Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Αριστερή μυθολογία και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση: ΣΥΡΙΖΑ & Podemos

                                                                      Περίληψη
Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να δείξει γιατί οποιαδήποτε έξοδος από την παρούσα οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα (και από μια παρόμοια, αν και μικρότερης κλίμακας, οικονομική κρίση στην Ισπανία) είναι αδύνατη, 
παρά μόνο εάν οι δύο χώρες σπάσουν τα δεσμά τους με τη Νέα Διεθνή Τάξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως εκφράζεται στον ευρωπαϊκό χώρο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη. 
Η Αριστερά, και στις δύο χώρες, όπως εκφράζεται από την πιθανή άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Podemos στην Ισπανία, είναι εντελώς ανεπαρκής για να οδηγήσει τα θύματα της παγκοσμιοποίησης των χωρών αυτών (δηλ. τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) σε ένα δρόμο για την ανάκτηση της ελάχιστης οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας, που απαιτείται, εφόσον ούτε καν αμφισβητούν την ΕΕ, αφήνοντας την εθνικιστική αντί-ΕΕ Δεξιά να προσελκύσει τους παραδοσιακούς υποστηρικτές τους στην εργατική τάξη, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη Η ανάγκη, επομένως, για Λαϊκά Μέτωπα «από τα κάτω», με στόχο την κοινωνική και εθνική απελευθέρωση γίνεται επιτακτική.
Οι επερχόμενες ελληνικές εκλογές στις 25 Ιανουαρίου (τις οποίες θα ακολουθήσουν αργότερα μέσα στον χρόνο οι ισπανικές εκλογές) έχουν οδηγήσει σε μία νέα μυθολογία, ιδιαίτερα ανάμεσα στη ρεφορμιστική Αριστερά, που προωθείται, άμεσα ή έμμεσα, από τα μαζικά μέσα     επικοινωνίας της Υπερεθνικής Ελίτ (δηλαδή κυρίως από τις ελίτ που εδράζονται στις χώρες της «ομάδας των 7», οι οποίες ελέγχουν τη Νέα Διεθνή Τάξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). 
Σύμφωνα με αυτή τη μυθολογία, βρισκόμαστε στα πρόθυρα μίας ιστορικής αλλαγής στην Ευρώπη και παραπέρα, ως επακόλουθο αυτών των εκλογών, οι οποίες αναμένονται να κερδηθούν από το ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το Podemos στην Ισπανία. 
Ο 1ος είναι γόνος του Ευρωκομμουνισμού, ο οποίος είναι νεκρός εδώ και καιρό στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα ακόμη επιβιώνει, και το δεύτερο έχει αναδυθεί στον απόηχο του «κινήματος» των Αγανακτισμένων ενάντια στη διαφθορά κ.λπ., που επίσης έχει προ πολλού εξαφανισθεί παντού, χωρίς ίχνος πίσω του.
Στην Ελλάδα, πολλά ηγετικά μέλη του κινήματος των Αγανακτισμένων, που προσκαλούνταν επανειλημμένα στην πλατεία Συντάγματος για να προωθήσουν ουσιαστικά την φιλο-ΕΕ γραμμή, είναι σήμερα υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ, και μετά τις εκλογές πιθανά μέλη της κυβέρνησης![1]
Όπως θα προσπαθήσω να δείξω, στην πραγματικότητα, και τα δύο αυτά κόμματα, δεδομένης της δέσμευσής τους στην ΕΕ και το Ευρώ, απλά εκμεταλλεύονται την απελπισία των θυμάτων της Νέας Διεθνούς Τάξης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης σε αυτές τις δύο χώρες. Και αυτό, γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα να κάνουν κανένα ριζοσπαστικό βήμα από αυτά που απαιτούνται για να ανακουφίσουν πραγματικά και σε μόνιμη βάση την άθλια οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και στις δύο χώρες, και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, μέσα στον ‘κορσέ’ της ΕΕ και των καταστατικών συνθηκών της (Μάαστριχτ κλπ), που θεσμοποίησαν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Το πολύ, αν επιτύχουν κάποια αναδιαπραγμάτευση της παρούσας δανειακής συνθήκης με την Υ/Ε (που εκπροσωπείται από την Τρόικα, δηλαδή την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ), θα μπορούσε να υπάρξει κάποια ελάφρυνση του χρέους (π.χ. ενα νέο ‘κουρεμα’ και/ή μία επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων) και επομένως μία ήπια χαλάρωση των σημερινών θανατηφόρων πολιτικών λιτότητας. 
Όλες όμως οι μεγάλες ‘μεταρρυθμίσεις’ που έχουν συμφωνηθεί με την Τρόικα, οι οποίες επέβαλλαν το πλήρες άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, δεν πρόκειται να αγγιχτούν, όπως το έχουν δηλώσει επανειλημμένα οι «εταίροι» μας και έχουν δεχτεί και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που απλά μιλούν για χαλάρωση των μέτρων λιτότητας και κάποια βελτίωση εισοδημάτων. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, μπορεί να επιβληθούν και άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως διευκρινίζουν ακόμη και οι «μαλακοί» μέσα στην ΕΕ, σαν τον Γάλλο Υπουργό Οικονομικών.[2]
Ωστόσο, όπως μόλις αποκαλύφθηκε, αυτό είναι ακριβώς το σχέδιο των ελίτ, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές, αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία—που είναι η πιο πιθανή έκβαση των εκλογών. Στην περίπτωση αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συγκροτήσει συμμαχική κυβέρνηση, ή τουλάχιστο να στηριχθεί στην «ψήφο ανοχής» άλλων κομμάτων. Και οι ελίτ έχουν ήδη ετοιμάσει το σχέδιό τους για αυτό το σενάριο. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, δημιούργησαν ένα καθαρά μιντιακό κόμμα, στο οποίο ηγείται μια τηλεοπτική περσόνα (μιλάμε βέβαια για «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ», που προωθήθηκε παντοιοτρόπως από τα ελεγχόμενα-από τις ελληνικές ελίτ- ΜΜΕ, ακόμη και από τους «δημοσκόπους»), το οποίο ουσιαστικά δεν έχει κανένα πολιτικό πρόγραμμα πέρα από κάποιες «πιασάρικες» γενικότητες σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς, ότι οι ίδιοι δεν ανήκουν στο πολιτικό κατεστημένο κ.λπ. —παρόλο που η μόνη συγκεκριμένη δέσμευση που κάνουν είναι να μην πειράξουν το στάτους κβο, όπως ορίζεται από την ΕΕ, την Ευρωζώνη, αλλά και τους δανειστές, εκτός αν οι τελευταίοι συμφωνούν και οι ίδιοι σε κάποιες μικροαλλαγές! Το κόμμα αυτό προσέλκυσε εύκολα αρκετούς φιλόδοξους τεχνοκράτες, διψασμένους για πολιτική και κοινωνική αναγνώριση (πέρα από αυτή του στενού επιστημονικού κύκλου τους), και εν πλήρη γνώσει ότι το κόμμα αυτό, που απολάβει την πλήρη υποστήριξη των ελίτ, θα ήταν το καλύτερο μέσο για την ικανοποίηση των προσωπικών τους φιλοδοξιών. Όλα αυτά βέβαια συγκαλυμμένα κάτω από ρητορική να ‘σωθεί η Πατρίδα’ από το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο κλπ. Δεν είναι τυχαίο πως στο κόμμα αυτό και τον αρχηγό του βασίζουν τις ελπίδες τους οι Ευρωπαϊκές ελίτ και η Υ/Ε για να δώσουν άλλοθι και στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όταν θα κάνει τις απαιτούμενες «κολοτούμπες» στην περίπτωση μη απόλυτης πλειοψηφίας και συμμαχίας με αυτό το μιντιακό κόμμα Αμερικάνικου τύπου που εισάγεται στη χώρα μας! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σε συνέντευξη του στους Τάιμςτου Λονδίνου, ο αρχηγός του Ποταμιού ξαφνικά «ανακάλυψε» και συγκεκριμένο πρόγραμμα, το οποίο από καθαρή…σύμπτωση, τυγχάνει να ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις της Υ/Ε, όπως αυτές εκφράζονται από τους «μαλακούς» εταίρους μας που ανέφερα παραπάνω. Σύμφωνα με το ρεπόρτο της εφημερίδας ο Θεοδωράκης:
«Έχει υποστηρίξει ένα σχέδιο δράσης που θα μαλάκωνε την λιτότητα, θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας, θα διασφάλιζε τον κατώτατο μισθό και θα διαπραγματευόταν ένα σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους με τους δανειστές μας.» Ωστόσο, το κρίσιμο σημείο του προγράμματος του, όπως είπε ο κ. Θεοδωράκης είναι ότι «η Ελλάδα θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της» προς τους εταίρους της στην ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και «θα συνεχίσει να είναι προσδεμένη στην ευρωζώνη». «Αυτός είναι ο απαράβατος όρος μας για οποιαδήποτε συμφωνία συμμαχικής κυβέρνησης.»[3]
Συνεπώς, η ανάδυση στην εξουσία αυτών των κομμάτων της Αριστεράς, αντί να είναι μία «ιστορική ευκαιρία»(όπως τόνισε ο Τσίπρας, προς τέρψιν του κόσμου της φιλελεύθερης «Αριστεράς»), «για μία αριστερή εναλλακτική λυση στο παρόν καπιταλιστικό ευρωπαϊκό μοντέλο»[4], κατά τη γνώμη μου, θα οδηγήσει στο τέλος της Αριστεράς στη Νότια Ευρώπη. Σε αυτό, η μεσογειακή Αριστερά απλά θα ακολουθήσει καθυστερημένα τη μοίρα της Αριστεράς στο «Βορρά» (Βόρεια Ευρώπη, Βόρεια Αμερική κλπ), η οποία είναι ήδη νεκρή και θαμμένη, κυρίως ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ενσωματώθηκε στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 90. Δηλαδή από τότε που, αντί να υποστηρίξει το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης που αναπτυσσόταν εκείνο τον καιρό, συστηματικά προσπάθησε και τελικά κατάφερε να το ευνουχίσει: από ένα αντισυστημικό σε ένα ρεφορμιστικό κίνημα —προς μεγάλη τέρψη των πολυεθνικών[5]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα τη σημαία της αντι-παγκοσμιοποίησης την έχει σηκώσει η εθνικιστική (και ισλαμοφοβική) Δεξιά στον Βορρά, προσελκύοντας στην πορεία και τους παραδοσιακούς υποστηρικτές της Αριστεράς στην εργατική τάξη,[6] ενώ, την ίδια στιγμή, η Ευρασιατική Ένωση στη Ρωσία και σε διάφορες άλλες πρώην σοβιετικές χώρες προσελκύει τα πατριωτικά κινήματα σε αυτές τις χώρες που μάχονται για οικονομική και εθνική κυριαρχία, η οποία σταδιακά καταργείται μέσα στην ΝΔΤ.[7]
Με άλλα λόγια, ο λόγος για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos θα αποτύχουν τελικά έχει να κάνει με την θεμελιακά αντιφατική φύση αυτών των κομμάτων και συνακόλουθα του προγράμματός τους. Και αυτό, υποθέτοντας βέβαια ότι θα κερδίσουν τις εκλογές με απόλυτες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, έτσι ώστε να μην μπορούν μετά να ρίχνουν την ευθύνη για την αποτυχία τους στους συμβιβασμούς που έπρεπε να κάνουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτή είναι η περίπτωση ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, προς τιμήν του, έχει ακολουθήσει μία συνεπή αντι-ΕΕ και αντι-ΝΑΤΟ γραμμή, από τότε που η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΕ το 1981, και έχει απορρίψει εκ των προτέρων οποιοδήποτε συνασπισμό της Αριστεράς. Εν τούτοις, το ΚΚΕ δεν είναι και αυτό άμοιρο ευθυνών για την ελληνική καταστροφή, αφού ουσιαστικά εμπόδισε τη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου για την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση[8] και αντ΄αυτού αποφάσισε να περιμένει τη σοσιαλιστική επανάσταση ώστε να βγει η χώρα από αυτή την καταστροφή, προφανώς κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη χιλιετία! Δηλαδή, ένα Μέτωπο που θα άλλαζε δραστικά τις οικονομικούς και γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας και θα περιελάμβανε ένα πρόγραμμα άμεσης εξόδου από την ΕΕ(και συνεπώς από την Ευρωζώνη) όπως επίσης ρήξη με τη ΝΔΤ και τους θεσμούς της. Μία τέτοια ρήξη θα διευκολυνόταν σημαντικά αν η Ελλάδα εντασσόταν στην Ευρασιατική Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι και η τελευταία θα ερχόταν σε ρήξη με την ΝΔΤ και θα μετεξελισσόταν σε μία πολιτική και οικονομική ένωση κυρίαρχων κρατών, όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία έχει ήδη υποσχεθεί νέες σχέσεις με την Ελλάδα αν φύγει από την ΕΕ. Ετσι, όπως είπε σε μία συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο ο Ρώσος υπουργός γεωργίας Nikolai Fyodorov, «αν η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εμείς θα χτίσουμε τις δικες μας σχέσεις μας με τη χώρα».[9]Κατά την άποψή μου, αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο τόσο η Ελλάδα όσο και η Ισπανία, και αργότερα και άλλες χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος, θα μπορούσαν να επιτύχουν την οικονομική και εθνική τους κυριαρχία, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτοδυναμία. Με άλλα λόγια, αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι οικονομικές τους δομές θα μπορούσαν να επανοικοδομηθούν, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των λαών τους με τρόπο που θα καθορίζεται συλλογικά από την κοινωνία, και όχι από τις ανάγκες τις παγκόσμιας αγοράς που ελέγχεται από τις πολυεθνικές.
Η θεμελιακή αντίφαση των ρεφορμιστικών κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos προκύπτει από το γεγονός ότι υπόσχονται να αμφισβητήσουν τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται από την Υ/Ε σε συνεργασία με τις ντόπιες ελίτ, χωρίς να αμφισβητούν στο ελάχιστο τη συμμετοχή των χωρών τους στην ΕΕ και , φυσικά, στην Ευρωζώνη. Όμως, οι πολιτικές λιτότητας δεν είναι κάποιου είδους «κακή» πολιτική που εφαρμόζεται από κάποιους «κακούς» (νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, οικονομολόγους κ.ο.κ), αλλά, αντίθετα, είναι οι απαραίτητες πολιτικές που επιβάλλονται σε χώρες που είναι ενσωματωμένες στη ΝΔΤ από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία, όπως έδειξα στο παρελθόν,[10] είναι ένα συστημικό φαινόμενο και όχι μία συνομωσία ή απλά μία κακή πολιτική. Ακόμα λιγότερο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλά μία ιδεολογία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ψευδο-μαρξιστές μέσα στην εκφυλισμένη «Αριστερά», οι οποίοι στην πραγματικότητα λειτουργούν ως ιδεολογικοί υποστηρικτές της και συνακόλουθα προωθούνται κατάλληλα από τα μαζικά μέσα του «προοδευτικού» κομματιού της Υ/Ε (Guardian κ.λπ.), και θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και μέλη μίας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.[11] Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς βασίζεται στη μαζική εξάπλωση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων και, επομένως, μπορεί να είναι μόνο νεοφιλελεύθερη. Με αυτή την έννοια, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αντιπροσωπεύει απλά μία αλλαγή πολιτικής ή ένα σατανικό δόγμα,[12] όπως υποστηρίζει η πλειοψηφία της Αριστεράς σήμερα, αλλά μία δομική αλλαγή που σημαδεύει τη μετάβαση σε μια νέα μορφή της νεωτερικότητας, η οποία ήταν αναγκαία για την αποτελεσματική λειτουργία των Πολυεθνικών.
Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξει ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός της ΕΕ «από μέσα», όπως υπόσχονται αυτά τα δύο κόμματα, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία ακόμα και στο πολιτικό επίπεδο, πέρα από το γεγονός ότι θα ήταν ανέφικτη στο οικονομικό επίπεδο, όσο η ΕΕ είναι ενσωματωμένη μέσα στη ΝΔΤ και τους θεσμούς της(ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.). Και αυτό,διοτι η πολιτική δομή της ΕΕ κυριαρχείται από ενα συμπαγές πολιτικό μπλοκ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων που έχει σχηματιστεί μέσα στην ΕΕ, από τη μία μεριά, από συντηρητικά και σοσιαλ-φιλελεύθερα κόμματα (τα πρώην σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) του ευρωπαϊκού Βορρά (Γερμανία, Βέλγιο , Ολλανδία, Λουξεμβούργο και σκανδιναβικές χώρες) —όπου η μεσαία τάξη που έχει επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση είναι πολιτικά κυρίαρχη— και από την άλλη, από τα υπερ-συντηρητικά και φιλο-δυτικά «νέα» μέλη που ανήκαν στο σοβιετικό μπλοκ (Βαλτικές χώρες, Πολωνία κλπ). Αυτό το μπλοκ κυριαρχεί την πολιτική και οικονομική ατζέντα της ΕΕ και θα συνεχίζει να το κάνει στο προβλεπτό μέλλον, παρά τις χίμαιρες του ΣΥΡΙΖΑ και του Podemos για τη δημιουργία μίας νέας προοδευτικής Ευρώπης «από μέσα».
Στην πραγματικότητα, ο αξέχαστος εγκληματίας πολέμου και πρώην υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Donald Rumsfeld είχε προβλέψει σωστά το ρόλο που επρόκειτο να παίξουν μέσα στην ΕΕ τα νέα μέλη της από την ανατολική Ευρώπη, ως πελατειακά κράτη της Υ/Ε που διαχειρίζεται την ΝΔΤ. Εκείνο τον καιρό, κυβερνούσαν ακόμη εθνικιστές και σοσιαλδημοκράτες τη Γαλλία και τη Γερμανία αντίστοιχα και, όπως τόνισε ο Rumsfeld, αποτελούσαν «πρόβλημα» μέσα στην Υ/Ε όταν είχαν αντιταχθεί στην εισβολή στο Ιράκ.[13] Αυτό το πρόβλημα έχει επιλυθεί αποτελεσματικά τώρα, με την πλήρη μεταστροφή και των δύο χωρών σε πλήρεις υποστηρικτές όλων των εγκληματικών πολέμων της Υ/Ε, και ιδιαίτερα τη Γαλλία να έχει μετατραπεί, από την εποχή Σαρκοζί, σε ένα από τα πιο επιθετικά της μέλη. Αυτό είναι αλήθεια ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα, τον αξέχαστο εγκληματία πολέμου Σαρκοζί τον διαδέχτηκε ο ‘σοσιαλιστής’ Ολάντ, ο οποίος τώρα προσπαθεί να καλύψει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές του κάτω από τη Γαλλική σημαία και το εθνικό μότο που προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση «Ελευθερία, Αδελφοσύνη και Ισότητα», (αν και το τελευταίο, δηλαδή την ισότητα, τη ξεχνουν κατα κανόνα σήμερα οι γαλλικές ελίτ— εκτός εάν μιλάνε για τις σεξουαλικές σχέσεις!)
Έτσι, παρά τις ρητορείες τους, ούτε το Podemos ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ποτέ σε θέση να εφαρμόσουν αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, πράγμα όμως που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η Ισπανία και η Ελλάδα να επιτύχουν την οικονομική και εθνική τους κυριαρχία, μέσω ενός προγράμματος που θα μεγιστοποιήσει την οικονομική αυτοδυναμία— κάτι που δεν σημαίνει βέβαια αυτάρκεια, όπως έχω εξηγήσει και στο παρελθόν.[14] Αυτό που στην καλύτερη περίπτωση μπορούν αυτά τα κόμματα να επιτύχουν, ακόμη και αν εφαρμόσουν πλήρως το πρόγραμμα τους, είναι ένα είδος ανάπτυξης, όπως αυτό της Βρετανίας, όπου η ανοικτή μαζική ανεργία έχει απλά αντικατασταθεί με συγκαλυμμένη ανεργία και καθηλωμένους μισθούς, καθώς και αυξανόμενη φτώχεια και υποσιτισμό.[15] Ωστόσο, είναι ένα πολύ μεγάλο «αν», ακόμη και το εάν μπορούν να εφαρμόσουν τις ρεφορμιστικές πολιτικές για τις οποίες δεσμεύονται, αφού η Υ/Ε και οι ελίτ της ΕΕ, σε συνεργασία με τις τοπικές ελίτ, έχουν κάθε δυνατότητα να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων από τις προβλεπόμενες πολιτικές, προσφεύγοντας, εάν χρειαστεί, ακόμη και σε διακοπή της ρευστότητας μέσω άμεσων ή έμμεσων μηχανισμών που έχουν στη διάθεσή τους. Από την άλλη πλευρά, το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν καν να απευθύνουν έκκληση προς τους ψηφοφόρους τους σε περίπτωση πραγματικής σύγκρουσης, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι στην πραγματικότητα υποστηρικτές της ΕΕ! Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα κόμματα αυτά ποτέ δε σκέφτηκαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη ενός λαϊκού κινήματος που έχει συνείδηση των ριζοσπαστικών μέτρων που απαιτούνται, και των αντίστοιχων δυσκολιών που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στα αρχικά στάδια. Αντ’ αυτού, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους αποπροσανατολίσουν και να τους πείσουν ότι οι προτεινόμενες λύσεις είναι δυνατές ακόμη και μέσα στην ΕΕ! Υπό αυτές τις συνθήκες, σε περίπτωση πραγματικής σύγκρουσης με τις ελίτ, θα ήταν πολύ εύκολο για αυτές απλά να διασπάσουν αυτά τα κόμματα και τις κοινοβουλευτικές τους πλειοψηφίες, επιβάλλοντας έτσι τη θέλησή τους, καθώς έχουν όλη τη δύναμη (οικονομική, πολιτική, ΜΜΕ, κλπ) για να επιτύχουν παρόμοιο στόχο. Ως εκ τούτου, παρά τους μύθους που προωθούνται από τις ελίτ και τα ΜΜΕ που ελέγχονται από αυτές, προκειμένου να τρομοκρατήσουν το ελληνικό και ισπανικό εκλογικό σώμα για μια πιθανή κρίση του ευρώ ή ακόμη και μια μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση σε περίπτωση που ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, ή αύριο Podemos, δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος κάποιας ανεξέλεγκτης εξέλιξης σε περίπτωση που αυτά τα κόμματα αναλάβουν την εξουσία, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται ακόμη και από όργανα της ΥΕ, όταν δεν λειτουργούν ως όργανα της μαύρης προπαγάνδας που η ίδια προωθεί.[16]
Η εναλλακτική λύση στην αυτοδυναμία είναι, στην πραγματικότητα, οι παρούσες πολιτικές λιτότητας, οι οποίες επιβάλλονται από τον Ευρωπαϊκό Βορρά σε όλη την ΕΕ, για να λύσουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζουν σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στην Άπω Ανατολή ή τις ΗΠΑ με τους συμπιεσμένους πραγματικούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Ωστόσο, τα αίτια του προβλήματος της ανταγωνιστικότητας στις περιφερειακές χώρες του Νότου είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα των χωρών του προηγμένου κέντρου στο Βορρά. Έτσι, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών είναι ένα αναπτυξιακό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να λυθεί χωρίς την οικοδόμηση μιας νέας παραγωγικής βάσης, η οποία προϋποθέτει μια διαδικασία αυτοδύναμης ανάπτυξης. Από την άλλη μεριά, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα στις προηγμένες χώρες, οι οποίες έχουν ήδη χτίσει μια ανταγωνιστική οικονομία με υψηλή παραγωγικότητα, έχει πράγματι να κάνει με τις σχετικές τιμές και είναι πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με τη συμπίεση των μισθών και εισοδημάτων (μέσω των πολιτικών λιτότητας), έτσι ώστε τα εμπορεύματά τους να γίνουν εξίσου ανταγωνιστικά με εκείνα που κατασκευάζονται στην Κίνα και την Ινδία, όπου και μεταναστεύουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Όλα αυτά σημαίνουν ότι, ακόμη και αν μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα αποφασίσει ένα Grexit από το ευρώ (παραμένοντας στην ΕΕ), η επαναφορά και η σημαντική υποτίμηση της δραχμής θα επέφερε ορισμένα θετικά αποτελέσματα, αλλά μόνο προσωρινά—εκτός και αν οι πολιτικές αυτές συνοδευτούν από μια παράλληλη ριζική αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής. Όμως, μια τέτοια αναδιάρθρωση δεν μπορεί βεβαίως να αφεθεί στις αποφάσεις των ιδιωτικών επενδυτών και των πολυεθνικών εταιρειών που προσβλέπουν μόνο στη μεγιστοποίηση των κερδών τους, αλλά πρέπει να βασίζεται σε κοινωνικές αποφάσεις —μια διαδικασία αδύνατη για οποιαδήποτε χώρα που είναι ενσωματωμένη στη ΝΔΤ, όπου τέτοιες κρίσιμες αποφάσεις επαφίενται στις δυνάμεις της αγοράς.
Έτσι, οι Αριστερές προσεγγίσεις προς αντίθετη κατεύθυνση δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και εντελώς αποπροσανατολιστικές, καθώς αγνοούν το γεγονός ότι η σημερινή καταστροφική κρίση στις περιφερειακές χώρες της ΕΕ οφείλεται σε διαρθρωτικούς λόγους που έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με τη διαδικασία της ανισόμερης καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία έχει περεταίρω επιδεινωθεί στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των συνακόλουθων πολιτικών που εφαρμόζονται από την ΕΕ, και πολύ λιγότερο με την ευρύτερη οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας και «χρηματιστικοποίησης», ή το ίδιο το χρέος και τους τρόπους αντιμετώπισής του.[17]Με άλλα λόγια, οι πολιτικές λιτότητας είναι συνέπεια και όχι η αιτία της σημερινής καταστροφικής κρίσης. Η λύση, λοιπόν, του προβλήματος δεν είναι απλά η αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των κερδών και υπέρ των μισθών, όπως υποστηρικτές ενός είδους ψευδο-“μαρξιστικής” ανάλυσης υποθέτουν.[18] Η ανισότητα ούτως ή άλλως δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά ένα εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι παρά την αυξανόμενη παγκόσμια ανισότητα στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το σύστημα είχε μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης, με το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,9% στη δεκαετία του 1990 και 3,2% στην περίοδο μέχρι την έναρξη της τελευταίας οικονομικής κρίσης (2000-08).[19]Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η μοναδική περίπτωση που μια συστηματική αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των πλουσίων έλαβε χώρα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, ήταν όταν το φορολογικό βάρος μετατοπίστηκε προς τους πλούσιους κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου (περίπου 1945-1975). Ωστόσο, αυτό το είδος αναδιανομής είναι απλά ανέφικτο στην ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, καθώς οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μπορούν εύκολα να μετακινηθούν σε φορολογικούς παραδείσους όπως η Ιρλανδία, η Ινδία, κλπ., αφήνοντας πίσω τους μαζική ανεργία και φτώχεια.
Εν κατακλείδι, μόνο αν μια χώρα αποδεσμευόταν από τη ΝΔΤ και ακολουθούσε πολιτική αυτοδυναμίας θα μπορούσε να ανακτήσει τον αναγκαίο βαθμό οικονομικής και συνεπώς εθνικής κυριαρχίας, έτσι ώστε να είναι ο λαός που θα καθορίζει την οικονομική διαδικασία (π.χ. ποιες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες πρέπει να ικανοποιούνται και πώς), αντί να αφήνει αυτά τα ζητήματα ζωής και θανάτου στις «δυνάμεις της αγοράς» και τον συνεπαγόμενο κοινωνικό Δαρβινισμό. Αυτό θα σήμαινε για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπως ανέφερα παραπάνω, την ανάγκη για τη δημιουργία «από τα κάτω» ενός Λαϊκού Μετώπου για την Κοινωνική και Εθνική Απελευθέρωση (αντί να βασίζεται σε επαγγελματίες πολιτικούς της «Αριστεράς» ή της Δεξιάς), το οποίο θα διαμόρφωνε ένα πρόγραμμα ριζικών αλλαγών που θα απαιτούνταν για να επιτευχθεί ο βραχυπρόθεσμος στόχος της αποκατάστασης του πλήρους κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις αγορές, της μονομερούς διαγραφής του χρέους και όλων των σχετικών νομοθεσιών που έχει επιβάλλει η Τρόικα, καθώς και της μονομερούς εξόδου από την ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των από-εθνικοποιημένων βιομηχανιών, ιδιαίτερα εκείνων που καλύπτουν βασικές ανάγκες(ενέργεια, νερό, μεταφορές, επικοινωνίες, κλπ) θα είναι απαραίτητη ακόμη και σε αυτό το πρώιμο στάδιο, ο μεσοπρόθεσμος στόχος θα πρέπει να είναι η οικονομική αυτοδυναμία, έτσι ώστε οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών να ικανοποιούνται μέσα από την ανασυγκρότηση της οικονομικής δομής, σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες και όχι με βάση τη ζήτηση της αγοράς.
Η αναπόφευκτη αποτυχία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, εάν εκλεγεί στην εξουσία και δεν υιοθετήσει μέτρα σαν τα παραπάνω, ελπίζουμε ότι θα οδηγήσει τα θύματα της παγκοσμιοποίησης στη συνειδητοποίηση ότι μόνο ο αγώνας για την δημιουργία ενός παρόμοιου Λαϊκού Μετώπου από τα κάτω μπορεί να ανοίξει πραγματικά τον δρόμο για τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται, ώστε να επιτευχθεί μια μόνιμη έξοδος από την παρούσα οικονομική και κοινωνική καταστροφή.

 Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στην Πράβδα και στο International Journal of Inclusive Democracy. H μετάφραση είναι των Γιώργου Σιαμαντά, Μιχάλη Δαγτζή και Πάνου Λιβιτσάνου
  www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου