Υγεία, σύστημα υγείας και κοινωνική ευημερία:
Σε γενικές γραμμές, η υψηλότερη ανάπτυξη που συνοδεύεται από ισότιμη κατανομή του εισοδήματος συμβαδίζει με χαμηλότερη φτώχεια και καλύτερο επίπεδο υγείας (Gupta and Mitra 2004, Falkingham 2005).
Βέβαια, η γενίκευση αυτή δεν θα πρέπει να παραβλέπει την σημαντική επισήμανση του Α. Σεν ότι η μείωση της θνησιμότητας δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά είναι δυνατή και σε περιβάλλον χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης υπό την προϋπόθεση ότι δίνεται προτεραιότητα στην εφαρμογή ενός προγράμματος καθοδηγούμενης, επιδέξιας κοινωνικής υποστήριξης (Σεν 2006).
Mια αποσιωπημένη σχέση με μοιραία αποτελέσματα
Η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε το 2007, επέφερε σοβαρές επιπτώσεις στον τομέα της υγείας και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου με επίκεντρο την επίδραση της ύφεσης τόσο στο επίπεδο υγείας των πληθυσμών όσο και στη δυνατότητα των συστημάτων υγείας να παρέχουν επαρκείς και ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε το 2007, επέφερε σοβαρές επιπτώσεις στον τομέα της υγείας και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου με επίκεντρο την επίδραση της ύφεσης τόσο στο επίπεδο υγείας των πληθυσμών όσο και στη δυνατότητα των συστημάτων υγείας να παρέχουν επαρκείς και ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Η σοβαρότητα του προβλήματος αντανακλάται σε ένα ψήφισμα που υιοθέτησε το Γραφείο Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 2009.
Το ψήφισμα αυτό καλούσε τα κράτη μέλη του Γραφείου να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματα υγείας τους θα συνεχίσουν να προστατεύουν την υγεία των πολιτών και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων, να παρέχουν αποτελεσματικές υπηρεσίες και να λειτουργούν ως οικονομικά δρώντες παράγοντες εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες επενδύσεις, δαπάνες και θέσεις εργασίας.
Το ψήφισμα αυτό καλούσε τα κράτη μέλη του Γραφείου να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματα υγείας τους θα συνεχίσουν να προστατεύουν την υγεία των πολιτών και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων, να παρέχουν αποτελεσματικές υπηρεσίες και να λειτουργούν ως οικονομικά δρώντες παράγοντες εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες επενδύσεις, δαπάνες και θέσεις εργασίας.
Επιπροσθέτως, το ψήφισμα προέτρεπε τα κράτη να εντείνουν την παρακολούθηση και ανάλυση των αλλαγών που συντελούνται στις συνθήκες διαβίωσης, την αξιολόγηση της επίδοσης των συστημάτων υγείας & να διαμορφώσουν ρεαλιστικές πολιτικές οι οποίες θα αντιμετωπίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία και τα συστήματα υγείας.
Οι παραπάνω παροτρύνσεις θεμελιώνονται στη διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή η έκταση στην οποία λαμβάνει χώρα μια διαδικασία προαγωγής της ευημερίας των ατόμων από κοινού με μια δυναμική οικονομικής μεγέθυνσης της οποίας τα οφέλη και το πρόσθετο παραγόμενο εισόδημα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του βάρους της φτώχειας (Midgley 1995), βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση της υγείας του πληθυσμού μιας χώρας (Sen 1999). Σε γενικές γραμμές, η υψηλότερη ανάπτυξη που συνοδεύεται από ισότιμη κατανομή του εισοδήματος συμβαδίζει με χαμηλότερη φτώχεια και καλύτερο επίπεδο υγείας (Gupta and Mitra 2004, Falkingham 2005).
Βέβαια, η γενίκευση αυτή δεν θα πρέπει να παραβλέπει την σημαντική επισήμανση του Α. Σεν ότι η μείωση της θνησιμότητας δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά είναι δυνατή και σε περιβάλλον χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης υπό την προϋπόθεση ότι δίνεται προτεραιότητα στην εφαρμογή ενός προγράμματος καθοδηγούμενης, επιδέξιας κοινωνικής υποστήριξης (Σεν 2006).
Υπό το πρίσμα, λοιπόν, της συγκεκριμένης προβληματικής, το υψηλό επίπεδο υγείας, το αποτελεσματικό σύστημα υγείας και η παραγωγή κοινωνικοοικονομικού πλούτου συνιστούν τα τρία κομβικά σημεία ενός ανατροφοδοτούμενου κύκλου.
Η δυναμική αλληλεπίδραση των τριών προαναφερθέντων θεμελιωδών στοιχείων συμβάλλει στην επίτευξη της ευρύτερης κοινωνικής ευημερίας.
Η ανάπτυξη που παράγει κοινωνικοοικονομικό πλούτο, με την προϋπόθεση της διάθεσης των πρόσθετων πόρων κατά τρόπο κοινωνικά παραγωγικό, συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας και την επίτευξη καλύτερης υγείας, ενώ, ταυτόχρονα, η υγεία αποτελεί προαπαιτούμενο για την οικονομική πρόοδο και τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης (Phillips and Verhasselt 1994).
Με άλλα λόγια, η υγεία δεν θα πρέπει να θεωρείται απλά και μόνο ως παραπροϊόν της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ως στοιχείο του ανθρώπινου κεφαλαίου και συντελεστής που συνεισφέρει ουσιαστικά στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική πρόοδο.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν τόσο παλαιότερες αναλύσεις (Abel-Smith and Leiserson 1978), όσο και πιο πρόσφατες συμβολές, όπως οι τρεις σημαντικές εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank 1993), του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO 2001) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Suhrcke et al. 2005), καθώς και μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (Figueras and McKee, eds, 2012), οι οποίες συμπυκνώνουν τα ευρήματα της διεθνούς ερευνητικής δραστηριότητας.
Η υγεία έχει αξία τόσο καθαυτή, ως κοινωνικό αγαθό, αλλά επίσης έχει σημαντική επίδραση στην οικονομική παραγωγικότητα και την οικονομία συνολικά.
Με άλλα λόγια, η υγεία δεν θα πρέπει να θεωρείται απλά και μόνο ως παραπροϊόν της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ως στοιχείο του ανθρώπινου κεφαλαίου και συντελεστής που συνεισφέρει ουσιαστικά στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική πρόοδο.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν τόσο παλαιότερες αναλύσεις (Abel-Smith and Leiserson 1978), όσο και πιο πρόσφατες συμβολές, όπως οι τρεις σημαντικές εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank 1993), του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO 2001) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Suhrcke et al. 2005), καθώς και μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (Figueras and McKee, eds, 2012), οι οποίες συμπυκνώνουν τα ευρήματα της διεθνούς ερευνητικής δραστηριότητας.
Η υγεία έχει αξία τόσο καθαυτή, ως κοινωνικό αγαθό, αλλά επίσης έχει σημαντική επίδραση στην οικονομική παραγωγικότητα και την οικονομία συνολικά.
Η καλή υγεία συμβάλλει στην επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας και προσφοράς εργασίας και εξασφαλίζει τις πνευματικές και σωματικές προϋποθέσεις συμμετοχής των ατόμων στο σύστημα εκπαίδευσης, κατάρτισης και απόκτησης δεξιοτήτων.
Η πτώση της νοσηρότητας μειώνει το άμεσο και έμμεσο κόστος αντιμετώπισης των ασθενειών και απελευθερώνει πόρους οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν προς άλλους παραγωγικούς κλάδους.
Επιπροσθέτως, αυξάνει τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Τέλος, τα ίδια τα συστήματα υγείας, εκτός του ότι συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου υγείας μειώνοντας την αποφεύξιμη θνησιμότητα, αποτελούν σημαντικό τμήμα του τομέα παροχής υπηρεσιών όπου απασχολείται μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού.
Η πτώση της νοσηρότητας μειώνει το άμεσο και έμμεσο κόστος αντιμετώπισης των ασθενειών και απελευθερώνει πόρους οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν προς άλλους παραγωγικούς κλάδους.
Επιπροσθέτως, αυξάνει τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Τέλος, τα ίδια τα συστήματα υγείας, εκτός του ότι συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου υγείας μειώνοντας την αποφεύξιμη θνησιμότητα, αποτελούν σημαντικό τμήμα του τομέα παροχής υπηρεσιών όπου απασχολείται μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού.
Τα παραπάνω τεκμηριώνουν, από την πλευρά της οικονομικής αναπτυξιακής διάστασης, την αναγκαιότητα όλα τα κράτη να εντάσσουν την υγεία στις επενδυτικές τους στρατηγικές και προτεραιότητες.
Δυστυχώς, όμως, οι πολιτικές υγείας που εφαρμόζονται κατά την τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης παραβλέπουν τα ερευνητικά τεκμήρια που προαναφέρθηκαν.
Έχουν επηρεαστεί πρωτίστως από τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και ανταποκρίνονται στις επιταγές τού κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος, το οποίο προκρίνει ως λύση την εσωτερική υποτίμηση και τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν την υγεία και τις συντάξεις (Sakellaropoulos 2012). Υπό το πρίσμα αυτό, ο στόχος του παρόντος άρθρου είναι διττός.
Πρώτον, δεδομένου ότι η επίδραση των οικονομικών αλλαγών στον τομέα της υγείας είναι, σε μεγάλο βαθμό, σωρευτική στη διάρκεια του χρόνου και συνεπώς οι επιπτώσεις της παρούσας οικονομικής κρίσης θα καταστούν εμφανείς σε μεσο- και μακρο- πρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από ανάλογες καταστάσεις του παρελθόντος είναι ιδιαίτερα χρήσιμα τόσο για τους ερευνητές όσο και για τους διαμορφωτές πολιτικής υγείας.
Δυστυχώς, όμως, οι πολιτικές υγείας που εφαρμόζονται κατά την τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης παραβλέπουν τα ερευνητικά τεκμήρια που προαναφέρθηκαν.
Έχουν επηρεαστεί πρωτίστως από τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και ανταποκρίνονται στις επιταγές τού κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος, το οποίο προκρίνει ως λύση την εσωτερική υποτίμηση και τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν την υγεία και τις συντάξεις (Sakellaropoulos 2012). Υπό το πρίσμα αυτό, ο στόχος του παρόντος άρθρου είναι διττός.
Πρώτον, δεδομένου ότι η επίδραση των οικονομικών αλλαγών στον τομέα της υγείας είναι, σε μεγάλο βαθμό, σωρευτική στη διάρκεια του χρόνου και συνεπώς οι επιπτώσεις της παρούσας οικονομικής κρίσης θα καταστούν εμφανείς σε μεσο- και μακρο- πρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από ανάλογες καταστάσεις του παρελθόντος είναι ιδιαίτερα χρήσιμα τόσο για τους ερευνητές όσο και για τους διαμορφωτές πολιτικής υγείας.
Χαράλαμπος Οικονόμου
επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Κοινωνιολογίας
ΠΗΓΗ: foreignaffairs.grεπίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Κοινωνιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου