Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Η αρχαιολογία του «κτήματος Συγγρού»

          Από την προϊστορία ως τον 19ο αιώνα
Το «κτήμα Συγγρού» είναι ένας χώρος με πολλαπλό χαρακτήρα: κληροδότημα της εθνικής ευεργέτιδος Ιφιγένειας Α. Συγγρού που αποτελεί δημόσιο αγαθό, έδρα ενός ιστορικού ιδρύματος της νεώτερης και σύγχρονης ελληνικής γεωργίας, χώρος εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, τόπος αθλητικής άσκησης και επαφής με τη φύση, νησίδα του αττικού τοπίου και περιβάλλοντος. 
Επίστεψη επιτύμβιας στήλης  4ος αιώνας π.χ 
Εκτός όμως από τις ιδιότητες αυτές, το κτήμα Συγγρού έχει προσφέρει αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έναν χώρο με πολλά επίπεδα ιστορίας, που φτάνουν μάλιστα μέχρι τους προϊστορικούς χρόνους.
Αυτό που καθόρισε τις τύχες της έκτασης που καλύπτει σήμερα το κτήμα ήταν το φυσικό της περιβάλλον και η θέση της ανάμεσα σε δύο ιστορικούς οικισμούς της Αττικής, το Μαρούσι και την Κηφισιά. 
Τοποθετημένο στις υπώρειες της Πεντέλης, διαθέτει φυσικές πηγές νερού και πλούσια βλάστηση, στην οποία κυριαρχεί ακόμα και σήμερα ο μεσογειακός πευκώνας. 
Το Μαρούσι και η Κηφισιά πλαισιώνουν το κτήμα από τα νότια και τα βόρεια αντίστοιχα. 
Η ιστορική παρουσία τους ως οικισμών είναι σχεδόν αδιάκοπη, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας και από το κτήμα Συγγρού διέρχονταν επί αιώνες οι δρόμοι που τους συνέδεαν.
Προκαταρκτικά πρέπει να σημειωθεί ότι στο κτήμα δεν έχει μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί συστηματική αρχαιολογική έρευνα, με καταγραφή επιφανειακών στοιχείων και ανασκαφή. Ωστόσο, τα τυχαία ευρήματα που έχουν κατά καιρούς έρθει στο φως και τα ιστορικά δεδομένα, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα για την ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα.
                                                    Προϊστορικοί χρόνοι
Προϊστορικά λίθινα εργαλεία που αναφέρονται 
ως προερχόμενα από τα Ανάβρυτα
Την παλαιότερη μαρτυρία για την ανθρώπινη παρουσία στο κτήμα Συγγρού αποτελούν αντικείμενα που σήμερα βρίσκονται εκτός της Ελλάδας. 
Στο Ιστορικό Μουσείο της Βέρνης στην Ελβετία φυλάσσεται μια ομάδα λίθινων εργαλείων τα οποία αναφέρεται ότι είχε συλλέξει ο Carl Wild στο κτήμα Ανάβρυτα τον 19ο αιώνα (εικ. 1). 
Πρόκειται για αντικείμενα τα οποία χρονολογούνται σύμφωνα με τον V. Milojčić στην Προκεραμική Νεολιθική περίοδο (6800-6400 π.Χ.). 
Για τα ευρήματα αυτά δεν γνωρίζουμε ούτε τις συνθήκες της αποκάλυψής τους, ούτε το ακριβές σημείο όπου εντοπίστηκαν, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται ο τόπος  εύρεσής τους. 
Η μαρτυρία όμως του Ιωάννη Γερουλάνου για λεπίδες οψιανού από το κτήμα, φαίνεται να επαληθεύει την προέλευση των εργαλείων του Μουσείου της Βέρνης. 
Επιπλέον, ο Wild μπορεί να ταυτιστεί με έναν από τους δύο ιδιοκτήτες του κτήματος τον 19ο αιώνα, οι οποίοι παραδίδεται ότι το είχαν αγοράσει για να διενεργήσουν αρχαιολογικές έρευνες.
Το είδος της προϊστορικής αυτής εγκατάστασης στο κτήμα δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί χωρίς τον εντοπισμό και την έρευνα του σημείου απ’ όπου προήλθαν τα λίθινα εργαλεία. 
Σημειώνεται ότι, εφόσον ευσταθεί η χρονολόγηση του Milojcic, τα αντικείμενα αυτά συνιστούν μία από τις αρχαιότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στην Αττική.
                              Κλασική αρχαιότητα
 Το Μαρούσι και η Κηφισιά κατοικούνται ήδη από τη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, αλλά συγκροτούνται ως δήμοι το 508 π.Χ. και γνωρίζουν μεγάλη ακμή από τον 5ο και ιδίως κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Το Μαρούσι ονομάζεται Άθμονον και φημίζεται για την τοπική λατρεία της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, ενώ η Κηφισιά ακμάζει χάρη στις πλούσιες πηγές νερού από την Πεντέλη. 
Από την εποχή αυτή έχουν βρεθεί στο κτήμα Συγγρού τάφοι, τμήματα επιτύμβιων μνημείων και μια επιγραφή δημοτών Αθμονέων. Εννέα τάφοι ανασκάφηκαν το 1901 από τον Ανδρέα Σκιά στις νότιες παρυφές του κτήματος, 500 μ. βόρεια του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Αμαρουσίου. Οι τάφοι ήταν διαιρεμένοι σε δύο περιβόλους, ίσως οικογενειακού χαρακτήρα. Δύο ταφές είχαν γίνει σε σαρκοφάγους, μια μαρμάρινη και μια πώρινη. Τα κτερίσματα ήταν μάλλον φτωχικά. Από τα μαρμάρινα επιτύμβια μνημεία που σήμαιναν τους τάφους βρέθηκαν μία λήκυθος με παράσταση κυνηγού που αποχαιρετά γυναίκα (εικ. 2), κορμός γυναικείας μορφής (εικ. 3) και ένα ακόμη τεμάχιο από άλλη γυναικεία μορφή. 
Τα ευρήματα χρονολογήθηκαν στο γ’ τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα (περίπου στο διάστημα 350-325 π.Χ.).
 Πριν ωστόσο από την ανασκαφή του Α. Σκιά, φαίνεται ότι είχαν βρεθεί και άλλες αρχαιότητες της ίδιας εποχής κατά την οικοδόμηση των κτισμάτων του κτήματος από τον Α. Συγγρό. Το μεγάλο μαρμάρινο ανθέμιο που σώζεται σήμερα εντοιχισμένο στο υπόγειο κελάρι του κτήματος προέρχεται από μία μνημειακών διαστάσεων επιτύμβια στήλη του 4ου αιώνα (εικ. 4). Ο Σκιάς είδε στο κτήμα το 1901 μία ακόμα στήλη, «πρότερον ευρεθείσα», με σκηνή αποχαιρετισμού, της ίδιας περιόδου. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Werner Peek κατέγραψε το 1942 μία μαρμάρινη λήκυθο με παράσταση του ίδιου τύπου, η οποία έσωζε την επιγραφή με το όνομα του νεκρού: ΦΡΑΣΙΑΣ ΑΘΜΟΝΕΥΣ. Η εύρεση των τάφων και των επιτυμβίων μνημείων στο κτήμα δεν είναι τυχαία. Όπως ήδη σημειώθηκε, το χώρο τους διέσχιζαν οι οδοί που συνέδεαν το Άθμονον με την Κηφισιά. Σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, τα νεκροταφεία εκτείνονταν κατά μήκος των κεντρικών δρόμων, έξω από τα όρια των οικισμών. Οι τάφοι επομένως του κτήματος Συγγρού είχαν πιθανότατα κατασκευαστεί κατά μήκος μιας ή περισσότερων οδών που συνέδεαν τους δύο αρχαίους δήμους. Το 1964, η επεισοδιακή διάνοιξη ενός δρόμου μέσα στο νότιο μέρος του κτήματος από τον Δήμο Αμαρουσίου ξέθαψε τμήμα μιας αρχαίας στήλης –το σημείο δυστυχώς δεν ερευνήθηκε αρχαιολογικά. Πρόκειται για έναν κατάλογο ονομάτων τον οποίο μελέτησε ο επιγραφικός Στέφανος Ν. Κουμανούδης. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για δημότες Αθμονείς οι οποίοι κατά τις αρχές του 4ου αιώνα συνεισέφεραν ένα χρηματικό ποσό, ίσως για την αποκατάσταση καταστροφών που είχε επιφέρει στον δήμο ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Αν ο λίθος αυτός δεν είχε μεταφερθεί από κάποια άλλη θέση, η παρουσία του στο κτήμα επιτρέπει την υπόθεση ότι εδώ, στις νότιες παρυφές του, υπήρχε  κάποιο μικρό  ιερό  ή άλλος δημόσιος χώρος των Αθμονέων, στον οποίο θα στήθηκε η συγκεκριμένη επιγραφή.
                    Ρωμαϊκοί και βυζαντινοί χρόνοι
 Από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εξής δεν έχουμε καμία αρχαιολογική μαρτυρία για την κατάσταση του κτήματος. Το Άθμονον και η Κηφισιά εξακολουθούν να υφίστανται ως οικισμοί κατά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο, γνωρίζοντας φάσεις αναπτυξης και παρακμής, με κυρίρχο τον αγροτικό τους χαρακτήρα (το Άθμονον χάνει όμως το αρχαίο του όνομα, σε χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη). Η περιοχή του κτήματος Συγγρού συνεχίζει να συνδέει τους δύο μικρούς οικισμούς, από τους ίδιους αρχαίους δρόμους –το αρχαίο οδικό δίκτυο της Αττικής δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται και πολλές σύγχρονες αρτηρίες ακολουθούν ακόμα και σήμερα την αρχαία τους χάραξη.
                                                                         Τουρκοκρατία
 Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1456-1821) το Μαρούσι και η Κηφισιά διατηρούνται ως οικισμοί και παρουσιάζουν μάλιστα μεγάλη άνθηση τον 16ο αιώνα. Στο χώρο του κτήματος επισημαίνεται σε νεώτερους χάρτες ένας δρόμος ως «τουρκικός», με κατεύθυνση προς τη θέση Αλώνια της Κηφισιάς. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η ονομασία αυτή οφείλεται σε διάνοιξη της οδού κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ή αν καθιερώθηκε σε κάποιον υφιστάμενο δρόμο, για άλλον λόγο. Στην αγροτική ύπαιθρο των δύο χωριών κτίζονται πολυάριθμα εξωκκλήσια, τα περισσότερα από τα οποία διατηρούνται και σήμερα. Το γεγονός ότι δεν οικοδομήθηκε κανένας τέτοιος ναΐσκος μέσα στην περιοχή του κτήματος, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η έκταση ήταν τότε πυκνά δασωμένη –μια προέκταση των δασών της Πεντέλης.
                                                  Πριν από τον Ανδρέα Συγγρό
 Με την Ανεξαρτησία της Ελλάδας και ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Πολιτείας του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αρχίζει η πώληση των οθωμανικών τσιφλικιών της Αττικής, που ολοκληρώνεται κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. 
Καθώς το κράτος δεν διαθέτει κεφάλαια και οι ντόπιοι καλλιεργητές και αγωνιστές βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας, τα μεγάλα κτήματα περνούν στα χέρια πλούσιων ομογενών του εξωτερικού και ξένων φιλελλήνων. 
Αν και δεν γνωρίζουμε τί συμβαίνει με το κτήμα Συγγρού, η γενική εικόνα υποδεικνύει ότι πρόκειται πιθανώς για ένα οθωμανικό τσιφλίκι που ακολουθεί την ίδια τύχη.
O Skene μεταπωλεί το κτήμα στον Wild, σε χρόνο που παραμένει άγνωστος. Και οι δύο αναφέρεται ότι είχαν αγοράσει τα Ανάβρυτα για να πραγματοποιήσουν αρχαιολογικές ανασκαφές. Είμαστε μάλλον βέβαιοι ότι ο Wild το έπραξε, ωστόσο τα αποτελέσματα πρέπει να ήταν απογοητευτικά, σε μία εποχή που αυτό που ενδιέφερε τους αρχαιολόγους και τους ερασιτέχνες φιλάρχαιους ήταν τα κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας, και ιδίως τα έργα τέχνης. 
Από την εικόνα που έχουμε ως τώρα, το κτήμα δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο ταφές αυτής της περιόδου. Με την αγορά του κτήματος από τον Ανδρέα Συγγρό, που εκτιμάται ότι έγινε γύρω στο 1880, άνοιξε μια νέα σελίδα στην ιστορία του χώρου, η οποία πρέπει να αποτελέσει πεδίο έρευνας και αντικείμενο μελέτης νεώτερων ιστορικών πολλών ειδικοτήτων, καθώς αφορά στην αρχιτεκτονική, στην εκπαίδευση και στην εξέλιξη της γεωργίας στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα                                       
                                     Γιώργος Πάλλης Τμήμα Ιστορία και Αρχαιολογίας
                                    Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 
                                                                 gpallis@arch.uoa.gr
                                                               Βιβλιογραφία
Ι. Μ. Γερουλάνος, «Αρχαιολογικά ευρήματα Τραχώνων. Α. Οι οψιανοί της Συλλογής Τραχώνων», Αρχαιολογική Εφημερίς 1956, 73-105.
Α. Χρ. Ζαγκλής, Αμαρούσιον, το αρχαίον Άθμονον, Αμαρούσιον 1976.
Στ. Ν. Κουμανούδης, «Επιγραφαί ανέκδοτοι και παρατηρήσεις εις εκδεδομένας»,
Αρχαιολογικόν Δελτίον 21 (1966) Α’, 134-140. 
V. Milojčić, “Präkeramisches Neolithikum auf der Balkanbinsel“, Germania 38 (1960) 320-335.
Γ.   Πάλλης,   Το   Μαρούσι   της   Αττικής.   Δοκίμιο   τοπικής   ιστορίας,   έκδοση   της εφημερίδας Αμαρυσία, Αθήνα 2004.
W. Peek, “Attische Inschriften”, Athenische Mitteilungen 67 (1942) 1-217. Α. Σκιάς, «Αττικής τάφοι», Αρχαιολογική Εφημερίς 1919, 40-41.
                                                                     ΠΗΓΗ:ΙΓΕ
                                                                     dasosygrou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου