Συνέντευξη του Σπύρου Λούη στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» 4 Νοεμβρίου 1935
του Τάσου Παπαχρήστου
Δεν πρόκειται να αλλάξουμε ούτε μία φράση από όσα είπε εκείνη την ημέρα ο Λούης, έστω και αν ορισμένες λεπτομέρειες ίσως να μη τις θυμάται επακριβώς, ύστερα από 39 χρόνια. Ήταν τότε 65 χρονών, κάτι που ομολόγησε αρκετές φορές με χαμόγελο. Λέγεται ότι και τότε ακόμα, οι συγχωριανοί του, δεν μπορούσαν να τον νικήσουν στην πεζοπορία. Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι του και ο ίδιος προσφέρει καφέ στον συνομιλητή του και σταφύλια από την δική του κληματαριά.
του Τάσου Παπαχρήστου
Δεν πρόκειται να αλλάξουμε ούτε μία φράση από όσα είπε εκείνη την ημέρα ο Λούης, έστω και αν ορισμένες λεπτομέρειες ίσως να μη τις θυμάται επακριβώς, ύστερα από 39 χρόνια. Ήταν τότε 65 χρονών, κάτι που ομολόγησε αρκετές φορές με χαμόγελο. Λέγεται ότι και τότε ακόμα, οι συγχωριανοί του, δεν μπορούσαν να τον νικήσουν στην πεζοπορία. Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι του και ο ίδιος προσφέρει καφέ στον συνομιλητή του και σταφύλια από την δική του κληματαριά.
Ώστε δεν είχες σκοπό να μετάσχεις στους αγώνες;
Όχι, οι αγώνες άρχιζαν την Κυριακή του Πάσχα και εγώ τη Μεγάλη Πέμπτη δεν είχα ιδέα ότι θα έτρεχα. Εγνώριζα μονάχα ότι ο Παπασυμεών από το Μαρούσι και ο Καλαντζής ή Καρράς από το Χαλάνδρι, επροπονούντο στον μαραθώνιο και θα έτρεχαν δοκιμαστικώς. Η επιτροπή είχε δηλώσει ότι όποιος τρέξει σε τρείς ώρες και πέντε λεπτά, θα είχε το δικαίωμα να μετάσχει στους Ολυμπιακούς.
Πολλοί Μαρουσιώτες πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη δοκιμή, στην οποία ο Χαλανδριώτης πέρασε τον Μαρουσιώτη. Γυρίζοντας στο χωριό μας περάσαμε μέσα από το Χαλάνδρι και ακούσαμε κοροϊδίες από τους Χαλανδριώτες για το πάθημα του δικού μας. Δεν μπορούσαμε να το χωνέψουμε και αποφασίσαμε να εκδικηθούμε.
Ο Μουσούρης, ο Λαυρέντης, ο αδελφός του Παπασυμεών, εγώ και ένας άλλος κατεβήκαμε το Μεγάλο Σάββατο στην Αθήνα και δηλώσαμε στην επιτροπή ότι θέλουμε να τρέξουμε. Μας είπαν να κάνουμε μία δοκιμή και αν τρέξουμε κάτω από τρείς ώρες και πέντε λεπτά, θα μας εδέχοντο στους Ολυμπιακούς. Οι συγχωριανοί μας έκαναν έρανο και μας αγόρασαν αθλητικά παπούτσια, 25 δραχμές στοίχιζαν τότε. Τη Δευτέρα του Πάσχα ξεκινήσαμε για τον Μαραθώνα».
Και πότε θα γινόταν ο μαραθώνιος δρόμος;
«Ύστερα από τέσσερις μέρες. Πρώτος τερμάτισε ο Λαυρέντης. Εγώ ήλθα πέμπτος γιατί ...
με είχε πιάσει πόνος αλλά ήμουνα στην ώρα μου. Την άλλη μέρα ήμουνα πιασμένος και προσπαθούσα με μασάζ να ξεμουδιάσω. Τρεις μέρες αργότερα, τη παραμονή του αγώνα για τους Ολυμπιακούς, πήγαμε στον Μαραθώνα και το βράδυ μας φιλοξένησε ο δήμαρχος. Δεν πίστευα ότι θα κερδίσω γιατί ήμουνα ακόμα πιασμένος. Όταν ήρθε η ώρα, ένας από την Ολυμπιακή Επιτροπή έβγαλε λόγο σε ξένη γλώσσα και ελληνικά και μας είπε πώς εκείνη ήταν η μεγάλη μέρα της Ελλάδος. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν μεγάλη μέρα, το κατάλαβα αργότερα. Εκείνη τη στιγμή, σκεπτόμουν πως ο δρόμος ήταν πολύς και με παρηγορούσε ότι είχα το δικαίωμα να σταματήσω αν έβλεπα πως δεν μπορώ να συνεχίσω».
Έφυγες αμέσως μπροστά;
«Όχι, εως το Πικέρμι, στα μισά του δρόμου, ήμουν έκτος. Πρώτος ερχόταν ο Γάλλος, δεύτερος ένας Αυστραλός και άλλοι. Από το Πικέρμι και ύστερα, άρχισα να τους πιάνω έναν - έναν και στην Αγία Παρασκευή, έφθασα τον πρώτον. Από κεί και πέρα διατήρησα τη πρώτη θέση».
Τι αισθάνθηκες όταν μπήκες πρώτος στο στάδιο;
«Τίποτα. Πεινούσα... Ύστερα από τόσο δρόμο...»!
Το έπαθλο του Λούη από τον βασιλιά ήταν ένα άλογο και μιά τετράτροχη καρότσα, να κουβαλάει νερό στην Αθήνα.
Το 1938, 42 χρόνια μετά τη νίκη του, τιμήθηκε με σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής, αλλά δεν τη χάρηκε γιατί πέθανε στις 28 Μαρτίου 1940.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου