Σύμφωνα με τη θεογονία των Ορφικών, στη θέση της αρχής, των πάντων είναι ο Χρόνος, ο αγέραστος, ο δι' αιώνος μακρού, απαύστου, καν' αρίθμητος, που κάποτε, μια πρώτη του έτους, σαν σήμερα υπήρξε θεϊκός πατέρας των πάντων. (Ο. Kern, Orphicorum Fragm., Berlin 1922, Απ. 54,60).
Ο πας, η πάσα, το παν, παράγουν την πυξ «πυγμή» του χεριού [Αρχαία Γερμ. Fust «γροθιά» Νέα Γερμ. Faust], που μέσα σε αυτήν φυλάσσονταν τα πάντα ή πέντε, που συνιστούν τον Χρόνο, Χέρι: δηλαδή οι αιώνες, τα έτη, οι ημέρες, οι ώρες, τα δευτερόλεπτα.
Η ρίζα του Χρόνου-Χεριού είναι η *gher- που έχει την έννοια του «άπτεσθαι, δράττεσθαι, λαμβάνειν, πιάνειν». Ετσι οι άνθρωποι, με τον ανθρωπομορφισμό που χαρακτηρίζει τους θεούς που επινοούν, φαντάστηκαν τον αγέραστο Χρόνο ως πελώριο χέρι που «αγκαλιάζει, περιλαμβάνει και καταλύει -μες στην πυγμή του- τα πάντα».
Αργότερα με περισσότερη φαντασία τον «είδαν» ως Κρ-όνο σε θρ-όνο, με κλόνο χεριού, «να συσπάται ρυθμικά». [Κλ-όνος = «σπασμός μυών χεριού»]. Να ταλαντώνεται, ο Κρόνος Χέρι κάθε στιγμή, δίκην εκκρεμούς μετρώντας τον άπειρο κοσμικό Χρόνο.
Ακολούθως, επινόησαν τρία νέα ονόματα: τους τρεις γιους του Χρονομέτρη θεού.