Οι Έλληνες είχαν μια βαθιά ριζωμένη εχθρότητα
απέναντι στην κοσμική και κεντρική εξουσία, εχθρότητα που συμβάδιζε ωστόσο με
μια απόλυτη υποταγή στους πνευματικούς ηγέτες τους.
Για τους Έλληνες ελευθερία ήταν, και εξακολουθεί να
είναι, ο παντοτινός πόθος να απαλλαγούν από κάθε καταπίεση, να ξεφύγουν από τα
δεσμά της πολιτείας και να αψηφήσουν το νόμο. Ο Έλληνας αναγνωρίζει τις
υποχρεώσεις προς την οικογένειά του. Υπακούει τον αξιωματικό που πολεμά στο
πλευρό του και τον οδηγεί στη μάχη. Αλλά, όντας και ο ίδιος πολιτικός δυσπιστεί
στους πολιτικούς ηγέτες και μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει
πεποιθήσεις. Εχθρεύεται τους κρατικούς αξιωματούχους όταν δεν προωθούν άμεσα,
αν όχι αποκλειστικά , τα προσωπικά του συμφέροντα. Απαιτεί να ανταμειφθεί για
την υποστήριξη που παρέχει στους πολιτικούς. Και μολονότι είναι εύγλωττος σε
θέματα ηθικής (απηχώντας τις διδαχές της εκκλησίας του ή τα βασικά δόγματα της
δυτικής φιλοσοφίας), παραμένει ένας ατομιστής, που συνεργάζεται πρόσκαιρα με
τους συντρόφους του για να προωθήσει κάποιο σχέδιο- ή συνομωσία- με σκοπό που
μπορεί να είναι αξιέπαινος- αλλά μπορεί και να μην είναι.
Του είναι, μάλιστα, τόσο ξένη η πρόθυμη υπακοή στους
εκπροσώπους του κοσμικού κράτους, ώστε
τείνει να βλέπει την κρατική λειτουργία σαν παροχή διευκολύνσεων για τον
προσεταιρισμό ή τη διατήρηση οπαδών, ή σαν αδίστακτη αναζήτηση συνωμοτών και
τιμωρία εκείνων που δεν μπορούν να κερδηθούν.