Την ταινία «ΝΕΜΠΡΑΣΚΑ», του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη
Αλέξανδρου Πέιν (γεννήθηκε το 1961 στην Όμαχα της Νεμπράσκα & το πραγματικό
του όνομα είναι Αλέξανδρος Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος), προβάλει απόψε ΔΩΡΕΑΝ στις 9:00 μ.μ το «ΣΤΕΚΙ»
Φαίνεται πως η γενέτειρά του εξακολουθεί να ασκεί ισχυρότατη επιρροή στη ζωή και στο έργο του, μια και ο τίτλος της πιο πρόσφατης ταινίας του -ένα ασπρόμαυρο road movie- είναι: Νεμπράσκα. Έτσι απλά.
Το νοσταλγικό, ασπρόμαυρο φιλμ, τον οδήγησε φέτος, για άλλη μια φορά στην τελετή απονομής των Όσκαρ, διεκδικώντας 6 αγαλματάκια, μια και η ταινία είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες: Καλύτερης ταινίας, Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Μπρους Ντερν, Β' Γυναικείου Ρόλου για την Τζουν Σκουίμπ, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας για τον δικό μας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ και Πρωτότυπου Σεναρίου.
Στο παρελθόν ο Πέιν έχει βραβευτεί με Όσκαρ Καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για το
Πλαγίως το 2004 και πιο πρόσφατα, το 2011, για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου για τους Απογόνους, με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Διαθέτει όμως και Χρυσή Σφαίρα σεναρίου για την ταινία του, Σχετικά με τον Σμιντ.
Εγγονός μεταναστών από την Αχαΐα και συγκεκριμένα από το Διακοφτό, σπούδασε πρώτα Ισπανική Γλώσσα και Ιστορία πριν καταλήξει στον κινηματογράφο, αποφοιτώντας από τη σχολή σκηνοθετών του πανεπιστημί
Ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος έγινε γνωστός μέσα από τις ταινίες του Πολίτης Ρουθ (1996), Σκάνδαλα στα Θρανία (1999), Σχετικά με τον Σμιντ (2002), Πλαγίως (2004), Οι Απόγονοι (2011) και προσφάτως το Nebraska (2013).
Ενεπλάκη επίσης στα σενάρια των ταινιών Τζουράσικ Παρκ (2001), Ο Κύριος του Κυρίου (2007) και ως παραγωγός στα Η Δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον (2004), The Savages (2007), Ο Βασιλιάς και ο Θησαυρός (2007) και Ανασφάλειες Ζωής (2011).
Το επίθετό του δεν θυμίζει Ελλάδα. Και όμως συνηθίζει να λέει "Είμαι ένας Έλληνας από την Όμαχα".
ου UCLA.
Ο παππούς του μετανάστευσε εκεί το 1912, το όνομά του ήταν Νίκος Παπαδόπουλος αλλά το άλλαξε εντελώς για να μη θυμίζει ελληνικό όνομα κι έτσι δεν το έκανε Πάπας, όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά τα γεγονότα του 1909 στην Ελλάδα, έπρεπε να αλλάξει ταυτότητα.
Oπως όλοι οι Έλληνες, μεγαλώνοντας στην Αμερική, ξεχώριζε από τους αμερικάνους σε πολλά πράγματα...
"ας πούμε...δεν είμαστε τόσο "καθαροί" αμερικάνοι όσο η μηλόπιτα, αλλά όσο ο μηλο-μπακλαβάς, λέει αστειευόμενος σε συνέντευξή του σε εκπομπή του καναδικού τηλεοπτικού σταθμού CBS.
"Είμαι Αμερικάνος, είμαι Έλληνας, είμαι γήινος, είμαι ταυτόχρονα συμμετέχων και παρατηρητής" επιμένει, τονίζοντας την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων μέσα του.
Όσον αφορά στον πρωταγωνιστή της προηγούμενης ταινίας του "Οι Απόγονοι", Τζορτζ Κλούνεϊ, και το πώς προέκυψε το σμίξιμό τους στην ταινία, περιγράφει ότι ο Κλούνεϊ τον είχε προσεγγίσει όταν έκανε το Πλαγίως, όπου ήθελε πολύ να παίξει. Όμως δεν του ταίριαζε για τον συγκεκριμένο ρόλο, αυτόν δηλαδή του αποτυχημένου ηθοποιού, επιφυλάχθηκε λοιπόν να συνεργαστεί μαζί του σε κάποια άλλη ταινία. Και να που έκαναν μαζί τους Απογόνους.
Σχετικά με τη σχέση του σκηνοθέτη με τον 77χρονο πρωταγωνιστή της τελευταίας ταινίας του Νεμπράσκα, Μπρους Ντερν, λέει πως μιλά ασταμάτητα για τις εμπειρίες του: για τον Ελίας Καζάν, για τον Χίτσκοκ, για όλα τα ιερά τέρατα με τα οποία συνεργάστηκε στο παρελθόν.
"Μόλις έλεγα "cut" αμέσως άρχιζε να πολυλογεί! Με το που έλεγα "act" ήταν σοβαρός, σιωπηλός και συγκεντρωμένος στο ρόλο του!"
Ο Αλεξάντερ Πέιν παρουσίασε τη Νεμπράσκα του στο 54ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, που πάντα επισκέπτεται, όταν έχει κάτι καινούριο. Μάλιστα η ταινία έκλεισε το φεστιβάλ ενώ ο ίδιος ήταν πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής. Παλιότερα είχε έρθει ξανά στη Θεσσαλονίκη με τους Απογόνους.
Είναι σαν να «βαφτίζει» τις ταινίες τους στη χώρα των προγόνων του.
Η Νεμπράσκα είναι ακριβώς αυτό: ένα ταξίδι στη γενέτειρα, ένα ταξίδι που χάρισε στον υποτιμημένο κατά πολλούς, 77χρονο σήμερα, Μπρους Ντερν το Βραβείο καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και τον καθιστά πολύ πιθανό νικητή και του Όσκαρ Α΄Ανδρικού Ρόλου.
Η Νεμπράσκα δεν ήταν ένα καινούριο project για τον Πέιν. Δέκα χρόνια πίσω είχε διαβάσει το σενάριο και θέλησε να το αναλάβει ο ίδιος, ως σκηνοθέτης, μόνο που τότε γυρνούσε το Πλαγίως και δεν ήθελε να συνεχίσει με ένα road movie. Έτσι, οι παραγωγοί τον περίμεναν, ώσπου έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Ένας φτωχός γέρος, ο Γούντι Γκραντ, που ζει στη Μοντάνα, και τον υποδύεται ο Μπρους Ντερν, είναι ο βασικός χαρακτήρας. Δραπετεύει στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα ενός λαχνού, που νομίζει ότι έχει κερδίσει, με συνοδό το γιο του, Ντέιβιντ, με τον οποίο δεν έχουν και τόσο στενές σχέσεις.
Κατά τη διαδρομή, ο πατέρας τραυματίζεται και οι δυο τους πρέπει να μείνουν σε μια μικρή πόλη της Νεμπράσκα, τη γενέτειρα του Γούντι.
Εκεί και υπό τη φροντίδα του Ντέιβιντ, ο Γούντι έρχεται ξανά σε επαφή με το μακρινό του παρελθόν.
Όπως παραδέχεται ο Πέιν αυτή η ταινία εστιάζει στην καλοσύνη. Ειδικά σε μια πράξη πραγματικής καλοσύνης στην οποία προχωρά ένας γιος για να αποκαταστήσει τη χαμένη αξιοπρέπεια του γονιού του...Και η αποδοχή είναι επίσης μια από τις μεγάλες αρετές που επιχειρεί να προβάλει η ταινία. Αν δεν αποδεχτείς κάποιον, πώς θα τον αγαπήσεις;
Σχετικά με το κάστινγκ, ο Πέιν αρχικά ήθελε για τον ρόλο του Γούντι κάποιον με το δωρικό παίξιμο του Χένρι Φόντα. Έτσι σκέφτηκε τον Τζιν Χάκμαν, ο οποίος δεν πείστηκε για τον ρόλο. Έπειτα σκέφτηκε και τους Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζακ Νίκολσον αλλά κατέληξε στον Ντερν, γιατί ταίριαζε ηλικιακά και γιατί απλά είναι ένας φοβερός τύπος, στον οποίο ποτέ δεν δόθηκε η δυνατότητα να παίξει έναν μεγάλο ρόλο!
Τελικά, αποδείχθηκε ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχει γνωρίσει! Και αυτό δεν είναι υπερβολή, μια και ο Πέιν συνηθίζει να κάνει παρέα και να γνωρίζει σε βάθος τους πρωταγωνιστές του, πριν ακόμη συνεργαστούν για οποιαδήποτε ταινία. Ο Μπρους αποδείχτηκε θησαυρός και ένας καθαρόαιμος μεγάλος πρωταγωνιστής…
ΠΗΓΗ:www.syriza-marousi.gr
Φαίνεται πως η γενέτειρά του εξακολουθεί να ασκεί ισχυρότατη επιρροή στη ζωή και στο έργο του, μια και ο τίτλος της πιο πρόσφατης ταινίας του -ένα ασπρόμαυρο road movie- είναι: Νεμπράσκα. Έτσι απλά.
Το νοσταλγικό, ασπρόμαυρο φιλμ, τον οδήγησε φέτος, για άλλη μια φορά στην τελετή απονομής των Όσκαρ, διεκδικώντας 6 αγαλματάκια, μια και η ταινία είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες: Καλύτερης ταινίας, Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Μπρους Ντερν, Β' Γυναικείου Ρόλου για την Τζουν Σκουίμπ, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας για τον δικό μας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ και Πρωτότυπου Σεναρίου.
Στο παρελθόν ο Πέιν έχει βραβευτεί με Όσκαρ Καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για το
Πλαγίως το 2004 και πιο πρόσφατα, το 2011, για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου για τους Απογόνους, με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Διαθέτει όμως και Χρυσή Σφαίρα σεναρίου για την ταινία του, Σχετικά με τον Σμιντ.
Εγγονός μεταναστών από την Αχαΐα και συγκεκριμένα από το Διακοφτό, σπούδασε πρώτα Ισπανική Γλώσσα και Ιστορία πριν καταλήξει στον κινηματογράφο, αποφοιτώντας από τη σχολή σκηνοθετών του πανεπιστημί
Ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος έγινε γνωστός μέσα από τις ταινίες του Πολίτης Ρουθ (1996), Σκάνδαλα στα Θρανία (1999), Σχετικά με τον Σμιντ (2002), Πλαγίως (2004), Οι Απόγονοι (2011) και προσφάτως το Nebraska (2013).
Ενεπλάκη επίσης στα σενάρια των ταινιών Τζουράσικ Παρκ (2001), Ο Κύριος του Κυρίου (2007) και ως παραγωγός στα Η Δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον (2004), The Savages (2007), Ο Βασιλιάς και ο Θησαυρός (2007) και Ανασφάλειες Ζωής (2011).
Το επίθετό του δεν θυμίζει Ελλάδα. Και όμως συνηθίζει να λέει "Είμαι ένας Έλληνας από την Όμαχα".
ου UCLA.
Ο παππούς του μετανάστευσε εκεί το 1912, το όνομά του ήταν Νίκος Παπαδόπουλος αλλά το άλλαξε εντελώς για να μη θυμίζει ελληνικό όνομα κι έτσι δεν το έκανε Πάπας, όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά τα γεγονότα του 1909 στην Ελλάδα, έπρεπε να αλλάξει ταυτότητα.
Oπως όλοι οι Έλληνες, μεγαλώνοντας στην Αμερική, ξεχώριζε από τους αμερικάνους σε πολλά πράγματα...
"ας πούμε...δεν είμαστε τόσο "καθαροί" αμερικάνοι όσο η μηλόπιτα, αλλά όσο ο μηλο-μπακλαβάς, λέει αστειευόμενος σε συνέντευξή του σε εκπομπή του καναδικού τηλεοπτικού σταθμού CBS.
"Είμαι Αμερικάνος, είμαι Έλληνας, είμαι γήινος, είμαι ταυτόχρονα συμμετέχων και παρατηρητής" επιμένει, τονίζοντας την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων μέσα του.
Όσον αφορά στον πρωταγωνιστή της προηγούμενης ταινίας του "Οι Απόγονοι", Τζορτζ Κλούνεϊ, και το πώς προέκυψε το σμίξιμό τους στην ταινία, περιγράφει ότι ο Κλούνεϊ τον είχε προσεγγίσει όταν έκανε το Πλαγίως, όπου ήθελε πολύ να παίξει. Όμως δεν του ταίριαζε για τον συγκεκριμένο ρόλο, αυτόν δηλαδή του αποτυχημένου ηθοποιού, επιφυλάχθηκε λοιπόν να συνεργαστεί μαζί του σε κάποια άλλη ταινία. Και να που έκαναν μαζί τους Απογόνους.
Σχετικά με τη σχέση του σκηνοθέτη με τον 77χρονο πρωταγωνιστή της τελευταίας ταινίας του Νεμπράσκα, Μπρους Ντερν, λέει πως μιλά ασταμάτητα για τις εμπειρίες του: για τον Ελίας Καζάν, για τον Χίτσκοκ, για όλα τα ιερά τέρατα με τα οποία συνεργάστηκε στο παρελθόν.
"Μόλις έλεγα "cut" αμέσως άρχιζε να πολυλογεί! Με το που έλεγα "act" ήταν σοβαρός, σιωπηλός και συγκεντρωμένος στο ρόλο του!"
Ο Αλεξάντερ Πέιν παρουσίασε τη Νεμπράσκα του στο 54ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, που πάντα επισκέπτεται, όταν έχει κάτι καινούριο. Μάλιστα η ταινία έκλεισε το φεστιβάλ ενώ ο ίδιος ήταν πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής. Παλιότερα είχε έρθει ξανά στη Θεσσαλονίκη με τους Απογόνους.
Είναι σαν να «βαφτίζει» τις ταινίες τους στη χώρα των προγόνων του.
Η Νεμπράσκα είναι ακριβώς αυτό: ένα ταξίδι στη γενέτειρα, ένα ταξίδι που χάρισε στον υποτιμημένο κατά πολλούς, 77χρονο σήμερα, Μπρους Ντερν το Βραβείο καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και τον καθιστά πολύ πιθανό νικητή και του Όσκαρ Α΄Ανδρικού Ρόλου.
Η Νεμπράσκα δεν ήταν ένα καινούριο project για τον Πέιν. Δέκα χρόνια πίσω είχε διαβάσει το σενάριο και θέλησε να το αναλάβει ο ίδιος, ως σκηνοθέτης, μόνο που τότε γυρνούσε το Πλαγίως και δεν ήθελε να συνεχίσει με ένα road movie. Έτσι, οι παραγωγοί τον περίμεναν, ώσπου έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Ένας φτωχός γέρος, ο Γούντι Γκραντ, που ζει στη Μοντάνα, και τον υποδύεται ο Μπρους Ντερν, είναι ο βασικός χαρακτήρας. Δραπετεύει στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα ενός λαχνού, που νομίζει ότι έχει κερδίσει, με συνοδό το γιο του, Ντέιβιντ, με τον οποίο δεν έχουν και τόσο στενές σχέσεις.
Κατά τη διαδρομή, ο πατέρας τραυματίζεται και οι δυο τους πρέπει να μείνουν σε μια μικρή πόλη της Νεμπράσκα, τη γενέτειρα του Γούντι.
Εκεί και υπό τη φροντίδα του Ντέιβιντ, ο Γούντι έρχεται ξανά σε επαφή με το μακρινό του παρελθόν.
Όπως παραδέχεται ο Πέιν αυτή η ταινία εστιάζει στην καλοσύνη. Ειδικά σε μια πράξη πραγματικής καλοσύνης στην οποία προχωρά ένας γιος για να αποκαταστήσει τη χαμένη αξιοπρέπεια του γονιού του...Και η αποδοχή είναι επίσης μια από τις μεγάλες αρετές που επιχειρεί να προβάλει η ταινία. Αν δεν αποδεχτείς κάποιον, πώς θα τον αγαπήσεις;
Σχετικά με το κάστινγκ, ο Πέιν αρχικά ήθελε για τον ρόλο του Γούντι κάποιον με το δωρικό παίξιμο του Χένρι Φόντα. Έτσι σκέφτηκε τον Τζιν Χάκμαν, ο οποίος δεν πείστηκε για τον ρόλο. Έπειτα σκέφτηκε και τους Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζακ Νίκολσον αλλά κατέληξε στον Ντερν, γιατί ταίριαζε ηλικιακά και γιατί απλά είναι ένας φοβερός τύπος, στον οποίο ποτέ δεν δόθηκε η δυνατότητα να παίξει έναν μεγάλο ρόλο!
Τελικά, αποδείχθηκε ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχει γνωρίσει! Και αυτό δεν είναι υπερβολή, μια και ο Πέιν συνηθίζει να κάνει παρέα και να γνωρίζει σε βάθος τους πρωταγωνιστές του, πριν ακόμη συνεργαστούν για οποιαδήποτε ταινία. Ο Μπρους αποδείχτηκε θησαυρός και ένας καθαρόαιμος μεγάλος πρωταγωνιστής…
ΠΗΓΗ:www.syriza-marousi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου