Ο «Κολοσσός του Μαρουσιού»
Δήµαρχος - Γιατρός συνδυάζει το συνδικαλιστικό ροκ µε το Αβραµοπούλειο µπαρόκ !!!
«Οσοι ξέρουν το Μαρούσι θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τίποτε το µεγαλειώδες σ’ αυτό. (...) Ούτε στο κάτω κάτω υπάρχει τίποτε το µεγαλειώδες σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας. Αλλά υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος. Ποτέ δεν γνώρισα πιο ανθρώπινο άτοµο από τον Κατσίµπαλη...»
Ο αµερικανός συγγραφέας που περιγράφει τα παραπάνω, ο Χένρι Μίλερ, γνώρισε το Μαρούσι και τον Γιώργο Κατσίµπαλη, φίλο του Σεφέρη και µανιακό των βιβλίων, πριν από τον Πόλεµο. Εντυπωσιάστηκε απ’ αυτόν – και τον έχρισε κεντρικό πρόσωπο ενός σηµαντικού βιβλίου του, του «Κολοσσού του Μαρουσιού». Επειτα, ο Κατσίµπαλης πέθανε, αλλά το Μαρούσι απέκτησε νέο κολοσσό στο πρόσωπο του Γιώργου Πατούλη. Ο κ. Πατούλης είναι δήµαρχος Αµαρουσίου, µε τη στήριξη της Ν.∆. Είναι γιατρός (σπούδασε στην Ιατρική Αθηνών και πήρε ειδίκευση ορθοπεδικού στο Λαϊκό), αντιπρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και εκ των πρωτεργατώντης κατάληψης στο υπουργείο Υγείας.
Περιφέρθηκε, µάλιστα, συστηµατικά στα ΜΜΕ υποστηρίζοντας ζωηρά την πράξη, συχνά παραµελώντας τα καθήκοντά του στον ∆ήµο – όπως τις προάλλες που ενώ τον περίµεναν στο δηµοτικό συµβούλιο εκείνος ξεσπάθωνε στο Alter.
Το οξύμωρο. Για οποιονδήποτε κανονικό άνθρωπο, συµπεριφορές όπως αυτή του (πενηντάρη, πια, γεννήθηκε το 1961) κ. Πατούλη θα θεωρούνταν οξύµωρες. ∆εν είναι λογικό ένας εκλεγµένος εκπρόσωπος του λαού να παριστάνει τον εξεγερµένο, έστω εκτός της επικράτειας του δήµου του αλλά εντός της ελληνικής επικράτειας, το Σύνταγµα και τους νόµους της οποίας έχει ορκιστεί να προασπίζει. Για τη γαλάζια µας χώρα όµως, τέτοιου τύπου συµπεριφορές θεωρούνται κανονικές. Συνδικαλισµός και τσαµπουκάς είναι ο µοναδικός συνδυασµός ώστε ένας τοπικός άρχων να προσπελάσει τα στεγανά της µεγάλης δηµοσιότητας. Με άλλα λόγια, είναι ο µοναδικός τρόπος ακόµη και ο νέος «κολοσσός του Μαρουσιού» να γίνει γνωστός σε ολόκληρη την Ελλάδα – στους ψηφοφόρους του µέλλοντος.
Πριν ένας πολιτικός Αµαρουσίου διεκδικήσει το πανελλαδικό ακροατήριο, είχε κατακτήσει την τοπική κοινωνία του. Για να τα καταφέρει, χρειάστηκαν πολλή λαϊκή ρητορική, η βοήθεια του Θεού και η στυλιστική πινελιά της κυρίας του, της εκπαιδευτικού Μαρίνας Πατούλη, υπεύθυνης του τµήµατος χορού και µέλους του ∆.Σ. της ∆ηµοτικής Επιχείρησης Πολιτισµού.
Η αλήθεια είναι ότι πριν γίνει «κολοσσός», ο Γιώργος Πατούλης αυτοχρίσθηκε «Αβραµόπουλος του Μαρουσιού» – και έτσι συνέθλιψε τον αντίπαλό του, Παν. Γιαννίκο(!!!).
Ο συνδυασµός πολιτικού λόγου και στυλ ήταν το προανάκρουσµα της µεγαλοσύνης του.
Μπήκε στον στίβο ορµητικά, φορώντας ροζ γραβάτες, ριγωτά πουκάµισα µε τα χρώµατα του ουράνιου τόξου, λευκά παντελόνια και µπλέιζερ µε χρυσά µανικετόκουµπα.
Τον πρώτο εκείνο καιρό, η ξανθή αγαπηµένη Παναγιά και ταυτοχρόνως δασκάλα µε τα χρυσά µαλλιά - σύζυγός του ήταν η σκιά του.
Είναι βέβαιο ότι ο χείµαρρος των µαλλιών της ενέπνευσε και την ιδιότυπη έκφραση της θρησκευτικότητας του συζύγου της, ο οποίος διακόσµησε έναν τοίχο του γραφείου του µε χρυσές και ασηµένιες παναγίτσες – µε το χρυσό να υπερτερεί.
Το στυλ είναι η προσωπικότητα του καλλιτέχνη έλεγε ο Πολ Βαλερί. Αν αποδεχθούµε ότι ο Γιώργος Πατούλης είναι καλλιτέχνης της πολιτικής, θα εννοήσουµε το ιδιοφυές των (µπαρόκ) επιλογών του. Μία από τις πρώτες εξ αυτών ήταν, το καλοκαίρι του 2008, τα αποκαλυπτήρια ανδριάντα του Σπύρου Λούη, προκειµένου να εµπνεύσει, όπως είπε, «στη νέα γενιά τα µεγάλα ιδανικά που συµβολίζει ο Ολυµπισµός». Για το µεγαλείο του δήµου χρειάστηκε να διοργανωθεί το Ευρωπαϊκό ∆ίκτυο Πόλεων «QCities», στο οποίο συµµετείχαν κυρίως ελληνικοί και κυπριακοί δήµοι (π.χ. Ιλίου, Ανοιξης, Νέας Ιωνίας Βόλου, Στροβόλου) µαζί µε πέντε έξι ξένους (Πλοέστι, Ουµέα Σουηδίας, Οϊστερβικ – ή κάτι τέτοιο – Ολλανδίας...).
Ηταν ωραία χρόνια τότε, οι Ελληνες απολάµβαναν τη ζωή µε δανεικά κι οι πολιτικοί ταγοί µπορούσαν να χειρίζονται µε άνεση τα υψιπετή οράµατα και τους συµβολισµούς. Οταν εξελέγη, έβγαλε πολύχρωµο, πανάκριβο ιλουστρασιόν λεύκωµα για να καταγγείλει τις διασπαθίσεις της προηγούµενης δηµοτικής αρχής. Εκτοτε, ο ∆ήµος Αµαρουσίου επισώρευσε κι άλλα χρέη, έχασε την πιστοληπτική του ικανότητα, αλλά ουδέποτε υπέστειλε τη σηµαία του πανηγυριού. Οι γιορτές πάντα είναι στην ηµερήσια διάταξη, τα καλοκαίρια πάντα διοργανώνονται συναυλίες (αγνώστων µεν, πλην συναυλίες), το περασµένο Πάσχα (το πρώτο της κρίσης) ο δήµος έψησε 100 αρνιά στην πλατεία.
μεγαλεία. Τα παραπάνω µεγαλεία ανάγκασαν τον δήµαρχο να λύσει τη σιωπή του και να µιλήσει σε µεγάλα έγκυρα ΜΜΕ: «Αµαρυσία», «Αθµόνιον Βήµα», «Τύπος Προαστίων», «Ερµής του Αµαρουσίου» φιλοξένησαν το απαύγασµα της σοφίας του.
Κι ύστερα ήρθε το Μνηµόνιο. Είχε προηγηθεί η εγκατάλειψη από τον δήµαρχο της πολυχρωµίας χάριν ενός στυλ πιο απλού αλλά και πιο αποτελεσµατικού. ∆ιορατικός, έβλεπε ότι η περίοδος όπου δοξάστηκε το στυλ Αβραµόπουλου τελείωνε, η «ντιντίδικη» στάση στα πράγµατα στη νέα Νέα ∆ηµοκρατία έπρεπε να γίνει παρελθόν. Στο µεγαλείο του, ο δήµαρχος που κατανοεί τις εξελίξεις όφειλε µια (στοχαστική, ασφαλώς) προσαρµογή.
Και κάπως έτσι άρχισε να συµπεριφέρεται σαν κοµµουνιστής (σύµφωνα µε την παλιά, αλλά εν ισχύι ανεπισήµως ρήση Ρουσσόπουλου «και κοµµουνιστές θα γίνουµε για το καλό του λαού»). Εχοντας αφήσει πίσω του το µπαρόκ και προσχωρήσει στο ροκ, µπροστάρης του ιατρικού κινήµατος, ο δήµαρχος Αµαρουσίου διεύρυνε τη µνηµειώδη δράση του στο πολιτικό προσκήνιο. Ελπίζοντας ότι από το Μαρούσι στην αιωνιότητα η απόσταση είναι πολύ µικρή για τις κολοσσιαίες προσωπικότητες.
Οπως καταλαβαίνει κανείς, τα πράγµατα από την εποχή που ο Μίλερ δόξαζε τον Κατσίµπαλη έχουν αλλάξει ριζικά. Την µετά Πατούλη εποχή, ο Χένρι Μίλερ είναι βέβαιο ότι θα αναγκαζόταν να ξαναγράψει τον «Κολοσσό του Μαρουσιού».
Και το απόσπασµα της αρχής θα µπορούσε να έχει µεταποιηθεί ως εξής:
«Οσοι ξέρουν το Μαρούσι θα καταλάβουν το µεγαλείο του. (...) Οπως στο κάτω κάτω θα έχουν συνειδητοποιήσει το µεγαλείο της ιστορίας της Ελλάδας. Αλλά υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο διαµορφώνει αυτό το µεγαλείο.
Ποτέ δεν γνώρισα πιο κολοσσιαίο άτοµο από τον Πατούλη».
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΝΕΛΛΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011