Η επίπονη νίκη της Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές
εκλογές των Δημοκρατικών δεν στάθηκε αρκετή ώστε να ξεχαστεί η έλλειψη
δημοφιλίας της.
Οι προοδευτικοί εκλογείς συνεχίζουν να την κατηγορούν για τις
στενές σχέσεις της με τη Γουόλ Στριτ, στην πραγματικότητα όμως δεν έχουν άλλη
επιλογή παρά να την ψηφίσουν - διατρέχοντας τον κίνδυνο να συμπλεύσουν με τα
επιχειρηματικά κέντρα, που την προτιμούν σε σχέση με τον ανεξέλεγκτο Ντόναλντ
Τραμπ.
Στο χρονογράφημά του της 24ης Μάιου του 2016, ο
συντηρητικός αρθρογράφος των «New
York Times» Ντέβιντ Μπρουκς αναρωτιόταν:
«Γιατί
άραγε η Χίλαρι Κλίντον είναι τόσο αντιδημοφιλής;»
Αντί να αναζητήσει την
απάντηση στον απολογισμό του πολιτικού έργου της, προτίμησε να στραφεί στην
ψυχολογία της: «Θα αρχίσω την εξήγησή μου με την εξής ερώτηση: μπορείτε να μου
πείτε τι κάνει η Χίλαρι Κλίντον για να διασκεδάσει;»
Όταν οι Δημοκρατικοί με επικεφαλής τη Χίλαρι Κλίντον
δεν δείχνουν να διαφέρουν και πολύ από τους Ρεπουμπλικανούς...
Υποτίθεται πως το γεγονός ότι η πρώην 1η κυρία της
χώρας δυσκολεύεται να γοητεύσει το εκλογικό σώμα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο
ταμπεραμέντο της:
καθώς είναι διαρκώς απορροφημένη από την καριέρα της, χάνει
τη χαρά της ζωής.
Όπως τονίζει ο Μπρουκς, «η αντιδημοφιλία της οφείλεται στην
εργασιομανία της», κάτι που «έρχεται σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής των
κοινωνικών δικτύων, τα οποία δίνουν έμφαση στην οικειότητα και στους χαρακτήρες
που φανερώνουν την ευπάθειά τους».
Δεδομένου ότι αυτός ο αρθρογράφος είναι
φιλικά προσκείμενος στους Ρεπουμπλικανούς, μια τέτοια επίδειξη επιείκειας θα
έπρεπε να εκπλήσσει.
Ωστόσο, η απόρριψη του Ντόναλντ Τραμπ είναι τόσο μεγάλη
ώστε γινόμαστε μάρτυρες (φαινομενικά) ασυνήθιστων συμμαχιών.
Διαβάζοντας τον Μπρουκς, θα πίστευε κανείς ότι η
Χίλαρι Κλίντον μόλις τώρα έκανε την 1η εμφάνισή της στην αμερικανική
πολιτική σκηνή, τη στιγμή που έχει υπάρξει διαδοχικά πρώτη κυρία της χώρας,
γερουσιαστής και υπουργός Εξωτερικών.
Ξεχάστηκε άραγε η στήριξη που παρείχε
στην εισβολή στο Ιράκ το 2003, οι τρεις λόγοι που εκφώνησε ενώπιων στελεχών της
Goldman
Sachs,
αμειβόμενη για τον καθένα από αυτούς με 225.000 δολάρια (202.000 ευρώ), η θερμή
υποστήριξη που παρείχε στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και η στήριξή της στην
ανατροπή του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι; Και τι να πει κανείς για την
σύγκρουση συμφερόντων στην οποία ενεπλάκη το Ίδρυμα Κλίντον - ένα είδος
οικογενειακής φιλανθρωπικής πολυεθνικής εταιρείας - όταν η Κλίντον ήταν μέλος
της κυβέρνησης Ομπάμα;
Σύμφωνα με τους «New York Times» (18 Οκτωβρίου 2015), τα στελέχη του
εν λόγω ιδρύματος κατόρθωσαν, μέσω του έντονου λόμπινγκ που άσκησαν στην
υπουργό Εξωτερικών, να επιτύχουν τη μεταφορά κονδυλίων προορισμένων για ένα
ομοσπονδιακό πρόγραμμα καταπολέμησης του AIDS στη Ρουάντα σε ένα από τα δικά τους
προγράμματα κατάρτισης.
Και φυσικά, θα πρέπει να αναφερθούν οι στενές σχέσεις
της υποψήφιας των Δημοκρατικών με τη Γουόλ Στριτ, οι παράγοντες της οποίας
χρηματοδοτούν τόσο την προεκλογική εκστρατεία της όσο και το ίδρυμά της.
Ακόμα
και ο Τραμπ έχει χρηματοδοτήσει το μαγαζί των Κλίντον:
το 2009 προσέφερε
περισσότερα από 100.000 δολάρια. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο
δισεκατομμυριούχος διατηρούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα θερμές σχέσεις με το
ζεύγος Κλίντον, το οποίο και είχε καλέσει στον τρίτο γάμο του, τον Ιανουάριο
του 2005.
Στην εκκλησία, «ο Μπιλ και η Χίλαρι» κάθονταν στην 1η σειρά των
προσκεκλημένων και, αν κρίνει κανείς από το λαμπερό χαμόγελό τους, θα πρέπει να
πέρασαν μια εξαιρετική βραδιά. Ορίστε λοιπόν πώς διασκεδάζει η Χίλαρι Κλίντον.
Στην πραγματικότητα, ψήφος στην Χίλαρι Κλίντον στις
εκλογές του Νοεμβρίου σημαίνει την ψήφο σε ένα εξαιρετικά δεμένο ζευγάρι, του
οποίου καθένα από τα μέλη είναι ο στενότερος σύμβουλος του άλλου.
Εξάλλου, η
πρώην υπουργός Εξωτερικών το έχει ήδη αναγγείλει:
όπως δήλωσε σε μια
προεκλογική συγκέντρωση στο Κεντάκι, στις 15 Μαΐου 2016, εάν κερδίσει τις
εκλογές, ο σύζυγός της θα αναλάβει την οικονομική πολιτική, με αποστολή «να
προσδώσει νέο δυναμισμό στην οικονομία, γιατί αυτός γνωρίζει πώς πρέπει να το
κάνει».
Σύμφωνα με την εικόνα που της αρέσει να προβάλλει για
τον εαυτό της, η Κλίντον παθιάζεται για τη μοίρα που επιφυλάσσεται στα παιδιά.
Υποστηρίζει ότι αυτό το πάθος της γεννήθηκε πριν από τριάντα και πλέον χρόνια,
όταν ο σύζυγός της ήταν κυβερνήτης του Αρκάνσας.
Εκείνη την εποχή, συνεργάστηκε
με φιλανθρωπικές οργανώσεις όπως η Children’s Defense Fund, ελπίζοντας να χτίσει τον μύθο της ως γενναιόδωρη
γυναίκα. Βέβαια, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών που πέρασε στον Νότο της
χώρας, είχε αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της σε μια εντελώς
διαφορετική δραστηριότητα:
από το 1977 έως το 1992 εργάστηκε στο δικηγορικό
γραφείο Ρόουζ, ειδικευόμενη σε ζητήματα δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας και
πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ενσάρκωση της διαπλοκής ανάμεσα στον πολιτικό και στον
επιχειρηματικό κόσμο του Αρκάνσας, το δικηγορικό γραφείο προσμετρούσε μεταξύ
των πελατών του και τη Walmart,
την πολυπλόκαμη αλυσίδα σουπερμάρκετ που είναι γνωστή για την απέχθειά της προς
τα συνδικάτα και τη λατρεία της για προϊόντα παραγόμενα με χαμηλό κόστος σε
χώρες όπου το εργατικό δυναμικό δουλεύει σκληρά με όσο το δυνατό λιγότερα
δικαιώματα (1).
Εξαιρετικές σχέσεις με την κυβέρνηση Μπους
Η προϋπηρεσία της δικηγόρου Κλίντον τής άνοιξε τις
πύλες του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω πολυεθνικής, στο οποίο θήτευσε από
το 1986 έως το 1992, αποκομίζοντας ετήσια αμοιβή 18.000 δολαρίων (η οποία
αντιστοιχεί σε σημερινή αγοραστική δύναμη 31.000 δολαρίων).
Δεδομένου δε ότι η
υποψήφια των Δημοκρατικών έχει καλούς τρόπους, απέφευγε πάντοτε να αναφερθεί σε
ζητήματα που θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τη συγκεκριμένη εταιρεία, και κυρίως
στην πολιτική συμπίεσης των μισθών που εφαρμόζει.
Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να
αναθρέψει κανείς παιδιά όταν κερδίζει μονάχα 19.427 δολάρια το χρόνο (αυτός
είναι ο τρέχων μέσος ετήσιος μισθός ενός ταμία στα Walmart).
Επιστρέφοντας από ένα
ταξίδι που πραγματοποίησε την περίοδο 2013-2014 στον Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών,
ο συγγραφέας Πωλ Θερού έλεγε ότι είδε στο Αρκάνσας «πόλεις που έμοιαζαν με
πόλεις της Ζιμπάμπουε, τόσο παραμελημένες και βυθισμένες στην φτώχεια ήταν
(2)».
Ειρωνευόταν το Ίδρυμα Κλίντον, φιλόδοξο όταν έχει να κάνει με «τη σωτηρία των ελεφάντων της Αφρικής» - πρόκειται για ένα από τα εμβληματικά προγράμματά του - εντελώς αδιάφορο όμως για τις φτωχές μαύρες οικογένειες που ζουν στην Πολιτεία όπου ανδρώθηκε ο Ουίλιαμ Κλίντον.
Ειρωνευόταν το Ίδρυμα Κλίντον, φιλόδοξο όταν έχει να κάνει με «τη σωτηρία των ελεφάντων της Αφρικής» - πρόκειται για ένα από τα εμβληματικά προγράμματά του - εντελώς αδιάφορο όμως για τις φτωχές μαύρες οικογένειες που ζουν στην Πολιτεία όπου ανδρώθηκε ο Ουίλιαμ Κλίντον.
Ήδη από την αρχή της πρώτης προεδρικής θητείας του, ο
Κλίντον, ανήσυχος για τη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, που μέχρι
τότε εξαρτιόταν από τα μεγάλα βιομηχανικά συνδικάτα, προσπάθησε με κάθε τρόπο
να στρέψει το Δημοκρατικό Κόμμα προς τα δεξιά.
Για να το επιτύχει, πόνταρε πολύ
στην ψήφιση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), που όσο ενθουσίαζε τις πολυεθνικές
εταιρίες τόσο το απεχθάνονταν οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών.
Η Χίλαρι Κλίντον
δεν αντιτάχθηκε ποτέ στην ψήφισή της. Μάλιστα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1992,
συμμετείχε στην κρίσιμη συνεδρίαση που διοργανώθηκε στο ξενοδοχείο Σέρατον του
Άρλινγκτον (Βιργινία), μετά τη λήξη της οποίας ο σύζυγός της αποφάσισε να
υποστηρίξει τη συμφωνία που είχε διαπραγματευθεί ο απερχόμενος πρόεδρος Τζορτζ
Μπους πατήρ.
Στη συνέχεια, η Χίλαρι συνέβαλε στη χάραξη της στρατηγικής η οποία
απαιτούνταν ώστε να πειστούν τα μέλη του Κογκρέσου και της Γερουσίας που
δυστροπούσαν:
το ζητούμενο ήταν «να υποταχθούν ο ένας μετά τον άλλο,
προσδιορίζοντας ποιος μπορούσε να χειραγωγηθεί και με ποιον τρόπο», όπως
συνοψίζει ο Τόμας Νάιτζ, πρώην μέλος του επιτελείου Κλίντον (3).
Τον Νοέμβριο του 1993, χάρη στην υποστήριξη του Νιουτ Γκίνγκριτς, εκείνη την εποχή υπ’ αριθμόν δύο των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, κυρώθηκε η NAFTA.
Τον Νοέμβριο του 1993, χάρη στην υποστήριξη του Νιουτ Γκίνγκριτς, εκείνη την εποχή υπ’ αριθμόν δύο των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, κυρώθηκε η NAFTA.
Η 1η κυρία των ΗΠA έπρεπε να εκτιμήσει ότι ο απολογισμός της συμφωνίας ήταν θετικός:
«Πιστεύω ότι η NAFTA
έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά της», δήλωνε στις 6 Μαρτίου 1996.
Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του στον τομέα των
ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών, ο Κλίντον άρχισε σταδιακά να αποποιείται τις
θεμελιώδεις αρχές του αμερικανικού κράτους πρόνοιας, που ήταν σε ισχύ από τη
δεκαετία του 1930 και το Νιου Ντιλ του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Πάντα με την
υποστήριξη του Γκίνγκριτς, ο οποίος εντωμεταξύ είχε γίνει πρόεδρος του
Κογκρέσου μετά την ήττα των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές του 1994,
επέβαλε μια μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας που στερούσε τα βοηθήματα σε
περισσότερα από 11 εκ. φτωχές οικογένειες.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας,
ο Πίτερ Έντελμαν - σύζυγος της ιδρύτριας της Children’s Defense Fund που τόσο αγαπά η κ. Κλίντον -
παραιτήθηκε από τη θέση του υφυπουργού Σχεδιασμού και Αξιολόγησης:
«Ο νόμος δεν
ενθαρρύνει την εργασία. Απλώς θα τιμωρήσει εκατομμύρια φτωχά παιδιά», δήλωνε
τον Μάρτιο του 1997 στο μηνιαίο περιοδικό «The Atlantic».
Παιδιά, και μάλιστα
κατά κύριο λόγο μαύρα ή ισπανόφωνα, που τιμωρούνται από την πολιτική που
εφαρμόζει ο ίδιος της ο άντρας;
Μερικά χρόνια αργότερα, και πάλι χάρη στη συνεργασία
των Ρεπουμπλικανών «αντιπάλων» του, ο πρόεδρος κατάργησε όλες τις νομοθετικές
ρυθμίσεις που περιόριζαν το πεδίο δράσης της Γουόλ Στριτ.
Τον Νοέμβριο του
1999, κατάργησε τον νόμο Γκλας-Στίγκαλ που επέβαλε από το 1933 τον διαχωρισμό
ανάμεσα στις δραστηριότητες των εμπορικών και των επενδυτικών τραπεζών, έτσι
ώστε να αποθαρρύνεται η κερδοσκοπία με τα χρήματα των μικροκαταθετών.
Ορισμένοι
πολιτικοί, όπως ο Ρεπουμπλικανός Τζον Μακ Κέιν, προτείνουν σήμερα την
επανεξέτασή της. Όχι όμως και η υποψήφια των Δημοκρατικών:
«Δεν τίθεται θέμα
επιστροφής στον νόμο Γκλας-Στίγκαλ», δήλωνε κατηγορηματικά ο οικονομικός
σύμβουλός της Άλαν Μπλάιντερ, όταν ρωτήθηκε από το Reuters στις 13 Ιουλίου 2015.
Η προσωπική πολιτική καριέρα της Κλίντον στην
πραγματικότητα ξεκινά το 2000 όταν, «φυτεμένη» από τον σύζυγό της και τις
ισχυρότατες διασυνδέσεις του στο Δημοκρατικό Κόμμα, διεκδικεί το αξίωμα της
γερουσιαστή στη Νέα Υόρκη, σε μια Πολιτεία όπου δεν είχε ποτέ διαμείνει.
Όταν
εξελέγη, αποδείχθηκε ότι είχε εξαιρετικές σχέσεις με την κυβέρνηση Μπους.
Στις
10 Οκτωβρίου 2002, υποστήριξε στη Γερουσία την εισβολή στο Ιράκ, υιοθετώντας
όλα τα ψέματα του Λευκού Οίκου σχετικά με τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του
Σαντάμ Χουσεΐν. Υπερασπιζόμενη την αρχή του «προληπτικού πολέμου», κάνει έναν
παραλληλισμό με τους βομβαρδισμούς στη Σερβία, στους οποίους ο σύζυγός της είχε
προβεί το 1999 με τον ευγενή στόχο, όπως η ίδια ισχυρίζεται, «να σταματήσουν οι
διώξεις και η εθνοκάθαρση που έπλητταν περισσότερο από ένα εκατομμύριο Αλβανούς
του Κόσσοβου». Και προσθέτει:
«Ίσως η απόφασή μου να επηρεάστηκε από την
8χρονη εμπειρία μου στον Λευκό Οίκο, όπου έβλεπα τον σύζυγό μου να αντιμετωπίζει
προκλήσεις ανάλογες με εκείνες που ζει σήμερα το έθνος μας». Βέβαια, όσο κι αν
αυτά τα λόγια δεν ακούγονται ιδιαίτερα φεμινιστικά, δεν εκπλήσσουν ιδιαίτερα αν
σκεφθεί κανείς ότι ειπώθηκαν από μια γυναίκα η οποία σήμερα αυτοπροσδιορίζεται,
στον λογαριασμό της στο Twitter,
ως «σύζυγος, μητέρα, γιαγιά».
Ο λόγος της το 2002 στη Γερουσία χαρακτηρίζεται από
εντυπωσιακή κοινοτοπία. Θα ήταν άδικο όμως να κατηγορήσουμε την κ. Κλίντον ότι
εκείνη ήταν η συγγραφέας του: συνηθίζει να καταφεύγει σε λογογράφους, των
οποίων η ταυτότητα σπανίως γίνεται γνωστή.
Η καθηγήτρια Μπάρμπαρα Φέινμαν Τοντ
παραπονέθηκε ότι δεν είδε το όνομά της να αναγράφεται στο «It Takes a Village» (4), το αφιερωμένο στα
«μαθήματα που μας δίνουν τα παιδιά» μπεστ - σέλερ της πρώτης κυρίας.
Δεν είναι
καν βέβαιο ότι η Κλίντον έχει γράψει η ίδια τα απομνημονεύματά της (5):
προκειμένου να αφηγηθεί τις αναμνήσεις της από το υπουργείο Εξωτερικών,
κινητοποίησε μια «συγγραφική ομάδα» την οποία μόλις και μετά βίας αναφέρει (6).
Σε κάθε περίπτωση, η αφήγηση των τεσσάρων χρόνων που
ηγήθηκε της αμερικανικής διπλωματίας δεν εμπνέει σχεδόν καμία εμπιστοσύνη.
Το
2011, τη στιγμή που εντεινόταν η Λιβυκή εξέγερση, η Κλίντον επέδειξε εξαιρετική
σύνεση. «Ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι, χωρίς την έγκριση της διεθνούς
κοινότητας, η μεμονωμένη δράση των ΗΠΑ θα οδηγούσε τη χώρα σε μια κατάσταση της
οποίας δεν είναι δυνατόν να μετρήσουμε τις συνέπειες», δηλώνει στις 11 Μαρτίου
ενώπιον μιας επιτροπής του Κογκρέσου. Στη συνέχεια, αλλάζει γνώμη. Γιατί;
«Ο
Σαρκοζί δεν έπαψε να μου μιλάει για στρατιωτική επέμβαση. Είναι μια δυναμική
προσωπικότητα, πάντοτε γεμάτος από μια πληθωρική ενεργητικότητα, λατρεύει να
βρίσκεται στο κέντρο της δράσης. Είχε επίσης επηρεαστεί από τον διανοούμενο
Μπερνάρ Ανρί Λεβί (7).
Και οι δύο ήταν ειλικρινά συγκινημένοι από την απόγνωση
του Λιβυκού λαού, ο οποίος κακοποιείται από έναν δικτάτορα», αφηγείται.
Έτσι,
γοητευμένη από αυτό το γαλλικό ντουέτο και επιθυμώντας να αποφύγει μια
«ανθρωπιστική καταστροφή», η υπουργός Εξωτερικών περνάει στο στρατόπεδο των
οπαδών της στρατιωτικής επέμβασης. Μαζί με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, εμπλέκουν
τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν νέο πόλεμο, δίχως να ζητήσουν τη γνώμη του
Κογκρέσου, παρά το γεγονός ότι αυτό απαιτείται από το Σύνταγμα. Ευτυχώς, τέλος
καλό, όλα καλά:
«Μέσα σε 72 ώρες, η αεράμυνα [του Καντάφι] εξουδετερώνεται και
ο λαός της Βεγγάζης σώζεται από την επικείμενη καταστροφή». Στο υπόλοιπο βιβλίο
κυριαρχεί το ίδιο ακριβώς ύφος.
Εμφανής μεταστροφή για το ελεύθερο εμπόριο
Η Χίλαρι Κλίντον γνωρίζει ότι η εικόνα του δεξιού
πολιτικού που την συνοδεύει αποτελεί εμπόδιο για την προσέλκυση των ψηφοφόρων
του Μπέρνι Σάντερς.
Αναγκασμένη να στραφεί προς τα αριστερά εξαιτίας των
επιτυχιών του σοσιαλιστή αντιπάλου της στις προκριματικές εκλογές, πρόσφατα
προώθησε διάφορα προοδευτικά μέτρα:
φορολόγηση των τραπεζών που προβαίνουν σε
υπερβολικό δανεισμό, αύξηση του ελάχιστου ωρομισθίου στα 12 δολάρια,
διαφοροποίηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια ανάλογα με το εισόδημα των γονέων
κ.λπ.
Η μεταστροφή της στο ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου
είναι εξαιρετικά θεαματική.
Αν στις 15 Νοεμβρίου του 2012 εκστασιαζόταν μπροστά
στα πλεονεκτήματα της Συνεργασίας του Ειρηνικού (TransPacific Partnership - TPP), «το ιδανικό μοντέλο για τις
συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ελεύθερη, διαφανής
και δίκαιη αγορά», τρία χρόνια αργότερα η ρότα έχει αλλάξει.
Οι επικρίσεις που
διατυπώνουν ο Τραμπ & ο Σάντερς φαίνεται να πείθουν τους ψηφοφόρους:
«Αυτή τη
στιγμή, δεν τάσσομαι υπέρ της ΤΡΡ, με βάση όσα γνωρίζω για τη συμφωνία. Δεν
νομίζω ότι θα επιτύχει το υψηλό επίπεδο απαιτήσεων που είχα θέσει», δηλώνει
στις 7 Οκτωβρίου 2015. Πέρα όμως από όσα λέει στις ομιλίες της, η Κλίντον
αρνείται να εντάξει την απόρριψη της ΤΡΡ στο προεδρικό πρόγραμμά της.
Ωστόσο, η υποψήφια των Δημοκρατικών δείχνει πολύ
περισσότερο προβλέψιμη απ’ όσο ο Τραμπ, ο οποίος έχει πολλαπλασιάσει τις βίαιες
δηλώσεις εναντίον των «ριζοσπαστικοποιημένων μουσουλμάνων» και των
«μεταναστών».
Η ηρεμία της και η αίσθηση του μέτρου που την χαρακτηρίζει ασκούν
γοητεία ακόμα και στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών. Η Μεγκ Ουίτμαν, πρόεδρος &
γενική διευθύντρια της Hewlett - Packard και πρώην υπεύθυνη των
οικονομικών της προεκλογικής εκστρατείας του συντηρητικού υποψηφίου Μιτ Ρόμνεϊ,
της πρόσφερε ανοιχτά την υποστήριξή της, όπως εξάλλου και ο νεοσυντηρητικός
Ρόμπερτ Κάγκαν, επίσης πρώην σύμβουλος του Ρόμνεϊ. Ακόμα και η οικογένεια Μπους
ανακοίνωσε ότι θα απέχει στις προσεχείς εκλογές.
Επιπλέον, η Χίλαρι Κλίντον απολαμβάνει την αμέριστη
στήριξη του κατεστημένου των ΜΜΕ, το οποίο την παρουσιάζει ως το
τελευταίο προπύργιο απέναντι στην βαρβαρότητα.
«Έχουν άραγε υπάρξει ως τώρα
εθνικές εκλογές οι οποίες να προσέφεραν τόσο ριζικά διαφορετικές επιλογές;»,
αναρωτιόταν, στις 20 Ιουνίου 2016, ο αρχισυντάκτης του «New Yorker», Ντέιβιντ Ρέμνικ.
«Η Κλίντον θα πρέπει να διεξάγει με δυναμισμό & αποφασιστικότητα την προεκλογική εκστρατεία της εναντίον του πιο επικίνδυνου & απρόβλεπτου αντίπαλου –- νός δημαγωγού ο οποίος θέλει να υπερβεί όλα τα όρια, ακόμα & εκείνα της ευπρέπειας, προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία.»
«Η Κλίντον θα πρέπει να διεξάγει με δυναμισμό & αποφασιστικότητα την προεκλογική εκστρατεία της εναντίον του πιο επικίνδυνου & απρόβλεπτου αντίπαλου –- νός δημαγωγού ο οποίος θέλει να υπερβεί όλα τα όρια, ακόμα & εκείνα της ευπρέπειας, προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία.»
Η συγκεκριμένη ρητορική θυμίζει κάπως την αντιπαράθεση
ανάμεσα στον Ζακ Σιράκ και στον Ζαν Μαρί Λεπέν το 2002, όταν η γαλλική Αριστερά
είχε αναγκαστεί να στηρίξει έναν δεξιό υποψήφιο ώστε να προστατέψει τη χώρα από
τον «κίνδυνο του φασισμού».
Ωστόσο, ο Σιράκ ήταν πολύ πιο προοδευτικός απ’ όσο
η Κλίντον, ιδίως σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η προεκλογική κούρσα για την
εκλογή προέδρου των ΗΠΑ θα μπορούσε να παραλληλιστεί με μια μονομαχία μεταξύ
της Άνγκελα Μέρκελ & του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Και η αμερικανική Αριστερά
επέλεξε να στηρίξει την κ. Μέρκελ.
1.Βλ. το αφιέρωμα
«La Multinationale du XXI siècle», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2006.
2.Paul Theroux,
«The hypocrisy of “helping” the poor», «The New York Times», 2 Οκτωβρίου 2015.
3.Αναφέρεται από
τον John R. MacArthur, «The Selling of «Free Trade»: NAFTA, Washington and the
Subversion of American Democracy», Hill and Wang, Νέα Υόρκη, 2000.
4.Hillary Rodham
Clinton, «It Takes a Village: And Others lessons Children Teach Us», Simon
& Schuster, Νέα Υόρκη, 1996.
5.Hillary Rodham
Clinton, «Hard Choices: A Memoir», Simon & Schuster, Νέα Υόρκη, 2014.
6.Paul Farhi, «Who
wrote that political memoir? Νo, who actually wrote it?», «The Washington
Post», 9 Ιουνίου 2014.
7.(Σ.τ.Μ.) Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί είναι ένας εξαιρετικά
προβεβλημένος από τα μέσα ενημέρωσης κοσμικός νεοσυντηρητικός διανοούμενος.
Μάλιστα, καθώς επιθυμεί να συνδέσει το όνομά του με ένα «ευγενή, ανθρωπιστικό
σκοπό», έχει πρωτοστατήσει στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος υπέρ των
στρατιωτικών επεμβάσεων στη Σερβία και στη Λιβύη.
ΠΗΓΗ:monde-diplomatique.gr/?p=1519
By John MacArthur and Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου