέβαια, μόνο στην Ελλάδα. 
Στην Ισπανία, το φρανκικό καθεστώς εκμεταλλεύτηκεΜπαρτσελόνα vs Ρεάλ: Κόντρα πέρα από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου επικοινωνιακά τις αγωνιστικές επιτυχίες της Ρεάλ Μαδρίτης την περίοδο 1950-1970. 
Στην Ιταλία, ο Μπενίτο Μουσολίνι είδε στο ποδόσφαιρο ευοίωνες προοπτικές για την παγίωση της φασιστικής ιδεολογίας στην κοινωνία και στη Χιλή, ο δικτάτορας Πινοσέτ έπαιξε τον δικό του ρόλο στη μη διεξαγωγή ενός αγώνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1974 ανάμεσα στη Χιλή και τη Σοβιετική Ένωση.
Σε ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο πόζαρε, τον Ιούλιο του 2019, μαζί με την εθνική ομάδα της χώρας του, όταν η τελευταία πανηγύριζε την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα εναντίον του Περού. 
        Στις «συμπληγάδες» Μεταξά & κατακτητών 
Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας (1936-1941), έλαβαν χώρα διαλύσεις, συγχωνεύσεις και μετονομασίες ποδοσφαιρικών σωματείων, ενώ κάθε επίσημη αθλητική δραστηριότητα διεκόπη από τον Οκτώβριο του 1940 κι ύστερα. 

Όπως γράφει ο Νάσος Μπράτσος, ο Μεταξάς «επιχείρησε να στήσει φασιστικές ομάδες ποδοσφαίρου με μέλη της» και «ζήτησε τη διοργάνωση παρελάσεων με συμμετοχή αθλητικών συλλόγων». 
Όσα σωματεία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, πλήρωσαν βαρύ τίμημα, όπως ο Αστέρας Καισαριανής (από τους προγόνους του σημερινού Εθνικού ΑστέραΕθνικός Αστέρας Γ.Α.Ο.), που διαλύθηκε. 
Ο Δημήτρης Δεμερτζής, παίκτης και παράγοντας του Ολυμπιακού Χαλκίδας θυμάται, σε σχετική συνέντευξη, πως το καθεστώς «τη Μικτή Χαλκίδας απαίτησε να την ονομάζουν ομάδα της ΕΟΝ». 
Η Προσφυγική Ένωση Θεσσαλονίκης, επίσης, μετονομάστηκε σε Μακεδονικός Α.Σ. Μακεδονικός Νεάπολης κατόπιν υπόδειξης του Μεταξά.  
Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, η πλευρά των κατακτητών προσπάθησε κι εκείνη με τη σειρά της να χειραγωγήσει το ποδόσφαιρο. 
Στην Καλαμάτα, λόγου χάρη, όπου βρίσκονταν τόσο ιταλικά όσο και γερμανικά στρατεύματα, οι Γερμανοί αποφάσισαν να δώσουν φιλικό παιχνίδι με τη μικτή ομάδα της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Προς έκπληξη πολλών, οι παίκτες της Καλαμάτας νίκησαν με 2-0, προκαλώντας ενθουσιασμό στον κόσμο που τους παρακολουθούσε κρεμασμένος στα δέντρα ή βρισκόμενος στους γύρω λόφους (μιας που δεν υπήρχαν κερκίδες). 
Το αποτέλεσμα εξόργισε, όπως ήταν αναμενόμενο, τον διοικητή των Γερμανών, ο οποίος διέταξε τη ρεβάνς του αγώνα. 
Αυτή τη φορά, όμως, πίσω από το τέρμα είχε τοποθετηθεί ένα μυδραλιοβόλο (είδος πυροβόλου όπλου) με προφανή σκοπό την τρομοκράτηση των Καλαματιανών. 
Βάσει αυτού, το παιχνίδι έληξε με τους Γερμανούς να επικρατούν με 3-2. 
                       Στα σκληρά (μετ)εμφυλιακά χρόνια 
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (1946-1949), με τα τραύματα της Κατοχής νωπά στη συλλογική μνήμη, συνεχίστηκε η εμπλοκή της πολιτικής στο ποδόσφαιρο.

Για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αρκετοί από τους πολιτικούς κρατούμενους στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ήταν ποδοσφαιριστές, που συγκρότησαν τη λεγόμενη «Μικτή Μακρονήσου». 
Τον Ιανουάριο του 1949 μάλιστα, η ομάδα των εξορίστων της Μακρονήσου μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να δώσει φιλικό παιχνίδι εναντίον του Ολυμπιακού
Το ματς έληξε με σκορ 2-1 υπέρ της Μικτής Μακρονήσου, γεγονός που δυσαρέστησε το καθεστώς των Εθνικοφρόνων, το οποίο, με την επιστροφή της ομάδας στο νησί διέταξε την άμεση διάλυσή της. 

 Μετεμφυλιακά, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και τα αθλητικά σωματεία δέχθηκαν εξίσου έντονες πιέσεις και ιδιαίτερα εκείνα, οι ονομασίες των οποίων θεωρήθηκαν ως ύποπτες για διακίνηση «ανατρεπτικών» ιδεών. 
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Αθλητικής Ένωσης ΜοσχάτουΑθλητική Ένωση Μοσχάτου που αναφέρει ο κ. Μπράτσος. 
Ο εν λόγω σύλλογος, ιδρυθείς ήδη από το 1926, συγχωνεύτηκε το καλοκαίρι του 1943 με την ομάδα «ΕΛΛΑΣ Μοσχάτου» και μετονομάστηκε σε «Αθλητική Ένωση Ελλάς Μοσχάτου». 
Μολαταύτα, όπως τονίζει ο κ. Μπράτσος, «το σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα οδηγεί σε πιέσεις ώστε η ομάδα να αλλάξει όνομα γιατί ηχητικά το ΕΛΛΑΣ (Ελλάδα) θυμίζει τον ΕΛΑΣ 
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η απαλοιφή του όρου ΕΛΛΑΣ και η εκ νέου μετονομασία σε «Αθλητική Ένωση Μοσχάτου».  
Το εκτεταμένο σχέδιο της Χούντας & οι συγχωνεύσεις
 Οι εξωγενείς παρεμβάσεις στο ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν έλειψαν στην περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών αλλά, αντιθέτως, ενισχύθηκαν. 

Όπως αναφέρει ο κ. Μπράτσος στο inside story, «φαίνεται πως οι δικτάτορες είχαν σχέδιο για τον αθλητισμό, έχοντας δει από την περίοδο του Μεσοπολέμου και της κατοχής τις δυνατότητες που έδινε στην κοινωνία να αντιδράσει ενάντια σε ανελεύθερες επιλογές». 
Έχοντας, λοιπόν, νομιμοποιήσει τον ασφυκτικό έλεγχο των ποδοσφαιρικών σωματείων, η χούντα προχώρησε, αρχικά, στην αναβολή των αγώνων, υπό το φόβο μετατροπής των γηπέδων σε πεδία αντιχουντικών εκδηλώσεων και, ύστερα, επέτρεψε τη διεξαγωγή αγώνων με αυστηρό, όμως, κανονιστικό πλαίσιο. 
Προς επίρρωση αυτού, σε δημοσίευμα της «Αθλητικής Ηχούς» (7 Μαΐου 1967), αναφέρεται πως την άδεια τέλεσης του αγώνα θα δίνουν οι αστυνομικές αρχές σε συνεργασία με τις στρατιωτικές, οι οποίες θα καθορίζουν και τον μέγιστο αριθμό θεατών σε κάθε παιχνίδι.
 Επίσης «απαγορεύονται τα επινίκια είτε πεζή, είτε επί οχημάτων», η αποχώρηση των φιλάθλων «θα γίνεται ησύχως» και δεν επιτρέπουν «τας πάσης φύσεως πολιτικάς εκδηλώσεις». 
 Μία πρόσθετη έκφανση του χουντικού ελέγχου επί του ποδοσφαίρου ήταν και το σχέδιο –υπό τον τότε Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού Κωνσταντίνο Ασλανίδη – για εκτεταμένες συγχωνεύσεις όμορων ομάδων «ούτως ώστε αφ΄ενός μεν να επέλθη σημαντική μείωσις τούτων, αφ’ ετέρου δε να είναι δυνατή η παρακολούθησις και ο έλεγχος της αθλητικής δραστηριότητός των, και να καταστή δυνατή και αποτελεσματική η παρά της καθ’ ημάς Γενικής Γραμματείας, οικονομική ενίσχυσίς των», όπως διαβάζουμε σε εγκύκλιο που απέστειλε η Χούντα, μέσω της ΕΠΣΑ, στα αθλητικά σωματεία. 
Ο σύλλογος ΑΠΣ Πάτραι αποτελεί ίσως την πλέον ενδεικτική περίπτωση, καθώς ιδρύθηκε το 1967 μετά από συγχώνευση έξι σωματείων (ΑΠΣ Ολυμπιακός, ΑΠΣ Θύελλα, Αθλητικός Όμιλος Αχιλλέα Πάτρας, Ηρακλής, Απόλλων και Προοδευτική Πάτρας).

Κατ’ ουσίαν, όμως, το δικτατορικό καθεστώς, στην προσπάθειά του να απορροφήσει τους κραδασμούς των κοινωνικών αντιδράσεων, επιθυμούσε την εξάλειψη των σωματείων που δεν του ήταν πολιτικοϊδεολογικά αρεστά και, συνάμα, διόριζε τις διοικήσεις της αρεσκείας του. 
Για παράδειγμα, το ποδοσφαιρικό σωματείο ΠΑΟ Καλογρέζας ήταν η πρώτη ομάδα που ουσιαστικά διαλύθηκε από το καθεστώς το 1967. 
Συγχωνεύθηκε με το σωματείο ΠΑΟ Σαφράμπολημε την αιτιολογία ότι ήταν σύλλογος αριστερών/κομμουνιστικών καταβολών, και το προϊόν της εν λόγω συγχώνευσης ήταν ο Ίκαρος Αθηνών. 
Στο ίδιο πνεύμα, απαγορεύτηκε η άνοδος στις ομάδες που αναδείχθηκαν πρωταθλήτριες, όπως η ΑΕΚ Χαλκίδας, «επειδή ήταν αριστερών πεποιθήσεων τα μέλη που την απάρτιζαν», όπως τονίζει σε σχετική συνέντευξη ο πρόεδρος της ομάδας, Αλέξανδρος Χνάρης. 
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Ανταγόρα Κω, σύλλογο που, σύμφωνα με τον παλαίμαχο παίκτη του, Αντώνη Πίττα, δεν κατετάγη στη Β΄ Εθνική, πιθανόν επειδή «τα μέλη της διοίκησης του Ανταγόρα δεν πήγαν στην υποδοχή» του Στυλιανού Παττακού που είχε επισκεφθεί την Κω. 
Σε συμβολικό επίπεδο, η δικτατορία επέβαλε –κυρίως στα μικρότερα σωματεία– την αλλαγή του ονόματός τους και την αντικατάσταση της λέξης «ένωση» με τους όρους «σύλλογος» ή «όμιλος» (όπως η Αθλητική Ένωση Προφήτη Ηλία που μετονομάστηκε σε Αθλητικό Όμιλο Προφήτη Ηλία). 
Η αιτία πίσω από τη συγκεκριμένη κίνηση ήταν η πεποίθηση της χούντας ότι, αν οι φίλαθλοι φώναζαν «ένωση» στο γήπεδο, θα θεωρείτο έμμεση προπαγάνδα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και, ως εκ τούτου, θα προέκυπτε ζήτημα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. 
Συμπληρωματικά, τέθηκαν περιοριστικοί όροι στις μεταγραφές παικτών από τη Β΄ στην Α΄ Εθνική, ενώ παράλληλα, η Χούντα συνήθιζε να «φυτεύει» στρατιωτικό επίτροπο στις διοικήσεις των συλλόγων προκειμένου «να μην αφήνουν περιθώρια για εξωαθλητικές αντιδικτατορικές δραστηριότητες», όπως αναφέρει σε σχετική συνέντευξη ο πρόεδρος του ΑΟ ΑμπελοκήπωνΑ.Ο. Αμπελοκήπων, Κώστας Μανταίος.  
Το ποδόσφαιρο ως έκφραση αντίστασης, ελπίδας & αλληλεγγύης 
Το ποδόσφαιρο δεν αποτέλεσε, όμως, μόνο προνομιακό για την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη πεδίο. 

Λειτούργησε, επίσης, ως εφαλτήριο «για να ξεπηδήσουν συλλογικές δημιουργικές προσπάθειες και αντιστάσεις από τη βάση του αθλητισμού, τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους», όπως γράφει ο κ. Μπράτσος. 
Έτσι, παρ’ όλες τις προαναφερθείσες αντιξοότητες, αρκετοί αθλητές και απλοί πολίτες προσπάθησαν να οργανώσουν την αντίστασή τους και, μέσα από το ποδόσφαιρο, να παραδώσουν μαθήματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, την ίδια στιγμή που τα ανώτατα αθλητικά όργανα (ήτοι η ΕΠΟΕλληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και ο ΣΕΓΑΣΣύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων) σίγησαν ή/και συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.  
Όπως διευκρινίζει στο inside story ο κύριος Μπράτσος, 
«επί δικτατορίας ατομικές αντιδράσεις υπήρξαν», αλλά «δεν είχαμε συλλογικότητες όπως π.χ. η Ένωση Ελλήνων Αθλητών στην Κατοχή». 
Αυτό οφειλόταν, όπως μας επιβεβαιώνει ο συγγραφέας του βιβλίου, στο πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο των Συνταγματαρχών, οι οποίοι «προσπάθησαν να εμποδίσουν με τις αναβολές των αγώνων μετά τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος και με “θεσμικές” παρεμβάσεις μετά την εκδήλωση τέτοιων πράξεων αντίστασης».
                                                        Κείμενο Δημήτρης Παπακυριακού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου