Στόχος του σύντομου αυτού κειμένου είναι να παρουσιάσω
τη συζήτηση που γίνεται περίπου την τελευταία δεκαετία γύρω από δύο κεντρικά
ζητήματα για την ιστορία του ελληνισμού της Τουρκοκρατίας, τους θεσμούς και τις
ταυτότητες.
Η ελληνική ιστοριογραφία στις μεγάλες ιστοριογραφικές
συνθέσεις της ακολούθησε το σχήμα της ύπαρξης και λειτουργίας ελληνικών θεσμών,
μέσα στους οποίους το ‘έθνος’ επιβίωσε, διατήρησε την ιδιαιτερότητά του έναντι
των άλλων ‘εθνών’ και εκκόλαψε την εθνικοαπελευθερωτική ιδέα.
Αυτοί οι θεσμοί
αντιστοιχούσαν και αντιπροσώπευαν τους τέσσερις βασικούς τομείς που
συγκροτούσαν μια κοινωνία:
τη θρησκεία, την πολιτική εκπροσώπηση, το στρατό και
την παιδεία.
Οι τρεις πρώτοι ενσαρκώθηκαν μέσω συγκεκριμένων θεσμικών φορέων:
την Εκκλησία, τις κοινότητες και τα κλεφταρματολικά σώματα.
Αυτή η
ιστοριογραφική προσέγγιση ανέλυε τη δομή και λειτουργία των παραπάνω θεσμών
μέσα από το σχήμα «εθνική αφύπνιση-ελληνική επανάσταση».
Έτσι, αναδεικνυόταν η
εικόνα μιας ταυτόχρονης, παράλληλης και εν πολλοίς ανεξάρτητης λειτουργίας
θεσμών με τους κρατικούς, χωρίς, όμως, πάντα να λαμβάνεται υπόψη στην ανάλυση ο
ρόλος αντίστοιχων κρατικών θεσμών και του γενικότερου πολιτικού πλαισίου στη
διαμόρφωση των ελληνικών αντιστοίχων.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί διαβιούσαν οιονεί
αποκομμένοι από τον περίγυρό τους, ο οποίος, αν δεν απουσίαζε από την ιστορική
αφήγηση, συχνά ο ρόλος του περιοριζόταν σ’ αυτόν ενός βίαιου και τυραννικού
μηχανισμού καταστολής των χριστιανών.
Έτσι, οι ελληνικοί πληθυσμοί, έχοντας
αναπτύξει τους δικούς τους θεσμούς ζούσαν σε μια διαφορετική πραγματικότητα, η
οποία αντιπαρατίθετο σ’ αυτήν της πολιτικής ένταξης σε ευρύτερα κρατικά
μορφώματα.
Αν αντιστραφεί η προσέγγιση και από την οπτική του
ιστορικού που γράφει για να επιβεβαιώσει και να εμπεδώσει την εθνική συνείδηση
στο αναγνωστικό κοινό περάσουμε σε μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του
βλέμματος των ανθρώπων που διαβιούσαν εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τότε
η εικόνα διαγράφεται κατά το μάλλον ή ήττον διαφοροποιημένη από την παραπάνω.
Η
πραγματικότητα συγκροτείτο από ένα μωσαϊκό τοπικών ιδιαιτεροτήτων σε όλα τα
επίπεδα της κοινωνικής συγκρότησης και από την παρουσία συνοίκων πληθυσμών, οι
οποίοι δεν ήταν πάντοτε σαφώς διαφοροποιημένοι στις βασικές κατηγορίες
ετεροπροσδιορισμού τους (θρησκεία, γλώσσα, καταγωγή, συνήθειες κτλ.).
Από την
άλλη, και οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι Οθωμανοί υπήκοοι, γνώριζαν πολύ καλά το
κρατικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαβιούσαν, ακόμη κι αν επιθυμούσαν την ανατροπή
του, και πολιτεύονταν με βάση τους όρους αυτού του συστήματος και συγκροτούσαν
τον κόσμο τους.
Όσο ρεαλιστική κι αν φαίνεται σήμερα αυτή η προσέγγιση, παρ’
όλα αυτά η ελληνική ιστοριογραφία δεν είχε επιτύχει ως πρόσφατα να την
ενσωματώσει στην ιστοριογραφική παραγωγή περί Τουρκοκρατίας.
Η Εκκλησία – ως πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης – είχε
αναγνωριστεί από το οθωμανικό κράτος, ήδη από την εποχή της Άλωσης, ως ένας
θρησκευτικός φορέας, με οργανωμένο διοικητικό μηχανισμό, μέσα στον οποίο
μπορούσαν να ενταχτούν (ή εντάσσονταν) όλοι οι πολυπληθείς ορθόδοξοι
χριστιανοί, οι οποίοι αποτελούσαν εκείνη την εποχή την πλειονότητα του
πληθυσμού της αυτοκρατορίας.
Ο πολιτικός στόχος ήταν σαφής: ο συνολικός έλεγχος
αυτών των πληθυσμών από το κράτος μέσω ενός φορέα των ίδιων των υπηκόων του.
Η
πρόσδεση της Εκκλησίας στο
δημοσιονομικό σύστημα της αυτοκρατορίας με πρωτοβουλία των ίδιων των
Ρωμιών αποσκοπούσε στο να διασφαλίσει τη διαιώνισή του, ανεξάρτητα από την
όποια συν τω χρόνω αλλαγή στην κρατική πολιτική των σουλτάνων.
Η στάση των
ίδιων των ορθοδόξων έναντι της Εκκλησίας συμπλήρωσε το θεσμικό ρόλο της: οι
χριστιανικοί πληθυσμοί μετά την απώλεια των μεσαιωνικών κρατικών μορφωμάτων
τους, είχαν μόνο την Εκκλησία ως θεσμό αναφοράς και μάλιστα σε αντιπαραβολή με
την επίσημη κρατική θρησκεία, το Ισλάμ.
Επιπλέον, ήταν ο φορέας, ο οποίος εν
δυνάμει μπορούσε να ενοποιήσει πολιτικά όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της
αυτοκρατορίας, αν και, ουσιαστικά, η ένταξη των μη ελληνικών ορθόδοξων
χριστιανικών πληθυσμών γινόταν μόνο με πνευματικούς όρους.
Στην πράξη αποτέλεσε
ένα θεσμό διατήρησης και διάδοσης ελληνορθόδοξης κουλτούρας και όχι γενικά
χριστιανικής.
Οι κοινότητες δεν αποτέλεσαν ούτε χρονικά ούτε
γεωγραφικά ή τυπολογικά έναν ενιαίο θεσμό, ο οποίος, μάλιστα, να είχε και
αυτονόητα κρατική αναγνώριση.
Επρόκειτο για ad hoc μορφές κοινωνικής συσσωμάτωσης,
των οποίων τη λειτουργία επέτρεπε το κράτος κυρίως για την απρόσκοπτη είσπραξη
της φορολογίας και για τον αποτελεσματικό έλεγχο των εντασσόμενων σ’ αυτές
υπηκόων, περιβάλλοντάς τες με ένα πλαίσιο λειτουργίας, γνωστό και από άλλες
συσσωματώσεις (π.χ. επαγγελματικές).
Κατά συνέπεια, η θεσμική μορφή αυτών των
κοινοτήτων δεν ήταν μια ξένη πρακτική για το οθωμανικό κράτος, ούτε τέτοιου
είδους συσσωματώσεις ανάπτυξαν μόνο οι ελληνικοί πληθυσμοί.
Ο έντονα τοπικός
χαρακτήρας και οι πολλαπλοί παράγοντες που καθόριζαν το βαθμό αυτονομίας των
κοινοτήτων εντός του οθωμανικού κρατικού πλαισίου καθιστούν το κοινοτικό
φαινόμενο μη ενιαίο και χωρίς ομοειδή πολιτικά χαρακτηριστικά σε ευρεία
γεωγραφική και χρονολογική κλίμακα.
Εξειδικεύοντας στον πολιτικό χαρακτήρα των
κοινοτήτων και στις ζυμώσεις που συνέβαιναν εντός τους, από τα λίγα καλά
μελετημένα παραδείγματα προκύπτει ότι οι πολιτικές ιεραρχήσεις αναπαρήγαγαν μια
ήδη διαμορφωμένη κοινωνικο-οικονομική ιεραρχία, η οποία είχε με τη σειρά της
προκύψει από την ικανότητα προσαρμογής και ένταξης των προσώπων της στο
ευρύτερο οθωμανικό κρατικό σύστημα.
Ακόμη δυσκολότερα
μπορεί να συσχετιστεί η έννοια του ‘ελληνικού θεσμού’ με την περίπτωση των
κλεφταρματολών.
Ασφαλώς υπήρχε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των αρματολικών
σωμάτων ήδη από τον 15ο αιώνα.
Αυτό, όμως, λειτούργησε ως μέσο κοινωνικής και
οικονομικής ανέλιξης για τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων και δεν
αποτελούσε ενοποιητικό στοιχείο ούτε καν μέσα στα μέλη αυτών των σωμάτων.
Έτσι,
καθώς βάθαινε η αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να ελέγξει τις επαρχίες αναδεικνύοντας
ταυτόχρονα το φαινόμενο της ισχυροποίησης των επαρχιακών προκρίτων εντός της
οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον 18ο αιώνα, οι χριστιανοί είχαν καταφέρει μέσω
του θεσμού των αρματολικιών να αναδειχθούν σε μια τοπική χριστιανική ελίτ στις
περιοχές, όπου λειτουργούσε ο θεσμός.
Το έντονα συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ των
φορέων των κλεφταρματολών προκειμένου να κερδίσουν τη νομιμοποίηση της εξουσίας
τους από το κράτος οδηγεί στη διατύπωση ότι επρόκειτο μάλλον για έναν κρατικό
εξουσιαστικό φορέα, παρά για ένα θεσμό των χριστιανών.
Η ικανότητα και το
μονοπώλιο –εντός των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας – στη χρήση των
όπλων φαίνεται ότι λειτουργούσε καταλυτικότερα για τα μέλη αυτών των σωμάτων
από οποιαδήποτε ιδεολογική, πολιτική ή κοινωνική ένταξη.
Ακόμη κι αν δεχτεί κανείς την ύπαρξη και λειτουργία
των ‘θεσμών’, το ερώτημα που τίθεται είναι ποια ταυτότητα αυτοί έπρεπε να
διαφυλάξουν, να προωθήσουν ή ακόμη και να διαμορφώσουν.
Σήμερα δεν είναι δυνατό
να προσεγγιστεί το πρόβλημα της ταυτότητας των ελληνικών πληθυσμών της
Τουρκοκρατίας με ουσιοκρατικούς όρους. Δε μπορεί, δηλαδή, να τεκμηριωθεί η
σταθερή και σαφώς περιχαρακωμένη ελληνική εθνική ταυτότητα για όλη την περίοδο
της Τουρκοκρατίας, η οποία, μάλιστα, είλκε την καταγωγή της από την κλασική αρχαιότητα
μέσω του βυζαντινού μεσαίωνα.
Η σύγχρονη προσέγγιση για το ‘εθνικό φαινόμενο’ –
που το θεωρεί ως νεωτερική κατασκευή και όχι ως την προαιώνια ουσία ενός λαού –
οδηγεί σε νέα ερμηνεία του ταυτοτικού φαινομένου εν γένει.
Επιπλέον, η
ανθρωπολογική άποψη περί ύπαρξης πολλαπλών ταυτοτήτων σε προεθνικές κοινωνίες
(κοινωνικών, θρησκευτικών, γεωγραφικών κτλ.) τοποθετεί σε νέες βάσεις τη μελέτη
του ίδιου φαινομένου.
Η διαμόρφωση ταυτοτήτων σε πληθυντικές κοινωνίες, όπως η
οθωμανική, είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο εξελίσσεται δυναμικά
μέσα στο χρόνο. Κρίσιμο πρόσκομμα για τη σφαιρικότερη διερεύνηση του θέματος
αποτελεί η σχεδόν παντελής απουσία της φωνής της πλειονότητας των ελληνικών
πληθυσμών αναφορικά με τον αυτοπροσδιορισμό τους, ώστε οι όποιες εννοιολογικές
σημάνσεις να προέρχονται είτε από το χώρο της ελληνικής διανόησης είτε από
πρόσωπα που ανήκαν σε άλλους εθνοπολιτισμικούς χώρους (είτε, για παράδειγμα,
δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης πρόσωπα ποικίλης εθνοτικής ή επαγγελματικής
ένταξης, είτε εκπρόσωποι του επίσημου οθωμανικού κράτους).
Γενικά, φαίνεται ότι
οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι σύνοικοι πληθυσμοί, ανέπτυξαν πολλαπλές
ταυτότητες, οι οποίες προσαρμόζονταν ανάλογα με το μέρος που βρίσκονταν ή με
τους ανθρώπους που συναναστρέφονταν, λαμβανομένης υπόψη και της χρονικής
περιόδου που μελετάται κάθε φορά. Παρ’ όλο που η εθνική ταυτότητα, όπως την
αντιλαμβανόμαστε σήμερα, δε φαίνεται να γνώρισε διάδοση σε ευρέα κοινωνικά
στρώματα πριν από τις αρχές του 19ο αιώνα, αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν
υπήρχε συνείδηση της διαφορετικότητας με εθνοτικούς όρους.
Για παράδειγμα, στη
συλλογική ταυτότητα του χριστιανού ορθόδοξου δεν υπήρχε ισοπεδωτική χροιά ή
απουσία τονισμού εθνοτικών ιδιαιτεροτήτων τόσο από το θρησκευτικό φορέα
(πατριαρχείο), όσο και από τον κοσμικό (οθωμανικό κράτος). Η διάκριση Αλβανών, Σλάβων, Ρωμιών και Βλάχων γινόταν από αμφότερες τις πλευρές και αντικατόπτριζε την καθημερινή αλλά και την ιστορική πραγματικότητα.
Αυτό που εκφεύγει από τους
σημερινούς ιστορικούς είναι τα κριτήρια της διάκρισης, η γεωγραφική και
κοινωνική οριοθέτηση των αντίστοιχων πληθυσμών και ο βαθμός που αυτή η διάκριση
αποτέλεσε ενοποιητικό πολιτικά στοιχείο.
Πρόσφατα έχει αμφισβητηθεί ο
αποκλειστικός ρόλος κριτηρίων, όπως η θρησκεία ή η γλώσσα, στην οικοδόμηση μιας
ενιαίας ταυτότητας του συνανήκειν για τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Η καταγωγή
τοποθετείται όχι στη βάση μιας φυλετικού χαρακτήρα νοηματοδότησης, αλλά στη
βάση του τρόπου πρόσληψης ενός κοινού ιστορικού παρελθόντος.
Παρ’ όλο που η
κρίσιμη περίοδος για τη διαμόρφωση και υποδοχή μιας κοινής εθνικού περιεχομένου
ταυτότητας στους ελληνικούς πληθυσμούς δε μπορεί να επεκταθεί παλαιότερα των
αρχών του 19ου αιώνα, είναι, καθώς φαίνεται, μακρύ ακόμη το ταξίδι που
χρειάζεται να διανυθεί, προκειμένου να διατυπωθεί μια συνεκτική αφήγηση για τη
διαδρομή και τις μεταμορφώσεις των ταυτοτήτων μέσα στην Τουρκοκρατία κατά την
πορεία διαμόρφωσης αυτής της εθνικής ταυτότητας.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Φωκίων Κοτζαγεώργης
Θεσμοί και ταυτότητες του Ελληνισμού
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
ΠΗΓΗwww.clioturbata.com/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82/%cf%86%cf%89%ce%ba%ce%af%cf%89%ce%bd-%ce%ba%ce%bf%cf%84%ce%b6%ce%b1%ce%b3%ce%b5%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b7%cf%82-%ce%b8%ce%b5%cf%83%ce%bc%ce%bf%ce%af-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου