Είναι, πια, σχεδόν
αναντίρρητα δεκτό πως τα «απόνερα» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008,
μίας εκ των μεγαλύτερων οικονομικών κρίσεων που έχει ποτέ υποστεί ο σύγχρονος
κόσμος, εξακολουθούν να ταράζουν έως σήμερα τα - μέχρι προ κρίσεως - «ήρεμα νερά»
της οικονομικής πραγματικότητας της Ευρώπης, βυθίζοντας μεγάλο αριθμό χωρών
στην ύφεση.
Η εκτίναξη του εξωτερικού χρέους πληθώρας χωρών, λόγω του
υπέρμετρου εξωτερικού δανεισμού, οδήγησε αναπόδραστα στην αυστηρή δημοσιονομική
προσαρμογή και, συνεπακόλουθα, στην υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας, θέτοντας
κατ’ αυτόν τον τρόπο εν αμφιβόλω το “status” θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν
κατοχυρωθεί βάσει διεθνών και νομικά δεσμευτικών κειμένων (ήγουν των
επονομαζόμενων διεθνών συνθηκών, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου – ΕΣΔΑ).
Πιο συγκεκριμένα, οι
κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης, καταβάλλοντας εντατικές και σκληρές
προσπάθειες προκειμένου να τηρήσουν στο ακέραιο τις διεθνείς οικονομικές τους
υποχρεώσεις σχετικά με την αποπληρωμή του εξωτερικού τους χρέους, κατέφυγαν
στην υπογραφή και την απαρέγκλιτη τήρηση των πολυσυζητημένων μνημονίων.
Τα εν
λόγω μνημόνια περιλαμβάνουν, αφενός, δομικές μεταρρυθμίσεις, με επίδραση τόσο
στη δημόσια όσο και την ιδιωτική σφαίρα, αφετέρου περιλαμβάνουν μέτρα
λιτότητας, συνυπολογιζόμενων -σαφώς- των περικοπών στις αποδοχές των δημοσίων
υπαλλήλων, και τις συντάξεις.