Ολοι Μήτσοι είμαστε Πάνο Αλεξανδρή, αλλά ...
Τι λέει όμως ο κ. Αλεξανδρής στο άρθρο που φέρει τον τίτλο "Ο Μήτσος, ο Δημήτρης, οι αγανακτισμένοι & το όραμα του 2020":
οι Τζίμηδες του ΠΑΣΟΚ είναι πιο trenty !!!
Ενα περισπούδαστο άρθρο υπογράφει στην "ΑΜΑΡΥΣΙΑ", ο επιλεγείς το 2006 από το ΠΑΣΟΚ του GAP με την περιβόητη "ΔIABOΥΛEYTIKH ΔHMOΣKOΠHΣH"(της οποίας Επιστημονικός Υπεύθυνος ήταν ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ιωάννης Πανάρετος), να διεκδικήσει το Δημαρχιακό αξίωμα, στην Μετα-Τζανίκο εποχή για την πόλη μας. Ο λόγος για τον συμπαθέστατο κατα τα άλλα Παναγιώτη Αλεξανδρή, ο οποίος - μην το ξεχνάμε - από το 1994 έως τα τέλη του 1995 υπηρέτησε ως Σύμβουλος στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου υπό τον Αντώνη Λιβάνη, Διετέλεσε Νομικός Σύμβουλος στο Δήμο Αμαρουσίου από το 1990 έως τα τέλη του 2001(δηλαδή στις χρυσές 4ετίες Τζανίκου), ενώ
Από το 1998 έως το 2001, ήταν Δικηγόρος στην Τράπεζα EUROBANK (όλως τυχαίως από εκεί αντλεί ικανότατα στελέχη η κυβέρνηση GAP, π.χ Χάρης Παμπούκης επί χρόνια νομικός σύμβουλος του Λάτση) και Απόστολος Ταμβακάκης που από τη γνωστή σε όλους τους Μαρουσιώτες "Lamda" μετεπήδησε στην Εθνική τράπεζα ως Διευθύνων Σύμβουλος(oσονούπω συγχωνεύεται με τη EUROBANK !!!), προφανώς επιβραβευόμενοι & οι δύο για την τεράστια συμβολή τους να ανεγερθεί το μεγαλύτερο αυθαίρετο της Ευρώπης, το «Τhe Μall».
Από το 1998 έως το 2001 ο κ. Αλεξανδρής ευρίσκετο εις το Εθνικόν Κέντρον Δημόσιας Διοίκησης - Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, Από το 1988 έως το 1989, Σύμβουλος στο Υπουργείο Υγείας επί υπουργίας του Α. Κακλαμάνη, Από το 1993 έως το 1996, διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΤΕ, Το 1996 υπηρέτησε με αρμοδιότητα τον πρώτο βαθμό Αυτοδιοίκησης στοΥπουργείο Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κ.λ.π
Τι λέει όμως ο κ. Αλεξανδρής στο άρθρο που φέρει τον τίτλο "Ο Μήτσος, ο Δημήτρης, οι αγανακτισμένοι & το όραμα του 2020":
"... Σε τελευταία ανάλυση εγώ θα συμφωνήσω με κάθε Έλληνα κεντροδεξιό, κεντροαριστερό, δημοκράτη αριστερό, που αποδέχεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ως το καλύτερο δυνατό ή αλλιώς λιγότερο χειρότερο σύστημα, όπου ο λαός εκλέγει ότι θέλει… Και ας εκλέγει καμιά φορά τους χειρότερους… Στο κάτω-κάτω, αν ένας λαός εκλέγει από αυτά που του προτείνονται, τα λαμόγια, τους ηλίθιους και τους κάθε είδους trendy, φταίει κομματάκι και αυτός..."
Μήτσο, ήλθε η ώρα της πληρωμής μιάς εποχής,
στην οποία δεν θα είσαι απών !!!
"Κάθε φορά που πιάνω το μολύβι στο χέρι, φοβάμαι ότι επιτείνω τη μελαγχολία σας. Σε κάθε περίεργη εποχή με άγνωστο άμεσο αλλά και απώτερο μέλλον, ο καθένας προσπαθεί να ιχνηλατήσει πέρα από τα μερίδια ευθύνης στο σημερινό κατάντημα και την εικόνα του αύριο αυτής της χώρας.
Βλέποντας και κυριολεκτικά ζώντας τα αδιόρθωτα χάλια μιας απίστευτης οικονομικής, κοινωνικής και ως εκ τούτου πολιτικής αποσάθρωσης, έχω να σας διηγηθώ την ιστορία του Μήτσου της δεκαετίας του 1980 που μετεβλήθη σε κύριο Δημήτρη, και που τώρα, ο ίδιος ή και τα παιδιά του, έχουν μετατραπεί σε αγανακτισμένους πολίτες ενός απροσδιόριστων χαρακτηριστικών πολιτικού κινήματος αγανακτισμένων πολιτών.
Ο Μήτσος λοιπόν του 1980, ήταν ένας άνθρωπος που έμενε -στην καλύτερη περίπτωση- σε τριάρι στα Πατήσια, είχε ένα επάγγελμα μικρής απόδοσης και ένα μέλλον μετρημένα ευοίωνο. Ήρθε λοιπόν το σάρωμα της Αλλαγής του 1981. Με πολλά δάνεια και μπόλικη ετεροχρηματοδοτούμενη
ανάπτυξη, ο Μήτσος άρχισε να μεταλλάσσεται. Από εργάτης, μικροϋπάλληλος και μικροεπιχειρηματίας, μεταβλήθηκε σε μικροαστό ή έστω μεσοαστό.
Έζησε την ανατροπή του σκηνικού της μετεμφυλιακής δεξιάς διαχείρισης. Βγήκε από το σκοτάδι του
«σιγά - σιγά και βλέπουμε». Πήρε αυτοκίνητο, άλλαξε σπίτι, προσπάθησε να αφήσει τα Πατήσια, την
Αχαρνών και το Παγκράτι. Έκανε μία καλύτερη ζωή. Μεταβλήθηκε σιγά σιγά στη δεκαετία του 1990 σε κύριο Δημήτρη. Είχε ένα πρόβλημα ακόμη. Η δανειακή του εξέλιξη ήταν ακριβή, λόγω των επιτοκίων που εκείνη την εποχή παρέμεναν ψηλά. Αυτό, που σήμερα ζητά ο Μήτσος να του επιτρέψουν, είναι να ξαναγυρίσει στην εποχή που ξεκίνησε. Θέλει τη δραχμή με 23% επιτόκια, και όποιον έχει λεφτά στην Τράπεζα, ή όποιον πρόλαβε και τα έβγαλε έξω, να τα βάλει μέσα με τη νέα ισοτιμία και να παίρνει τόκο υπέρογκο.
Ας πάμε όμως πίσω στην ιστορία μας.
Η ζωή του Μήτσου στη δεκαετία του 1990 άλλαξε. Δίπλα στην αγαπημένη σύζυγο, μερικές φορές (όχι πάντα) προστέθηκε και μια καλλιεπής δεύτερη εναλλακτική επιλογή. Το παιδί του αξιώθηκε μιας
πιολουσάτης εκπαίδευσης. Άλλαξε πιο γρήγορα τα αυτοκίνητα και γρήγορα μετεγκαταστάθηκε σταμεσοβόρεια Προάστια (Νέο Ψυχικό, Μαρούσι, Χαλάνδρι) ή στα λίγο πιο βόρεια (Ερυθραία, Δροσιά).
Η καλή του σύνταξη ήταν εξασφαλισμένη, χρειαζόταν ακόμη ένα μικρό σπρώξιμο για να γίνει με-
γαλύτερος. Πίεζε τον πολιτικό της αρεσκείας του για μια καλύτερη ζωή. Αν δεν ήταν υπάλληλος, ψιλοξέχναγε να τα δηλώνει όλα στην Εφορία. Άρχισε να ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό και οι διακοπές του ήταν μεγαλύτερες σε διάρκεια. Έτσι έζησε για μια 20ετία το δικό του μύθο. Πάνω στην εξέλιξη όλων αυτών, τού ήλθε και η χρυσή ευκαιρία της τελευταίας 10ετίας. Έγινε πολίτης του Ευρώ. Το χρυσοπλήρωσε βέβαια στην ισοτιμία, αφού, και σε μια βραδιά, μαγικά όλα τα είδη ξέφυγαν 20-30% επάνω, χωρίς κανένα ουσιώδη έλεγχο. Έπαιξε και ως «ειδήμων» στο Χρηματιστήριο, περισσότερο έχασε, κάποιες στιγμές κέρδιζε, έγινε και γκάμπλερ (παίκτης). Ήρθε το τζιπ, η πιο λουσάτη ζωή και τα πιο φθηνά σε επιτόκια δάνεια.
Έτσι, μέσω των θεσμών των χαμηλότοκων δανείων, πήγε ακόμη πιο ψηλά τη ζωή του και τις κατανα-
λωτικές του δυνατότητες. Το παιδί του τέλειωσε στο Πανεπιστήμιο, έκανε μεταπτυχιακό, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα της περιορισμένης αγοράς, οι ευκαιρίες δεν ήταν πολλές. Κάτι λοιπόν η έλλειψη ευκαιριών για τα παιδιά του Μήτσου - Δημήτρη, κάτι το Χρηματιστήριο, όπου ο Μήτσος έπαιξε και έχασε, κάτι οι υπόνοιες για διαφθορά (στην οποία ουκ ολίγες φορές συνήργησε ο Μήτσος - Δημήτρης) κατέστησαν τις τότε κυβερνήσεις και ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Σημίτη, που δεν στερείται ευθυνών για τα σημερινά χάλια, μη ελκυστικούς. Άλλωστε αυτή η εσωστρεφής διάθεση του τότε Πρωθυπουργού, οι καλβινιστικές του προσεγγίσεις της μορφής «Αυτή είναι η Ελλάδα», δημιούργησαν ενόχληση στον Μήτσο - Δημήτρη. Ήταν άλλωστε βαρετό να βλέπει χρόνια τους ίδιους ανθρώπους να διαχειρίζονται τα δανειακά του και να έχουν ξεφύγει -κατά τη κρί-
ση του Μήτσου- του συνήθους μέτρου μίζας. «Είπαμε να τρώνε, αλλά όχι τόσο», ήταν μία συνήθης ατάκα για πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ήθελε αλλαγή. Ήθελε τον κιμπάρη,τον Ραφηνιώτη, τον αλλέγκρο τύπο με τις ταβέρνες, τη λίγη δουλειά, το περισσότερο καθησιό και τις θαμπές υποσχέσεις για διαφάνεια.
Έτσι συνεχίστηκε ο κύκλος της μεταπολίτευσης με ούζα, μεζέδες και έχει ο Θεός. Όσο για το σύ-
νηθες μέτρο της μίζας, σταδιακά ο Μήτσος άρχισε να καταλαβαίνει ότι έγινε όλως ασύνηθες. Κάτι οι περισσότερες προσλήψεις στο Δημόσιο, κάτι τα μπλοκάκια και οι συμβάσεις έργου, που βολεύτηκαν
τα παιδιά του Μήτσου, η κατάσταση συνεχίστηκε. Βέβαια τα σύννεφα πύκνωσαν πάνω από τους Μήτσους - Δημήτρηδες κατόχους του Κυπέλλου Euro 2004 και των Ολυμπιακών, αλλά εντέλει βρε αδελφέ, όλοι πίστευαν ότι το συννεφάκι τους, θα είναι πάντα το σπίτι τους.
Έγιναν και οι εκλογές του 2009, ο Μήτσος πια είχε ενοχληθεί από το Βατοπέδι, την υπερβολική ανεμελιά του τότε Πρωθυπουργού, τις τελευταίες του δηλώσεις, ότι η διεθνής δήθεν κρίση επηρέασε την Ελλάδα, ζορίστηκε ο Μήτσος. Βλέπετε δεν είχε πάρει χαμπάρι, και κανείς δεν φρόντισε να του το πει δραματικά, ως έπρεπε, τα χάλια που θα βρισκόταν (παρόλο που σχεδόν όλοι το γνώριζαν).
Το αδιέξοδο της ελληνικής πολιτικής, εκτός από την ασυλλόγιστη σπατάλη και την οργανωμένη διαφθορά, στηριζόταν και στο γνωστό απόφθεγμα του αγαπημένου ψηφοφόρου Μήτσου «Εντάξει τρώνε οι πολιτικοί, αλλά δε βαριέσαι, κάτι τρώμε και εμείς». Εκείνο που δεν ήξερε ο Μήτσος, ήταν ότι τα δάνεια που έφτιαξαν τη ζωή του, πρέπει να επιστραφούν, μαζί με τα υπερτιμολογημένα των δημοσίων συμβάσεων, μαζί με το κόστος διόγκωσης του Κράτους, που ο ίδιος με τους ταγούς του τροφοδότησε.
Έτσι φτάσαμε π.χ. οικογένειες ολόκληρες να έχουν προσληφθεί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Έτσι φτάσαμε, οι δημόσιοι εν ευρεία εννοία υπάλληλοι νάναι αναλογικά πολύ περισσότεροι απ’ ότι χρεια-
ζόμασταν. Εκείνο που δεν ήξερε ο Μήτσος είναι ότι καταναλώνει περισσότερα από όσα βγάζει. Ότι η
ζωή του θα κόστιζε μελλοντικά πολύ ακριβότερα απ’ όσο την ευχαριστιόταν. Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι το συννεφάκι που καθόταν έγινε βροχή και άρχιζε πια η ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο.
Το μαθαίνει συνεχώς τον τελευταίο καιρό… Και το έμαθε βίαια και σκληρά. Και τώρα πια αδειάζει το πολιτικό σύστημα που ο ίδιος στήριξε, ανέδειξε και βοήθησε… Το σύστημα των κολλητών τού «άμα χρειαστεί θα βρούμε και τα χρήματα». Όλο αυτό το σύστημα κατέρρευσε. Θα πάρει μαζί του εκτός του Μήτσου και τους πολιτικούς «νταβατζήδες» του Μήτσου. Πίστεψε σε ένα όνειρο, που του καλλιέργησαν, αλλά και που τον ίδιο τον βόλευε. Δε θα ξεχάσω, το πόσα αιτήματα διορισμών, κατέκλυζαν την τελευταία εικοσαετία βουλευτικά και δημαρχιακά γραφεία. Δε θα ξεχάσω, το ότι σε πολλούς δήμους δεν είχαν να στεγάσουν τους απολύτως μη χρειαζούμενους υπαλλήλους. Δε θα ξεχάσω, το πόσοι δουλεύουν στο Δημόσιο και στους δήμους και δεν πατάνε στη δουλειά τους, εξασκώντας παράλληλα άλλα επαγγέλματα με μαύρα λεφτά. Στην Ελλαδα των ορθώς αγανακτισμένων Ελλήνων υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό φτώχειας και ξεροκόμματου. Υπάρχει
μία σωστή απέχθεια πολλών συμπολιτών μας, που δεν συμμετείχαν σε αυτό το φαγοπότι και που τώρα καλούνται να πληρώσουν εξίσου, αν όχι περισσότερο, το φαγοπότι και των πλουτισάντων αλλά και των από κοντά κολλητών τής κάθε οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Με αυτούς συμπαρατάσσομαι είτε είναι στις πλατείες, είτε αγκομαχούν στις δουλειές τους, είτε στρέφουν νοερά το παράσημο της ανοιχτής παλάμης στους αιώνιους Μαυρογιαλούρους της Ελλάδας. Δε θα συμπαραταχτώ όμως, ούτε με κείνους που πλούτισαν, ούτε με εκείνους που λιγούρικα περίμεναν το ξεροκόμματο από τη λεία της ληστείας. Ούτε ακόμη με εκείνους, που σπατάλησαν τα πάντα, που δανείστηκαν για κατανάλωση ασύστολα, με εκείνους που ήθελαν μόνο δουλειά στο δημόσιο, και που τώρα ζητούν δήθεν περισσότερη Ελλάδα, ενώ επί της ουσίας θέλουν αυτή την Ελλάδα, στην οποία πάντα επιβίωναν στη δεκαετία του 1980 και του 1990.
Έτσι λοιπόν ο Μήτσος έζησε το όνειρό του, το εξυπηρέτησε, το μεγάλωσε και τώρα γίνεται εφιάλτης. Το βλέπει ανήμπορος, περιμένοντας κάποιον να του πει ότι βλέπει έναν εφιάλτη και ότι θα ξυπνήσει χαμηλότοκος, εισαγόμενος και κιμπάρης. Με «κολλητούς» της εξουσίας, να του βρίσκουν δουλειά
στο Δημόσιο, ή να του δίνουν άλλη μία ευκαιρία, λίγο πιο πονηρή λίγο πιο μαύρη, αλλά πάντα στην κατεύθυνση τού «να πιάσουμε την καλή». Με φίλους Δημάρχους, Βουλευτές, Υπουργούς, συνδικαλιστές. Αυτοί όλοι μαζί, που τώρα, άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα, άλλοι κρύβονται να μην τους πιάσουν τα σκάγια, άλλοι σεμνύνονται, ότι υπάρχει άλλος δρόμος, και άλλοι διακηρύσσουν διαπρησίως, ότι δεν θα ξεπουληθεί εθνικός πλούτος.
Και κάτι άλλο. Οι επαγγελματίες κρατικοδίαιτοι επαναστάτες να δείξουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, τις δικές τους και των οικογενειών τους, να αποδείξουν το πόθεν έσχες και επίσης όσοι συνδικαλιζόμενοι εξ αυτών, να ενημερώσουν αυτούς που εκπροσωπούσαν, αν μέσα στην τελευταία εικοσαετία της συνδικαλιστικής τους δραστηριότητας, έπαιρναν κανονικά όλες τις αυξήσεις τους, τα
επιδόματα θέσεων, τους βαθμούς στην ιεραρχία κλπ κλπ κλπ. Διότι είναι γνωστό, ότι ενώ οι συνδικαλιστές στον ιδιωτικό τομέα ζορίζονται, οι του Δημοσίου και των Τραπεζών, αποκτούν σταδιακά σχεδόν άπαντες το βαθμό του διευθυντή, τις αποδοχές του διευθυντή, την αναγνώριση του διευθυντή.
Ας τους ρωτήσει κανείς αν συμμετείχαν υποχρεωτικώς στις κρίσεις προσαγωγών των λοιπών υπαλλήλων, σε πόσες επιτροπές συμμετείχαν και με ποιες αποζημιώσεις….
Παλληκάρια, οι καμπάνες σήμαναν και για εσας… Είσαστε εξ ίσου δημιουργοί και εκμεταλλευτές και
«πολιτικοί προαγωγοί» του φίλου μου του Μήτσου…
Ξύπνησε λοιπόν μετά από 20 και πλέον χρόνια ο Μήτσος σε μία μη φιλική χώρα, τη χώρα του. Βλέπει τους δανειστές του να ζητούν τα δάνεια πίσω. Βλέπει το πολιτικό του σύστημα να απαρνείται μέσω του «Όλοι φταίμε» τις ευθύνες του. Βλέπει τη χώρα του στο χείλος τού πουθενά, με το όνειρο τού τί-
ποτα. Τρομοκρατείται, φρενιάζει, ζητά να τους αλλάξει όλους. Καμία αντίρρηση. Να τους αλλάξει.
Στην ίδια χώρα όμως θα ξυπνήσει αύριο. Και καλείται πλέον ο ίδιος να πράξει το πολύ δύσκολο. Να δημιουργήσει, με πολλή αυτοκριτική, τους νέους ηγήτορές του. Που δεν μπορεί να είναι όλοι αυτοί, που μαζί τους δημιουργήθηκε το «μεγαλείο της Μεταπολίτευσης»…
Που μαζί τους αυτοχαρακτηρίστηκε «γενιά του Πολυτεχνείου». Μια που τώρα οι νέοι που είναι στους
δρόμους, δεν την αναγνωρίζουν φιλικά αυτή τη γενιά. Δεν πολυσκοτίζονται για τα επιτεύγματά
της και για την απόλυτη υπερτίμηση των αγώνων της. Ίσως μερικοί μάλιστα εύλογα πλέον να αναρωτιούνται: Μήπως τελικά εκείνα τα όνειρα χρησιμοποιήθηκαν γι αυτό που σημερα αποκαλείται ελληνικό κατάντημα.
Και δε θα συμφωνήσω, αλλά αντίθετα θα διαφωνήσω που μέσα από την ιστορία του μνημονίου ξυπνήσανε τα κάθε είδους φασιστοειδή και οι νοσταλγοί της χούντας για να θυμηθούν ότι τότε δήθεν είχαμε καλά οικονομικά αποτελέσματα και ανάπτυξη.Όπως επίσης τότε είχαμε ξύλο, βασανιστήρια,
εξορίες, τον μεγάλο… οικονομολόγο συνταγματάρχη Μακαρέζο, τα σκάνδαλα του Μπαλόπουλου,
του Λαγονησίου και της βίλας της Πάρνηθας, την παράνομη χαριστική δόμηση σε παραλίες, αιγιαλούς, τα χαριστικά δάνεια σε όλους τους φίλους της Εθνοσωτηρίου, τις χαριστικές συμβάσεις αποικιοκρατικού τύπου, πολύ μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλη της Ευρώπη, που αναπτυσσόταν ραγδαία, την αποσάρθρωση των Ενόπλων Δυνάμεων, την προδοσία στη Θράκη το 1967, τη προδοσία της Κύπρου το 1974… Αλλά δε φταίνε αυτοί. Φταίει η Δημοκρατία που ανέστειλε αμέσως την απόφαση του Ντεγιάννη… Σε τελευταία ανάλυση εγώ θα συμφωνήσω με κάθε Έλληνα κεντροδεξιό, κεντροαριστερό, δημοκράτη αριστερό, που αποδέχεται την κοινοβουλευτική
δημοκρατία, ως το καλύτερο δυνατό ή αλλιώς λιγότερο χειρότερο σύστημα, όπου ο λαός εκλέγει ότι
θέλει… Και ας εκλέγει καμιά φορά τους χειρότερους…Στο κάτω-κάτω, αν ένας λαός εκλέγει από
αυτά που του προτείνονται, τα λαμόγια, τους ηλίθιους και τους κάθε είδους trendy, φταίει κομματά-
κι και αυτός.
Άρα ο Μήτσος - Δημήτρης, και ο κάθε Μήτσος μέσα μου και μέσα μας πρέπει να καταλάβει ότι ήλθε
η ώρα της πληρωμής μιάς εποχής, στην οποία αυτός δεν ήταν απών.
Οφείλει δε απέναντι στα παιδιά του και τα εγγόνια του μια χώρα διαφορετική,από αυτή που πέτυχε η Ελλάδα του 114, του Πολυτεχνείου, της Αλλαγής και της μηδέποτε συντελεσθείσας επανίδρυσης του Κράτους… Όμως αυτό πρέπει να το καταλάβουν και όσοι έχτισαν αυτή την Ελλάδα, όσοι άνθρωποι του πολιτισμού έλεγαν το «Καραμανλής ή τανκς», όσοι καμάρωναν ως τέως αριστεροί, που ήσαν Υπουργοί Επικρατείας στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της δεκαετίας του 1990. Δε λέω, καλή η επανάσταση, εύλογη και η πολιτιστική συνεισφορά, ηρωικό το «ένα το χελιδόνι», αλλά μην τρελαθούμε κιόλας. Η πολιτική είναι εκκρεμές, αλλά δεν είναι το πρωί στην Αργετινή και το βράδυ στη Νορβηγία…
ΥΓ1: Παρόλο που έχω γερμανική παιδεία και τιμώ τις μεγάλες μορφές του γερμανικού πολιτισμού, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα τους Γερμανούς. Περισσότερο με ενοχλούσε ότι ένας εργατικός λαός, συνεπής και φιλοπρόοδος, ανέχθηκε, στήριξε τον μεγαλύτερο εγκληματία της ανθρωπότητας, τον Χίτλερ. Ποτέ δεν εννόησα ως προσόν ενός λαού την τυφλή υπακοή, σε τρελούς, δικτάτορες, σε ανελεύθερες πρακτικές και απάνθρωπες μεθόδους. Όμως την όψιμη αντιγερμανική υστερία ορισμένων (που δεν υπήρχε τη δεκαετία του 1960 έναντι των Γερμανών για τις πολεμικές αποζημιώσεις, που δεν έδιναν) δεν την αντιλαμβάνομαι. Ιδιαίτερα όταν τις μεγαλύτερες κορώνες κατά των Γερμανών, τις εκφέρουν συνήθως απόγονοι γερμανοτσολιάδων, πραγματικοί και DNAικοί…(πχ. κ. Αλεξανδρή όπως ο συγχωρεμένος συνάδελφός σου Ι. Σταμούλης που ηταν Νομάρχης Βοιωτίας με το ΠΑΣΟΚ & ο αντιστασιακός Μανώλης Γλέζος ;).
ΥΓ2: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους ξένους, αλλά ποτέ μου δεν πίστεψα, ότι έχουν την οιαδήποτε υποχρέωση απέναντί μας.Υποχρέωση έχουμε εμείς έναντι του εαυτού μας, να είμαστε αξιοπρεπείς, δουλευταράδες και σκληροί διαπραγματευτές των εθνικών μας δικαίων, όχι μπαταχτζήδες και εθελόδουλοι. Ποτέ όμως δε συμπάθησα και την άγνοια της ιστορίας. Γιατί αν δεν υπήρχε η εμπλοκή των ξένων μετά την επανάσταση του 1821, (για εξυπηρέτηση δικών τους γεωπολιτικών σχεδίων τότε), αν δεν υπήρχε η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Ελλάδα μπορεί να μην υπήρχε ως Κράτος. Δεν τους ευγνωμονώ, αλλά δεν θα βλογάω συνέχεια τα γένια μου, λες και μόνο η διαχρονική ελληνική παλληκαριά διαμόρφωσε και την ελληνική και την παγκόσμια ιστορία.
Εντάξει, γεννήσαμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά δεν θα έχουμε παγκόσμια ασυλία για τα δικαιώματα του copyright
Βλέποντας και κυριολεκτικά ζώντας τα αδιόρθωτα χάλια μιας απίστευτης οικονομικής, κοινωνικής και ως εκ τούτου πολιτικής αποσάθρωσης, έχω να σας διηγηθώ την ιστορία του Μήτσου της δεκαετίας του 1980 που μετεβλήθη σε κύριο Δημήτρη, και που τώρα, ο ίδιος ή και τα παιδιά του, έχουν μετατραπεί σε αγανακτισμένους πολίτες ενός απροσδιόριστων χαρακτηριστικών πολιτικού κινήματος αγανακτισμένων πολιτών.
Ο Μήτσος λοιπόν του 1980, ήταν ένας άνθρωπος που έμενε -στην καλύτερη περίπτωση- σε τριάρι στα Πατήσια, είχε ένα επάγγελμα μικρής απόδοσης και ένα μέλλον μετρημένα ευοίωνο. Ήρθε λοιπόν το σάρωμα της Αλλαγής του 1981. Με πολλά δάνεια και μπόλικη ετεροχρηματοδοτούμενη
ανάπτυξη, ο Μήτσος άρχισε να μεταλλάσσεται. Από εργάτης, μικροϋπάλληλος και μικροεπιχειρηματίας, μεταβλήθηκε σε μικροαστό ή έστω μεσοαστό.
Έζησε την ανατροπή του σκηνικού της μετεμφυλιακής δεξιάς διαχείρισης. Βγήκε από το σκοτάδι του
«σιγά - σιγά και βλέπουμε». Πήρε αυτοκίνητο, άλλαξε σπίτι, προσπάθησε να αφήσει τα Πατήσια, την
Αχαρνών και το Παγκράτι. Έκανε μία καλύτερη ζωή. Μεταβλήθηκε σιγά σιγά στη δεκαετία του 1990 σε κύριο Δημήτρη. Είχε ένα πρόβλημα ακόμη. Η δανειακή του εξέλιξη ήταν ακριβή, λόγω των επιτοκίων που εκείνη την εποχή παρέμεναν ψηλά. Αυτό, που σήμερα ζητά ο Μήτσος να του επιτρέψουν, είναι να ξαναγυρίσει στην εποχή που ξεκίνησε. Θέλει τη δραχμή με 23% επιτόκια, και όποιον έχει λεφτά στην Τράπεζα, ή όποιον πρόλαβε και τα έβγαλε έξω, να τα βάλει μέσα με τη νέα ισοτιμία και να παίρνει τόκο υπέρογκο.
Ας πάμε όμως πίσω στην ιστορία μας.
Η ζωή του Μήτσου στη δεκαετία του 1990 άλλαξε. Δίπλα στην αγαπημένη σύζυγο, μερικές φορές (όχι πάντα) προστέθηκε και μια καλλιεπής δεύτερη εναλλακτική επιλογή. Το παιδί του αξιώθηκε μιας
πιολουσάτης εκπαίδευσης. Άλλαξε πιο γρήγορα τα αυτοκίνητα και γρήγορα μετεγκαταστάθηκε σταμεσοβόρεια Προάστια (Νέο Ψυχικό, Μαρούσι, Χαλάνδρι) ή στα λίγο πιο βόρεια (Ερυθραία, Δροσιά).
Η καλή του σύνταξη ήταν εξασφαλισμένη, χρειαζόταν ακόμη ένα μικρό σπρώξιμο για να γίνει με-
γαλύτερος. Πίεζε τον πολιτικό της αρεσκείας του για μια καλύτερη ζωή. Αν δεν ήταν υπάλληλος, ψιλοξέχναγε να τα δηλώνει όλα στην Εφορία. Άρχισε να ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό και οι διακοπές του ήταν μεγαλύτερες σε διάρκεια. Έτσι έζησε για μια 20ετία το δικό του μύθο. Πάνω στην εξέλιξη όλων αυτών, τού ήλθε και η χρυσή ευκαιρία της τελευταίας 10ετίας. Έγινε πολίτης του Ευρώ. Το χρυσοπλήρωσε βέβαια στην ισοτιμία, αφού, και σε μια βραδιά, μαγικά όλα τα είδη ξέφυγαν 20-30% επάνω, χωρίς κανένα ουσιώδη έλεγχο. Έπαιξε και ως «ειδήμων» στο Χρηματιστήριο, περισσότερο έχασε, κάποιες στιγμές κέρδιζε, έγινε και γκάμπλερ (παίκτης). Ήρθε το τζιπ, η πιο λουσάτη ζωή και τα πιο φθηνά σε επιτόκια δάνεια.
Έτσι, μέσω των θεσμών των χαμηλότοκων δανείων, πήγε ακόμη πιο ψηλά τη ζωή του και τις κατανα-
λωτικές του δυνατότητες. Το παιδί του τέλειωσε στο Πανεπιστήμιο, έκανε μεταπτυχιακό, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα της περιορισμένης αγοράς, οι ευκαιρίες δεν ήταν πολλές. Κάτι λοιπόν η έλλειψη ευκαιριών για τα παιδιά του Μήτσου - Δημήτρη, κάτι το Χρηματιστήριο, όπου ο Μήτσος έπαιξε και έχασε, κάτι οι υπόνοιες για διαφθορά (στην οποία ουκ ολίγες φορές συνήργησε ο Μήτσος - Δημήτρης) κατέστησαν τις τότε κυβερνήσεις και ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Σημίτη, που δεν στερείται ευθυνών για τα σημερινά χάλια, μη ελκυστικούς. Άλλωστε αυτή η εσωστρεφής διάθεση του τότε Πρωθυπουργού, οι καλβινιστικές του προσεγγίσεις της μορφής «Αυτή είναι η Ελλάδα», δημιούργησαν ενόχληση στον Μήτσο - Δημήτρη. Ήταν άλλωστε βαρετό να βλέπει χρόνια τους ίδιους ανθρώπους να διαχειρίζονται τα δανειακά του και να έχουν ξεφύγει -κατά τη κρί-
ση του Μήτσου- του συνήθους μέτρου μίζας. «Είπαμε να τρώνε, αλλά όχι τόσο», ήταν μία συνήθης ατάκα για πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ήθελε αλλαγή. Ήθελε τον κιμπάρη,τον Ραφηνιώτη, τον αλλέγκρο τύπο με τις ταβέρνες, τη λίγη δουλειά, το περισσότερο καθησιό και τις θαμπές υποσχέσεις για διαφάνεια.
Έτσι συνεχίστηκε ο κύκλος της μεταπολίτευσης με ούζα, μεζέδες και έχει ο Θεός. Όσο για το σύ-
νηθες μέτρο της μίζας, σταδιακά ο Μήτσος άρχισε να καταλαβαίνει ότι έγινε όλως ασύνηθες. Κάτι οι περισσότερες προσλήψεις στο Δημόσιο, κάτι τα μπλοκάκια και οι συμβάσεις έργου, που βολεύτηκαν
τα παιδιά του Μήτσου, η κατάσταση συνεχίστηκε. Βέβαια τα σύννεφα πύκνωσαν πάνω από τους Μήτσους - Δημήτρηδες κατόχους του Κυπέλλου Euro 2004 και των Ολυμπιακών, αλλά εντέλει βρε αδελφέ, όλοι πίστευαν ότι το συννεφάκι τους, θα είναι πάντα το σπίτι τους.
Έγιναν και οι εκλογές του 2009, ο Μήτσος πια είχε ενοχληθεί από το Βατοπέδι, την υπερβολική ανεμελιά του τότε Πρωθυπουργού, τις τελευταίες του δηλώσεις, ότι η διεθνής δήθεν κρίση επηρέασε την Ελλάδα, ζορίστηκε ο Μήτσος. Βλέπετε δεν είχε πάρει χαμπάρι, και κανείς δεν φρόντισε να του το πει δραματικά, ως έπρεπε, τα χάλια που θα βρισκόταν (παρόλο που σχεδόν όλοι το γνώριζαν).
Το αδιέξοδο της ελληνικής πολιτικής, εκτός από την ασυλλόγιστη σπατάλη και την οργανωμένη διαφθορά, στηριζόταν και στο γνωστό απόφθεγμα του αγαπημένου ψηφοφόρου Μήτσου «Εντάξει τρώνε οι πολιτικοί, αλλά δε βαριέσαι, κάτι τρώμε και εμείς». Εκείνο που δεν ήξερε ο Μήτσος, ήταν ότι τα δάνεια που έφτιαξαν τη ζωή του, πρέπει να επιστραφούν, μαζί με τα υπερτιμολογημένα των δημοσίων συμβάσεων, μαζί με το κόστος διόγκωσης του Κράτους, που ο ίδιος με τους ταγούς του τροφοδότησε.
Έτσι φτάσαμε π.χ. οικογένειες ολόκληρες να έχουν προσληφθεί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Έτσι φτάσαμε, οι δημόσιοι εν ευρεία εννοία υπάλληλοι νάναι αναλογικά πολύ περισσότεροι απ’ ότι χρεια-
ζόμασταν. Εκείνο που δεν ήξερε ο Μήτσος είναι ότι καταναλώνει περισσότερα από όσα βγάζει. Ότι η
ζωή του θα κόστιζε μελλοντικά πολύ ακριβότερα απ’ όσο την ευχαριστιόταν. Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι το συννεφάκι που καθόταν έγινε βροχή και άρχιζε πια η ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο.
Το μαθαίνει συνεχώς τον τελευταίο καιρό… Και το έμαθε βίαια και σκληρά. Και τώρα πια αδειάζει το πολιτικό σύστημα που ο ίδιος στήριξε, ανέδειξε και βοήθησε… Το σύστημα των κολλητών τού «άμα χρειαστεί θα βρούμε και τα χρήματα». Όλο αυτό το σύστημα κατέρρευσε. Θα πάρει μαζί του εκτός του Μήτσου και τους πολιτικούς «νταβατζήδες» του Μήτσου. Πίστεψε σε ένα όνειρο, που του καλλιέργησαν, αλλά και που τον ίδιο τον βόλευε. Δε θα ξεχάσω, το πόσα αιτήματα διορισμών, κατέκλυζαν την τελευταία εικοσαετία βουλευτικά και δημαρχιακά γραφεία. Δε θα ξεχάσω, το ότι σε πολλούς δήμους δεν είχαν να στεγάσουν τους απολύτως μη χρειαζούμενους υπαλλήλους. Δε θα ξεχάσω, το πόσοι δουλεύουν στο Δημόσιο και στους δήμους και δεν πατάνε στη δουλειά τους, εξασκώντας παράλληλα άλλα επαγγέλματα με μαύρα λεφτά. Στην Ελλαδα των ορθώς αγανακτισμένων Ελλήνων υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό φτώχειας και ξεροκόμματου. Υπάρχει
μία σωστή απέχθεια πολλών συμπολιτών μας, που δεν συμμετείχαν σε αυτό το φαγοπότι και που τώρα καλούνται να πληρώσουν εξίσου, αν όχι περισσότερο, το φαγοπότι και των πλουτισάντων αλλά και των από κοντά κολλητών τής κάθε οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Με αυτούς συμπαρατάσσομαι είτε είναι στις πλατείες, είτε αγκομαχούν στις δουλειές τους, είτε στρέφουν νοερά το παράσημο της ανοιχτής παλάμης στους αιώνιους Μαυρογιαλούρους της Ελλάδας. Δε θα συμπαραταχτώ όμως, ούτε με κείνους που πλούτισαν, ούτε με εκείνους που λιγούρικα περίμεναν το ξεροκόμματο από τη λεία της ληστείας. Ούτε ακόμη με εκείνους, που σπατάλησαν τα πάντα, που δανείστηκαν για κατανάλωση ασύστολα, με εκείνους που ήθελαν μόνο δουλειά στο δημόσιο, και που τώρα ζητούν δήθεν περισσότερη Ελλάδα, ενώ επί της ουσίας θέλουν αυτή την Ελλάδα, στην οποία πάντα επιβίωναν στη δεκαετία του 1980 και του 1990.
Έτσι λοιπόν ο Μήτσος έζησε το όνειρό του, το εξυπηρέτησε, το μεγάλωσε και τώρα γίνεται εφιάλτης. Το βλέπει ανήμπορος, περιμένοντας κάποιον να του πει ότι βλέπει έναν εφιάλτη και ότι θα ξυπνήσει χαμηλότοκος, εισαγόμενος και κιμπάρης. Με «κολλητούς» της εξουσίας, να του βρίσκουν δουλειά
στο Δημόσιο, ή να του δίνουν άλλη μία ευκαιρία, λίγο πιο πονηρή λίγο πιο μαύρη, αλλά πάντα στην κατεύθυνση τού «να πιάσουμε την καλή». Με φίλους Δημάρχους, Βουλευτές, Υπουργούς, συνδικαλιστές. Αυτοί όλοι μαζί, που τώρα, άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα, άλλοι κρύβονται να μην τους πιάσουν τα σκάγια, άλλοι σεμνύνονται, ότι υπάρχει άλλος δρόμος, και άλλοι διακηρύσσουν διαπρησίως, ότι δεν θα ξεπουληθεί εθνικός πλούτος.
Και κάτι άλλο. Οι επαγγελματίες κρατικοδίαιτοι επαναστάτες να δείξουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, τις δικές τους και των οικογενειών τους, να αποδείξουν το πόθεν έσχες και επίσης όσοι συνδικαλιζόμενοι εξ αυτών, να ενημερώσουν αυτούς που εκπροσωπούσαν, αν μέσα στην τελευταία εικοσαετία της συνδικαλιστικής τους δραστηριότητας, έπαιρναν κανονικά όλες τις αυξήσεις τους, τα
επιδόματα θέσεων, τους βαθμούς στην ιεραρχία κλπ κλπ κλπ. Διότι είναι γνωστό, ότι ενώ οι συνδικαλιστές στον ιδιωτικό τομέα ζορίζονται, οι του Δημοσίου και των Τραπεζών, αποκτούν σταδιακά σχεδόν άπαντες το βαθμό του διευθυντή, τις αποδοχές του διευθυντή, την αναγνώριση του διευθυντή.
Ας τους ρωτήσει κανείς αν συμμετείχαν υποχρεωτικώς στις κρίσεις προσαγωγών των λοιπών υπαλλήλων, σε πόσες επιτροπές συμμετείχαν και με ποιες αποζημιώσεις….
Παλληκάρια, οι καμπάνες σήμαναν και για εσας… Είσαστε εξ ίσου δημιουργοί και εκμεταλλευτές και
«πολιτικοί προαγωγοί» του φίλου μου του Μήτσου…
Ξύπνησε λοιπόν μετά από 20 και πλέον χρόνια ο Μήτσος σε μία μη φιλική χώρα, τη χώρα του. Βλέπει τους δανειστές του να ζητούν τα δάνεια πίσω. Βλέπει το πολιτικό του σύστημα να απαρνείται μέσω του «Όλοι φταίμε» τις ευθύνες του. Βλέπει τη χώρα του στο χείλος τού πουθενά, με το όνειρο τού τί-
ποτα. Τρομοκρατείται, φρενιάζει, ζητά να τους αλλάξει όλους. Καμία αντίρρηση. Να τους αλλάξει.
Στην ίδια χώρα όμως θα ξυπνήσει αύριο. Και καλείται πλέον ο ίδιος να πράξει το πολύ δύσκολο. Να δημιουργήσει, με πολλή αυτοκριτική, τους νέους ηγήτορές του. Που δεν μπορεί να είναι όλοι αυτοί, που μαζί τους δημιουργήθηκε το «μεγαλείο της Μεταπολίτευσης»…
Που μαζί τους αυτοχαρακτηρίστηκε «γενιά του Πολυτεχνείου». Μια που τώρα οι νέοι που είναι στους
δρόμους, δεν την αναγνωρίζουν φιλικά αυτή τη γενιά. Δεν πολυσκοτίζονται για τα επιτεύγματά
της και για την απόλυτη υπερτίμηση των αγώνων της. Ίσως μερικοί μάλιστα εύλογα πλέον να αναρωτιούνται: Μήπως τελικά εκείνα τα όνειρα χρησιμοποιήθηκαν γι αυτό που σημερα αποκαλείται ελληνικό κατάντημα.
Και δε θα συμφωνήσω, αλλά αντίθετα θα διαφωνήσω που μέσα από την ιστορία του μνημονίου ξυπνήσανε τα κάθε είδους φασιστοειδή και οι νοσταλγοί της χούντας για να θυμηθούν ότι τότε δήθεν είχαμε καλά οικονομικά αποτελέσματα και ανάπτυξη.Όπως επίσης τότε είχαμε ξύλο, βασανιστήρια,
εξορίες, τον μεγάλο… οικονομολόγο συνταγματάρχη Μακαρέζο, τα σκάνδαλα του Μπαλόπουλου,
του Λαγονησίου και της βίλας της Πάρνηθας, την παράνομη χαριστική δόμηση σε παραλίες, αιγιαλούς, τα χαριστικά δάνεια σε όλους τους φίλους της Εθνοσωτηρίου, τις χαριστικές συμβάσεις αποικιοκρατικού τύπου, πολύ μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλη της Ευρώπη, που αναπτυσσόταν ραγδαία, την αποσάρθρωση των Ενόπλων Δυνάμεων, την προδοσία στη Θράκη το 1967, τη προδοσία της Κύπρου το 1974… Αλλά δε φταίνε αυτοί. Φταίει η Δημοκρατία που ανέστειλε αμέσως την απόφαση του Ντεγιάννη… Σε τελευταία ανάλυση εγώ θα συμφωνήσω με κάθε Έλληνα κεντροδεξιό, κεντροαριστερό, δημοκράτη αριστερό, που αποδέχεται την κοινοβουλευτική
δημοκρατία, ως το καλύτερο δυνατό ή αλλιώς λιγότερο χειρότερο σύστημα, όπου ο λαός εκλέγει ότι
θέλει… Και ας εκλέγει καμιά φορά τους χειρότερους…Στο κάτω-κάτω, αν ένας λαός εκλέγει από
αυτά που του προτείνονται, τα λαμόγια, τους ηλίθιους και τους κάθε είδους trendy, φταίει κομματά-
κι και αυτός.
Άρα ο Μήτσος - Δημήτρης, και ο κάθε Μήτσος μέσα μου και μέσα μας πρέπει να καταλάβει ότι ήλθε
η ώρα της πληρωμής μιάς εποχής, στην οποία αυτός δεν ήταν απών.
Οφείλει δε απέναντι στα παιδιά του και τα εγγόνια του μια χώρα διαφορετική,από αυτή που πέτυχε η Ελλάδα του 114, του Πολυτεχνείου, της Αλλαγής και της μηδέποτε συντελεσθείσας επανίδρυσης του Κράτους… Όμως αυτό πρέπει να το καταλάβουν και όσοι έχτισαν αυτή την Ελλάδα, όσοι άνθρωποι του πολιτισμού έλεγαν το «Καραμανλής ή τανκς», όσοι καμάρωναν ως τέως αριστεροί, που ήσαν Υπουργοί Επικρατείας στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της δεκαετίας του 1990. Δε λέω, καλή η επανάσταση, εύλογη και η πολιτιστική συνεισφορά, ηρωικό το «ένα το χελιδόνι», αλλά μην τρελαθούμε κιόλας. Η πολιτική είναι εκκρεμές, αλλά δεν είναι το πρωί στην Αργετινή και το βράδυ στη Νορβηγία…
ΥΓ1: Παρόλο που έχω γερμανική παιδεία και τιμώ τις μεγάλες μορφές του γερμανικού πολιτισμού, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα τους Γερμανούς. Περισσότερο με ενοχλούσε ότι ένας εργατικός λαός, συνεπής και φιλοπρόοδος, ανέχθηκε, στήριξε τον μεγαλύτερο εγκληματία της ανθρωπότητας, τον Χίτλερ. Ποτέ δεν εννόησα ως προσόν ενός λαού την τυφλή υπακοή, σε τρελούς, δικτάτορες, σε ανελεύθερες πρακτικές και απάνθρωπες μεθόδους. Όμως την όψιμη αντιγερμανική υστερία ορισμένων (που δεν υπήρχε τη δεκαετία του 1960 έναντι των Γερμανών για τις πολεμικές αποζημιώσεις, που δεν έδιναν) δεν την αντιλαμβάνομαι. Ιδιαίτερα όταν τις μεγαλύτερες κορώνες κατά των Γερμανών, τις εκφέρουν συνήθως απόγονοι γερμανοτσολιάδων, πραγματικοί και DNAικοί…(πχ. κ. Αλεξανδρή όπως ο συγχωρεμένος συνάδελφός σου Ι. Σταμούλης που ηταν Νομάρχης Βοιωτίας με το ΠΑΣΟΚ & ο αντιστασιακός Μανώλης Γλέζος ;).
ΥΓ2: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους ξένους, αλλά ποτέ μου δεν πίστεψα, ότι έχουν την οιαδήποτε υποχρέωση απέναντί μας.Υποχρέωση έχουμε εμείς έναντι του εαυτού μας, να είμαστε αξιοπρεπείς, δουλευταράδες και σκληροί διαπραγματευτές των εθνικών μας δικαίων, όχι μπαταχτζήδες και εθελόδουλοι. Ποτέ όμως δε συμπάθησα και την άγνοια της ιστορίας. Γιατί αν δεν υπήρχε η εμπλοκή των ξένων μετά την επανάσταση του 1821, (για εξυπηρέτηση δικών τους γεωπολιτικών σχεδίων τότε), αν δεν υπήρχε η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Ελλάδα μπορεί να μην υπήρχε ως Κράτος. Δεν τους ευγνωμονώ, αλλά δεν θα βλογάω συνέχεια τα γένια μου, λες και μόνο η διαχρονική ελληνική παλληκαριά διαμόρφωσε και την ελληνική και την παγκόσμια ιστορία.
Εντάξει, γεννήσαμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά δεν θα έχουμε παγκόσμια ασυλία για τα δικαιώματα του copyright
ΥΓ3: Δεν σας έγραψα κάτι για το όραμα του 2020. Ίσως γιατί είναι σαν το Plan B για την Ελλάδα. Έννοια ανύπαρκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου