Για να τα καταφέρουμε απαιτείται ένα θαύμα – η
μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση και ομοψυχία, η οποία δεν θα έπρεπε να υιοθετηθεί
μόνο από εμάς αλλά, επίσης, από όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας, χωρίς
ανόητους εγωισμούς και αντιπαραθέσεις
Η πολιτική των μνημονίων που επιβλήθηκε στην Ελλάδα
από τους δανειστές της, ερήμην ουσιαστικά των έκτοτε κυβερνήσεων της, ήταν
ασφαλώς αποτυχημένη – γεγονός που αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τους αριθμούς, από
όλους τους δείκτες της οικονομίας δηλαδή, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την
παραμικρή αμφιβολία (ανάλυση).
Δεν δόθηκε καμία σημασία στις μεταρρυθμίσεις που
χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να μπορεί να λειτουργεί ορθολογικά (άρθρο),
ενώ όλα τα μέτρα που υιοθετήθηκαν επικεντρώθηκαν στη μείωση των ελλειμμάτων –
χωρίς να δοθεί η παραμικρή προσοχή στο ότι, ελλείψει συνοδευτικών αναπτυξιακών
μέτρων, δεν μπορούσε παρά να είναι νομοτελειακή «η βύθιση» της χώρας σε μία
ύφεση άνευ ιστορικού προηγουμένου.
Η διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους δεν έγινε όταν
έπρεπε να γίνει, το Μάιο του 2010, η μονομερής στάση πληρωμών δεν επιλέχθηκε τη
σωστή χρονική στιγμή (επίσης τότε), το PSI αποφασίσθηκε πολύ αργά και με το
λάθος τρόπο, αφού κατάστρεψε το τραπεζικό σύστημα της χώρας, καθώς επίσης τα
ασφαλιστικά της ταμεία, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν με ανεξέλεγκτο τρόπο,
αφαιρέθηκαν τεράστια ποσά από τη ρευστότητα της Ελλάδας (διαφυγή καταθέσεων)
και η φορολογία διέλυσε τη μεσαία τάξη, το στήριγμα κάθε Δημοκρατίας – αφού η
ανεργία είχε προηγουμένως «αποδεκατίσει» τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα,
χωρίς καμία προσπάθεια αντιμετώπισης της.
Εκτός αυτού, η σημερινή κυβέρνηση δεν προέβη σε
στάση πληρωμών όταν θα έπρεπε (20 Φεβρουαρίου), με αποτέλεσμα να εξανεμίσει
ανεύθυνα όλες τις χρηματικές ρεζέρβες της – ενώ ο υπουργός οικονομικών της
υπέγραψε αυθαίρετα ένα μνημόνιο, χωρίς εύλογα ο πρωθυπουργός να έχει την
πρόθεση να το εφαρμόσει.
Το σημαντικότερο δε όλων, η διχόνοια διέβρωσε
περαιτέρω την ελληνική πολιτική σκηνή, παρά το ότι η χώρα είναι αντιμέτωπη με
τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της - κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να
καταρρεύσει.
Ο κ. Παπανδρέου «υπονόμευσε» τον κ. Καραμανλή και
παραπλάνησε ενδοτικά τους Έλληνες, οδηγώντας την Ελλάδα στο ΔΝΤ, ο κ. Σαμαράς
δεν ενίσχυσε τον κ. Παπανδρέου όταν έπρεπε να το κάνει, επεξεργαζόμενος μαζί
του έστω μία αλλαγή της πολιτικής των μνημονίων, ο κ. Τσίπρας δεν ενίσχυσε τον κ.
Σαμαρά, τουλάχιστον όταν ο τελευταίος φάνηκε να κατανοεί τα σφάλματα του,
αλλάζοντας τακτική (μετά τις Ευρωεκλογές), ο κ. Σαμαράς δεν ενισχύει σήμερα τον
κ. Τσίπρα, παρά το ότι είναι υποχρεωμένος εάν δεν θέλει να χαρακτηρισθεί ως
προδότης της πατρίδας του κοκ.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει δυστυχώς και στην ελληνική
κοινωνία, με τη μία «κομματική» ομάδα να κατηγορεί την άλλη, με την αναζήτηση
ενόχων και προδοτών αντί ρεαλιστικών λύσεων στα τρομακτικά προβλήματα της
χώρας, με τη δημιουργία των «μνημονιακών και αντιμνημονιακών» αντίπαλων
στρατοπέδων υπέρ και κατά της δραχμής, με την πόλωση να εκτοξεύεται στα ύψη, με
την θεωρητική, λεκτική και υποκριτική μάλλον στήριξη της κυβέρνησης, αφού
πρακτικά οι εκροές καταθέσεων συνεχίζονται κοκ.
Καμία αναφορά ή πρόθεση συναίνεσης, παρά το ότι η
απόλυτη καταστροφή ευρίσκεται προ των πυλών – αφού εύλογα η κυβέρνηση δεν
μπορεί να υπογράψει ένα τρίτο μνημόνιο, γνωρίζοντας όμως πως δεν της
προσφέρεται απολύτως καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα από την Τρόικα, οπότε θα
ακολουθήσει η χρεοκοπία της χώρας. Μία κατάσταση δηλαδή που δεν θα έχει καμία
σχέση με αυτά που βιώνουν σήμερα οι Έλληνες, όσο και αν προσπαθούν να δώσουν
μία άλλη, πιο ήπια εικόνα τα στελέχη της κυβέρνησης – με μάλλον ανεύθυνο τρόπο.
Προφανώς, είναι εντελώς ανόητο να προσπαθεί να
εκβιάσει η κυβέρνηση την Ευρώπη και το ΔΝΤ σήμερα με τη χρεοκοπία της Ελλάδας,
ισχυριζόμενη πως οι επιπτώσεις της θα είναι σοβαρότερες για το ευρώ, καθώς
επίσης την παγκόσμια οικονομία, από ότι για την πατρίδα μας – αφού μοιάζει σαν
να απειλεί τους πάντες με την αυτοκτονία μας, στρέφοντας το πιστόλι στο δικό
μας κρόταφο και υποθέτοντας ότι η στενοχώρια, καθώς επίσης οι τύψεις
συνείδησης, θα οδηγήσουν στο θάνατο όλους τους άλλους.
Δυστυχώς δεν χρεοκοπήσαμε όταν έπρεπε (άρθρο), δεν
διαπραγματευτήκαμε μία ριζική λύση όταν είχαμε τη δυνατότητα (άρθρο), δεν
αποφασίσαμε όταν οφείλαμε (άρθρο) και δεν προβήκαμε σε δημοψήφισμα την
κατάλληλη χρονική στιγμή (άρθρο) – ενώ τα πάντα στην οικονομία, συχνά και στη
ζωή, είναι θέμα συγχρονισμού, «timing» κατά τους άγγλους. Γνωρίζουμε βέβαια πως
είναι πολύ εύκολο να λέει κανείς όλα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τα
εφαρμόσει ο ίδιος – αυτό δεν αλλάζει όμως τα συμπεράσματα, στα οποία οδηγείται
εκ των πραγμάτων κανείς.
Φυσικά δεν μπορεί κανένας να μας αποπέμψει από την
Ευρωζώνη, χωρίς να αποφασιστεί η εκούσια έξοδος της χώρας από την ΕΕ – με 200
θετικούς ψήφους από το κοινοβούλιο ή μετά από ένα λαϊκό δημοψήφισμα, εάν δεν
κάνουμε λάθος. Μπορεί όμως να μας υποχρεώσει στη χρεοκοπία εντός της Ευρωζώνης,
η οποία θα ήταν ίσως βιώσιμη, λιγότερο επώδυνη καλύτερα, εάν είχαν ληφθεί
έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα – κάτι που όμως μάλλον δεν συμβαίνει, κρίνοντας από
τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών.
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν
υπάρχει ακόμη λύση για τη χώρα μας.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε πως για να τα
καταφέρουμε απαιτείται ένα θαύμα: η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση και ομοψυχία, η
οποία δεν θα έπρεπε να υιοθετηθεί μόνο από εμάς αλλά, επίσης, από όλα τα
πολιτικά κόμματα, χωρίς ανόητους εγωισμούς και αντιπαραθέσεις. Μηδενική
διχόνοια λοιπόν, η οποία όμως δεν ανήκει στα πλεονεκτήματα της «φυλής» μας –
αντίθετα, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της.
Αυτή είναι κατά την υποκειμενική μας άποψη η
μοναδική συνταγή για να ξεφύγουμε από την κρίση – η οποία έχει διαρκέσει
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από οποιαδήποτε άλλη σε οποιαδήποτε χώρα, έχει
προκαλέσει τεράστιες καταστροφές τόσο σε υλικό, όσο και σε ψυχικό επίπεδο, ενώ
έχει συνοδευθεί από τεράστια λάθη και άπειρες παραλείψεις, «ένθεν κακείθεν»,
στην κοινωνία και στην πολιτική, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Μπορεί φυσικά να κάνουμε μεγάλο λάθος, τόσο όσον
αφορά την εκτίμηση της σημερινής κατάστασης, όσο και τις λύσεις που υπάρχουν ή
απαιτούνται – εκφράζουμε όμως απλά τη γνώμη μας, ελπίζοντας να βοηθάει τις
σκέψεις των υπολοίπων. Θα ήταν πάντως άδικο να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα
αποτυχημένο κράτος – απλά και μόνο επειδή δεν μπορούν τα κόμματα να
συνεννοηθούν μεταξύ τους, η κοινωνία επίσης, υιοθετώντας μία κοινή γραμμή.
Αποτυχημένη χώρα
Η έννοια ή ο όρος «αποτυχημένο κράτος» (failed
state) χαρακτηρίζει μία χώρα, η οποία δεν έχει επιτύχει σε ορισμένες ή σε όλες
τις βασικές λειτουργίες της – έχοντας ενδεχομένως χάσει έμμεσα την εθνική της
κυριαρχία.
Μεταξύ άλλων, «αποτυχημένη» θεωρείται μία χώρα, η
νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της οποίας αδυνατεί να λάβει αποφάσεις, να παρέχει
σωστές δημόσιες υπηρεσίες ή να συνεργάζεται με άλλα κράτη ισότιμα, ως μέλος της
διεθνούς κοινότητας (της Ε.Ε., της Ευρωζώνης κλπ.).
Τυχόν αδυναμία της χώρας δε να επιβιώσει με δικά της
μέσα, εξαρτώμενη από τρίτους, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία
ευρίσκεται στο «χρηματοδοτικό ορό» της Τρόικας, είναι ένα ακόμη βασικό στοιχείο
ενός «αποτυχημένου κράτους».
Σύμφωνα τώρα με τη γερμανική βιβλιογραφία,
«αποτυχημένο» θεωρείται ένα κράτος που δεν μπορεί να εκπληρώσει τρεις κεντρικές
λειτουργίες για τους Πολίτες του: να τους παρέχει ασφάλεια, ευημερία και
νομιμότητα, με την έννοια του ολοκληρωμένου Κράτους Δικαίου.
Με την πλήρη ανασφάλεια από οικονομικής και όχι μόνο
πλευράς, στην οποία έχει βυθιστεί η Ελλάδα, με την «κατάρρευση» των συνθηκών
ευημερίας, με την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης με την
περιορισμένη λειτουργία του Κράτους Δικαίου (μεταξύ άλλων, επειδή ορισμένες
αποφάσεις των δικαστηρίων δεν γίνονται αποδεκτές από την κυβέρνηση ή τίθενται
σε αμφιβολία από το ΔΝΤ, ενώ το σύνταγμα γίνεται ελάχιστα σεβαστό), είναι
δύσκολο να αποδεχθεί κανείς ότι, δεν είναι ένα σχεδόν πλήρως αποτυχημένο
κράτος.
Πόσο μάλλον όταν η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν
αποφασίζει η ίδια τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων
της χώρας της, αλλά απλά εφαρμόζει τα προγράμματα των δανειστών της, χωρίς να
μπορεί να φέρει την παραμικρή αντίρρηση – αφού διαφορετικά απειλείται άμεσα με
τη διακοπή της χρηματοδότησης της οικονομίας, οπότε με τον ακαριαίο θάνατο.
Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ότι, εάν αναλάμβανε την
εξουσία η αξιωματική αντιπολίτευση, η κατάσταση θα άλλαζε – όχι μόνο επειδή το
στελεχιακό της δυναμικό δεν είναι ότι καλύτερο αλλά, κυρίως, επειδή ούτε αυτή
θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το χρέος ή να εξασφαλίσει την πλεονασματική
λειτουργία της οικονομίας, με 1,5 εκ. ανέργους, καθώς επίσης με «αποψιλωμένο»
πλήρως τον παραγωγικό ιστό.
Για να ολοκληρωθεί βέβαια η εικόνα ενός αποτυχημένου
κράτους, «απαιτείται» η απώλεια του κοινωνικού ελέγχου του – με την έννοια της
κορύφωσης της εγκληματικότητας, της ανομίας και του χάους. Εν τούτοις, οι
συνθήκες αυτές δεν είναι απαραίτητες για τον παραπάνω χαρακτηρισμό, εάν η
δημόσια διοίκηση έχει αναληφθεί από τρίτους, οι οποίοι εγκαθιστούν μία δική
τους «τάξη πραγμάτων» – επιβάλλοντας τη δική τους εξουσία.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η μοναδική λειτουργία που
απαιτείται από την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση, συνήθως με τη βοήθεια
σημαντικών διατεταγμένων ΜΜΕ, είναι η διατήρηση της κοινωνικής ηρεμίας – έτσι
ώστε να μην υπάρχουν μαζικές αντιδράσεις, διαδηλώσεις, έντονες διαμαρτυρίες,
απειθαρχία των φορολογουμένων κλπ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, επειδή απαγορεύεται να
χρεοκοπήσει, αφού έτσι θα έθετε σε κίνδυνο το βαριά άρρωστο παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελώντας ίσως εκείνη τη σπίθα που θα προκαλούσε
μία τεράστια, ανεξέλεγκτη πυρκαγιά στον πλανήτη, ενώ η πολιτική της ηγεσία
είναι ανίκανη ή ανεπαρκής να εξασφαλίσει τη σωστή λειτουργία των μηχανισμών του
κράτους, η εξουσία ασκείται αποκλειστικά και μόνο από τους δανειστές της.
Ουσιαστικά λοιπόν οι υπάλληλοι των δανειστών της
εργάζονται στη δημόσια διοίκηση και ελέγχουν τα πάντα – έτσι ώστε να μπορέσουν
να εξασφαλίσουν την εξόφληση των δανείων τους, λεηλατώντας μεταξύ άλλων
μεθοδικά την ιδιωτική και δημόσια περιουσία της χώρας.
Ειδικότερα, μετά από τέσσερα χρόνια συνεχών
αποτυχιών των οικονομικών προγραμμάτων, μετά από δύο ανόητες διαγραφές χρεών,
καθώς επίσης με δεδομένη την ανεπάρκεια του συνόλου της πολιτικής στη χώρα,
κανένας δανειστής δεν πιστεύει πλέον πως η χώρα μπορεί να ξεπεράσει την κρίση –
πως θα έχει κάποτε τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Επομένως, αυτό που απομένει είναι η λεηλασία του
πλούτου της – γεγονός που απαιτεί αφενός μεν την κοινωνική ηρεμία, αφετέρου τον
εφησυχασμό των Ελλήνων με λόγια που δεν συνοδεύονται ποτέ από έργα (όπως τα
πρόσφατα του Γερμανού υπουργού οικονομικών, ο οποίος επαίνεσε τη χώρα για τις
προσπάθειες της!).
Για να είναι δε κάτι τέτοιο εφικτό, χρειάζεται μία
ολόκληρη σειρά από «εύχρηστες πολιτικές μαριονέτες», οι οποίες θα στελεχώνουν
σωστά το πολιτικό φάσμα της χώρας – ολόκληρο φυσικά και όχι μόνο το
κυβερνητικό.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε πως η αρχική αδυναμία
και η πτώση ορισμένων κρατών, σε καθεστώς «αποτυχημένου» οφείλεται, σύμφωνα με
μία μελέτη του γερμανικού IMI, στα αποκαλούμενα σήμερα νεοφιλελεύθερα
προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής», τα οποία επιβάλλονται από το ΔΝΤ και
την Παγκόσμια Τράπεζα.
Ειδικότερα, η κρίση χρέους του 1980 οδήγησε στο
γεγονός ότι, πολλές χώρες δεν μπορούσαν διαφορετικά μα επιβιώσουν, παρά μόνο
λαμβάνοντας χρήματα από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα – τα οποία δανείζονταν
μόνο εάν συμφωνούσαν να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες τους, να ανοίξουν εντελώς
τις αγορές τους και να ιδιωτικοποιήσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις τους.
Οι μειώσεις όμως στον κοινωνικό τομέα οδηγούσαν στην
απώλεια της νομιμοποίησης των κυβερνήσεων, απέναντι στους λαούς τους – με
εύλογο επακόλουθο να εντείνεται η κρατική καταστολή, αφού διαφορετικά δεν
μπορούσε να εξασφαλισθεί η εξουσία, καθώς επίσης η κοινωνική πειθαρχία.
Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν πάρα πολλές «κρίσεις
νομιμότητας» σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών του τρίτου κόσμου – οπότε να
δημιουργηθεί μία σειρά αποτυχημένων κρατών. Μία ανάλογη «κρίση νομιμότητας»
τείνει σήμερα να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα, με ενδεχόμενο να δοθεί η
χαριστική βολή στον ετοιμοθάνατο – αν και ευτυχώς για εμάς τους Έλληνες το
μέγεθος της παγκόσμιας κρίσης είναι τόσο μεγάλο, που πολύ δύσκολα θα αποφάσιζε
κανείς να διακινδυνεύει την ελληνική σπίθα, η οποία θα τίναζε πιθανότατα το
παγκόσμιο οικοδόμημα στον αέρα.
Υστερόγραφο: Μπορεί και ευχόμαστε να κάνουμε λάθος
εκτιμήσεις, όσον αφορά το κράτος, την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και όλους
τους υπόλοιπους «συντελεστές» της αποτυχίας – να έχουμε δηλαδή ρεαλιστικά τη
δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους ή να μπορούμε πράγματι να
διαπραγματευθούμε τη διαγραφή μέρους του.
Παράλληλα, να υπάρχει σχέδιο ανάκτησης της εθνικής
μας ανεξαρτησίας, να μη βυθιστεί η Ελλάδα στο χάος, καθώς επίσης να είμαστε σε
θέση να καταπολεμήσουμε την ανεργία και την καταστροφή του παραγωγικού ιστού
της χώρας μας – έτσι ώστε να μην κινδυνεύσουμε να καταλήξουμε άδικα «στα
σκουπίδια της ιστορίας», λεηλατημένοι και εξαθλιωμένοι, όταν ή εάν αποφευχθεί η
παγκόσμια κατάρρευση του συστήματος.
Analyst Team
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου