Ο τρόπος που η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε όλους
σχεδόν τους όρους των δανειστών για να κλείσει την 3η αξιολόγηση επιβεβαιώνει
πως τουλάχιστον από την πλευρά της Ελλάδας θα γίνει ό,τι χρειάζεται για να μην
προκύψει εμπόδιο στον δρόμο για την έξοδο από τα Μνημόνια.
●►την ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για
την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους &
●►τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν
περιορίζεται στην εισροή μερικών δισ ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Είναι
ταυτοχρόνως και το σήμα που η ΕΚΤ θα στείλει στις αγορές και στους υποψήφιους
επενδυτές ότι
η Ελλάδα έχει οριστικά γυρίσει σελίδα και εισέρχεται σε φάση
ανάπτυξης.
Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι θα διευκολυνθεί η επιστροφή της στις
χρηματαγορές, αλλά και ότι είναι η ώρα για τους επενδυτές να εκμεταλλευθούν τις
φθηνές ευκαιρίες.
Για να το χαρακτηρίσει έτσι, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί
τουλάχιστον μία περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνσή του, έστω
και εάν αυτά εφαρμοσθούν από το 2018-19. Και λέμε τουλάχιστον, επειδή στην
πραγματικότητα απαιτούνται περισσότερα από μία γενική ανακοίνωση. Απαιτούνται
νομικές δεσμεύσεις.
Επεξεργασίες για το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων
έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται. Ανακοίνωση, όμως, όχι.
Έχει επιβληθεί η
γραμμή Σόιμπλε, η οποία και έχει αποτυπωθεί σε αποφάσεις του Eurogroup, ότι στο
τέλος του 3ου Μνημονίου (καλοκαίρι του 2018) θα εξεταστεί η βιωσιμότητα του
ελληνικού χρέους και τότε θα κριθεί εάν απαιτούνται μέτρα ελάφρυνσης.
Κλειδί τα μεσοπρόθεσμα
Η μη ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης
έχει ως συνέπεια το ζήτημα της βιωσιμότητας να βρίσκεται επισήμως σε
εκκρεμότητα, αν και κανείς σοβαρός δεν ισχυρίζεται πως είναι βιώσιμο.
Αυτός
είναι και ο λόγος που το ΔΝΤ αρνήθηκε να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό
πρόγραμμα, περιοριζόμενο στον ρόλο του τεχνικού συμβούλου.
Η θέση του Ταμείου
ήταν ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξασφαλιζόταν αφενός εάν είχαν
ορισθεί χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, αφετέρου εάν είχαν
ανακοινωθεί και ήταν γενναία τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνσή του.
Η μη ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την
ελάφρυνση του χρέους εμπόδισε και την ΕΚΤ να χαρακτηρίσει το ελληνικό χρέος
βιώσιμο.
Χωρίς αυτό τον χαρακτηρισμό, ο Ντράγκι δεν μπορεί να εντάξει την
Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Πολλοί απέδιδαν τη σκληρή στάση του Βερολίνου στις
κομματικές σκοπιμότητες εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου και
στη συνέχεια στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Όλα αυτά
έπαιξαν οπωσδήποτε ρόλο, αλλά ο κύριος λόγος είναι το κλίμα που οι Μέρκελ και
Σόιμπλε είχαν καλλιεργήσει για την Ελλάδα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινή
γνώμη της Γερμανίας.
Από την αρχή επεδίωξαν να τιμωρήσουν την Ελλάδα και να
την χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Η στάση αυτή δημιούργησε
αρνητικά στερεότυπα σε βουλευτές και ψηφοφόρους.
Τα στερεότυπα αυτά, σε
συνδυασμό με τη διάχυτη στη Γερμανία πρόθεση να παρθεί πίσω και το τελευταίο
ευρώ, μετέτρεψαν το Βερολίνο σε αποφασιστικό εμπόδιο.
Με τη συμμετοχή του ΔΝΤ
ως τεχνικού συμβούλου οι Μέρκελ και Σόιμπλε ξεπέρασαν και την αντίφασή τους, το
γεγονός ότι ενώ απέρριπταν τους όρους που έθετε το Ταμείο για να συμμετάσχει
στο ελληνικό πρόγραμμα, ταυτοχρόνως απαιτούσαν τη συμμετοχή του.
Η σχοινοβασία της Λαγκάρντ
Σ’ αυτό το παιχνίδι, η Λαγκάρντ έκανε ό,τι μπορούσε
για να διευκολύνει το Βερολίνο. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, το Συμβούλιο του
ΔΝΤ της τράβηξε τα λουριά. Με τη φόρμουλα του τεχνικού συμβούλου, όμως, είναι
όλοι ευχαριστημένοι.
Όσο για την Ελλάδα, αυτή υπέστη τις υπερβολικές απαιτήσεις
του Ταμείου, χωρίς να κερδίσει από τη θέση του για την ελάφρυνση του χρέους ή
για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Στο πλαίσιο της διελκυστίνδας Βερολίνου - ΔΝΤ, ο Σόιμπλε
είχε δηλώσει ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) πρέπει να
μετεξελιχθεί σε ευρωπαϊκό ΔΝΤ, ξεκαθαρίζοντας πως αυτό θα ισχύσει για χώρες που
μελλοντικά θα υπαχθούν σε μνημόνιο και όχι για την Ελλάδα.
Ο ίδιος δεν είχε
παραλείψει την άνοιξη του 2017 να καρφώσει το Ταμείο, λέγοντας πως οι ελληνικές
προβλέψεις για τα δημοσιονομικά αποδείχθηκαν πιο ακριβείς από τις αντίστοιχες
του ΔΝΤ.
Ορισμένοι είχαν ερμηνεύσει εκείνη τη δήλωσή του σαν
φιλική κίνηση προς την Αθήνα. Στην πραγματικότητα, ο Σόιμπλε εκμεταλλεύθηκε το
γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 για να πιέσει το ΔΝΤ να αποδεχθεί
πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια μετά το 2018.
Ας σημειωθεί ότι ενώ ο στόχος για το 2016 ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του
ΑΕΠ, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε οκταπλάσιο (4,19% μετρημένο με τους μνημονιακές
προδιαγραφές). Μεγαλύτερο του στόχου (1,75% του ΑΕΠ) είναι και το πρωτογενές
πλεόνασμα του 2017.
Η κυβέρνηση υπερηφανεύεται για την πολλαπλάσια
υπέρβαση του στόχου, αλλά δεν θα έπρεπε.
Τα παραπάνω δισ. ευρώ αφαιρέθηκαν
–μέσω της υπερφορολόγησης– από την πραγματική οικονομία, στερώντας της ζωτικούς
πόρους για την ανάπτυξή της.
Στο Μαξίμου θεωρούν ότι με αυτή τη δημοσιονομική
επίδοση αποδεικνύουν ότι δεν είναι απαραίτητη η περικοπή συντάξεων και
αφορολόγητου για το 2019-20.
Στην πραγματικότητα, όμως, η δημοσιονομική αυτή
επίδοση δίνει επιχείρημα στο Βερολίνο και περνάει θηλιά στον λαιμό της
ελληνικής οικονομίας.
Δίνει επιχείρημα για να επιβάλλει όσο το δυνατόν
μικρότερη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, με το επιχείρημα ότι μπορεί να
εξυπηρετηθεί.
Θα επικαλεσθεί, μάλιστα, τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα του
2016 και του 2017 για να το τεκμηριώσει.
Με άλλα λόγια, θα ισχυρισθεί ότι η
ελληνική οικονομία αντέχει να την αφυδατώνουν σε τέτοιο βαθμό και για τα
επόμενα χρόνια.
Σταύρος Λυγερός
πηγή: slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου