Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Τα δεινά του πολέμου

Από συναισθηματική-αισθητική άποψη ως δεινά του πολέμου θεωρούνται η απώλεια ανθρώπινων ζωών και η καταστροφή υποδομών των εμπλεκομένων χωρών. Όμως το παραπάνω δεν είναι απαραίτητο και δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να χαρακτηρισθή κάτι ως πόλεμος. 

Για παράδειγμα, πριν την εποχή της εθνικής δημοκρατίας αυτοί που λάμβαναν μέρος σε έναν πόλεμο ήσαν συνήθως οι επαγγελματίες πολεμιστές (αριστοκράτες ή έμμισθοι) και οι πόλεμοι γίνονταν με αποφυγή της καταστροφής των υποδομών και της θανάτωσης των παραγωγικών τάξεων όταν ο κατακτητής ήθελε να τις χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του. Καταστροφές πόλεων είχαν να κάνουν με την πληρωμή των μισθοφόρων (λεηλασία) παρά να αποτελούν τέλος του ίδιου του πολέμου. 
Ο πόλεμος σκοπό έχει να αλλάξει την συγκεκριμένη τάξη του κόσμου υπέρ του νικητή. 
Ποια είναι τελικά τα δεινά του πολέμου;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η απώλεια της ελευθερίας του ηττημένου, τουλάχιστον μέχρι να ενσωματωθή στην νέα κατάσταση. 
Όμως και πάλι, αυτό έχει ένα πρόβλημα, γιατί η αξία η ίδια της ελευθερίας ορίζεται από την δυνατότητα του πολέμου, και ο πόλεμος ορίζει τον «δούλο και τον ελεύθερο» σύμφωνα με την γνωστή ρήση ―και πόλεμος δεν είναι κατ’ανάγκη κάτι που εμπλέκονται όπλα. 
Οικονομικός πόλεμος, πόλεμος ιδεών, ερωτικός πόλεμος, δεν είναι μεταφορές, είναι εκδηλώσεις του ίδιου φαινομένου με άλλα μέσα. 
Άλλωστε, στην ελληνική γλώσσα, η πόλις (ως οχυρό πτολίεθρο), και κατ’ επέκταση, πολίτης, πολιτεία, πολιτική, πολιτισμός, σημαίνει πύργος. 
Πέρα από γλωσσολογικές αναλύσεις ο πόλεμος ως άνομη κατάσταση στέκεται δίπλα από την πολιτεία ως έννομη κατάσταση, και την ορίζει, ο ίδιος ως δυνατότητα, όπως ακριβώς τα τείχη του οχυρού.
Επανερχόμαστε στο ερώτημα μας: ποιά είναι τα δεινά του πολέμου; 
Δεινά του πολέμου λογικά πρέπει να είναι εκείνα που καταστρέφουν την πολιτεία ―πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη ταυτόσημα με την ίδια την πολεμική πράξη, αλλά κάτι διαφορετικό που σχετίζεται με τον πόλεμο κατά ικανό τρόπο αλλά όχι αναγκαίο. 
Προτίθεμαι να δείξω ότι τα δεινά του πολέμου, αν και ξεπηδάν μέσα στην ιστορία για να εξυπηρετήσουν στον πόλεμο, μπορούν να αποκτήσουν την δική τους ζωή, φθείροντας την πολιτεία, ελλείψει μάλιστα πολεμικής σύγκρουσης. 
Είναι πράγματα αλληλοσχετιζόμενα που παρουσιάζονται από τους προοδευτικούς ως φύλακες της ειρήνης ενώ εμφανίστηκαν ως υπηρέτες του πολέμου:
α. Η φορολογία, ο κρατικός δανεισμός και η κεντρική τράπεζα. 
Ο πόλεμος έχει οικονομικά έξοδα, και όσο πιο φιλόδοξος είναι τόσο μεγαλύτερα είναι. 
Αν η ανύψωση ενός δημοσίου έργου που είναι ούτως ή άλλως αιώνιο μπορεί να λάβει παράταση, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον πόλεμο που σχετίζεται με τον καιρό, την ευκαιρία. 
Ο πόλεμος άλλωστε είναι μία κερδοφόρα επένδυση: οι περιοχές που θα κατακτήσω θα μέ δώσουν τον πλούτο για να αποπληρώσω το χρέος. 
Αν ηττηθώ όμως; Θα φορολογήσω την χώρα μου. Ιδού ένα πρώτο δεινό του πολέμου. 
Φυσικά μπορώ να βάλω φόρους στον δανειστή μου, όπως έκανε ο Ερρίκος Tudor ως νικητής του «πολέμου των δύο ρόδων» με τους de’Medici και την εισαγωγή του μαλλιού τους στην Αγγλία. Όμως κάτι τέτοιο δεν βολεύει μία χώρα με αυτοκρατορικές βλέψεις που βρίσκεται στην ανάγκη να κάνει συνεχείς πολέμους. 
Εδώ εμφανίζεται το κρατικό ομόλογο και λίγο αργότερα η κεντρική τράπεζα. 
Το ομόλογο εμφανίστηκε αρχικά ανάμεσα στις Ιταλικές πόλεις της Αναγέννησης. 
Προκειμένου η κάθε πόλη να βρει τα χρήματα για να αγοράσει κανόνια και μισθοφόρους, εξέδιδε ομόλογο προς αγορά από τους πλουσίους το οποίο αποπλήρωνε φορολογώντας τους φτωχούς. 
Έτσι δημιουργήθηκε ένα άτυπο χρηματιστήριο ανάμεσα στις Ιταλικές πόλεις που φυσικά αποδεικνύει ότι οι οικονομικές σχέσεις δεν θεμελιώνουν κατ’ ανάγκη την ειρήνη! 
Φυσικά συνεχείς πόλεμοι ωδήγησαν στην καταστροφή τόσο εκείνους που δεν έπαιρναν τον χρυσό τους πίσω, όσο και εκείνους που εξαθλιώνονταν από την φορολόγηση και αδυνατούσαν να πληρώσουν. 
Κάπως έτσι έληξε η περίοδος της Αναγέννησης στην Ιταλία. 
Με συμβούλους Ιταλούς τραπεζίτες ένας Σκοτζέζος δημιουργεί την Τράπεζα της Αγγλίας στα τέλη του 17ου αι. της οποίας λειτουργία ήταν να αγοράζει τα ομόλογα του Αγγλικού κράτους και να εκδίδει έναντι χάρτινο χρήμα το οποίο μπορούσε να εξαργυρωθή με τον χρυσό που ελάμβανε πίσω η τράπεζα από τους διαφόρους φόρους. 
Είναι η ίδρυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που γνωρίζουμε σήμερα
Η ευελιξία του συστήματος αυτού βασίζεται, ότι σε καιρό πολέμου η τράπεζα απαγόρευε τις εξαργυρώσεις και δημιουργούσε έναν μικρό πληθωρισμό. 
Έτσι η Βρετανία ήταν πιο φερέγγυα από την Γαλλία για δανεισμό αφού μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί οικονομικά στο εσωτερικό χωρίς αύξηση φόρων εξασφαλίζοντας δηλαδή την χρηματική ρευστότητα και να χρησιμοποιεί επιπλέον τον χρυσό της για τον εξωτερικό δανεισμό. 
Μετακυλούσε έτσι το πρόβλημα της φορολογίας χρονικά στην μετά την περίοδο του πολέμου, τον οποίο έχοντάς τον μάλιστα κερδίσει με νέες πλουτοπαραγωγές αποικίες και εμπορικούς δρόμους. Δεν απέφυγε βέβαια έτσι την απώλεια των δεκατριών αποικιών, αλλά τουλάχιστον δεν δημιούργησε συνθήκες επανάστασης στο εσωτερικό όπως η Γαλλία ή δεν έχασε την ενδοχώρα της όπως η Βυζαντινή αυτοκρατορία από την βαρειά φορολόγηση. 
Φυσικά, σε εποχές που πηγή χρήματος για το κράτος ήσαν κυρίως οι δασμοί, δημιουργήθηκε πρώτη φορά ο φόρος εισοδήματος (πολύ μικρός, καμία σχέση με τον σύγχρονο, της εποχής της ειρήνης), που γνωρίζουμε σήμερα ώστε να οικοδομηθή ναυτικό χωρίς να επιβαρύνθη με δασμούς το εμπόριο και κατ’ επέκταση ο χρήστης των προϊόντων εισαγωγής (παραγωγός ή καταναλωτής). 
Όμως ένας πόλεμος σαν τον πρώτο παγκόσμιο που είχε την πρωτοτυπία να είναι ολοκληρωτικός και με ισχυρά όπλα, χαλάει αυτήν την ισορροπία και οδηγεί σε πληθωρισμό ή/και μεταπολεμικά σε βαρύτερη φορολόγηση. 
Είναι τότε που ο τραπεζίτης με το ημίψηλο παρουσιάζεται ως συνεργάτης των πολεμοκέλαδων βασιλέων στην σοσιαλιστική εικονογραφία. 
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αυτό που ονομάζουμε φορολόγηση είναι ένα δεινό του πολέμου το οποίο επιδεινώνεται με την πιστωτική επέκταση. 
Το γεγονός ότι κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα έχουμε μία αύξηση της φορολογίας που όμοια δεν έχει δει ποτέ ο πλανήτης, οφείλεται στην χρηματοπιστωτική επέκταση ελλείψει μάλιστα πολέμου.
β. Η νομοπλασία και ο κεντρικός σχεδιασμός (planning). 
Ο πόλεμος είναι μία κατάσταση εξαίρεσης που βάζει τον νόμο σε αχρηστία και τον αντικαθιστά με την διαταγή και με τα μέτρα. 
Η διαταγή προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία η οποία πρέπει να δράσει γρήγορα χωρίς διαβούλευση, τα μέτρα από το διαχειριστικό κράτος που παρεμβαίνουν στην παραγωγή και το εμπόριο προς όφελος του κράτους. 
Οι παραγωγοί παράγουν και οι έμποροι πωλούν αλλά δεν κερδίζουν, αν δεν κατάσχονται κιόλας οι επιχειρήσεις τους από το κράτος. 
Το σοσιαλιστικό ιδεώδες της «εθνικοποίησης/κοινωνικοποίησης» των μεσών παραγωγής είναι ένα δεινό του πολέμου, το οποίο μπορεί μεν να λειτουργεί κατά την διάρκεια του πολέμου που η ζήτηση είναι γνωστή και συνεχής, καθίσταται δε προβληματικό όταν η ζήτηση δεν είναι γνωστή και η παραγωγή χρειάζεται τις τιμές που προκύπτουν από τις ελεύθερες συναλλαγές για να καθοριστή. Τέλος, η αντικατάσταση των νόμων από την διαταγή επιτρέπει την δημιουργία νέων νόμων που δύνανται μετά τον πόλεμο, όπως οι στίχοι όταν χάσουν την μουσική, να μην είναι σεβαστοί όπως ένας αρχαίος νόμος. 
Αυτό βέβαια συνηγορεί με την συντηρητική ιδέα ότι το νεωτερικό κράτος, είτε υπό την απόλυτη μοναρχία, είτε υπό το νομοθετικό κοινοβούλιο, είναι επαναστατικό και ο πόλεμος είναι αναγκαίος για την εκδήλωση αυτής του της επαναστατικότητας. 
Όσον αφορά τα μέτρα, είναι ψευδονόμοι, προέρχονται από ακαδημαϊκά εργαστήρια που βασίζονται στο υπολογισμό. Χωρίς την διαταγή δεν μπορούν ποτέ να γίνουν σεβαστά, άρα η εφαρμογή τους βασίζεται στην άσκηση βίας (στις περισσότερες «ελεύθερες» χώρες πλέον το κράτος μπορεί να κατάσχει χρήματα του καταθέτη). 
Το διαχειριστικό κράτος των «επιτροπών σοφών» και η αντικατάσταση του νόμου και του κράτους δικαίου (Rechtsstaat) από ένα μηχανιστικό σύστημα πολυνομίας και κράτους νόμων (Gesetzesstaat) και από έναν ωφελιμιστικό υπολογισμό προς χάρη του greater good, είναι δεινό του πολέμου.
γ. Η χειραφέτηση και η κοινωνική εξίσωση. 
Ο κάθε πόλεμος φυσικά αλλάζει στο statvs qvo, και οι κύριοι μπορούν να παύσουν να είναι κύριοι. Αλλά αυτό σχετίζεται με την έκβαση του πολέμου. 
Όμως σε πολέμους όπου δεν απειλείται η ακεραιότητα της χώρας ο ηττημένος συντηρεί την κυριαρχία του, έστω μειωμένη λόγω της οικονομικής εξάντλησης. 
Από τον Μεγάλο Πόλεμο και με την ίδρυση της «Κοινωνίας των Εθνών» έχουμε τις «πολεμικές αποζημιώσεις» που μπορούν να υποδουλώσουν τον ηττημένο χωρίς να πάρουν την χώρα του. 
Και αυτό για να μπορέσει να αποπληρώσει ο νικητής τα χρέη του προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κυρίως, τις τράπεζές του. 
Έτσι η σύγχρονη δημοκρατία επανέφερε τον θεσμό της δουλείας από την πίσω πόρτα, με τον ευφημισμό της «αποζημίωσης». 
Αυτό οδηγεί στην εξίσωση των ηττημένων, αφού χάνονται στο εσωτερικό οι σχέσεις εξουσίας που υπήρχαν. 
Όμως η ίδια εξίσωση συμβαίνει και στην πλευρά των νικητών λόγω του κεντρικού σχεδιασμού που είχε εφαρμοσθή κατά την διάρκεια του πολέμου. 
Ο πολίτης-οπλίτης συνδυάζεται με τον μισθοφόρο, απολύει τα χαρακτηριστικά του πολίτη και του επαγγελματία και τρέπεται με τις ευλογίες της μαζικής δημοκρατίας σε φτηνό πολίτη-εργάτη, και χειραφετείται ως απρόσωπη μονάδα του ωφελιμιστικού υπολογισμού του κεντρικού σχεδιασμού. 
Η κοινωνική μηχανική και η μακροοικονομική μηχανική υπό την σκιά των οποίων ζούμε σήμερα είναι δεινά του πολέμου.  
Το περίφημο «κοινωνικό κράτος» και το «αναδιανεμητικό σύστημα» που εντάσσονται στην παραπάνω λογική, δεν είναι τυχαίο ότι χρεοκοπούν και σε χρεοκοπημένες χώρες γίνονται ένα κοινωνικό βασανιστήριο, καθώς είναι δεινά του πολέμου.
                                                                    € « » $  ●▲▼◄►
                                          ΠΗΓΗ://themermaidtavern.gr/ta-dina-tou-polemou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου