Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

«Πράσινο φως» για την βιντεοσκόπηση σχολικών μαθημάτων σε περίοδο πανδημίας, από το Ίδρυμα Θ & Δ Τσάτσου!

Συνταγματολόγοι «καταργούν» στην πράξη το Σύνταγμα 
αλλά εξακολουθούν να διατηρούν την ιδιότητά τους!!!

Το «Πράσινο φως» & τα απαραίτητα Νομιμοποιητικά εφόδια στη μασκοφόρο εκτελεστή της Παιδείας & εκλεκτή της «Λέσχης Μπίλντερμπεργκ» κ. Νίκη Κεραμέως,  παρέσχε το  «Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου - Ίδρυμα Θεμιστοκλή & Δημήτρη Τσάτσου», προκειμένου εκείνη την επόμενη κι ολας ημέρα να προχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες & με ταχύτητα αθλήτριας σπρίντερ στίβου 100 μέτρων, στις αντιδημοκρατικές & κατάπτυστες (Ν)τροπολογίες της χωρίς αιδώ, σε άσχετο ν/σ του υπουργείου Μετανάστευσης & Ασύλου που έφερε τον τίτλο:

«Βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (Α΄ 169), 4375/2016 (Α΄ 51), 4251/2014 (Α΄ 80) & άλλες διατάξεις»!!!
Συγκεκριμμένα  με ανάρτησή του την οποία υπογράφει  η κ. Φερενίκη Παναγοπούλου - Κουτνατζή, Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δικηγόρος & το σημαντικότερο επί μία 8ετία Νομική Ελεγκτής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, απεφάνθη ότι:
Κατά την περίοδο της πανδημίας η παροχή εκπαιδεύσεως μέσω σύγχρονης τηλ-εκπαιδεύσεως είναι μια επιλογή που υπό προϋποθέσεις(;;;) λήψεως τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας για την προστασία των δεδομένων των μαθητών & εκπαιδευτικών μπορεί να φέρει σε πρακτική αρμονία τα αγαθά της εκπαιδεύσεως, της προστασίας της δημόσιας υγείας και των προσωπικών δεδομένων!!!
                                                                         Ι. Εισαγωγή
Την κρίσιμη περίοδο της πανδημίας το σχολείο έμεινε ζωντανό.
Χάρις στην τεχνολογία το συνταγματικό αγαθό της παιδείας παρέχεται με τη μέθοδο της σύγχρονης και ασύγχρονης διδασκαλίας. 
Στις περισσότερες περιπτώσεις η διδασκαλία διεξάγεται από τον εκπαιδευτικό, ο οποίος είναι συνδεδεμένος διαδικτυακά με τους μαθητές, που παρακολουθούν το μάθημα μέσω ήχου ή/και εικόνας. 
Αντίστοιχα, ο εκπαιδευτικός παρακολουθεί όλους τους μαθητές είτε μέσω εικόνας και ήχου είτε μόνο μέσω ήχου. 
Ερώτημα ανακύπτει εάν η εν λόγω διδασκαλία παραβιάζει το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων των μαθητών και των εκπαιδευτικών.
                                  ΙΙ. Συγκρουόμενα έννομα αγαθά
Α. Δικαίωμα στην εκπαίδευση
To άρθρο 16 παρ. 2 Σ διακηρύσσει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους. 
Ο συντακτικός νομοθέτης περιορίζεται σε μια γενική στοχοθέτηση, καταλείποντας τη διακριτική ευχέρεια επιλογής των μέσων παροχής εκπαιδεύσεως στον κοινό νομοθέτη.[1]
Εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη εάν θα ορίσει ως μέσο διδασκαλίας την ηλεκτρονική διδασκαλία, ιδίως σε μια κρίσιμη περίοδο πανδημίας, στην οποία η δια ζώσης διδασκαλία μπορεί να καταστεί επιβλαβής για την εξάπλωση της νόσου.
Από το άρθρο 16 παρ. 4 Σ προκύπτει το δικαίωμα στην γενική δωρεάν εκπαίδευση. 
Η υποχρέωση αυτή αντιστοιχεί στο κοινωνικό δικαίωμα των μαθητών για παροχή δωρεάν εκπαιδεύσεως, το οποίο συμβαδίζει με το δικαίωμα στην ελευθερία εκπαιδεύσεως.[2] 
Το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί το αρχαιότερο κοινωνικό δικαίωμα στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, καθώς κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864. 
Η διεξαγωγή ηλεκτρονικής παιδείας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έρχεται σε ένταση με την κρατική υποχρέωση δωρεάν εκπαιδεύσεως, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν όλοι οι μαθητές να διαθέτουν σύγχρονα μέσα τηλεκπαιδεύσεως.
Η κοινωνική πραγματικότητα, ωστόσο, διασκεδάζει σε μεγάλο ποσοστό τις όποιες ανησυχίες, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων είναι χρήστες ή κάτοχοι έξυπνων συσκευών που απαιτούνται για την εξ αποστάσεως διδασκαλία. 
Συμπληρωματικά μέτρα για τη παροχή έξυπνων συσκευών σε ευπαθείς ομάδες & η παροχή δωρεάν τηλεπικοινωνιακού δικτύου για τις εξ αποστάσεως εκπαιδευτικές δραστηριότητες αναχαιτίζουν περαιτέρω τον κίνδυνο αποκλεισμού κατωτέρων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων.(!!!) 
Στη σωστή κατεύθυνση κινείται, πάντως, η μη καταμέτρηση απουσιών από το μάθημα στις επιτρεπόμενες απουσίες που δικαιούται κάθε μαθητής. 
B. Προστασία της δημόσιας υγείας
Η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί μια ειδικότερη έκφανση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. 
Εάν νοσήσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού λόγω του συγχρωτισμού πολλών παιδιών στο σχολείο και μεταδόσεως του ιού στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον και εάν αποβιώσει κάποιο ποσοστό αυτού του νοσούντος πληθυσμού, αυτό θα επιβαρύνει καταφανώς το δημόσιο συμφέρον ποικιλοτρόπως: ψυχικώς, πνευματικώς, πληθυσμιακώς και οικονομικώς.[3]
Το δικαίωμα στην υγεία παρουσιάζει στο ελληνικό Σύνταγμα δύο όψεις. 
Από τη μία, κατοχυρώνεται ως ατομικό, αμυντικό[4] δικαίωμα (άρθρο 5 παρ. 5 εδ. α Σ) και από την άλλη, ως κοινωνικό δικαίωμα (άρθρο 21 παρ. 3 Σ). 
Και στις δύο περιπτώσεις, ως υγεία νοείται αφενός η κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευεξίας και αφετέρου, η δημόσια υγεία.[5] 
Πέραν της καταστάσεως σωματικής και ψυχικής ευεξίας, σκόπιμη κρίνεται και η αρνητική οριοθέτηση του δικαιώματος στην υγεία, ήτοι η φυσική κατάσταση του ατόμου που αποκλείει κάθε μορφή ασθένειας ή αναπηρίας ικανής να μειώσει τη φυσιολογική δραστηριότητά του.[6]
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 εδ. α Σ, «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας».[7] 
Η υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα με την έννοια των θετικών ενεργειών του κράτους για την οργάνωση ενός συστήματος παροχής υγείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 παρ. 3 Σ, σύμφωνα με το οποίο, το κράτος οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών.[8]
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, από το άρθρο 21 παρ. 3 Σ απορρέει η «υποχρέωση του κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων προς προστασία της υγείας των πολιτών, στους οποίους (το άρθρο 21 παρ. 3 Σ) δίνει δικαίωμα να απαιτήσουν από την Πολιτεία την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της».[9] Υπό αυτή την έννοια, αναγνωρίζεται μέσω του άρθρου 21 παρ. 3 Σ ένα αγώγιμο κοινωνικό δικαίωμα, μια αξίωση των πολιτών κατά του κράτους για την προστασία της υγείας και η υποχρέωση της πολιτείας να προβεί στις αναγκαίες παροχές υπηρεσιών υγείας.[10]
Πρόκειται εν τοις πράγμασι για την υποχρέωση του κράτους να παρέχει υπηρεσίες ή να προβαίνει σε ενέργειες που προάγουν, διατηρούν ή αποκαθιστούν την υγεία των ανθρώπων.[11] 
Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας της υγείας αποτελεί, συνεπώς, δικαίωμα και δεν συνιστά μια απλή έκφραση ευχών.[12] 

Ως εκ τούτου, η μέριμνα για τη λήψη μέτρων χάριν προστασίας της υγείας των πολιτών καθίσταται επιτακτική.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτεία οφείλει να λάβει μέτρα καταπολεμήσεως της επιδημίας χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας. 
Ως εκ τούτου, η παροχή εκπαιδεύσεως πρέπει να λαμβάνει χώρα με εκείνα τα μέσα που δεν θα επιβαρύνουν τη δημόσια υγεία. 
Οποιοσδήποτε συγχρωτισμός πολλών μαθητών και εκπαιδευτικών σε περίοδο εξάρσεως της πανδημίας έρχεται σε σύγκρουση με το αγαθό της δημόσιας υγείας. Συνεπώς, είναι αναγκαία η λήψη κατάλληλων μέτρων για την παροχή εκπαιδεύσεως κατά τρόπο που δεν πλήττεται η δημόσια υγεία.
Γ. Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Παράλληλα με την προστασία της ιδιωτικής ζωής στο άρθρο 9 παρ. 1 , μετά από την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 9Α ότι καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. 
Το δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων έχει διαφορετικό χαρακτήρα από την υποχρέωση προστασίας που υπέχει το κράτος ως προς τα άλλα δικαιώματα, σύμφωνα με το άρθρο 25 Σ, και δεν αποτελεί απλή εξειδίκευση της αποφάσεως αυτής.[13] Σημειώνεται ότι και πριν από τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας δεδομένων, η εν λόγω προστασία ήταν υπό τη σκέπη γενικοτέρων διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 9 παρ. 1 ή του 5 παρ. 1 Σ.[14]

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από Aνεξάρτητη Aρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει. 
Το νέο άρθρο, που δεν αποτελεί μια άσκοπη επιβεβαιωτικού χαρακτήρα διακήρυξη,[15] κατοχυρώνει το λεγόμενο δικαίωμα της πληροφορικής αυτοδιαθέσεως ή πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού ή αυτοκαθορισμού του ατόμου. 
Με διαφορετική διατύπωση, το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων συνίσταται στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην καθίσταται πληροφοριακό αντικείμενο και να συμπροσδιορίζει ο ίδιος ποιες πληροφορίες που τον αφορούν θα καταστούν γνωστές στο περιβάλλον.[16]
Το άρθρο αυτό προέκυψε ως απάντηση στη δυνατότητα καταγραφής της προσωπικότητας 
του ατόμου από τα ποικίλα μέσα που προσφέρει η ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων
Είναι γεγονός ότι η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επεξεργασίας των πληροφοριών περιορίζει τις δυνατότητες πληροφοριακού αυτοκαθορισμού.[17] 
Σκοπός του άρθρου 9Α Σ πέρα από την τυποποίηση ενός υπάρχοντος δικαιώματος[18] είναι η με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατοχύρωση της σημασίας που έχει περιοριστική χρήση των προσωπικών δεδομένων σε μια ραγδαίως τεχνολογικά αναπτυσσόμενη κοινωνία.[19]
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν οδηγεί στη δίχως άλλο απαγόρευση της συλλογής, επεξεργασίας και χρήσεώς τους, αλλά υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει ένα περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου καθίσταται θεμιτή η συλλογή, επεξεργασία και χρήση των δεδομένων.[20] 
Η ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής καθίσταται επιτακτική στη σύγχρονη περίοδο ηλεκτρονικής διακινδυνεύσεως.[21] 
Πρόκειται εν τοις πράγμασι για ένα ατομικό-αμυντικό δικαίωμα,[22] που θεμελιώνει πρωτίστως αξίωση αποχής από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων σε δύο επίπεδα.[23] 
Το πρώτο επίπεδο έγκειται στην απαγόρευση καταγραφής δεδομένων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και σε ένα δεύτερο επίπεδο στο δικαίωμα αρνήσεως παροχής πληροφοριών για τον εαυτό μας.[24]
Τονίζεται ότι το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο, «τυραννικό» δικαίωμα.[25] 
Τούτο επισημαίνεται εμφατικά στον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 679/2016/ΕΕ (ΓΚΠΔ): σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 4 του ΓΚΠΔ, το εν λόγω δικαίωμα  «πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας».
Άλλωστε, ρητούς περιορισμούς επιβάλλουν τα άρθρα 1 παρ. 3 και 85 του ΓΚΠΔ σχετικά με την ελεύθερη ροή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελευθερία εκφράσεως και πληροφορήσεως αντίστοιχα. 
Κατά συνέπεια, σε περίπτωση συγκρούσεως του δικαιώματος προσωπικών δεδομένων με άλλα έννομα αγαθά και δικαιώματα, όπως είναι η προστασία της δημόσιας υγείας, η στάθμιση και η εναρμόνιση αυτών, με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, είναι απαραίτητη.[26] 
Αυτό υπαγορεύεται από την ανάγκη άρσεως των ενδεχομένων συγκρούσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω της σταθμίσεως συμφερόντων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.[27]
Η καταγραφή ήχου και εικόνας των μαθητών και των εκπαιδευτικών συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.[28] 

Οι πρώτοι ανήκουν στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα στο άρθρο 21 και τον ΓΚΠΔ κατηγορία των παιδιών και οι δεύτεροι στην κατηγορία των εργαζομένων. Είναι γεγονός ότι o Κανονισμός διαχέεται από μια έντονη ανησυχία για την προστασία τους, η οποία αποτυπώνεται στη σκέψη 38 του Προοιμίου. 
Εκεί δικαιολογείται ο λόγος ειδικής προστασίας στα παιδιά, καθώς αυτά μπορεί να έχουν μικρότερη επίγνωση των σχετικών κινδύνων, συνεπειών και εγγυήσεων και των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σχετικά με την προστασία των δεδομένων των εργαζόμενων εκπαιδευτικών, αυτοί έχουν μια αξίωση στην ψυχική ηρεμία, την ανωνυμία, την αυτόβουλη διάπλαση του εσωτερικού τους κόσμου, ψυχικού και συναισθηματικού.[29] 
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων των εκπαιδευτικών εργαζομένων δεν οδηγεί στη δίχως άλλο απαγόρευση της συλλογής, επεξεργασίας και χρήσεώς τους, αλλά υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει ένα περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου καθίσταται θεμιτή η συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων που συλλέγονται με τεχνικά μέσα.
Η ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής καθίσταται επιτακτική στη σύγχρονη περίοδο ηλεκτρονικής διακινδυνεύσεως[30]. 
Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα έχει εκτός από τη θετική του διάσταση (αξίωση προστασίας έναντι εισβολής στην ιδιωτική σφαίρα) και την αρνητική του διάσταση, υπό την έννοια του δικαιώματος της αποκαλύψεως όλων των πτυχών του ιδιωτικού βίου ή αλλιώς ενός δικαιώματος αυτοεκθέσεως. 
Περιορισμοί στην αρνητική αυτή διάσταση του δικαιώματος μπορούν να επιβληθούν στην περίπτωση που σημειώνεται μία ασυμμετρία ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, π.χ. ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη.

Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει εκ των πραγμάτων μία αδυναμία διαπραγματεύσεως των όρων της ιδιωτικότητας και είναι πολύ πιθανόν η ιδιωτικότητα αυτή να ανταλλάσσεται με ένα άλλο αγαθό, π.χ. θέση εργασίας ή διατήρηση θέσεως εργασίας. 
Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί της αυτοεκθέσεως του ατόμου μέσω της απαγορεύσεως τοποθετήσεως τεχνικών μέσων παρακολουθήσεως κρίνονται αναγκαίοι από το γεγονός ότι η αυτοέκθεση δεν απορρέει από την επιθυμία του εργαζομένου, αλλά συνιστά στην ουσία προϊόν εξαναγκασμού, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο εργαζόμενος δεν θα λάβει ή θα χάσει την υπάρχουσα θέση εργασίας του. 
Ο κύκλος της εκθέσεως είναι, πάντως περιορισμένος, δεδομένου του εξαιρετικά κλειστού κύκλου της σχολικής διδασκαλίας (σε αντίθεση με την πανεπιστημιακή διδασκαλία).
Πολύ χρήσιμη για την κατανόηση της προστασίας των δεδομένων των εργαζομένων είναι η Γνώμη 8/2001 της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία, κάθε συλλογή, χρήση ή αποθήκευση πληροφοριών σχετικών µε τους εργαζομένους µε ηλεκτρονικά μέσα επιπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων. 

Η επεξεργασία δεδομένων ήχου και εικόνας στο εργασιακό πλαίσιο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων και η παρακολούθηση των εργαζομένων µέσω βίντεο καλύπτεται από τις διατάξεις του ΓΚΠΔ και των εθνικών νόμων μεταφοράς του. 
Κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στους εργαζομένους, οι εργοδότες θα πρέπει πάντα να έχουν κατά νου τις θεμελιώδεις αρχές προστασίας των δεδομένων.
Συγκεκριμένα, τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και η μεταγενέστερη επεξεργασία τους πρέπει να συμβιβάζεται µε στους σκοπούς αυτούς. 
Επίσης, οι εργαζόμενοι πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζουν ποια δεδομένα, τα οποία τους αφορούν, συλλέγει ο εργοδότης (απευθείας ή από άλλες πηγές), και τους σκοπούς των πράξεων επεξεργασίας που σχεδιάζονται ή εκτελούνται µε τα δεδομένα αυτά επί του παρόντος ή στο μέλλον.
Η διαφάνεια εξασφαλίζεται επίσης µε την παροχή στον ενδιαφερόμενο του δικαιώματος προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν και µε την υποχρέωση κοινοποιήσεως των υπεύθυνων επεξεργασίας των δεδομένων στις αρχές ελέγχου, σύμφωνα µε την εκάστοτε εθνική νομοθεσία. Περαιτέρω, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στους εργαζομένους πρέπει να είναι νόμιμη.
II. Υφιστάμενο νομοθετικό, κανονιστικό & νομολογιακό πλαίσιο
Α. Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων 679/2016 (ΓΚΠΔ)
Η μετάδοση ήχου και εικόνας των μαθητών και εκπαιδευτικών αποτελεί αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 στοιχ. 2 ΓΚΠΔ, ασχέτως του αν πρόκειται να περιληφθούν ή όχι σε αρχείο. 

Ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής ο ΓΚΠΔ.
Ειδικότερα, η μετάδοση ήχου και εικόνας συνιστά επεξεργασία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 2 ΓΚΠΔ, ως  πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διαθέσεως, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει 
(α) να υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων («νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια»), 
(β) να συλλέγονται μόνο για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν μπορούν να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς («περιορισμός του σκοπού»), 
(γ) να είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»), 
(δ) να είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, να επικαιροποιούνται, ενώ πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση ανακριβών δεδομένων, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας («ακρίβεια»), 
(ε) να διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («περιορισμός της περιόδου αποθηκεύσεως»), 
(στ) να υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ασφάλειά τους, την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία κτλ. με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»).

Εν προκειμένω, τα υπό επεξεργασία δεδομένα είναι δεδομένα μαθητών και εκπαιδευτικών στο πλαίσιο του σκοπού της διδασκαλίας, τα οποία είναι «απλά» προσωπικά δεδομένα, καθώς δεν υπάγονται στην περιοριστικά απαριθμούμενη κατηγορία των ειδικών κατηγοριών («ευαίσθητα δεδομένα») του άρθρου 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ. 
Εάν κατά τη διδασκαλία τύχει να κοινολογηθούν δεδομένα ειδικών κατηγοριών, π.χ. στην περίπτωση που ο μαθητής αναφέρει ότι είναι άρρωστος ο ίδιος, κάποιος συγγενής του ή κάποιος συμμαθητής του ή  όταν ανακύψει ζήτημα μαθησιακής δυσκολίας του αυτή η αναφορά θα είναι προδήλως τυχαία. 
Επ’ ουδενί συνδέεται με τον σκοπό επεξεργασίας, ο οποίος εν προκειμένω συνίσταται στην εκπαίδευση των ανηλίκων σε περίοδο πανδημίας. 
Ως εκ τούτου, ο σκοπός της εκπαιδεύσεως  των μαθητών δεν προϋποθέτει την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ, η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)  το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,
β)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση συμβάσεως της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη συμβάσεως,
γ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,
δ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,
ε)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,
στ)  η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.
Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Εν προκειμένω συντρέχει η περίπτωση 6 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του ΓΚΠΔ, καθώς η επεξεργασία λαμβάνει χώρα για την παροχή εκπαιδεύσεως συμβατής με την προστασία της δημόσιας υγεία.[31] Η βάση της επεξεργασίας είναι εν προκειμένω διττή: αφενός αφορά στο δημόσιο συμφέρον της εκπαιδεύσεως αφετέρου στην προστασία της δημόσιας υγείας εν καιρώ πανδημίας. Στο σημείο αυτό κρίσιμο θα ήταν να αναζητηθούν άλλες εναλλακτικές μέθοδοι για την παροχή εκπαιδεύσεως. Μια από αυτές θα ήταν η ασύγχρονη διδασκαλία μέσω της αποστολής γραπτών παραδόσεων και ασκήσεων προς εργασία.
Αυτού του είδους η διδασκαλία δεν ενδείκνυται, ωστόσο, για την παιδική-εφηβική ηλικία και δεν κρίνεται εξίσου αποτελεσματική με την διαδραστική σύγχρονη διδασκαλία. Άλλη μέθοδος θα ήταν η καταγραφή μόνο του ήχου, χωρίς τη λήψη εικόνας των διδασκόντων. Αυτή η μέθοδος είναι ηπιότερη για την προστασία των δεδομένων των διδασκόντων, δεν αποσοβεί όμως τον κίνδυνο καταγραφής ευαίσθητων ομιλιών των μαθητών και δεν κρίνεται αποτελεσματική πό εκπαιδευτική άποψη εάν ο μαθητής καλείται να παρακολουθήσει ένα εντατικό ολοήμερο πρόγραμμα διδασκαλίας. Η μέθοδος της «τηλεκπαιδεύσεως», μέσω ειδικού λογισμικού καταγραφής ήχου και εικόνας, θεωρείται το πλέον κατάλληλο μέσο, προκειμένου να παρέχονται στους μαθητές τα οφέλη της δια ζώσης εκπαιδεύσεως, όπως η αποτελεσματική επικοινωνία και η διάδραση.  
Υπό το πρίσμα του ΓΚΠΔ, μπορεί να λάβει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, ήτοι των μαθητών και των εκπαιδευτικών, καθώς, όπως επισημάνθηκε, στηρίζεται στη νομιμοποιητική βάση του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΓΚΠΔ, που αφορά στη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος. Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να αντιταχθεί δυνάμει του άρθρου 21 ΓΚΠΔ, καθώς δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6 παρ. 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της καταρτίσεως προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 στοιχ. β΄, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων. Μια περίπτωση επιτακτικού λόγου θα μπορούσε να είναι η αδυναμία τηρήσεως των απαιτούμενων αποστάσεων ασφαλείας μεταξύ των μαθητών εξαιτίας της μικρής αίθουσας διδασκαλίας και η ανάγκη παρακολουθήσεως των μαθημάτων από το σπίτι. 
Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να καταδείξει ότι εν προκειμένω υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον της εκπαιδεύσεως ως έχον «επιτακτικό» χαρακτήρα ενόψει αφενός της σπουδαιότητας της εκπαιδεύσεως  και αφετέρου της προστασίας της υγείας του κοινωνικού, έναντι της προστασίας προσωπικών δεδομένων των μαθητών και εκπαιδευτικών.
H έννοια του επιτακτικού υπονοεί ένα ιδιαίτερο υψηλό επίπεδο βαρύτητας, επείγοντος χαρακτήρα ή αμεσότητας[32]. Με τον τρόπο αυτό ο υπεύθυνος επεξεργασίας, που σε ένα καθεστώς λογοδοσίας δυνάμει μιας οιονεί αυτορρυθμίσεως που θεσπίζεται με τον ΓΚΠΔ,[33] έχει ήδη κρίνει τη συνδρομή του δημοσίου συμφέροντος καλείται να επαναξιολογήσει την πραγματική κατάσταση συνεκτιμώντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του υποκειμένου των δεδομένων.[34] Είναι, πάντως, φανερό ότι καταλείπεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας η διακριτική ευχέρεια να περιορίσει αισθητά το δικαίωμα στην εναντίωση, εφόσον καταδείξει την επιτακτικότητα και νομιμότητα των σκοπών του[35].
Β. Η Οδηγία 1/2011 της ΑΠΔΠΧ
Σύμφωνα με το άρθρο 18 της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής,  η ύπαρξη και µόνο καμερών σε σχολεία και άλλους χώρους όπου δραστηριοποιούνται ανήλικοι (όπως παιδικοί σταθμοί, οικοτροφεία, φροντιστήρια κλπ.) χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, αφού δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν οι συνέπειες που µία τέτοια επεξεργασία µπορεί να επιφέρει για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των ανηλίκων. 

Συγκεκριµένα, ελλοχεύει ο κίνδυνος να περιορισθεί η ανάπτυξη της έννοιας της ελευθερίας των παιδιών, εάν πιστέψουν από µικρή ηλικία ότι είναι φυσιολογικό να παρακολουθούνται µέσω καµερών.[36]
Η Οδηγία κρίνει ότι το σύστημα βιντεοεπιτηρήσεως επιτρέπεται να λειτουργεί µόνο κατά τις ώρες που το σχολείο δεν λειτουργεί. 
Οι ώρες λειτουργίας του συστήµατος πρέπει να αναγράφονται µε σαφήνεια στις σχετικές ενημερωτικές πινακίδες, έτσι ώστε να γνωρίζουν πλήρως όλοι οι μαθητές και οι φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας τους στο σχολείο/φροντιστήριο δεν παρακολουθούνται.
Η Οδηγία αφήνει ένα περιθώριο για τις περιπτώσεις σχολικών εγκαταστάσεων µεγάλης εκτάσεως, όπου δεν είναι πρακτικός ο έλεγχος των αποµακρυσµένων σηµείων των εγκαταστάσεων µε ηπιότερα µέσα (π.χ. φύλακες), επιτρέποντας τη λειτουργία των καµερών που εστιάζουν στα αποµακρυσµένα σηµεία και κατά τις ώρες λειτουργίας του σχολείου, μετά από έγκριση της Αρχής, η οποία όμως δεν απαιτείται από τον ν. 4624/2019. 
Η Οδηγία ορίζει ότι τα  δεδοµένα που καταγράφουν οι κάµερες πρέπει να διαγράφονται κατά την επόµενη εργάσιµη µέρα. Σε περίπτωση συµβάντος εφαρµόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου. 
Περαιτέρω, η διαχείριση του συστήµατος µπορεί να πραγµατοποιείται µόνο από εξουσιοδοτηµένο πρόσωπο.

Τονίζεται, πάντως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας, η Οδηγία εφαρµόζεται στην επεξεργασία δεδοµένων εικόνας ή/και ήχου που πραγµατοποιείται µέσω συστηµάτων βιντεοεπιτηρήσεως από πάσης φύσεως δηµόσιους φορείς ή από φυσικά ή νοµικά πρόσωπα για τον σκοπό της προστασίας προσώπων ή/και αγαθών στον οποίο εντάσσονται και ειδικές περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών υγείας. 
Δεν ορίζεται ως λόγος επεξεργασίας η παροχή υπηρεσιών εξ αποστάσεως και ειδικότερα εκπαιδεύσεως σε συνδυασμό με την προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία ανάγεται σε δημόσιο συμφέρον. 
Ως εκ τούτου, η Οδηγία δεν χαίρει εφαρμογής, αλλά δίδει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές.
Ο σκοπός της επεξεργασίας, ήτοι της παροχής εκπαιδεύσεως, δεν μπορεί να μεταβληθεί, δηλαδή να χρησιμοποιηθεί το βίντεο για άλλους σκοπούς πέραν της παροχής εκπαιδεύσεως. 
Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λόγους αξιολογήσεως των εκπαιδευτικών και, ως εκ τούτου, πρόσβαση στη διδασκαλία θα έχουν σε πραγματικό χρόνο μόνο οι μαθητές και όχι λοιπό εκπαιδευτικό προσωπικό.
Γ. Αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ
Επιβοηθητική, όχι όμως απόλυτα σχετική, καθώς αναφέρεται σε πανεπιστημιακές και όχι σχολικές παραδόσεις, είναι η Απόφαση ΑΠΔΠΧ 77/2016. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η ενημέρωση των φοιτητών θα πρέπει να γίνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή. 
Συγκεκριμένα, πρέπει να γνωρίζουν σε ποια µαθήµατα οι κάµερες θα είναι ενεργές για την απευθείας µετάδοση ή για τη µαγνητοσκόπηση και ανάρτηση πανεπιστηµιακών µαθηµάτων/παραδόσεων στο διαδίκτυο. 

Εφόσον, κάποιος φοιτητής δεν επιθυµεί την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων του, µέσω της ηχογραφήσεως της φωνής του κατά την υποβολή κάποιου ερωτήµατος στη διάρκεια του µαθήµατος, θα πρέπει να παρέχεται εναλλακτικός τρόπος υποβολής ερωτήσεων στον διδάσκοντα και να λαμβάνεται µέριµνα, ώστε να µην υπάρξει µετάδοση της φωνής του φοιτητή στο διαδίκτυο.
Αυτό για τη µεν απευθείας µετάδοση προϋποθέτει δυνατότητα ανωνυµοποιήσεως (π.χ. µέσω σιγάσεως του µικροφώνου ή αλλαγή χροιάς/παραµόρφωση φωνής), προκειµένου να τεθεί το ερώτηµα, ή, για την περίπτωση της αναρτήσεως εκ των υστέρων, η δυνατότητα τεχνικής επεξεργασίας  του καταγεγραµµένου υλικού, π.χ. µοντάζ). 
Ο διδάσκων θα µπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο για τη διδακτική διαδικασία, να επαναλάβει ο ίδιος το ερώτηµα που τέθηκε από το φοιτητή. 
Επίσης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να λαµβάνει κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά µέτρα για την ασφάλεια των δεδοµένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέµιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευµένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη µορφή αθέµιτης επεξεργασίας.

Είναι αυτονόητο ότι τα µέτρα ασφαλείας αυτά, όπως ενδεικτικά π.χ. έλεγχος προσβάσεως στο σύστημα καταγραφής του βίντεο, κάλυψη των καμερών εκτός ωρών λειτουργίας τους κλπ, θα πρέπει να αποτρέπουν τη χρήση των εν λόγω καμερών για άλλο σκοπό επεξεργασίας, καθώς και τη µη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία και διάδοση του καταγεγραµµένου υλικού. 
Σηµειώνεται ότι είναι σημαντικό οι σχετικές διαδικασίες, τόσο αναφορικά µε τα µέτρα ασφάλειας, όσο και οι λοιπές, όπως π.χ. ο τρόπος λήψεως και επεξεργασίας του οπτικοακουστικού υλικού πριν την ανάρτηση, και η ενηµέρωση των φοιτητών, να είναι καταγεγραµµένες.
Σημειώνεται ότι στην Απόφαση ΑΠΔΠΧ 21/2019κρίθηκε ότι Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δια των σχολικών μονάδων και των λοιπών υπηρεσιών του δεν θεωρείται υπεύθυνο επεξεργασίας για τα δεδομένα ήχου και εικόνας των συστημάτων βιντεοεπιτηρήσεως που εγκαθίστανται σε σχολικούς χώρους και λειτουργούν αποκλειστικά εκτός του χρόνου λειτουργίας των σχολείων και δεν έχει αρμοδιότητα καθορισμού του σκοπού και του τρόπου της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ούτε και εν τοις πράγμασι λαμβάνει κάποια σχετική απόφαση ή προβαίνει σε σχετική επεξεργασία, δεδομένου, ότι οι αρμοδιότητες συντηρήσεως, καθαριότητας και φυλάξεως (δημοσίων σχολείων) ανήκουν στους δήμους.
                                                  ΙΙΙ. Ανάλυση
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι κατά την περίοδο της πανδημίας μπορεί να λαμβάνει χώρα διδασκαλία εξ αποστάσεως με τη μέθοδο της βιντεοσκοπήσεως. Δεδομένου, όμως, ότι στη διδασκαλία συμμετέχουν και παιδιά, ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να δοθεί στην προστασία των δεδομένων των παιδιών. 

Για την καταγραφή ήχου και εικόνας μαθητών και εκπαιδευτικών συνιστάται η μελέτη εκτιμήσεως αντικτύπου, κατά το άρθρο 35 ΓΚΠΔ, η οποία θα μπορούσε να λάβει χώρα σε αιτιολογική έκθεση μελλοντικής νομοθεσίας, βάσει του άρθρου 35 παρ. 10 ΓΚΠΔ. 
Αδήριτη είναι η ανάγκη της λήψεως τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας για την προστασία δεδομένων μαθητών και εκπαιδευτικών, ιδίως δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 στοιχ. στ΄, 24, 25 και 32 ΓΚΠΔ.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται ότι η κάμερα θα πρέπει να είναι στραμμένη μόνον προς τον εκπαιδευτικό και όχι τους μαθητές. 
Περαιτέρω, συνιστάται η παροχή δυνατότητας στους εκπαιδευτικούς -στο μέτρο πάντοτε του δυνατού- να προβούν σε σίγαση ή αλλοίωση της φωνής του μαθητή, εφόσον ανακύψει εκ προοιμίου ζήτημα αποκαλύψεως ειδικών κατηγοριών δεδομένων μαθητών. 
Η κάμερα πρέπει να λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο και δεν θα έχει πρόσβαση σε αυτή προσωπικό του σχολείου για λόγους αξιολογήσεως του εκπαιδευτικού.
Ως εκ τούτου, δέον είναι να απαγορεύεται η καταγραφή του μαθήματος από τους εκπαιδευτικούς ή τους μαθητές με οποιονδήποτε τρόπο. 
Προ της ενάρξεως της καταγραφής του μαθήματος, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι έχοντες την επιμέλεια αυτών πρέπει να έχουν ενημερωθεί σχετικώς, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 13 ΓΚΠΔ. 
Δεδομένου ότι η επεξεργασία λαμβάνει χώρα από δημόσια αρχή και λόγω της τακτικής και συστηματικής παρακολουθήσεως των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα απαραίτητος κρίνεται ο ορισμός υπευθύνου προστασίας δεδομένων, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 37 ΓΚΠΔ.
                ΙV. Πρόταση μελλοντικής νομοθετικής ρυθμίσεως
Mια απόπειρα νομοθετικής ρυθμίσεως του θέματος θα μπορούσε να έχει ως εξής:
Κατά την περίοδο της εξ αποστάσεως εκπαιδεύσεως λόγω της πανδημίας οι μαθητές που δεν παρακολουθούν το μάθημα είτε επειδή ανήκουν σε ευπαθή ομάδα είτε επειδή ανήκουν στο ποσοστό των μαθητών που δεν έχουν κληθεί να είναι στην τάξη την ημέρα εκείνη προς αποφυγή συγχρωτισμού θα παρακολουθούν εξ αποστάσεως το μάθημα μέσω βιντεοσκοπήσεως. 
Προ της διαδικασίας αυτής θα έχει λάβει χώρα διεξοδική ενημέρωση εκπαιδευτικών και μαθητών.
Ο σκοπός της βιντεοσκοπήσεως είναι η παροχή εκπαιδεύσεως σε περίοδο πανδημίας και όχι η αξιολόγηση καθηγητών. 
Απαγορεύεται ρητώς η χρήση του υλικού για οποιονδήποτε άλλο σκοπό πέραν από αυτό της παροχής εκπαιδεύσεως  προς τους μαθητές
Η καταγραφή ήχου και εικόνας θα λαμβάνει χώρα μόνο σε πραγματικό χρόνο και δεν θα είναι δυνατή η πρόσβαση σε τρίτους μη διδασκομένους ή διδάσκοντες. 
Η κάμερα θα στρέφεται μόνο στον πίνακα και τους εκπαιδευτικούς και όχι στους μαθητές. 
Οι εκπαιδευτικοί θα έχουν τη δυνατότητα σιγάσεως, αλλοιώσεως της φωνής μαθητών ή και διακοπής της μεταδόσεως, όποτε το κρίνουν αναγκαίο.
Ο διδάσκων θα µπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο για τη διδακτική διαδικασία, να επαναλάβει ο ίδιος το ερώτηµα που τέθηκε από τον μαθητή. 
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να λαµβάνει κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά µέτρα για την ασφάλεια των δεδοµένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέµιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευµένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη µορφή αθέµιτης επεξεργασίας. 
Απαγορεύεται η µη εξουσιοδοτηµένη επεξεργασία και διάδοση του καταγεγραµµένου υλικού. 
Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων θα ορίσει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων που θα παρακολουθεί τη συμμόρφωση της διαδικασίας με τις επιταγές της νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
                              VI. Aντί επιλόγου
Την περίοδο πανδημίας το δικαίωμα στην παιδεία δεν πρέπει να τίθεται σε αναστολή. Η πολιτεία οφείλει να ανεύρει τρόπους ικανοποιήσεώς του με τον βέλτιστο δυνατό για την προστασία της δημόσιας υγείας τρόπο. Η παροχή εκπαιδεύσεως μέσω σύγχρονης τηλεκπαιδεύσεως είναι μια επιλογή που υπό προϋποθέσεις λήψεως τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας για την προστασία των δεδομένων των μαθητών και εκπαιδευτικών μπορεί να φέρει σε πρακτική αρμονία τα αγαθά της εκπαιδεύσεως, της προστασίας της δημόσιας υγείας και των προσωπικών δεδομένων.
        …………………………………………………………………………………………………

  Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στον Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Γεώργιο Γιαννόπουλο, το αναπλ. Μέλος της ΑΠΔΠΧ, Γρηγόριο Τσόλια, Μ.Δ.Ε. και τον Δ.Ν. Αντώνη Βενέρη για τον πολύ εποικοδομητικό διάλογο μαζί τους.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σ. 374.
[2] Βλ. Δημήτρη Σαραφιανό, Ερμηνεία Άρθρου 16 Σ, σε: Φ. Σπυρόπουλο/Ξενοφώντα Κοντιάδη/Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 380 επ. (389).
[3] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Η προστασία προσωπικών δεδομένων σε περίοδο πανδημίας, διαθέσιμο σε: https://www.constitutionalism.gr/2020-03-28_panagopoulou-privacy-koronavirus/.
[4] Την αμυντική φύση του δικαιώματος τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος,Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001,Αθήνα – Κομοτηνή 2002, σ. 143.
[5] Βλ. Ευάγγελο Βενιζέλο,όπ. ανωτ. (υποσ. 4).
[6] Βλ. Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 1), σ. 575.
[7] Βλ. Ισμήνη Κριάρη-Κατράνη,Η συνταγματική προστασία της γενετικής ταυτότητας – Πρώτη Προσέγγιση, ΔτΑ 2001, σ. 347-367. Η διάταξη αυτή αποπνέει τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 να ανοίξει τις πύλες του Συντάγματος στον ευρύτερο προβληματισμό της Βιοηθικής, βλ. Τάκη Βιδάλη / Λίλιαν Μήτρου / Ανδρέα Τάκη, Συνταγματική πρόσληψη των τεχνολογικών εξελίξεων και «νέα» δικαιώματα, σε Ξενοφώντα Ι. Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα συνταγματική μεταρρύθμιση, τ. 1ος, Αθήνα – Κομοτηνή 2006, σ. 273-312 (277, κείμενο Τάκη Βιδάλη). Αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής εκφράζει ο Σπυρίδων Β. Βλαχόπουλος, Βιοϊατρικές εξελίξεις και αναθεώρηση του Συντάγματος, ΔτΑ 2001, σ. 369-376 (370 επ.).
[8] Βλ. ΣτΕ 400/1986, ΤοΣ 1986, σ. 433-439. (436), ΣτΕ 549/1987, Κωνσταντίνο Κρεμαλή, Το δικαίωμα για προστασία της υγείας, Αθήνα 1987, σ. 175, υποσ. 215.
[9] ΣτΕ 400/1986, ΤοΣ, 1986, σ. 433-439 (437).
[10] Βλ. Κωνσταντίνο Κρεμαλή, όπ. ανωτ. (υποσ. 8), σ. 175.
[11] Βλ. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, Ερμηνεία Άρθρου 21παρ. 2,4,5,6 Σ, σε: Φίλιππο Σπυρόπουλο/ Ξενοφώντα Κοντιάδη/ Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 535 επ. (548).
[12] Βλ. Ισμήνη Κριάρη-Κατράνη,Το Διοικητικό Δίκαιο ενώπιον των προκλήσεων της Βιολογίας και της Ιατρικής, σε Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Πεπραγμένα 1992-2003, Αθήνα 2004, σ. 75 επ. (83)· Θεόδωρο Αραβανή, Τα άρθρα 21 § 3 και 109 του Συντάγματος: Παρατηρήσεις επί της ΣΕ 400/86 (Ολ.), ΤοΣ, 1987, σ. 480 επ. (483).
[13] Βλ. Αθανάσιο Δ. Τσεβά, Προσωπικά δεδομένα και μέσα ενημέρωσης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 82.
[14] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 1), σ. 249 και Σπυρίδωνα Β. Βλαχόπουλο, Διαφάνεια της κρατικής δράσης & Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τα όρια μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 58 επ.
[15] Βλ. Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου, Η συνταγματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε: Λεωνίδα Κοτσαλή (επιμ.), Προσωπικά Δεδομένα: Ανάλυση-Σχόλια-Εφαρμογή, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σ. 23 επ. (25). 
[16] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, Το Νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, σ. 84.

[17] Βλ. Αποστόλη Γέροντα, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, σ. 93.
[18] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, Ερμηνεία Άρθρου 9ΑΣ, σε: Φίλιππο Σπυρόπουλο/ Ξενοφώντα Κοντιάδη/ Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 214 (215).
[19] Βλ. Λίλιαν Μήτρου, όπ. ανωτ. (υποσ. 16), σ. 90.
[20] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 1), σ. 252.
[21] Βλ. Πελοπίδα Δόνο, Τεχνολογική διακινδύνευση και προστασία προσωπικών δεδομένων, σε: Νέες τεχνολογίες και συνταγματικά δικαιώματα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 23 επ.
[22] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 1), σ. 252 και Λίλιαν Μήτρου, Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η νομολογία του ΣτΕ, σε Τιμητικό Τόμο ΣτΕ, 75 χρόνια, Eκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ 346.
[23] Βλ. Γρηγόρη Λαζαράκο, Ιδιωτικός Βίος, σε Σπύρο Β. Βλαχόπουλο (επιμ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σ. 249 επ..
[24] Βλ. Κώστα Χ. Χρυσόγονο και Σπύρο Β. Βλαχόπουλο, όπ. ανωτ. (υποσ. 1),  σ. 252.
[25] Βλ. Χαράλαμπο Ανθόπουλο, Προσωπικά δεδομένα και δικαιώματα, Εφημερίδα Έθνος, 18.1.2017, διαθέσιμο σε: http://www.ethnos.gr/xaralampos_ anthopoulos/.
[26] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων 679/2016/ΕΕ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 24.
[27] Βλ. Αριστόβουλο Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, τ. α’, β΄ έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 64-65 και Αθανάσιο Γ. Ράϊκο, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 4η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 185.
[28] Βλ. ΑΠΔΠΧ, Αποφάσεις 27/2008 και 77/2016.
[29] 1 Βλ. Αθηνά Κ. Μαλαγαρδή, Νέες τεχνολογίες-προσωπικά δεδομένα και εργατικό δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 167.
[30] Βλ. Πελοπίδα Δόνο, όπ. ανωτ. (υποσ. 21) , σ. 23 επ.
[31] Η νομιμοποιητική βάση της συμβάσεως του άρθρο 6 παρ. 2 β θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο στην ιδιωτική εκπαίδευση.
[32] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση Handyside κατά Η.Β. (αρ. προσφ. 5493/72), 7.12.1976.
[33] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, όπ. ανωτ. (26), σ. 119.
[34] Βλ. Αντώνη Π. Βενέρη, Το δικαίωμα εναντίωσης στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ο περιορισμός των «επιτακτικών και νόμιμων λόγων», Εφημ ΔΔ 2019, σ. 784 επ. (788).
[35] Βλ. Βλ. Αντώνη Π. Βενέρη, όπ. ανωτ. (34), σ. 789.
[36] Βλ. και Γνώμη 2/2009 της Οµάδας Εργασίας του Άρθρου 29, καθώς επίσης και την ΑΠΔΠΧ, Απόφαση 77/2009.
                                          Φερενίκη Παναγοπούλου - Κουτνατζή
           Δ.Ν. (Humboldt), M.P.H. (Harvard), M.Δ.Ε. (Ε.Κ.Π.Α.)
H Φερενίκη Παναγοπούλου - Κουτνατζή είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δικηγόρος. Διετέλεσε επί οκτώ έτη Νομική Ελέγκτρια στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Έχει διδάξει Συνταγματικό Δίκαιο, Δίκαιο και Νέες Τεχνολογίες, Δίκαιο της Δημόσιας Υγείας, Αμερικανικό Δίκαιο και Βιοηθική στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στη Σχολή Οικονομικών και Δικαίου του Βερολίνου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστή

μιο Πειραιώς, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
                                       €€ $  ●► « » ▲▼◄  $$   $$   ◄ ▼▲ « »  ●►$  €€

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου